8.8.10

2ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΚΑΙΣΑΡΙΩΝ
1. Ο Κ. Π. Καβάφης έχει χαρακτηρισθεί ως «ποιητής αναγνώστης». Η ποιητική του ευαισθησία έχει πολλές φορές την αφετηρία της σε αναγνώσεις λογοτεχνικών ιστορικών και άλλων κειμένων. Να δικαιολογήσετε αυτή τη επισήμανση σε αναφορά με το εξεταζόμενο ποίημα.
2. Να διακρίνετε το ποίημα σε ενότητες με κριτήριο: το νόημα, το ύφος, το αφηγηματικό σχήμα. Να δικαιολογήσετε την άποψη σας.
3. Να επισημάνετε στο ποίημα φράσεις οι οποίες δείχνουν την ενεργητική και συνειδητή στάση του ποιητή κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του ποιήματος.
4. «Χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου»: Να ερμηνεύσετε αυτό το στίχο επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σας στο χαρακτηρισμό «ιδεώδης».
5. Να επισημάνετε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παρακάτω ποίημα και στο ποίημα Καισαρίων εστιάζοντας την προσοχή σας στην παρουσία του αφηγητή ποιητή.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες τη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος – τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
ο Πτολεμαίος – τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στεκόταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματα του μ’ άσπρες
κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Αλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις και εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός ,αίμα των Λαγιδών)
κ’ οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
και ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κουφά λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Η ιστορία αλλά και η λογοτεχνία αποτελούσαν για τον ποιητή ένα αστείρευτο πηγάδι άντλησης ερεθισμάτων, που κινητοποιούσαν τη σκέψη, τη φαντασία και τα συναισθήματα του. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Κ. Καβάφης μας αποκαλύπτει τη τεχνική της έμπνευσής του και πιστοποιεί ότι η αφετηρία της ποιητικής του ευαισθησίας ανιχνεύεται σε αναγνώσεις ιστορικών (και όχι μόνο) κειμένων. Μας λέει, λοιπόν, ότι, καθώς διάβαζε μια συλλογή επιγραφών των Πτολεμαίων (στ.1-4), για να περάσει την ώρα του και να ικανοποιήσει τα ιστορικά του ενδιαφέροντα, μια ασήμαντη αναφορά στο βασιλία Καισαρίωνα του τράβηξε την προσοχή (στ.11-14) και τον ενέπνευσε σε βαθμό που να οραματιστεί τον Καισαρίωνα, το δικό του Καισαρίωνα! (γ’στροφή).
2. Με κριτήριο το νόημα μπορούμε να διακρίνουμε τρία μέρη:
1) οι πρώτοι 10 στίχοι,
2) οι επόμενοι 4,
3) οι τελευταίοι 16.
Στο πρώτο μέρος μας ανακοινώνει ο ποιητής τους λόγους που πήρε «χθες τη νύχτα» μια συλλογή από επιγραφές των Πτολεμαίων να διαβάσει.
Στο δεύτερο μέρος αναφέρει ότι θα άφηνε το βιβλίο αν «μια μνεία μικρή και ασήμαντη» για τον Καισαρίωνα δεν του τραβούσε την προσοχή.
Στο τρίτο μέρος ο τόνος αλλάζει καθώς ο ποιητής με συγκίνηση οραματίζεται τον Καισαρίωνα.
Με κριτήριο το ύφος μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικά υφολογικά επίπεδα. Στην πρώτη στροφική ενότητα η ομοιοκαταληξία (α-β, γ-δ), η συσσωρευμένη χρήση επιθέτων (λαμπροί, ένδοξοι,), ο πληθυντικός αριθμός των θηλυκών ονομάτων (η Βερενίκες, η Κλεοπάτρες), ο πληροφοριακός πεζολογικός τόνος («για να εξακριβώσω μια εποχή», «και την ώρα να περάσω»), προσδίδουν στο ύφος της αφήγησης έναν αντικειμενικό –περιγραφικό χαρακτήρα. Αντίθετα στην τρίτη στροφική ενότητα αποστροφή προς το αντικείμενο του οραματισμού δημιουργεί κλίμα οικείωσης («Α να ήρθες») το οποίο επιτρέπει την ανάπτυξη της φαντασίας και την
«αισθηματικοποίηση» του Καισαρίωνα. Σ’ αυτό το σημείο το ύφος γίνεται προσωπικό λυρικό.
Η ενδιάμεση στροφή τέλος αποτελεί τη «γέφυρα» ανάμεσα στο αντικείμενο – περιγραφικό και το προσωπικό – λυρικό, τμήμα του ποιήματος.
Στους στίχους 1-4 κυριαρχεί το αφηγούμενο «Εγώ» (αφηγηματικός μονόλογος). Από το στίχο 15 μέχρι το τέλος του ποιήματος, ο ποιητής στρέφεται προς το αντικείμενο του οραματισμού του. Χρησιμοποιεί β’ ενικό πρόσωπο και απευθύνεται στον Καισαρίωνα ο οποίος όμως δεν παίρνει το λόγο. Είναι μια λανθάνουσα μυθιστορηματική μορφή που διακρίνεται μόνο στο λόγο του μονολογικού «Εγώ» (δραματικός μονόλογος).
3. Κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του ποιήματος ο Κ. Καβάφης έχει τον απόλυτο έλεγχο. Τίποτα δεν γίνεται παρορμητικά, τυχαία, αυθόρμητα. Ο Κ. Καβάφης, κατέχει την τεχνική του οραματισμού. Δεν παραδίδεται στη ρομαντική έμπνευση ή σε μια συναισθηματική έξαρση. Όλα προσδιορίζονται απ’ τη θέληση του. Ο ίδιος αποφασίζει να ανοίξει και να διαβάσει τη συλλογή, να επιλέξει τον Καισαρίωνα και να τον πλάσει ελεύθερα. Εξάλλου οι λίγες αναφορές της ιστορίας στο πρόσωπο του Καισαρίωνα, του επιτρέπει να φτιάξει μία δική του μορφή, μια μορφή που να ικανοποιεί τις ανάγκες του ποιητή, που την έκφρασή τους αναζητεί μέσα από την τέχνη που υπηρετεί.
Την ενεργητική και συνειδητή στάση του ποιητή κατά τη διάρκεια του οραματισμού, αποδεικνύουν οι στίχοι: «κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες το νου μου. Σ’ έπλασα ωραίο και αισθηματικό. Η Τέχνη μου στο πρόσωπο σου δίνει μια ονειρώδη συμπαθητική εμορφία. Και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα … η λάμπα μου – άφισα επίτηδες να σβύνει».
4. Ο Κ. Καβάφης αποτυπώνει ποιητικά το δράμα ενός ανθρώπου, ενός νέου και όμορφου, ηγεμόνα που βρίσκεται ένα βήμα πριν το θάνατο. Είναι χλωμός και κουρασμένος γιατί χάνει τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του. Παραμένει όμως ακόμη και μέσα στη λύπη του «ιδεώδης». Ο ποιητής εξαίρει τη μορφή του νεαρού Καισαρίωνα με το επίθετο αυτό. Ο Καισαρίωνας ελπίζει, αν και γνωρίζει ότι δεν θα τον σπλαχνισθούν. Διατηρεί όμως την αξιοπρέπεια του μέσα στην τραγική αυτή στιγμή του οραματισμού. «Ο
Καισαρίων γίνεται τώρα «ιδεώδης» στα μάτια του, γιατί είναι φορέας του ανθρώπινου θλιμμένου πάθους», όπως λέει ο Μ.Τσιανίκας.

5. Οι Αλεξανδρινοί βασιλείς γράφθηκαν το 1912. Ο Καισαρίων, που γράφεται έξι χρόνια αργότερα, αποτελεί συμπλήρωση του πρώτου, ερμηνευτικό σχόλιο, κάτι σαν την ουρά που βάζει σε μερικά ποιήματα ο Καβάφης, γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς. Ωστόσο, υπάρχει σαφής διαφορά όσον αφορά τη στάση του αφηγητή – ποιητή. Στο πρώτο ποίημα το «εγώ» απουσιάζει, ο ποιητής δείχνει να λείπει απ’ τα δρώμενα. Αντίθετα, στο Καισαρίων, το «εγώ» του ποιητή επιβάλλεται από τον πρώτο κιόλας στίχο. Ο ποιητής στο Καισαρίων συνειδητά, θελημένα μας αποτυπώνει τα μυστικά της τέχνης του, της έμπνευσης του. Κρατά μια ενεργητική στάση και μας αναφέρει πως φτάνει στην ποιητική δημιουργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου