8.8.10

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ ΄ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Γ. Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα).
Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, – ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση δυσπιστία –
45 λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια να ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
– μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τα δίνω στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια του ἀνάσα,
50 τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό. Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ το λιόγερμα
55 ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες στ’ ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, – διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου⋅
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.
Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
60 πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δύο ξανθές πλεξοῦδες – 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί ρόζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64, –
κ’ οἱ δικοί μου στήριζαν
65 μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα –
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση – τί νά πρωτοδιορθώσεις; –
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
70 τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ’ ἐσύ κι ὅπως κ’ ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. […]
Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
185 δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;
Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο – τί δυνατό τό στῆθος σου,
– τί δυνατό φεγγάρι, – ἡ πολυθρόνα, λέω – κι ὅταν σηκώνω τό φλιτζάνι ἀπ’ τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα, – ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του⋅
190 καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στο κρανίο τοῦ κόσμου – μήν κοιτάξεις μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική πού σέ τραβάει – μήν κοιτάξεις, μήν κοιτᾶχτε,
ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω – θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος – θά πέσεις, –
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
195 ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ – βαθύ τό πέσιμο,
βαθύ – βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ’ ἀνοιχτά φτερά του,
βαθειά – βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, –
200 τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, – πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα – ὁ ἐξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Η Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι ένα ποίημα υπαρξιακό αλλά και με κοινωνικό περιεχόμενο. Ποια στοιχεία
επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή; Μονάδες 20
2. Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος συνυπάρχουν ο ποιητικός ρεαλισμός με τον υπερρεαλισμό. Να αναζητήσετε στα
παραπάνω αποσπάσματα στοιχεία των δύο αυτών τεχνοτροπιών. Μονἀδες 25
3. Τι εκφράζουν κατά τη γνώμη σας οι επαναλαμβανόμενες αποστροφές των στίχων 190 – 202; Μονάδες 20
4. Να σχολιάσετε το στίχο 199: «Βαθειά - βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής». Μονάδες 15
5. Να συγκρίνετε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος»του Ρίτσου με την «Αποκριά» του Σταχτούρη, ως προς τις ιδιότητες και το
ρόλο του φεγγαριού. Μονάδες 20
Μ. Σταχτούρης, Η Αποκριά
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες τους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Αναζητώντας το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της σονάτας, θα λέγαμε ότι βαραίνουν τα βιώματα της κατοχής,
του εμφυλίου, του θανάτου και της εξορίας, της απομόνωσης και της φθοράς αλλά και της πάγιας ιδεολογικής
τοποθέτησης του Ρίτσου στο χώρο της αριστεράς. Όμως πρέπει να το αναζητήσουμε και στην μεταπολεμική και μετά –
εμφύλιον εποχή αλλά και στις ιδεολογικές ανακατατάξεις που λάμβαναν χώρα τότε. Συγκεκριμένα την περίοδο αυτή
αναπτύσσεται ένας μικροαστικός τρόπος σκέψης και ζωής, του οποίου φορέας είναι η Γυναίκα με τα Μαύρα. Πρόκειται
για μια στάση ζωής που ωθεί στη μοναξιά, στην εσωστρέφεια και στον εγωκεντρισμό απομακρύνοντας το άτομο απ’ τη
συλλογικότητα, αμβλύνοντας ταυτόχρονα την κοινωνική συνείδηση κι ευαισθησία του. Η εξομολόγηση της γυναίκας για
την αισθητική κι όχι χρηστική λειτουργία των μαντιλιών, «μια απλή ιδιοτροπία», μας υποβάλλει την εικόνα μιας
γυναίκας κοκέτας. Η αναφορά επίσης στο Ὠδεῖο «σαν πήγαινα Ὠδεῖο» και η εκμάθηση πιάνου, όπως το υπαινίσσεται
μέσα απ’ τους στίχους 62, 64, 65, είναι δηλωτική της αστικής κουλτούρας που επέβαλλε μια τέτοιου είδους μουσική
παιδεία. Επίσης, η μοναξιά της γυναίκας η οποία τώρα από πλήξη «διπλώνει» τα μαντίλια «στα τέσσερα, στα οχτώ, στα
δεκάξι» μας παραπέμπει στο εσωστρεφές πρότυπο ζωής που η αστική ιδεολογία πρότασσε. Πάντως, ο κόσμος της
γυναίκας που έχει απειληθεί απ’ τη φθορά συμβολίζει τη διάβρωση και κατάρρευση της ίδιας της αστικής νοοτροπίας.
Ο υπαρξιακός χαρακτήρας του ποιήματος αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι παρουσιάζει ένα ανθρώπινο ψυχόδραμα.
Εκφράζει ανησυχίες, αγωνίες, φόβους, αναζητήσεις και αδιέξοδα που σχετίζονται με την ανθρώπινη ύπαρξη και
ευαισθησία. Μια πρώτη τέτοια ανησυχία είναι η νοσταλγία της ευτυχισμένης νεότητας, η οποία αποδίδεται με τη χρήση
έντονα λυρικών εικόνων π.χ. «μιαν αμμουδιά στρωτή νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι», «πανί ψαρόβαρκας
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα» κ.λ.π. Με την ίδια ρομαντική διάθεση αντιμετωπίζει και μια άλλη περίοδο, αυτή της
παιδικής ηλικίας «με μπλε ποδιά, κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες». Επίσης στις υπαρξιακές ανησυχίες θα
εντάσσαμε την αγωνία για τη φθορά που ο χρόνος επιφέρει, η οποία παραστατικά αποτυπώνεται στα καθημερινά και
οικεία αντικείμενα του σπιτιού («ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα»). Επιπλέον, ο θάνατος, η αιώνια υπαρξιακή ανησυχία του
ανθρώπου εντοπίζεται στο απόσπασμα με την αναφορά στα νεκρικά έθιμα («έλεγα να ρίξω ένα άσπρο σεντόνι») και
στον ίδιο τον θάνατο, ο οποίος παρουσιάζεται με ήπιες και ποιητικές λέξεις («ξεκουράζονται κάτω απ’ το χιόνι»). Στους
στίχους 182 – 204, μέσα απ’ την 3η κορύφωση του συνειρμικού λόγου, γίνεται αισθητή η αδιέξοδη υπαρξιακή
αναζήτηση του ατόμου, που πολλές φορές το στρέφει σε ακραίες καταστάσεις ενδοσκόπησης και εσωστρέφειας.
Διερευνώντας το άτομο τον εαυτό του και βιώνοντας αντίστοιχους ιλίγγους προσπαθεί να απαντήσει σε θεμελιώδη για
την ύπαρξή του ερωτήματα, να κάνει αυτογνωσία και να προσδιορίσει το στίγμα του αλλά και να χαράξει πορεία.
Όμως εκτός απ’ τον αστικό τρόπο ζωής προβάλλεται και η πολιτεία των ανθρώπων του μόχθου και της εργατιάς.
Πρόκειται για έναν κόσμο που έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση μ’ αυτόν της γυναίκας, και ο οποίος αγωνίζεται «στην
πολιτεία» για την υλοποίηση συλλογικών οραμάτων. Η εικόνα των εργατών στο γιαπί, στ. 55, βγαλμένη απ’ το
ιδεολογικό οπλοστάσιο του ποιητή, είναι αντιπροσωπευτική του κόσμου αυτού.
2. Πηγαίος, παρορμητικός και πληθωρικός ο Γ. Ρίτσος δεν ανήκει σε καμιά λογοτεχνική σχολή, κάνει ωστόσο χρήση των
κατακτήσεών τους κρατώντας για τον εαυτό του το δικαίωμα της επιλογής. Οι ποικίλες ποιητικές επιρροές του Ρίτσου
(Καβάφης, Καρυωτάκης, Μαγιακόφσκι, Βάρναλης, Σεφέρης, Εμπειρίκος κ.τ.λ.) ευθύνονται εν μέρει για την ποιητική
μορφική συνύπαρξη στο έργο του.
Ο ποιητικός ρεαλισμός του Ρίτσου συνίσταται κυρίως στο ότι περιγράφει καταστάσεις και ποιητικά τοπία που
κινούνται σ’ αυτό που θεωρούμε κανονικό και μέσο όρο, στο ότι μεταμορφώνει ποιητικά μια λεπτομερειακή
καθημερινότητα όπου κυριαρχεί η αίσθηση της φθοράς, της ερήμωσης και του θανάτου και τέλος στο ότι περιστέλλει τη
χρήση της έντονα μεταφορικής γλώσσας καθώς επιχειρεί την αναπαραγωγή του λόγου που προσεγγίζει τους ρυθμούς
του πεζού λόγου και της καθημερινής επικοινωνιακής πράξης έως το σημείο να χρησιμοποιεί ευρέως αντιποιητικές
λέξεις.
Πιο συγκεκριμένα, η προβολή των ασήμαντων καθημερινών πραγμάτων αποτελεί βασικό ποιητικό γνώρισμα του
Ρίτσου που ανάγεται σε ποιητή της λεπτομερειακής καθημερινότητας με οξύτατη γνώση των πραγμάτων, πράγμα που
τον οδηγεί σε μια γενικότερη αίσθηση του γήινου στοιχείου και τελικά σε μια ευρύτερη «κοσμική αντίληψη». Ο εγγενής
ρεαλισμός του ποιητή, συνδυασμένος με μια σπάνια «οπτική και απτική μνήμη», τον οδηγεί σε μια καταγραφή άπειρων
φευγαλέων εικόνων, αντικειμένων και στιγμιότυπων της καθημερινής ζωής. Καθώς κινείται μέσα σ’ ένα χώρο
«οικειότητας και αντιδικίας» με τα ίδια τα πράγματα, αυτά γίνονται σύμβολα της φθοράς, της εγκατάλειψης, της
ερήμωσης, της μοναξιά και του θανάτου. Έτσι, αναφορικά με τα παραπάνω αποσπάσματα, η «φωτογραφία» (στιχ. 44)
αποδεικνύει τη γήρανση και τη φθορά της νεανικής ομορφιάς, η «πολυθρόνα» χρησιμεύει για να ανασυνθέσει
λεπτομέρειες και βιώματα της νεανικής ηλικίας της Γυναίκας (στους στίχους 45 – 65), ενώ (στον στίχο 66) η
«ξεκοιλιασμένη»πολυθρόνα συμβολίζει την εξωτερική και εσωτερική φθορά της. Από την άλλη, τα «μαντήλια»
αντιπαραθέτουν την ακμή της πολλά υποσχόμενης νεότητάς της με την απραξία και τη μοναξιά του αδιέξοδου
παρόντος της (στιχ. 50 – 62) και το «σεντόνι» παραπέμπει στο σάβανο και το πένθος. Ακολούθως, η «ζακέτα» (στιχ.
182) ανακαλεί θέματα πρακτικής ανάγκης και το «φλυτζάνι» (στίχ. 187, 189) με το ίχνος που αφήνει η βάση του πάνω
στο σκονισμένο τραπέζι μεταμορφώνει ποιητικά μια απλή καθημερινή συνήθεια σε εφιαλτική ψυχολογική παραίσθηση
με πολλαπλές συνδηλώσεις και συνειρμούς.
Επιπλέον, ο ποιητικός ρεαλισμός αποτυπώνεται στη μορφή του λόγου της Σονάτας, εκεί όπου το ύφος γίνεται
πεζολογικό με τη συχνή χρήση αντιποιητικών λέξεων, όπως για παράδειγμα στο στίχο 66, όπου «οι σκουριασμένες
σούστες και τα άχερα» αποδίδουν με ρεαλιστικές λεπτομέρειες τα στοιχεία της φθοράς και της εγκατάλειψης. Ή εκεί
όπου οι λυρικές εικόνες ξεπέφτουν σε αντιποιητικό ρεαλισμό με την επαναφορά του θέματος της φθοράς (στίχ. 48: τα
παλιά λουστρίνια, το στιλβωτήριο της γωνιάς) ή εκεί όπου οι αντιποιητικοί στίχοι και οι τετριμμένες λέξεις κάνουν το
λόγο καθημερινό και κουβεντιαστό (στίχ. 182 – 185 καθώς και 67 – 69: έλεγα να την πάω … μα που καιρός … έλεγα να
ρίξω …)
Τέλος, οι Καρυωτακικές καταβολές φαίνονται στον αυτοσαρκασμό, που αποτελεί την ουσία της τραγικότητας του
ποιητικού ρεαλισμού. Στους στίχους 64 – 65 η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός της Γυναίκας στρέφεται ενάντια στη
διάψευση των προσδοκιών και των ελπίδων, ενώ στο στίχο 71 η πικρή ειρωνεία αφορά στους συμβιβασμούς που και η
Γυναίκα αλλά και κάθε άνθρωπος κάνει αναπόφευκτα στη ζωή του.
Αυτός ο βαθύτερος ρεαλισμός του Ρίτσου, που δεν ξεχνά ποτέ τη διαλεκτική και την «αέναη κίνηση» συνυπάρχει στη
Σονάτα του Σεληνόφωτος με τον υπερρεαλισμό. Οι στιχουργικές και λεξιλογικές επιλογές του Ρίτσου παραπέμπουν στη
στιχουργική και λεξιλογική ελευθερία του υπερρεαλισμού, με τους απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων, τις εντυπωσιακές
εικόνες, τη σύνθεση των αντίθετων εμπειριών, το όνειρο, το χιούμορ, το παράλογο.
Μορφικά, οι πρωτοπόρες υπερρεαλιστικές επιλογές επιβεβαιώνονται από τον ελεύθερο, ανισοσύλλαβο και
ανομοιοκατάληκτο στίχο, την απουσία σταθερού μέτρου και την οργάνωση του ποιήματος σε άνισα στροφικά σύνολα.
Επίσης, η χαλαρή στίξη και η συχνή παρουσία της παύλας αποτυπώνει μορφικά την προφορικότητα ενός λόγου που
διακόπτεται από την ακατάσχετη ροή των συνειρμών και κάνει συχνά τη σχοινοτενή εξομολόγηση να μοιάζει με
παραλήρημα (στίχ. 186 – 204).
Από την πλευρά του περιεχομένου, η Σονάτα – που έκανε τον Λουί Αραγκόν να αναγνωρίσει την ποιητική μεγαλοφυΐα
του Ρίτσου – έχει ως δεσπόζον υπερρεαλιστικό στοιχείο την κατάδυση στο υποσυνείδητο, την καταβύθιση στη μνήμη
και στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής της ηρωίδας. Έτσι, αποδίδονται παραστατικά οι διεργασίες που συντελούνται
στα μύχια της ψυχής της και αποκαλύπτονται οι εσωτερικές παρορμήσεις και οι βαθύτερες αλλά ουσιαστικότερες
ανάγκες της, χωρίς τη μεσολαβητική επεξεργασία της λογικής και της κριτικής σκέψης. Οι παραστάσεις που
καταγράφονται με αυτό τον τρόπο υπερβαίνουν την πραγματικότητα και άπτονται του ονείρου. Χαρακτηριστικοί είναι
οι στίχοι 188 – 204, όπου συντελείται η τρίτη εξακτίνωση του συνειρμικού λόγου της Σονάτας. Το ίχνος που αφήνει η
βάση του φλιτζανιού γίνεται στην ταραγμένη της ψυχή μια τρύπα σιωπής που της υποβάλλει τον τρόμο. Στη σειρά των
σύντομων παραισθήσεών της, το κυκλικό φεγγάρι γίνεται τρύπα στο κρανίο του κόσμου, σύμβολο θανάτου. Από
«αυτόν τον ίλιγγο του σκότους είναι που προσπαθεί να απομακρυνθεί μέσα από τις σπασμωδικές ενέργειες που
αποτυπώνουν οι επαναλαμβανόμενες προτροπές και αποτροπές των στίχων 190 – 202. Βυθιζόμενη όλο και περισσότερο
στον ενδόμυχο εαυτό της ανακαλύπτει πως το πέταγμα της λύτρωσης είναι τούτη ακριβώς η ψυχολογική παραίσθηση.
Βασικό στοιχείο υπερρεαλισμού αποτελεί επίσης η συνειρμική οργάνωση του λόγου και των εικόνων, που συντελεί στη
χαλαρή λογική αλληλουχία και δομή ολόκληρης της Σονάτας, η οποία στηρίζεται στην επαναλαμβανόμενη φράση -
μοτίβο: «Αφησέ με νάρθω μαζί σου», για να συνδέσει τις επιμέρους ενότητές της. Στους στίχους 49 – 65, ο συνειρμός
πανί – μαντήλι οδηγεί ευρηματικά στην εξομολόγηση μιας ιδιαίτερης αδυναμίας της γυναίκας, η οποία υποδηλώνει έτσι
και την κοινωνική της θέση, και στη συνέχεια στην παραδοχή του αδιέξοδου παρόντος της, για να ακολουθήσει το
μέτρημα του φυσικού χρόνου με το διακριτικό υπαινιγμό στην ηλικία της, η λανθάνουσα αναφορά στην ποίηση και
τέλος το μοτίβο της διάψευσης των ελπίδων και των προσδοκιών της.
Μια επιπλέον κατάκτηση του υπερρεαλισμού αποτελούν οι τολμηροί λεκτικού συνδυασμοί και, γενικότερα, η αρχή
της σύγκλισης των αντιθέτων. Με αυτά τα μέσα μπόρεσε να ανανεώσει τον ποιητικό λόγο, να αναδείξει την ποιητική
δύναμη της λέξης και να την ανασηματοδοτήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα βρίσκονται στους εξής στίχους: 62
(κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί ρόζ λουλούδια), 190 (το φεγγάρι μια τρύπα στο
κρανίο του κόσμου), 195 (βουβά φτερά), 196 – 197 (βαθύ – βαθύ το πέσιμο / βαθύ – βαθύ το ανέβασμα), 198 (τό ἀέρινο
ἄγαλμα κρουστό), 199 (ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς). Ειδικότερα, ως προς τη σύνθεση των αντιθέτων αξίζει να
σημειώσουμε ότι αποτελεί και μια βασική αρχή της σύνθεσης της Σονάτας: οι αντίρροπες δυνάμεις της ψυχολογίας της
Γυναίκας, η καταβύθιση και η απογείωση, ο πεζολογικός τόνος και το λυρικό ύφος, ο ρεαλισμός και ο υπερρεαλισμός.
Τέλος, ως υπερρεαλιστικό στοιχείο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε και τη χρήση συμβόλων, όπως η πολυθρόνα, που
ταυτίζεται με τη Γυναίκα και από τη μια συμβολίζει την ονειρική αισιόδοξη νιότη ενώ από την άλλη, ως ξεκοιλιασμένη,
γίνεται σύμβολο της φθοράς του παρόντος.
3. Στους στίχους 187-188 το ίχνος που αφήνει η στρογγυλή βάση του φλιτζανιού πάνω στο τραπέζι δημιουργεί εκ νέου
παραισθήσεις στη γυναίκα. Η τρύπα που δημιουργεί στο τραπέζι λειτουργεί ως « μαύρη τρύπα » (προϊόν θανάτου
γιγάντιων άστρων) που καταβροχθίζει ο,τιδήποτε περιέλθει στην ακτίνα ισχύς της και δημιουργεί στη γυναίκα ένα
αίσθημα ιλίγγου. Στους επόμενους στίχους 190-191 ο κίνδυνος των ιλίγγων μετατοπίζεται από τη «μαύρη τρύπα» του
φλιτζανιού στο φεγγάρι που μοιάζει με τρύπα στο κρανίο του κόσμου (θάνατος) και οδηγεί τη γυναίκα στο να
διατυπώσει μια σειρά από προτροπές (στίχοι 191 – 193, 202) κοφτές, σε β΄ ενικό στην αρχή και στη συνέχεια
παρακλητικές, σε β ΄ πληθυντικό («μην κοιτάξεις….μιλάω», «πρόσεξε θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα..»). Η γυναίκα λοιπόν,
εξαιτίας των παραισθήσεων και του ταλαντεύματός της (στίχος 200) – απόρροια των εσωτερικών συγκρούσεων που
βιώνει- βυθίζεται σε έναν ίλιγγο που είναι μεν εξαίσιος και ανάλαφρος για την ίδια, είναι όμως ταυτόχρονα και
επικίνδυνος για τους άλλους. Γι’ αυτό και η Γυναίκα αποτρέπει αρχικά το Νέο και στην πορεία ένα φανταστικό
ακροατήριο από το να κοιτάξουν στην τρύπα αλλά και τους ενθαρρύνει να αποφύγουν το ταλάντευμα (στίχος 202) που
στην ίδια προκαλούν οι αντίρροπες δυνάμεις που συνθέτουν την ψυχολογία της, ώστε να αποφύγουν τον ίλιγγο. Οι
επαναλαμβανόμενες αποτροπές της γυναίκας στους παραπάνω στίχους θα πρέπει προφανώς να ερμηνευθούν ως μια
προσπάθεια της γυναίκας να αποτρέψει το Νέο καθώς και τον οποιονδήποτε άλλο να βιώσει μια ζωή ανάλογη με τη
δική της. Η ίδια ακολουθώντας το δρόμο της γνώσης, προκειμένου να γευτεί τα δώρα της ποίησης, θυσίασε πολλές από
τις απολαύσεις της ζωής. Το αποτέλεσμα ήταν ότι βίωσε μία ζωή πνευματική και ποιοτική μεν, αλλά στερημένη από τον
έρωτα, τις επίγειες χαρές και τις σαρκικές απολαύσεις και ακολούθησε τελικά μία πορεία μοναχική, επώδυνη και
κοπιώδη. Τώρα λίγο πριν από το τέρμα, κάνοντας έναν απολογισμό ζωής διαπιστώνει ότι αυτές οι απολαύσεις, οι μικρές
χαρές της ζωής δε θα πρέπει να θυσιάζονται, γιατί αποτελούν ένα ουσιαστικό κομμάτι της ζωής. Αποτρέπει, λοιπόν, το
Νέο και το φανταστικό της ακροατήριο από το να ακολουθήσουν το δικό της παράδειγμα και τους προτρέπει έμμεσα
να επιλέξουν μία διαφορετική πορεία: να γευτούν τις πραγματικές χαρές της ζωής.
4. Στο στίχο 199 η απόλυτη ενδοστρέφεια της γυναίκας εκφράζεται με ιαμβικό δεκαεξασύλλαβο, που σε συνδυασμό με τον
ελεγειακό του χαρακτήρα θυμίζει στίχο μοιρολογιού. Μέσα στον εξαίσιο ίλιγγό της που της επιβάλλει πότε το πέσιμο –
καταβύθιση στη μνήμη και το υποσυνείδητο και πότε το ανέβασμα – απογείωση στο όραμα, μέσα στην ταλάντευση των
εσωτερικών της συγκρούσεων και αντιφάσεων που της επιβάλλουν οι αντίρροπες δυνάμεις της ψυχολογίας της, η
Γυναίκα πελαγοδρομεί ανάμεσα στα δώρα της ποίησης και το τίμημά τους, ανάμεσα στον έρωτα και την ηθική
αξιοπρέπεια της ηλικίας της, ανάμεσα στην αυθόρμητη ομολογία της αποτυχίας της και στην επικάλυψή της με αγέρωχες
φράσεις.
Βαθιά μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την παλινδρόμηση – που αποτυπώνει και το σύνολο λόγο της Σονάτας – η Γυναίκα
ανακαλύπτει την «αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής». Το οξύμωρο σχήμα προσδιορίζει αισθητικά τη διπλή φύση της
σιωπής καθώς επίσης και την αντιφατική θεώρησή της και συνάδει με το ταλάντευμα και τον ίλιγγο ως στάση ζωής και
ως βιοθεωρία τόσο της γυναίκας όσο και του ίδιου του ποιητή. Η σιωπή, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, είναι αυτή του Νέου,
που παραμένει ως το τέλος βουβό πρόσωπο υποδαυλίζοντας, ωστόσο, την εξομολόγηση. Η σιωπή αυτή είναι ευεργετική,
γιατί ωθεί τη γυναίκα στην ανίχνευση των αδύτων της ψυχής της, στον απολογισμό της ζωής της, μια διαδικασία που
την οδηγεί στην αυτογνωσία και τη λύτρωση, καθώς συνειδητοποιεί τη θέλησή της για ζωή. Από την άλλη, όμως, η
σιωπή αυτή είναι αμείλικτη γιατί υπονοεί την αδιαφορία του Νέου και υπογραμμίζει το ασυμβίβαστο της συνύπαρξης
του παλιού με το νέο. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, ωστόσο, η σιωπή αποκτά κοινωνική διάσταση, αφού
πρόκειται για τη σιωπή της μοναξιάς – μόνωσης, που κατά μια έννοια είναι ευεργεσία γιατί αποτελεί αφορμή για
ενδοσκόπηση, προβληματισμό, φιλοσοφική ενατένιση και πάνω απ’ όλα ποιητική δημιουργία, η οποία οδηγεί στην
πνευματική και ηθική ανάταση. Η μοναξιά – απομόνωση, όμως, είναι και αμείλικτη, γιατί είναι επώδυνη, σκληρή και
κοπιώδης, γεμάτη θυσίες και στερήσεις, γεμάτη από αρνήσεις για τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής. Η μοναξιά αυτή
σήμαινε την απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο και τη στέρηση της κοινωνικότητας της Γυναίκας.
5. Τόσο στο ποίημα του Σαχτούρη «Η Αποκριά», όσο και τη Σονάτα του Ρίτσου, η παρουσία του φεγγαρόφωτος είναι
καταλυτική. Αρχικά στην ποιητική σύνθεση του Ρίτσου, το φεγγάρι παίζει σημαντικό ρόλο, αφού όλα συμβαίνουν μέσα
στο υποβλητικό του φως. Μάλιστα επαναλαμβάνεται στο ποίημα συχνά διαμορφώνοντας κάθε φορά διαφορετική
ατμόσφαιρα και άλλο σκηνικό. Στο δοσμένο απόσπασμα και συγκεκριμένα στο στ. 47, στα πλαίσια της παρέκβασης της
πολυθρόνας, το φεγγάρι μας μεταφέρει στην εποχή της νιότης και των ονείρων της Γυναίκας. Η έντονη ποιητική και
λυρική εικόνα της «αμμουδιάς της στιλβωμένης από φεγγάρι» εκφράζει παραστατικά τη μοναδική ίσως ευχάριστη
περίοδο της ζωής της γυναίκας, δίνοντας αισιόδοξη διάσταση στην εικόνα. Στον στ. 70 το φεγγάρι συνδέεται με ταφικά
έθιμα καθώς «φωτίζει τ’ άσπρο σεντόνι», παραπέμποντας έτσι στα σεντόνια που ρίχνουν στο σπίτι όταν υπάρχει πένθος,
ή στα νεκρικά σάβανα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το φεγγάρι επιτείνει το φόβο δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φθοράς και
θανάτου. Το ίδιο συμβαίνει και στο στ. 72 όπου το φεγγάρι εντάσσεται σε μια άλλη εικόνα θανάτου, καθώς κάτω απ’ το
φως του «ξεκουράζονται» οι νεκροί. Στη συνέχεια στους στίχους 184 – 185, το φεγγάρι που «επιτείνει την ψύχρα»
δημιουργεί ρεαλιστικές συνθήκες και παραπέμπει σε καθημερινές οικείες καταστάσεις. Τέλος, στη στροφική ενότητα του
ιλίγγου, το μοτίβο του φεγγαριού χρησιμοποιείται ως σταθερό στοιχείο φθοράς και διάλυσης, για να αποδοθεί η
ψυχοπαθολογική κατάσταση της ηρωίδας και για να τονιστεί πόσο καταλυτικά ο κόσμος του παλιού σπιτιού έχει
επιδράσει στην ψυχική της κατάσταση. Μάλιστα, στην αρρωστημένη φαντασία της, στα πλαίσια των συνειρμών και των
παραισθήσεών της το κυκλικό φεγγάρι γίνεται μαρμάρινο στόμιο σαν τάφος. Στο ποίημα του Σαχτούρη «Η Αποκριά»
το φεγγάρι έρχεται να συμβάλλει στην παραμόρφωση της πραγματικότητας και στη δημιουργία ενός παράλογου και
τρομακτικού κόσμου. Με υπόβαθρο το φως του φεγγαριού μετασχηματίζεται η πραγματικότητα, καθώς οι εικόνες της
αποκριάς ανακατεύονται με τα εφιαλτικά και τραυματικά βιώματα του ποιητή από την περίοδο του πολέμου.
Συνδέεται, λοιπόν, στην «Αποκριά», όπως και στη «Σονάτα», το φεγγάρι με τα βιώματα των ποιητικών υποκειμένων
διαμορφώνοντας κάθε φορά το σκηνικό αυτό που θα τους βοηθήσει στην προσπάθειά τους για εξομολόγηση και
έκφραση των ανησυχιών τους και των υπαρξιακών τους αδιεξόδων. Ο Σαχτούρης, στην τρίτη στροφική ενότητα,
θέλοντας να αποδώσει τη φρίκη του πολέμου παρουσιάζει το φεγγάρι να συμμετέχει στο μίσος που χωρίζει τους
ανθρώπους («βγήκε το φεγγάρι … γεμάτο μίσος το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο»). Το φεγγάρι εδώ
παίρνει όπως και στον Ρίτσο συμβολικές διαστάσεις και σηματοδοτεί το μέγεθος της ηθικής αποχαλίνωσης που προκαλεί
ο πόλεμος. Η διάβρωση και η αλλοίωση των αξιών σε περίοδο πολέμου οδηγεί σε τέτοια παρακμή ώστε οι άνθρωποι να
προσβάλλουν πολύτιμα ιδανικά, εθνικά σύμβολα και υψηλές πατριωτικές αξίες. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πόσο
σημαντική είναι και για τους δύο ποιητές η συμβολική διάσταση του φεγγαριού προκειμένου να αποτυπώσουν τις
σκέψεις και τις αγωνίες τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου