2.1.11

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Το κείμενο ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας
δανείζεται το πρόσωπο ενός δικηγόρου για να εκφράσει τα δικά του βιώματα , τη δική του
νοσταλγία για τον τόπο του , τη δική του δυστυχία απ’ τον αστικό τρόπο ζωής που έχει
αποδεχθεί. Πίσω λοιπόν από την ιστορία του δικηγόρου διακρίνουμε τον ίδιο τον
Παπαδιαμάντη, ο οποίος έζησε μέχρι τη νεότητά του στη Σκιάθο , γνώρισε εκεί τη θρησκεία,
δεν κατάφερε να γίνει μοναχός, έφυγε για να σπουδάσει στην Αθήνα , έμεινε εκεί για
βιοποριστικούς λόγους νοσταλγώντας την επιστροφή του στη γενέτειρά του. Δεν πρέπει
όμως να ταυτίζουμε τα δύο πρόσωπα. Το διήγημα είναι μια μυθιστορία. Ο Παπαδιαμάντης
δεν σπούδασε νομική, δεν εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα ,αλλά μετέφραζε διηγήματα
για εφημερίδες και περιοδικά, και ούτε βέβαια μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την
ύπαρξη στη ζωή του τού μοναχού Σισώη ή για το επεισόδιο με τη Μοσχούλα. Εξάλλου ο
ίδιος ο συγγραφέας προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από την ταύτιση με τον αφηγητή:
«δια την αντιγραφήν» Αλ. Παπαδιαμάντης.
Το Όνειρο στο κύμα στηρίζεται πάνω σε μια σειρά αντιθέσεις. Βασικότερη είναι αυτή της
αντίθεσης του «τότε» με το «τώρα». Το «τότε» συνδέεται με την εφηβεία , την ελευθερία , την
ευτυχία, την ανεμελιά , την κυριαρχία, την αγραμματοσύνη, τη φύση , το όνειρο, ενώ το
«τώρα» με την ωριμότητα, τη δυστυχία, την καταπίεση, την εργασία, τον περιορισμό, τα
γράμματα, το αστικό περιβάλλον, την πραγματικότητα. Ο βοσκός και ο δικηγόρος. Πέρα
από αυτή τη βασική αντίθεση , αντιμέτωποι έρχονται και άλλα πρόσωπα με τον ήρωα, ο
Σισώης, ο Μόσχος, αλλά και η Μοσχούλα.
ΟΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Το «Όνειρο…» θεωρείται ένα από τα αυτοβιογραφικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και
μάλιστα της εφηβικής ηλικίας. Σημαντικό ρόλο στο να επιλεγεί το Όνειρο στο Κύμα ανάμεσα
σε αυτά που θεωρούνται αυτοβιογραφικά κείμενα του Παπαδιαμάντη έπαιξε η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μάλιστα η ισχυρά αυτοδιηγητική. Έχει άλλωστε γραφεί ότι
το διήγημα τοποθετείται ανάμεσα στα πλαστά απομνημονεύματα και στις πλαστές
εξομολογήσεις ή ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί σελίδες από ένα προσωπικό
ημερολόγιο. Ο ίδιος ο συγγραφέας προκειμένου να εκφράσει τα βιώματα και τις εμπειρίες
του διαλέγει δύο διαδοχικά προσωπεία: αυτό του έφηβου ήρωα που ζει τα γεγονότα και του
ενήλικου που τα θυμάται και τα σχολιάζει (1) Ο αφηγητής είναι ένας ομοδιηγητικός αφηγητής. Επειδή μάλιστα πρωταγωνιστεί,
είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία που αφηγείται –και όχι ένα δευτερεύον πρόσωπο,
ένας περαστικός- έχει προταθεί ο όρος αυτοδιηγητικός αφηγητής.
Το διήγημα παρουσιάζεται ως ήδη γραμμένο κείμενο (να προσεχθεί το Δια την
αντιγραφήν του τέλους) και ανήκει σε αυτό το ευρύτερο είδος αφηγημάτων που η
αφηγηματολογία ονομάζει πλασματικά απομνημονεύματα, ημερολόγια και επιστολικά
μυθιστορήματα. Το Όνειρο στο κύμα μπορεί να καταταχθεί στις αναμνήσεις που μοιάζουν με
πλασματικά απομνημονεύματα και περιορίζονται σε ορισμένες στιγμές της προσωπικής
ιστορίας του αφηγητή.
Το περιστατικό στο οποίο εστιάζεται η αφήγηση είναι περισσότερο μία εσωτερική
περιπέτεια, παρά ένα αντικειμενικό εξωτερικό γεγονός. Από αυτή την άποψη το διήγημα
αποκτά ένα εξομολογητικό τόνο.
Ήδη από την αρχή του διηγήματος γίνεται σαφές ότι ο Παπαδιαμάντης επιλέγει δύο
χρονικές στιγμές απομακρυσμένες μεταξύ τους:
→ η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα
→ η δεύτερη στην ωριμότητά του.
(2). Ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της
ζωής του αναδρομικά. Το εγώ του έχει δύο υποστάσεις:
→ το εγώ της ιστορίας→ο εαυτός που βιώνει, ο ήρωας – νεαρός βοσκός
→ το εγώ της αφήγησης→ο εαυτός που αφηγείται, ο ενήλικος –δικηγόρος
Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το αφηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο
πρόσωπο. Έτσι η φωνή μπορεί να είναι μία, αλλά μπορεί να υπάρχει διαφορά προοπτικής
ανάμεσα στα δύο εγώ .
(3). Ο χρόνος της ιστορίας είναι ασαφής. Τοποθετείται στα 187… κάπου δηλαδή στο
19ο αιώνα και από αυτή την άποψη είναι σύγχρονος του συγγραφέα. Από εκεί και πέρα οι
χρονικές πληροφορίες είναι μηδαμινές ο χρόνος ορίζεται από τη φυσική του διάσταση
(εποχές, μέρα-νύχτα, ήλιος - φεγγάρι) και τις αγροτικές δραστηριότητες (σπορά –
θερισμός).
Ο χρόνος της αφήγησης είναι αναδρομικός, ο ενήλικος αφηγητής εκκινεί από το
παρόν του για να επιστρέψει μερικά χρόνια πίσω, στο θέρος του 187…
Η χρονική απόσταση μεταξύ του ενήλικου ήρωα που αφηγείται και του ήρωα που
βιώνει την ιστορία εξηγεί και τη διαφορά στην προοπτική, τη διαφορά της φωνής.
(4). Η πλοκή ανελίσσεται κυρίως με την αφήγηση του πρωταγωνιστή, είναι επομένως
ένας δραματοποιημένος αφηγητής, μίμηση.
Κυριαρχεί ο εσωτερικός μονόλογος, οι σκέψεις του ήρωα. Σ’ αυτές ο ενήλικος
αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του έφηβου εαυτού του.
Υπάρχει και μία σύντομη σκηνή, ο διάλογος του ήρωα με την κοπέλα, η κραυγή του που
προσπαθεί να της δώσει θάρρος.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Οι περιγραφές του Παπαδιαμάντη, πλούσιες, είναι γεμάτες από λεπτομέρειες που
ξαφνιάζουν τον αναγνώστη για τη δύναμη που έχει η μνήμη του. Καμία περιγραφή δε
μοιάζει με την άλλη, καθεμία έχει το δικό της χρώμα κι εδώ ο συγγραφέας γίνεται ποιητής.
Εκτός από τα τοπία περιγράφει ανθρώπους, τρόπους, ήθη και έθιμα με πολλή ζωντάνια. Στη
δύναμη και την ποιητική των περιγραφών του υπάρχει και η σφραγίδα του ρομαντισμού, καθώς αυτή η τάση εισήγαγε την περιγραφή στη λογοτεχνία. Η Παπαδιαμαντική περιγραφή
δεν περιορίζεται στη μετάδοση ρεαλιστικών μόνο πληροφοριών, δεν εξυπηρετεί απλώς τη
σκηνογραφία, αλλά συχνά βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη συναισθηματική κατάσταση των
ηρώων.
Στο Όνειρο στο κύμα δεσπόζουν οι περιγραφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
κορυφαία στιγμή που η Μοσχούλα κινδυνεύει από πνιγμό και η διήγηση διακόπτεται και
περιγράφεται η εμφάνιση και η θέση της βάρκας, η απόσταση του αφηγητή από την κόρη
που κινδυνεύει, ο θαλάσσιος βυθός, η δίνη που σχηματίζει στη θάλασσα η απελπισμένη
προσπάθεια της Μοσχούλας να αναδυθεί, να επιπλεύσει.
Συντελείται, λοιπόν, η επιβράδυνση, ο συγγραφέας «παίζει» με την αγωνία του αναγνώστη.
Η σκηνή της διάσωσης επιμηκύνεται, η δράση αναστέλλεται. Παρά την ένταση της στιγμής
το τοπίο του ενδεχόμενου πνιγμού περιγράφεται λυρικά: «είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη
κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή
της ζωής…». Γενικότερα, λοιπόν, με τις περιγραφές, στις οποίες ο Παπαδιαμάντης είναι
ιδιαίτερα λεπτολόγος, επιτυγχάνεται η επιβράδυνση της δράσης.
ΤΟ ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Στην όψιμη πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη υπάρχει ένας αριθμός διηγημάτων
που θεωρούνται ότι εμπεριέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία για τον ίδιο τον πεζογράφο.
Καλό είναι εδώ να διευκρινιστεί ότι λέγοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία δεν εννοούμε
ατόφια συμβάντα της ζωής του συγγραφέα αλλά αλήθειες, βιώματα, εμπειρίες, βιωμένες
καταστάσεις και ψυχικές ανάγκες. Όπως λέει ο Γ. Ιωάννου «Ο Παπαδιαμάντης
αυτοβιογραφείται όπως όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται». ». Ο Π. Μουλλάς
σημειώνει : «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν
δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια». Ο συγγραφέας άλλωστε υπογράφοντας στο τέλος του
διηγήματος με το όνομά του αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή.
Το ποσοστό των πραγματικών και των επινοημένων εμπειριών στο Όνειρο δεν μπορούμε να
το διακρίνουμε με ακρίβεια. Ωστόσο μπορούμε με σχετική ασφάλεια να θεωρήσουμε
πραγματικές εμπειρίες διάφορα περιστατικά ή διεργασίες που αντιμετωπίζει ο ήρωας στο
διήγημα.
Πρώτο στοιχείο είναι η ζωή στη Σκιάθο, η αμεριμνησία και η αθωότητα της νεότητας και η
νοσταλγική αναβίωση / ανάπλαση από τον ώριμο άνθρωπο όσων οριστικά τελείωσαν. Η
φύση, η θάλασσα, τα τοπωνύμια, οι δραστηριότητες των κατοίκων του νησιού ανήκουν το
δίχως άλλο σε βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Από τα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής στη
Σκιάθο σφυρηλατείται η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη ανάλογη με τη
θρησκευτικότητα του ήρωα στο «Όνειρο…»…
Επόμενο αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι η δυστυχισμένη ωριμότητα με την άρνηση να
συμφιλιωθεί ο ενήλικος και μορφωμένος άνθρωπος με την αστική ζωή, άρνηση τόσο γνωστή
του ίδιου του Παπαδιαμάντη ώστε να του προσδώσει και τον προσδιορισμό
«κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων. Παράλληλα, η επαγγελματική αποτυχία
(άσχετα αν στο διήγημα ο αποτυχημένος είναι δικηγόρος ενώ ο συγγραφέας ήταν
φιλόλογος, οι ατελέσφορες σπουδές, η οικονομική δυσπραγία και η εξάρτηση από τους
εργοδότες είναι αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Εκείνο, όμως, που κυρίως απηχεί τη ζωή του Παπαδιαμάντη είναι η αποτυχία και η άρνηση
του αστικού, του σύγχρονου τρόπου ζωής και η μάταιη (η ρομαντική και ουτοπική)
αναζήτηση ενός άλλου διαφορετικού σκηνικού, την επιστροφή και την κατά φύση ζωή σε μία οριστικά χαμένη για τον ίδιο αθωότητα. Επιστροφή που πρόσκαιρα και οδυνηρά
επιτυγχάνει με τη λογοτεχνική γραφή.
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Ο τίτλος του διηγήματος παραπέμπει σε κάτι άπιαστο ή ανέφικτο. Έχει μάλιστα αμφίσημη
ερμηνεία:
Α) όνειρο =αυτό που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα
Β) όνειρο =να ζει κάποιος κάτι το ονειρώδες
ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ ΕΙΔΟΣ-ΑΡΚΑΔΙΣΜΟΣ
Η Αρκαδία στην αρχαία τέχνη εθεωρείτο ως φανταστικό βασίλειο του έρωτα και της
ομορφιάς, ως το ενσαρκωμένο όνειρο ανέκφραστης ευτυχίας, περιβεβλημένο όμως με το
φωτοστέφανο μιας γλυκιάς και μελαγχολικής εγκαρτέρησης.
Η μυθολογική αντίληψη δημιούργησε τον Πάνα, με σύμβολό του τον αυλό, εθνικό θεό της
προϊστορικής Αρκαδίας με τη σπουδαιότερη δικαιοδοσία πάνω στην ποιμενική και τη
γεωργική ζωή. Η Αρκαδία ,λοιπόν, ριζώθηκε στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της
Δύσης του 16ου αιώνα σαν ένας τόπος ιδανικός, ειρηνικός κι ευτυχισμένος, τόπος νοσταλγίας
κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση δοκιμάζεται από ένα οδυνηρό παρόν. Η Αρκαδία
εκφράζει την αναγωγή σ ένα χρόνο απαλλαγμένο από κοινωνικούς περιορισμούς, αποτελεί
την εξιδανικευμένη διάσταση μιας διαφορετικής πραγματικότητας, στην οποία το άτομο
κυριαρχεί ως προσωπική ύπαρξη και η ζωή του τείνει να εναρμονιστεί με τον ρυθμό της
φυσικής-κοσμικής μεταβολής.
Η Αρκαδία εκφράζει την επιστροφή στη φύση, σε μια φύση όμως που δεν έχει υποστεί καμία
αλλοίωση από την αστική ανάπτυξη. Αντιπροσωπεύει τη διάθεση απομάκρυνσης του ατόμου
από την πόλη και υποδηλώνει έμμεσα την απόρριψη της κοινωνικής οργάνωσης που στερεί
την ατομική ελευθερία της πρωτόγονης ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση.
Το λογοτεχνικό ρεύμα που επικεντρώνεται στο αρκαδικό τοπίο ευτυχίας ονομάζεται
αρκαδισμός. Ως βάση του έχει την αρχαία βουκολική ποίηση, η οποία αντλεί τα θέματά
της από τους έρωτες των βοσκών.
Στο Όνειρο στο κύμα εντοπίζονται τα εξής βουκολικά στοιχεία:
2. οι περιγραφές της φύσης-η φυσιολατρεία
3. οι θαλάσσιες θεότητες, οι σατυρίσκοι του βουνού
4. οι αναφορές στις συνήθειες του βοσκού
5. ο ερωτισμός
ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Α. ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1.Η γνώση διάκρισης μοναχού-διακόνου, των εκκλησιαστικών κανόνων για τα
κωλύματα της ιεροσύνης, των συνηθειών των καλογέρων
2.Η αναφορά στον πατέρα Σισώη
3.Η αναφορά στο Δευτερονόμιο
4.Η αναφορά σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (κοινόβιον Ευαγγελισμού), ιερατικές
σχολές, στη Ριζάρειο
5.Η αναφορά στο Άσμα Ασμάτων, στο κατά Λουκά ευαγγέλιο
6.Το εκκλησιαστικό λεξιλόγιο και οι παροιμίες της Γραφής
7.Η έναρξη των εργασιών με προσευχή.
Β. ΤΑ ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ:
1. Θεότητες της θάλασσας
2.Μοσχούλα=σειρήνα
3.Βοσκός=σατυρίσκος
4.Προχριστιανικός κόσμος αρκαδικού τοπίου
Η ΟΜΩΝΥΜΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ(ΜΟΣΧΟΥΛΑΣ) ΚΑΙ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Η ομωνυμία (δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα)
κοριτσιού και κατσίκας περιπλέκει τη σχετικά απλή υπόθεση του διηγήματος. Επειδή όμως η
ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα (δηλ. ο ήρωας «βαφτίζει» την κατσίκα με το όνομα
της κοπέλας) και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο
αντικειμένων αναφοράς, οδηγεί σε μια – κατά κάποιο τρόπο- συνωνυμία: η Μοσχούλα-
κόρη και η Μοσχούλα- κατσίκα συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και η μια
υποκαθιστά την άλλη. Επειδή γι’ αυτόν η Μοσχούλα- κόρη αποτελεί «άπιαστο» όνειρο, την
υποκαθιστά με την κατσίκα που γίνεται όμως δέκτης της αγάπης, της στοργής και της
φροντίδας του. Η απώλεια της κατσίκας, στην αρχή του διηγήματος, γίνεται αφορμή για την
πρώτη συνομιλία των δύο νέων: πίσω από τα λόγια της Μοσχούλας κρύβεται η πρόκληση
και η γυναικεία πονηριά, ενώ τα λόγια του βοσκού δηλώνουν μια καλυμμένη ερωτική
επιθυμία, επιθυμία που δεν εξωτερικεύεται – τουλάχιστον στην αρχή – λόγω του εγωισμού
αλλά και της εφηβικής αμηχανίας και αιδημοσύνης του νέου. Η υποκατάσταση όμως είναι
ανέφικτη, αφού, μάλλον, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που
ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί σε αντικατάσταση που γίνεται όλο και
πιο επίπονη μιας και προβάλλει επιτακτικά το αίτημα της επιλογής.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ
Η σχέση που αναπτύσσει ο αφηγητής με τη φύση είναι ρομαντικής υφής, η φύση δηλαδή δεν
είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου, συμβόλου
ελευθερίας και ευτυχίας, αγνότητας και καλοσύνης. Ο αφηγητής όταν ήταν ακόμη
«φυσικός» άνθρωπος, προτού αλλοιωθεί από τις συμβάσεις της οργανωμένης κοινωνίας,
ένιωθε, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει (τότε τουλάχιστον) το γιατί, ευτυχισμένος και πλήρης
(«χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής»). Θα λέγαμε πως ο αφηγητής φτάνει στο σημείο να
ταυτιστεί, να ενωθεί με το φυσικό κόσμο («εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με
τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι
θάμνοι κ’ οι αγριελαίαι» «ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να
ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού»). Η ταύτιση, η «ερωτική» ένωση με τη
φύση δηλώνεται εμφαντικά με την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το
κατάμερον…ήτον ιδικόν μου…η ακτή μου…όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου, ο βράχος ο δικός μου… , τα
βουνά μου»). Στα παραπάνω παραδείγματα η κτητική αντωνυμία δε δηλώνει κτήση, αλλά
περιγράφει τη σχέση του ήρωα με τα πράγματα του κόσμου, επιτείνει τη συνάφεια και
την ενότητα του ήρωα με τη φύση, όχι μέσω νομικών διαδικασιών, αλλά μέσω του
συναισθήματος. Η συναισθηματική σχέση μεταξύ του νέου ανθρώπου και της φύσης σ’ έναν
ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνυποδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια
ελευθερία. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου-ήρωα ως σύμβολο της προπτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Με λίγα λόγια
βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον (ουτοπικό / ρομαντικό) που γίνεται
ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο (αγροφύλακες) και ύστερα με την
ιδιοκτησία (κτήμα του κυρ Μόσχου). Ο νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το
δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το
δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου, η περίπτωση του κυρ Μόσχου συμβολοποιεί τη διαφορά
ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη
προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία, ενώ η δεύτερη υποσημαίνει
περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον».
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣΚΟΙΝΙΟΥ
Η ευκαιριακή και στιγμιαία επαφή του βοσκού με το αγαπημένο σώμα της Μοσχούλας , που
για χρόνια μετά ταλαιπωρεί τη μνήμη του, έχει για το νεαρό βοσκό και το τίμημά της. Η
αγαπημένη του κατσίκα, όσο αυτός βρισκόταν στη θάλασσα, πνίγηκε με το σκοινί που ήταν
δεμένη. Το σκοινί αυτό σαν μίτος της Αριάδνης μοιάζει να διαπερνά όλη την ιστορία,
δηλαδή το σκοινί ως περιορισμός, ως καταναγκασμός και ως όριο ελευθερίας επανέρχεται
τουλάχιστον τρεις φορές στο ίδιο διήγημα. Ο συγγραφέας παρομοιάζει τον εαυτό του με τη
μίζερη ζωή που διάγει ως υπάλληλος στην Αθήνα, σαν σκυλί δεμένο με κοντό σκοινί στην
αυλή του αφέντη του που δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τη μικρή ακτίνα που διαγράφει το
σκοινί.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Η χρήση της γλώσσας διαμορφώνει και το ύφος του διηγήματος, που χαρακτηρίζεται από
την αμεσότητα, την ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη φυσικότητα, τη
ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την αληθοφάνεια και την
πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούμορ και την
ειρωνεία. Αφηγηματική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση,
αλλά και ποιητική ατμόσφαιρα είναι τα βασικά γνωρίσματα του ύφους στο συγκεκριμένο
διήγημα.
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράμα
καθαρεύουσας-εκκλησιαστικής (στα κείμενά του υπάρχουν ακόμη και αυτούσια
εκκλησιαστικά ρητά) δημοτικής και ιδιωματισμών (της Σκιάθου). Οι διάφορες γλωσσικές
μορφές πάντως δε χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, αλλά παρουσιάζουν αναβαθμούς: α) στις
περιγραφές και τις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αμιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη
λογοτεχνική παράδοση και εκκλησιαστική).
β) στην αφήγηση χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής
(προσωπικό ύφος).
γ) στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωτογραφικά η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα μαζί
με ιδιωματισμούς (αίσθημα προφορικού λόγου, φυσικότητα διαλόγων).
Αξιοσημείωτα είναι ακόμα:
1. ο γλωσσικός πλούτος των διηγημάτων με αθησαύριστες ή επινοημένες λέξεις
2. η περίεργη τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό
3. το αίσθημα της ακριβολογίας (κυρίως με τη χρήση της καθαρεύουσας)
4. η επίδραση των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής
γλώσσας.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Τα γεγονότα της αφήγησης καλύπτουν μια περίοδο πάνω από δώδεκα χρόνια. Το
καλοκαίρι ο ήρωας ήταν 18 χρονών και τώρα που μας εξιστορεί τα γεγονότα είναι πάνω από
30 χρονών « εξήλθα τριακοντούτης» άρα λοιπόν η αφήγηση διακρίνεται γενικά από
επιτάχυνση. Χρησιμοποιείται τόσο η παύση. Από τη μια μέρα περνάμε σε μια άλλη χωρίς να
αναφέρονται τα ενδιάμεσα γεγονότα. Αλλά και η περίληψη. Τα γεγονότα μεταξύ του 18ου
έτους και του 30ου εξιστορούνται περιληπτικά. Πέρα από τη γενική επιτάχυνση υπάρχουν
στο διήγημα σκηνές επιβράδυνσης. Αυτές είναι οι περιγραφές( του γιαλού- του άντρου) και
οι ψυχογραφικές αναλύσεις του ήρωα πριν από κάθε ενέργειά του.
ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
1η ενότητα: Ήμην πτωχός……………του προϊσταμένου μου
2η ενότητα: Η τελευταία χρονιά…….γεμάτο πετμέζι
3η ενότητα: Μίαν εσπέραν………γυμνή και ελούετο
4η ενότητα: Την ανεγνώρισα πάραυτα…….τα επίγεια
5η ενότητα: Δεν δύναμαι…….ζώον
6η ενότητα: Δεν ηξεύρω…..όνειρόν του
7η ενότητα: Η Μοσχούλα……..βοσκός εις τα όρη
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Α. Από ηθικοθρησκευτική σκοπιά :
Η έκπτωση του ανθρώπου από μια αρχικά ευδαιμονική κατάσταση
Η αντίθεση φύσης - πολιτισμού
Η αντίθεση υψηλής στάσης (αγνός έρωτας) με αισθησιακό στοιχείο (πειρασμός)
Η αντίθεση ευτυχισμένης εφηβείας - φθοράς ωριμότητας
Β. Από ψυχαναλυτική άποψη :
Η καταστολή της επιθυμίας
Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου