2.1.11

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Πρώτη ενότητα
Στην πρώτη ενότητα γνωρίζουμε τον πρωταγωνιστή , ο οποίος συστήνεται μόνος του και απ’
την αρχή αυτοπαρουσιάζεται με δύο διαφορετικά πρόσωπα. Απ’ τη μια ο βοσκός, φτωχός ,
έφηβος, αγράμματος , ωραίος , γυμνασμένος , ζει μέσα στη φύση και προπάντων είναι
ευτυχής. Η ευτυχία του είναι απόρροια όλων των προηγούμενων. Συνδέεται μάλιστα και με
ένα γεγονός του καλοκαιριού- προσήμανση για το όνειρο στο κύμα , το βασικό επεισόδιο του
διηγήματος. Απ’ την άλλη ο δικηγόρος. Ζει στην Αθήνα , εργάζεται ως βοηθός δικηγόρου
χωρίς μεγάλη επαγγελματική και οικονομική επιτυχία, είναι περιορισμένος , σχεδόν δεμένος,
χωρίς περιθώρια πρωτοβουλιών , μίζερος και δυστυχής.
Πώς έχασε την ευτυχία; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος. Έμαθε γράμματα. Αυτά τον έκαναν
να παρατήσει την απλή φυσική ζωή , να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον και να καταλήξει
όμως στη μιζέρια καθώς δε μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Έχει
απαξιώσει στη συνείδηση του τις σπουδές πιστεύοντας ότι τον οδηγούν στη θλιβερή
πραγματικότητα.
Έτσι ποθεί να υπερβεί το ασφυκτικό παρόν και βρίσκει καταφύγιο στις παιδικές αναμνήσεις
και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Σισώης: Το τότε με το τώρα συνδέονται με τη ιστορία του Σισώη, του ανθρώπου που του
έμαθε γράμματα. Η ιστορία του Σισώη (μια εγκιβωτισμένη αφήγηση) ξενίζει και με το
περιεχόμενό της και με την έκταση που παίρνει και με τη θέση της στην αρχή του
διηγήματος. Η ιστορία όμως αυτή έχει λειτουργική θέση στο κείμενο. Αποτελεί μια
παράλληλη πορεία που έρχεται σε σύγκριση με αυτή του ήρωα. Ο Σισώης ήταν μοναχός,
εξαιτίας ενός έρωτα παράτησε τη μοναστική ζωή, έγινε δάσκαλος(ξέπεσε) , αργότερα όμως
επέστρεψε στο δρόμο του , μετάνιωσε και γύρισε σε αυτό που του ταίριαζε. Ο ήρωάς μας
ήταν ευτυχής ζώντας στη φύση, το ερωτικό επεισόδιο που θα γνωρίσουμε τον έκανε να
ξεπέσει στην αστική ζωή, αλλά αυτός δε μπόρεσε να γυρίσει πίσω , να λυτρωθεί όπως ο
Σισώης. Έτσι η ιστορία του μοναχού τονίζει περισσότερο τη δυστυχία του ήρωα καθώς η
δική του πορεία έμεινε ανολοκλήρωτη.
Απ, την άλλη μεριά η εκμάθηση των γραμμάτων από έναν μοναχό έπαιξε σημαντικό ρόλο
στη ζωή του , αφού διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης και δράσης του, επηρέασε κατά πολύ την
ηθική συμπεριφορά του. Ο Σισώης αποτελεί οδηγό και πρότυπο στη ζωή του αφηγητή γι’
αυτό και δικαιωματικά παίρνει τέτοια θέση στην αρχή της ιστορίας του.
Χωρίς να το ηξεύρω: διάσταση μεταξύ βοσκού και δικηγόρου. Η διαφορά τους είναι η
ώριμη γνώση. Ο βοσκός ζει ασυνείδητα μεν , ευτυχισμένα δε. Ο δικηγόρος μεγάλος πια
μπορεί να καταλάβει την ευτυχία που βίωνε, καθώς έχει να τη συγκρίνει με το θλιβερό του
παρόν
Η φύση: Η φύση δεν είναι μόνο το ειδυλλιακό περιβάλλον , αλλά απ’ την αρχή κιόλας
παίζει λειτουργικό ρόλο καθώς είναι η αιτία της ομορφιάς, της δύναμης και της ευτυχίας του
ήρωα.
Καποδίστριας : οι ιστορικές αναφορές έχουν στόχο να κάνουν πιο πειστική την ιστορία.
Ρεαλιστικό στοιχείο- γνωστή η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια.
Εκκλησιαστικά στοιχεία : δείγματα της εμπειρίας του Παπαδιαμάντη από την ορθόδοξη
χριστιανική ζωή( μοναχός – διάκονος-κοινόβιο Ευαγγελισμού, Ριζάρειος)
Σκύλος- σχοινί: η παρομοίωση αυτή δεν είναι απλό εκφραστικό μέσο. Είναι μια
προσήμανση για τη συνέχεια. Το σχοινί θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Το
σχοίνιασμα το δικό του θα συσχετιστεί με το σχοίνιασμα της Μοσχούλας – κατσίκας
187… ---οριακό σημείο της ευτυχίας του-προσήμανση. Ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι
θα ακολουθήσει μια εξομολογητική αφήγηση που θα μας παρουσιάσει την τελευταία στιγμή
ευτυχίας του πρωταγωνιστή.
Δεύτερη ενότητα
Παρελθόν- προετοιμασία του βασικού επεισοδίου- γνωριμία των άλλων προσώπων:
Ο αφηγητής ξεκινά από μια γενική εικόνα της ζωής του γα να καταλήξει στη γνωριμία με τη
Μοσχούλα. Βασικό στοιχείο της ζωής του είναι η επαφή με τη φύση «φυσικός άνθρωπος».
Ήταν μέρος της φύσης «είχα μεγάλη συγγένεια με τους δύο». Η φύση του έδινε τα πάντα.
Την αίσθηση της ελευθερίας, της κυριαρχίας και της απόλυτης εξουσίας «ήτον δικόν μου-
ήσαν δικά μου – οι λόγγοι , οι φάραγγες , αι κοιλάδες , ο αιγιαλός και τα βουνά» όλα αυτά
ήταν δικά του και μπορούσε όποτε ήθελε να τα καρπωθεί. Κύριο χαρακτηριστικό της
φυσικής ζωής η έλλειψη της ανθρώπινης ιδιοκτησίας. Στο χωράφι του γεωργού , στα
σταφύλια της χήρας είχε και αυτός τα ίδια δικαιώματα. Ο μόνος χώρος που δεν είναι δικός
του είναι μια περιφραγμένη ιδιοκτησία. Έτσι φτάνουμε αβίαστα(πάλι με ένα αντιθετικό
σχήμα) να γνωρίσουμε τον κύριο Μόσχο . Ο κυρ Μόσχος σε αντίθεση με το βοσκό είναι
πλούσιος , κατέχει μεγάλη έκταση γης αλλά αυτοπαγιδεύεται στον περίκλειστο χώρο του
στενεύοντας έτσι τα όρια της ελευθερίας του. Η αλαζονεία του πλούτου του στερεί την πλήρη
ελευθερία που αισθάνεται ο βοσκός.
Ο κυρ Μόσχος συνδέεται επίσης και με την ανηψιά του , τη Μοσχούλα, εκεί που θέλει να
καταλήξει ο αφηγητής. Η ομωνυνία μάλιστα των δύο μπορεί να δικαιολογείται από τη
συνήθεια της εποχής, αλλά για τον Παπαδιαμάντη παίζει διαφορετικός ρόλο. Συνδέει στενά
αυτούς του δύο και κάνει ακόμα πιο απόμακρη τη Μοσχούλα για το βοσκό αφού ανήκει σε
έναν άλλο κόσμο και δικαιολογεί έτσι από τη μια την κρυφή επιθυμία να τη γνωρίσει( η έλξη
του απαγορευμένου) αλλά και την αρχική ντροπή του να έρθει σε επαφή μαζί της.
Πρώτη περιγραφή της Μοσχούλας: Η Μοσχούλα έχει γίνει αντικείμενο της προσοχής και
του θαυμασμού του βοσκού. Την έχει εξιδανικεύσει και έτσι δικαιολογείται και η έλξη του γι’
αυτήν και η λυρική γεμάτη σχήματα λόγου περιγραφή της. Είναι θερμόαιμος(μεταφορά) τα
μάτια της σαν περιστέρια, σαν τη νύμφη του Άσματος , σα πτηνό του γιαλού ( παρομοιώσεις)
, ο λαιμός της απείρως λευκότερος (υπερβολή) ωχρά , ρόδινη, χρυσαυγίζουσα (τριμερές
ασύνδετο σχήμα, αντίθεση). Όλα αυτά τα σχήματα κάνουν έκδηλα τα ερωτικά αισθήματα
του βοσκού, ο οποίος επειδή η Μοσχούλα μοιάζει απλησίαστο αγαθό προβάλλει τα
συναισθήματα του στην αγαπημένη του κατσίκα που της δίνει το όνομα της κοπέλας.
Δεύτερη ομωνυμία που θα προοικονομήσει την πρώτη επαφή και θα συνδέσει στο μυαλό του ήρωα τις δυο αγαπημένες του που θα γίνουν οι πρωταγωνίστριες του βασικού
επεισοδίου του διηγήματος.
Τα δύο πρώτα επεισόδια της γνωριμίας των νέων:
Πρώτο επεισόδιο: η ομωνυμία είναι αυτή που θα φέρει τους δύο νέους σε επαφή. Ήδη ο
αφηγητής έχει προοικονομήσει τη γνωριμία τους αφού τα μέρη που ο βοσκός φέρνει τα
κοπάδια του τα έχει τοποθετήσει κοντά στο παράθυρο της Μοσχούλας. Ενώ όμως δίνεται η
δυνατότητα στο βοσκό να έρθει σε επικοινωνία μαζί της , αυτός σπεύδει να την κόψει και
μάλιστα να αποκλείσει και κάθε πιθανή συνέχεια. Δικαιολογείται ίσως από την αγωνία του
να βρει την κατσίκα του αλλά και από την ντροπή που θα ένιωθε κάθε έφηβος μπροστά στην
έκφραση και την αποκάλυψη των αισθημάτων του.
Δεύτερο επεισόδιο: Το θάρρος αυτή τη φορά το παίρνει η Μοσχούλα. Έχοντας από έμμεσες
πηγές την εικόνα του βοσκού με τη φλογέρα βρίσκει την ευκαιρία να ανοιχτεί στο νέο. Η
πρωτοβουλία της αυτή αλλά και η προσφορά των δώρων δείχνουν πώς και η νέα
ενδιαφερόταν για το βοσκό ή τουλάχιστον έψαχνε σύντροφο στη μοναξιά της. Έτσι ο βοσκός
θα ξεπεράσει και αυτός τη ντροπή του και η σχέση θα προχωρήσει ένα ακόμα βήμα.
Κοινωνικά ζητήματα: Δυο αναφορές της ενότητας αναδεικνύουν τους κοινωνικούς
προβληματισμούς του Παπαδιαμάντη. Στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας στηλιτεύει
τους ανθρώπους της εξουσίας τους απλούς υπαλλήλους της που εκμεταλλεύονται τη θέση
τους για να καρπώνονται τους κόπους των πολιτών. Στη δεύτερη περίπτωση ο κυρ
Μόσχος γίνεται ο εκπρόσωπος της τάξης των πλουσίων με το απέραντο κτήμα του, τον
πύργο του, προσπαθεί να κρατήσει μακριά του τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού με
τον περίβολό του αλλά για τον Παπαδιαμάντη ο περίβολος αυτός γίνεται σύμβολο της
απομόνωσής του και του περιορισμού και της ανελευθερίας του.
«μιάν ημέραν» ένδειξη επιτάχυνσης και μάλιστα «παύσης» : ο αφηγητής διαλέγει μόνο τα
γεγονότα που τον εξυπηρετούν , διευκολύνουν στο πέρασμά του στο βασικό επεισόδιο της
ιστορίας
απώλεια Μοσχούλας: πρώτος κίνδυνος για τη Μοσχούλα :
-ευκαιρία συνάντησης με την κοπέλα
- προσήμανση του τραγικού τέλους της κατσίκας
-ένδειξη της σημασίας που έχει για το βοσκό , κάτι που θα παίξει ρόλο αργότερα όταν θα
βρεθεί στο δίλημμα σωτηρίας ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα
Τρίτη ενότητα
Τρεις περιγραφές : γιαλός – ηλιοβασίλεμα – σπήλαιο:
Οι περιγραφές αυτές έχουν ως στόχο αφ ενός να επιβραδύνουν την πλοκή , να
καθυστερήσουν το βασικό επεισόδιο εντείνοντας την αγωνία του αναγνώστη και αφ ετέρου
να δημιουργήσουν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα , το περιβάλλον το κατάλληλο για να άντρου προοικονομεί την εμφάνιση της Μοσχούλας καθώς ο αφηγητής αναφέρεται στο
μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του κυρ- Μόσχου. Τέλος οι περιγραφές αποσκοπούν και στην
αισθητική απόλαυση των αναγνωστών αφού είναι δείγματα της συγγραφικής τέχνης του
Παπαδιαμάντη γεμάτες από λυρισμό και εκφραστικά στολίδια του λόγου.
Πρώτη περιγραφή : γιαλός
Μεταφορές : αγκαλίτσες, ελιγμοί, δαίδαλοι του νερού
Προσωποποιήσεις: νερό μορμυρίζον , χορεύον
Παρομοιώσεις : ομοιάζον με βρέφος
Αυτός ο όμορφος γιαλός είναι ο πρώτος πειρασμός στον οποίο υποκύπτει ο βοσκός
«λιμπίστηκα» «ελαχτάρησα», ο οποίος από τώρα έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της
προστασίας του κοπαδιού αλλά εξέρχεται νικητής καταδεικνύοντας την αδυναμία του
βοσκού να του αντισταθεί.
Δεύτερη περιγραφή : ηλιοβασίλεμα
Μεταφορές: βασιλέψει
Παρομοιώσεις: λαμπρά πορφύρα
Τάπης
Η περιγραφή αυτή διαμορφώνει την ερωτική ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που θα παγιδέψει το
νεαρό βοσκό
Τρίτη περιγραφή : το άντρο
Επίθετα
Παρομοιώσεις : νύμφες
Μεταφορά : έζωνε
Πολλοί τοπικοί προσδιορισμοί : δείγμα ρεαλισμού. Προσπάθεια του Παπαδιαμάντη να
δείξει την ακριβή θέση του βοσκού , έτσι ώστε στη συνέχεια να δικαιολογήσει τις κινήσεις και
τους δισταγμούς του.
Μπάνιο: στην αφήγηση του μπάνιου βλέπουμε για άλλη μια φορά τη σύγκρουση της
σωματικής απόλαυσης ( γλύκα , μαγεία , έν με το κύμα) με το χρέος .Αυτή τη φορά η αίσθηση
του χρέους και η αγάπη για την κατσίκα του θα υπερτερήσουν.
Σχοινί : προσήμανση του σχοινιάσματος αλλά και προοικονομία
Πλατάγιασμα: πρώτος ήχος που αλλάζει την πλοκή του μύθου. Η ήχοι παίζουν σημαντικό
ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας ( δραματική λειτουργία)

Σατυρίσκος του βουνού: ο ήρωας συναισθάνεται τη ενοχή του και την ομολογεί.
Καταλαβαίνει ότι εύκολα θα κατηγορηθεί για κρυφές ερωτικές επιθυμίες. Εξάλλου ο ίδιος
λέει ότι παρακολουθούσε τη Μοσχούλα και ήξερε τις συνήθειές της. Η έκφραση «σατυρίσκος»
είναι μια προσπάθεια απενοχοποίησης αφού επιχειρεί να μικρύνει το έγκλημά
του(υποκοριστικό) και να διώξει κάθε υποψία εσκεμμένης ενέργειας. Βέβαια αυτά δεν τον
αποτρέπουν από το να ανέβει στο βράχο και να δει γυμνή τη Μοσχούλα.
Τέταρτη ενότητα :
Τα διλήμματα του βοσκού:
το βοσκόπουλο βλέπει μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο την αναδυόμενη Μοσχούλα(παρομοίωση :
ως ποταμός από μαργαρίτες), τραβά την προσοχή του και σχηματοποιεί τον πειρασμό που
πρέπει να αποφύγει.
Πρώτη σκέψη : να φύγει .
Απορρίπτεται : η Μοσχούλα εξαιτίας της θέσης του θα τον έβλεπε και θα τον κατηγορούσε
για αθέμιτους ανήθικους σκοπούς
Δεύτερη σκέψη : να φωνάξει
Απορρίπτεται : δεν ήξερε να συμπεριφερθεί κόσμια ( αγροίκος)
Τρίτη σκέψη : να μείνει
Απορρίπτεται: ο Σισώης τον είχε συμβουλέψει να αποφεύγει τον γυναικείο πειρασμό.
Εμφανίζεται πάλι ο Σισώης ο οποίος έχει διαμορφώσει τους ηθικούς κανόνες της ζωής του
βοσκού και δικαιολογεί την απόρριψη της πιο απλής λύσης
Μεταφορές : βραχίονας τορνευτούς / χρυσίζουσαν κόμην / κόλποι γλαφυροί/ ναυς των
ονείρων
Παρομοίωση: ως γάλα / ως ναυς μαγική
Χιαστί: αμαυράν κόμην
Τράχηλον εύγραμμον
Λευκάς ωμοπλάτας
Βραχίονας τορνευτούς
Οξύμωρο : αμαυράν κι όμως χρυσίζουσαν
«Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα….πλέον τα επίγεια» η επίδραση του ονείρου στο βοσκό είναι
καταλυτική. Μένει έκθαμβος. Βρίσκεται σε έκσταση. Απογειώνεται από την πραγματικότητα.
Ξεχνάει τους δισταγμούς του , τα διλήμματά του, τη δύσκολη θέση του. Μόνο απολαμβάνει.
Έτσι δικαιολογεί και στον εαυτό του το ότι δεν άρπαξε την ευκαιρία τώρα που η Μοσχούλα
κοιτούσε προς την άλλη πλευρά να φύγει και να μην τον αντιληφθεί.
Πέμπτη ενότητα : επιστροφή στην πραγματικότητα
«δεν δύναμαι να είπω»: ο δικηγόρος ξεχωρίζει τις σκέψεις του από αυτές του βοσκού
νιώθοντας ντροπή για τους πονηρούς λογισμούς του. Προσπαθεί να απενοχοποιηθεί
λέγοντας πως δε σκέφτηκε τον κίνδυνο της Μοσχούλας αλλά και μόνο η αναφορά
αποδεικνύει τις ένοχες σκέψεις του. Απ’ την άλλη μεριά οι σκέψεις αυτές του βοσκού που
προσπαθεί να αποποιηθεί αποτελούν και προσήμανση του γεγονότος που θα ζήσουμε σε
λίγο με τον απειλούμενο πνιγμό της Μοσχούλας.
«Ήρχισεν αίφνης να βελάζει»: ο δεύτερος ήχος που παίζει δραματικό ρόλο στο διήγημα. Το
βέλασμα της κατσίκας επαναφέρει το βοσκό από το όνειρο στην πραγματικότητα. Είναι ο
εξωτερικός παράγοντας που κινεί την πλοκή του μύθου καθώς θα αναγκάσει το βοσκό πάνω
στην αμηχανία του και στην επιθυμία του να σώσει το αγαπημένο του ζώο να βγει από την
κρυψώνα του και να γίνει φανερός στη Μοσχούλα-κόρη.
Η ομωνυμία κόρης - κατσίκας που έδωσε την ευκαιρία στην αρχή να συναντηθούν για
πρώτη φορά οι δύο νέοι τώρα παίζει έναν ακόμα δραματικό ρόλο. Γίνονται οι δύο πόλοι
(κόρη και κατσίκα) στο δίλημμα του νεαρού βοσκού. Να σώσει την κατσίκα του ή να σώσει
τη σχέση του με τη κόρη που θα βρεθεί σε κίνδυνο αν ανακαλυφθεί; Και αργότερα να σώσει
τη Μοσχούλα ή την κόρη που θα κινδυνεύσει;
«δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ιδή»: ο βοσκός μέσα στην αμηχανία του και
κυριευμένος από τον φόβο του σχοινιάσματος της κατσίκας του (προσήμανση) σηκώνεται
από την κρυψώνα του για να γίνει έτσι αντιληπτός από την κόρη.
Έκτη ενότητα :
«άφηκε μισοπνιγμένην κραυγή φόβου»: νέος ήχος που φέρνει τον βοσκό σε νέο δίλημμα.
«να τρέξω» ή να «ριφθώ»;
«μια βάρκα εφάνη»: από το δίλημμά του γλιτώνει πάλι από έναν εξωτερικό παράγοντα.
Αυτή τη φορά είναι μια βάρκα. Ένα ξένο στοιχείο μέχρι αυτή τη στιγμή στην πλοκή γι’ αυτό
και ο Παπαδιαμάντης νιώθει την ανάγκη να το δικαιολογήσει « συγκυρίαν όχι παράδοξον».
Η βάρκα αυτή αντί να δώσει θάρρος στη Μοσχούλα της επιτείνει το φόβο. Δεν πρέπει να μας
παραξενεύει μια τέτοια αντίδραση. Η νεαρή κοπέλα νομίζει ότι έκανε μπάνιο μόνη της.
Ξαφνικά ανακαλύπτει την παρουσία ενός ξένου που την παρακολουθεί και την επόμενη
στιγμή βλέπει κάποιους άλλους με μια βάρκα να την πλησιάζουν. Είναι φυσιολογικό να
τρομάξει αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια περιορισμένη κοπέλα χωρίς
πολλές συναναστροφές.
Η δεύτερη κραυγή της σπρώχνει το βοσκό να πέσει στη θάλασσα για να σώσει την κοπέλα
των ονείρων του.
Η διάσωση
Η περιγραφή της διάσωσης από τον ίδιο τον ήρωα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας
κινηματογραφικής – επικής προσπάθειας.
Η προσπάθεια του χαρακτηρίζεται από ταχύτατες κινήσεις ( πάραυτα –με τρία στιβαρά
πηδήματα εντός ολίγων λεπτών- εγκαίρως) και από υπερβολική δύναμη ( αι δυνάμεις μου
επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως). Η αγωνία του βοσκού για το αν θα προλάβει ζωντανή τη
Μοσχούλα είναι έκδηλη.(ως μνήμα υγρόν- εγγύτερον του θανάτου- δεν παρείχε σημεία ζωής
– ήθελε τη ζωή της – ω ας έζη). Η ανακούφισή του επίσης και αυτή ολοφάνερη. (δόξα τω θεώ
– ποτέ δε θα εζήτουν αμοιβή). Μα πάνω απ’ όλα αυτό που του μένει από την προσπάθεια του
είναι η ευτυχία που ένιωσε από την επαφή του σώματός του με αυτό της Μοσχούλας. Το
αγκάλιασμα αυτό δεν ήταν μια απλή σαρκική επαφή. Ήταν η μόνη ευτυχισμένη στιγμή της
ανώφελούς ζωής του. Ήταν η μεταφορά του ονείρου στην πραγματικότητα. Ο βοσκός
κατάφερε να ζήσει το όνειρό του.
«Επί πόσον…….το ίδιον όνειρόν του»: ο δικηγόρος πια κάνει την αποτίμηση αυτής της
στιγμής του παρελθόντος. Χρόνια μετά και έχοντας ως σύγκριση τις άλλες σαρκικές επαφές
που έζησε , οι οποίες δεν είχαν κανένα συναισθηματικό δέσιμο, δεν ήταν αληθινές, θεωρεί
την επαφή με τη Μοσχούλα ως την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του. Για άλλη μια φορά οι
άσχημες εμπειρίες του παρόντος στρέφουν τον ήρωα στο παρελθόν , το οποίο το εξιδανικεύει
και το ντύνει με το πέπλο του ονείρου και του άπιαστου.
Έβδομη ενότητα: επίλογος
ο επίλογος δεν έχει αφηγηματικό χαρακτήρα αλλά ο ήρωας επιστρέφοντας στο παρόν κάνει
έναν απολογισμό της ζωής του , αναζητά και καταδεικνύει τις αιτίες της δυστυχίας του και
βέβαια κλείνει όλα τα θέματα που έχουν μείνει ανοιχτά στην ιστορία του.
«η Μοσχούλα έζησε»: η κοπέλα πληροφορούμαστε ότι επέζησε. Η έκπληξή μας όμως
βρίσκεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται από τον ήρωα. Η Μοσχούλα δεν είναι πια η
ονειρώδης ύπαρξη, η μοναδική στη ζωή του αλλά μια ασήμαντη γυναίκα , κοινή σαν
όλες της άλλες κουβαλώντας μάλιστα και το προπατορικό αμάρτημα που κουβαλούν όλες
οι θυγατέρες της Εύας. Η αντίθεση αυτή καταδεικνύει ξεκάθαρα και την αντίθεση του
τότε με το τώρα στη ζωή του δικηγόρου. Το παρελθόν του , η ζωή στη φύση , η ευτυχία
και η αθωότητα ήταν το περιβάλλον στο οποίο η Μοσχούλα μπορούσε να πάρει ονειρικές
διαστάσεις. Το παρόν, η πόλη, η μιζέρια του δεν χωρούν όνειρα, αλλά καθετί το
περιβάλλουν με τη δυστυχία τους . Έτσι και η Μοσχούλα του παρόντος είναι και αυτή ένα
θλιβερό δείγμα της ωριμότητας , του συμβιβασμού που επιβάλλει, του αποπνικτικού
κοσμικού περιβάλλοντος το οποίο αποστρέφεται ο αφηγητής.
«μετρίως ελυπήθην»: αν η κοπέλα σώθηκε , η κατσίκα δεν τα κατάφερε αλλά, όπως ήδη
είχε προσημανθεί, σχοινιάσθηκε. Το παράξενο είναι ότι ο βοσκός και για αυτήν την
πολυαγαπημένη του κατσίκα δε νιώθει καμία λύπη. Βέβαια τα λόγια του αφήνουν να εννοηθεί κάποια συμπόνια για το χαμό του ζώου αλλά ο θάνατός του αντισταθμίζεται αφού
η παραμέληση της κατσίκας του έδωσε την ευκαιρία να απολαύσει το άπιαστο όνειρό του.
Απ’ την άλλη μεριά το ενδιαφέρον τώρα του δικηγόρου μας επικεντρώνεται στην παρούσα
κατάστασή του , όπου τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει είναι μεγαλύτερα και πιο
θλιβερά από το θάνατο της κατσίκας του.
«Κι εγώ»: ο τρίτος πόλος , ο τρίτος ήρωας του διηγήματος. Μαθαίνουμε και τη δική του
κατάληξη που βέβαια μας είναι γνωστή από τον πρόλογο. Εδώ όμως ο αφηγητής προχωρά σε
μια πιο αναλυτική περιγραφή των αιτιών που τον οδήγησαν στη σημερινή του μιζέρια.
1) πρώτα απ’ όλα έμαθε γράμματα και έγινε δικηγόρος. Ο ίδιος ο ήρωας αντιμετωπίζει
ειρωνικά τη μόρφωσή του. Πήγε σε δύο ιερατικές σχολές και έγινε «όπως ήτον επόμενον»
δικηγόρος!. Η κοσμική του μόρφωση όμως δε του εξασφάλισε τη σωτηρία της ψυχής του. Τα
λίγα γράμματα αναγνωρίζει τώρα πια ότι θα του ήταν αρκετά.
2) Η έξοδός του από το μοναστήρι , η κοσμική ζωή γεμάτη πειρασμούς , το επάγγελμά του
τον απομάκρυναν και αυτά από τη λύτρωση , την αγνότητα , τον αυθορμητισμό της φυσικής
ζωής και τον οδήγησαν στον ασφυκτικό κόσμο της πόλης.
3) Το όνειρο. Ο αφηγητής αναρωτιέται μήπως το όνειρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
απόφασή του να μην ακολουθήσει τη μοναστική ζωή. Μήπως οι τύψεις του επειδή
παρασύρθηκε από τον πειρασμό , η αδυναμία αντίστασης μπροστά στην απόλαυση της
σάρκας, ήταν αυτά που τον έκαναν να απαρνηθεί τη ζωή του ιερέα και μάλιστα του
μοναχού. Οι ενοχές του λοιπόν τον έπεισαν ότι δεν ήταν άξιος για το ιερατικό αξίωμα και
τον στρέφουν μακριά από τη θρησκευτική ζωή. Όμως, τώρα πια , ο δικηγόρος αναγνωρίζει
ότι η αδυναμία μπροστά στον πειρασμό θα έπρεπε να τον είχαν οδηγήσει στην απόφαση να
ακολουθήσει το μοναχισμό. Εκεί θα έβρισκε τη συγχώρεση , με την άσκηση και την προσευχή
θα έφτανε στη μετάνοια και βέβαια θα κρατιόταν μακριά από το γυναικείο πειρασμό.
Αλίμονο , όμως, τώρα ( φευ) δεν υπάρχει τέτοια διέξοδος.
Από τις παραπάνω σκέψεις καταλαβαίνουμε ότι ο αφηγητής έχει συνδέσει την ευτυχία με
τη σωτηρία της ψυχής μέσω της θρησκείας και της αφιέρωσης του ανθρώπου στο θεό. Η
ευτυχία γι’ αυτόν έχει μόνο πνευματικό περιεχόμενο αλλά είναι και τόσο μακρινή σχεδόν
άφταστη καθώς δε βρίσκεται στην καθημερινή ζωή μας αλλά έχει μόνο υπερβατικό
χαρακτήρα.
Σχοινί : το σχοινί στο διήγημα παίρνει διαστάσεις συμβόλου. Συμβολίζει την αποπνικτική
ζωή του αφηγητή , τον περιορισμό του από τη δουλειά του, τη στενοχωρία της πόλης αλλά
και το δέσιμό του με αυτή την πραγματικότητα από τη οποία δε μπορεί να ξεφύγει. Το
σχοίνιασμα αυτό του φέρνει στο νου το σχοίνιασμα της κατσίκας του και το δέσιμο του
σκύλου της παραβολής στης αυλή του αφέντη του και αναλογίζεται μήπως όλα αυτά δεν
ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσαν γι’ αυτόν ένα σχοίνισμα κληρονομιάς. Καταδεικνύουν
δηλαδή το δικό του μερίδιο στη ζωή, στο οποίο είναι εγκλωβισμένος, δεμένος, ανίκανος να
ξαναβρεί την ευτυχία του.
«Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη»: ( σχήμα κύκλου: το διήγημα τελειώνει με τον ίδιο
τρόπο που άρχισε).
Η ευχή έρχεται μετά από όλα τα προηγούμενα ως φυσική κατάληξη. Πέρα από τη νοσταλγία
που εκφράζει για την προηγούμενη ζωή του , την πίκρα και την απογοήτευσή του που τον
έχει γεμίσει το παρόν, δείχνει ξεκάθαρα και τη συναίσθηση της αδυναμίας του να γνωρίσει πάλι την ευτυχία. Ο ήρωας ξέρει ότι δε θα μπορέσει πάλι να γυρίσει πίσω, η ευχή του θα
μείνει ανεκπλήρωτη.
«Δια την αντιγραφήν”: ο Παπαδιαμάντης βεβαιώνει ότι μετέφερε τα γεγονότα αυτούσια ,
ως απλός αντιγραφέας , και βάζει απλώς την υπογραφή του. Γνωρίζοντας το βίο του
Παπαδιαμάντη, ο οποίος έχει αρκετά κοινά στοιχεία με αυτό του δικηγόρου του διηγήματος
καταλαβαίνουμε την προσπάθεια του συγγραφέα να αποστασιοποιηθεί από τον ήρωα του.
Δεν θέλει να ταυτιστεί μαζί του , δε θέλει τα γεγονότα που εξιστορεί να θεωρηθούν
αυτοβιογραφικά. Και απ’ την άλλη θέλει να προστατεύσει τον ήρωα του, να τον
αντιμετωπίσουμε ως ξεχωριστή προσωπικότητα και όχι ως προσωπείο του.
Βέβαια η προσπάθεια του δε μπορούμε να τη θεωρήσουμε επιτυχημένη. Γίνεται κατανοητό
ότι πίσω από το δικηγόρο κρύβεται ο Παπαδιαμάντης. Ο δικηγόρος είναι το προσωπείο το
οποίο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να εκφράσει τα δικά του συναισθήματα, τις δικές του
σκέψεις , να παρουσιάσει τους βασικούς άξονες της δικής του ζωής.
«ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»
(του Απόστολου Μπενάτση, επίκουρου καθηγητή θεωρίας της λογοτεχνίας στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
Διαβάζοντας κανείς Παπαδιαμάντη και προστρέχοντας στην κριτική που ασχολήθηκε με το
έργο του, έχει την εντύπωση ότι πολλά θέματα έχουν θιγεί, αλλά πάντοτε υπάρχει χώρος για
περαιτέρω διερεύνηση. Η γλώσσα, η φύση, το ερωτικό στοιχείο και το αυτοβιογραφικό
υπόβαθρο είναι στοιχεία που τράβηξαν την προσοχή των μελετητών. Ιδιαίτερη προσοχή
δόθηκε στις αφηγηματικές τεχνικές του σκιαθίτη συγγραφέα. Η ενασχόληση ωστόσο με τα
ίδια τα κείμενα του Παπαδιαμάντη μπορεί να οδηγήσει σε μια πληρέστερη ερμηνεία του
έργου του. Έχει συζητηθεί βέβαια η ηθογραφική πλευρά των διηγημάτων του, αλλά το
ενδιαφέρον είναι ότι ο «Άγιος των ελληνικών γραμμάτων» δεν ασχολήθηκε μόνο με τα
ήθη και τα έθιμα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και με τα ανθρώπινα πάθη. Απ' αυτή
λοιπόν την οπτική γωνία θα ερμηνεύσουμε το «Όνειρο στο κύμα».
Από χρονική σκοπιά το έργο μπορεί να διακριθεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες, το πριν και το
μετά. Το πριν αναφέρεται σε γεγονότα που αρχίζουν από «το θέρος εκείνο του έτους 187...»,
συνεχίζονται το «χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν» και φτάνουν ως τη στιγμή που ο ήρωας
εξέρχεται του Πανεπιστημίου: «δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου», χωρίς ωστόσο να έχει
πετύχει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Όσα ακολουθούν μετά απ' αυτά τα συμβάντα
αναφέρονται στη δράση του ήρωα που τοποθετείται στη χρονική στιγμή που ορίζεται με το
λέξημα «σήμερον».
Το αφήγημα ξεκινάει με μια αρχική κατάσταση στην οποία εμφανίζεται ο μελλοντικός
ήρωας με τις ιδιαίτερες ιδιότητές του «Ήμην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως
στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ’ εγύμναζα
το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά». Στις ιδιότητες αυτές
θα πρέπει να προστεθεί και το «καστανόμαλλος», που βρίσκεται μερικές παραγράφους πιο
κάτω. Πρόκειται για στερεότυπα γνωρίσματα της ανδρικής ομορφιάς που όλα αναφέρονται
στο σώμα του ήρωα. Μπορούμε όμως να τονίσουμε εδώ προκαταβολικά ότι όλα αυτά συγκροτούν το στοιχείο της έλξης, πράγμα που υπονοεί ότι ο ήρωας θα γίνει το αντικείμενο
παρατήρησης κάποιου άλλου δρώντος προσώπου στη συνέχεια.
Ο αφηγητής περιγράφει αρχικά το χώρο στον οποίο τοποθετείται η δράση του:
… έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ'
ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του
πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία
κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον
Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην
συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν
να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον
φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα
βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να
σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν: «Εις το όνομα του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ’ οι ξένοι κ’ οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού,
και να πάρω κ' εγώ τον κόπο μου!»
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους
μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να
τας γνωρί- ζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία δια να θειαφίση, ν'
αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρυγήση, αν έμενε τίποτε δια τρύγημα.
Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της
δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του
κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου
ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το παράθεμα συνδηλώνει ότι πρόκειται για ένα οικείο χώρο στον οποίο είναι αρμονικά
ενταγμένος ο αφηγητής. Το ενδιαφέρον ωστόσο στον Παπαδιαμάντη δεν είναι τόσο οι
περιγραφές του, που κάποτε ίσως φαίνονται αρκετά εκτεταμένες, αλλά η οπτική γωνία από
την οποία βλέπει κάθε φο-
ρά το χώρο ο ήρωας. Πιστοποιούμε εδώ την αντιληπτική οξύτητα του υποκειμένου που
μπορεί να προσλάβει όλες τις θετικές εκδηλώσεις του χώρου. Κυριαρχεί σ’ αυτόν και
αντιλαμβάνεται πλήρως τα πράγματα. Αγκαλιάζει με το βλέμμα του όλο τον περιβάλλοντα
χώρο. Βλέπει τη φύση στην ολότητά
της.
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν και τα παρακάτω : «Όλον το κατάμερον εκείνο, το
καλούμενον Ξάρμενο, … ήτον ιδικόν μου.». «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου», «για να φάνε όλ’
οι ξένοι κ’ οι διαβάτες», «Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.»
Αποκαλύπτουν μια έμμονη επανάληψη του «ιδικόν μου». Το γεγονός αυτό πιστοποιεί
μια ταύτιση και μια κυριαρχία του ήρωα πάνω στο χώρο. Έχει την ελευθερία, μπορεί να
βρει δηλαδή ελεύθερα την τροφή του. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η παρέμβαση των
αγροφυλάκων που παίρνουν αυτοί «τας καλυτέρας οπώρας». Το χαριτωμένο αυτό
παράπονο του βοσκού υποδηλώνει ότι βρίσκεται σε μια πολεμική σχέση με τους
αγροφύλακες γιατί και τα δυο υποκείμενα στοχεύουν το ίδιο αντικείμενο και επομένως ερίζουν για την απόκτησή του. Η κατάσταση αυτή ενέχει το στοιχείο της σύγκρισης. Οι
αγροφύλακες ασφαλώς υπερτερούν. Ο ήρωας έχει την αναγκαία γνώση ώστε να μην μπλέξει
μαζί τους. Αυτός κινείται ανεξάρτητα.
Έχει λοιπόν σφαιρική αντίληψη του χώρου και τον χρησιμοποιεί κατά βούληση. Τελικά
οι εμπειρίες, οι σκέψεις και οι λίγες ιστορικές του γνώσεις συνθέτουν το συνδετικό ιστό του
χώρου.
Ο ήρωας έχει μια αίσθηση ανεξαρτησίας και αποδέσμευσης από τους τυπικούς κανόνες
της κοινωνίας που ορίζουν τα όρια της ιδιοκτησίας. Αυτός ενταγμένος μέσα στη φύση,
που ενεργεί ως παραγωγός και τροφός, δύναται να ζει σε μια παραδείσια απλότητα
παίρνοντας από τη φύση ό,τι χρειάζεται για να συμπληρώσει τις παροχές του
μοναστηριού.
Ο χώρος ωστόσο για τον οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, αποκτά ιδιαίτερη σημασία από την
παρουσία και τα δράση των ανθρώπων σ’ αυτόν. Έτσι και στο υπό εξέταση αφήγημα η
εμφάνιση του κυρ Μόσχου και της ανεψιάς του Μοσχούλας δίνει διαφορετική διάσταση στα
πράγματα.
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του
και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή
επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν,
έβγαζε κοχύλια, κ' ε-
κυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον
ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι
υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει
καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...» Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την
τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της. Ήτον ωχρά,
ροδίνη, χρυσαυγίζουσα ….
Έχουμε εδώ πάλι την περιγραφή ενός δρώντος προσώπου που εκφράζεται με το σώμα του. Η
παιδίσκη δε μιλάει στον ήρωα, αλλά η ομορφιά της του προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση.
Πρόκειται θα λέγαμε για μια ανατροπή της κατάστασης, που έχει σχέση με την ψυχική του
κατάσταση. Η Μοσχούλα τον ελκύει, αλλά αυτό το αίσθημα δεν μπορεί ακόμη να
εκφραστεί. Πρόκειται για μια αδιόρατη συγκίνηση, για μια αύξηση της έντασης και για μια
συναισθηματική αφύπνιση του ήρωα. Εισερχόμαστε στη φάση
κατά την οποία ο βοσκός «καθίσταται ικανός» να αισθάνεται κάτι. Φυσικά δεν έχουμε ποτέ
μια ρητή δήλωση του αφηγητή ότι τον ενδιαφέρει η Μοσχούλα. Μπορούμε όμως να το
συμπεράνουμε από το γεγονός ότι ονομάζει Μοσχούλα την πιο αγαπημένη του κατσίκα.
Ο ίδιος βέβαια δικαιολογεί τη στάση του: «μου εφαίνετο να ομοιάζει με την μικρήν στέρφαν
αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα
ονομάσει Μοσχούλαν». Πρόκειται ασφαλώς για μια δήλωση που δεν κρύβει κανένα πάθος.
Το ξεχωριστό του όμως ενδιαφέρον για την κατσίκα φαίνεται από τη συμπεριφορά του ήρωα
όταν κάποτε τη χάνει: «Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;»… «Εφώναζα ως τρελός –
Μοσχούλα! πού είν’ η Μοσχούλα;» Πρόκειται ασφαλώς για μια ταραχή που του προκαλεί
ιδιαίτερη ενόχληση . Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η κατσίκα είναι
ένα πολύτιμο αντικείμενο. Επομένως μπορούμε να πούμε ότι ο ήρωας βρίσκεται εδώ σε
κατάσταση υπονοούμενης στέρησης εφόσον ενδιαφέρεται για ένα ποθητό αντικείμενο
που δεν έχει στην κατοχή του. Η έντονη ωστόσο αντίδραση του βοσκού για την απώλεια της
κατσίκας έχει ένα ευχάριστο αποτέλεσμα. Η ανεψιά του κυρ Μόσχου ακούει το όνομά της
και ρωτάει τι συμβαίνει. Ο ήρωας δίνει εξηγήσεις, αλλά το γεγονός αυτό οδηγεί σε μια πρώτη
λεκτική επαφή ανάμεσα στις δυο πρωταγωνιστικές μορφές. Η επαφή είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αποκατάσταση της επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο δρώντα πρόσωπα.
Η ηρωίδα ωστόσο δεν αντιδρά καθόλου ούτε σχολιάζει τη συμπεριφορά του νέου. Μια άλλη
μέρα όμως παραπονείται, γιατί ο βοσκός δεν παίζει το σουραύλι του και αυτός
«εφιλοτιμήθη» να παίξει προς χάριν της. Η αμοιβή του είναι λίγα «ξηρά σύκα κι’ ένα τάσι
γεμάτο πετμέζι». Η επικοινωνία αποκαταστάθηκε.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για μια δοκιμασία χαρακτηρισμού κατά την οποία ο
ήρωας δεν αποκτά ένα μαγικό αντικείμενο, αλλά ένα δώρο. Πρόκειται για μια μορφή
επικοινωνίας, αλλά και για την απόκτηση της γνώσης ότι η παρουσία του δεν περνά
απαρατήρητη. Ας μην ξεχνάμε ότι παραπάνω κάναμε λόγο για την έλξη του ήρωα.
Μια μέρα ο βοσκός κατέβασε τα γίδια του για να «αρμυρίσουν» στη θάλασσα. Είδε την
ακρογιαλιά, την «ελιμπίστηκε» και αποφάσισε να κολυμπήσει, αφού πρώτα τακτοποίησε το
κοπάδι του. Η φύση λοιπόν αποτελεί μια πρόκληση και έναν πειρασμό για το υποκείμενο,
γιατί του προσφέρει θετικά αντικείμενα αξίας που αυτός τα απολαμβάνει με μεγάλη
ευχαρίστηση:
Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν.
Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν
άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως
αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους.
Έχουμε εδώ μια φύση χειραγωγό που ξεσηκώνει τον ήρωα και τον παρασύρει να
κολυμπήσει. Το γεγονός αυτό όμως έχει δυο συνέπειες. Πρώτα ο ήρωας φοβάται και το
δηλώνει ρητά:
«Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το
κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς
εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου δια να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν,
δυσάγωγα και άπιστα, όσον και τα μικρά παιδιά.
Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα
ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των
κωδωνίσκων των τράγων.»
Είναι χαρακτηριστικό ότι και στη σκηνή αυτή έχουμε το φόβο και την ανησυχία του ήρωα
που ήδη διαπιστώσαμε και σε προηγούμενες σκηνές. Μπορούμε επομένως να μιλάμε για
καταστάσεις που λαμβάνουν το συγκινησιακό τους φορτίο από μια αρχική σκηνή, και
που μεταθέτουν στη συνέχεια, σε κάθε καινούρια περίπτωση, αυτό το ίδιο
συναισθηματικό βάρος. Έχει κανείς συγκεκριμένα την εντύπωση ότι η πρώτη σκηνή για το
φόβο απώλειας της Μοσχούλας μεταφέρεται και στο υπόλοιπο αφήγημα. Ακόμη, η οπτική
γωνία από την οποία βλέπει το χώρο ο ήρωας αλλάζει. Για να καταλάβουμε αυτή την
κατάσταση είναι αναγκαίο να διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα.
Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη
χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός
μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου,
έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε,
καθώς λέγουν, η μάννα του, δια να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον,
στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που
εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών.
Όλα αυτά τα μέρη που με το τόση γλαφυρότητα περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο
εμπλέκοντας μάλιστα στην περιγραφή του και μυθολογικά στοιχεία, έχουν το
χαρακτηριστικό της ομορφιάς. Είναι ένας ωραίος τόπος και δικαιολογημένα ο βοσκός δεν
άντεξε στην πρόκληση και έπεσε στη θάλασσα για να κολυμπήσει. Ο ένας χώρος
παρατίθεται δίπλα στον άλλο σχηματίζοντας αυτό το αρμονικό σύνολο και μια συνεχή
σειρά. Όμως ένας κρίκος της αλυσίδας είναι διαφορετικός. Πρόκειται για το βράχο όπου
βρίσκεται το κοπάδι του ήρωα. Αυτός δε συμμετέχει σ’ αυτή την ακολουθία ομορφιάς.
Αυτός δημιουργεί το φόβο, την ανησυχία και την υποψία. Έχει μεταβληθεί λοιπόν σε έναν
αντιχώρο, ένα χώρο δηλαδή με αρνητικές συνδηλώσεις. Να λοιπόν πώς αλλάζει η οπτική
γωνία του ήρωα. Σε μια σειρά τόπων ανακαλύπτει την ομορφιά και για ένα συγκεκριμένο
σημείο αισθάνεται φόβο.
Τα πράγματα όμως επιδεινώνονται όταν ο ήρωας βγαίνοντας από τη θάλασσα διαπιστώνει
ότι η Μοσχούλα «είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ’ ελούετο». Ο βοσκός θέλει με κάθε
τρόπο να φύγει από κει χωρίς να γίνει αντιληπτός, αλλά δεν ξέρει με ποιο τρόπο. Έχουμε
εδώ ξανά μια αλλαγή
της οπτικής γωνίας σε σχέση με το χώρο. Είδαμε αρχικά τον αφηγητή να κυριαρχεί στο
περιβάλλον του. Γνώριζε και μιλούσε με λεπτομέρειες για ό,τι έβλεπε μπροστά του.
Στη συνέχεια περιέγραφε τα μέρη που του προκαλούσαν ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Τώρα
έχει κανείς την εντύπωση πως είναι ένας μύωψ. Απομονώνει ό,τι βλέπει μπροστά του και
βλέπει την ιδιαιτερότητα κάθε χώρου:
Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην δια της κορυφής του βράχου ήρκει δια να με ίδη η
Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος […]
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: «— Βρέθηκα
εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!» […]
«Εκ της ιδέας τού να περιμένω δεν υπήρχε άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να
ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά,
όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους
όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, […]
[…] Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος. Θα εχρειάζετο δε
και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού
μου.
Όλοι αυτοί οι χώροι σημασιοδοτούν ένα αδιέξοδο και μια σύγχυση του ήρωα. Δεν ξέρει
πώς να βγει απ’ αυτόν το λαβύρινθο. Όλα αυτά συνθέτουν μια κατάσταση σύγχυσης.
Από συναισθηματική άποψη το υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση ταλάντευσης,
δισταγμού και ανησυχίας. Από τη βεβαιότητα ότι μπορεί να ξεφύγει απαρατήρητος περνάει
στην αβεβαιότητα και τελικά πιστεύει ότι είναι αδύνατον να ξεπεράσει το πρόβλημά του
τόσο εύκολα. Αλλά ταυτόχρονα η ανησυχία έρχεται να διαταράξει την ψυχική του ηρεμία.
Θυμάται την ηθική υποχρέωση που έχει προς τον εαυτό και τους άλλους να παραμένει
κόσμιος στις εκδηλώσεις του και να μη δώσει λαβή για σχόλια σε βάρος του. Ο ίδιος
χαρακτήρισε τον εαυτό του λίγο πριν «σατυρίσκο του βουνού», πράγμα που υποδηλώνει
μια έντονη ερωτική επιθυμία και μια διάθεση αρπαγής του ποθητού αντικειμένου. Οι
θρησκευτικοί κώδικες όμως, στους οποίους πιστεύει, επιτάσσουν να αποφεύγει τον
«γυναικείον πειρασμόν».
Εδώ ο αφηγητής έχει τη θέληση και τη δύναμη να ξεφύγει, αλλά ο φόβος τον κάνει να μην
ξέρει πού να πάει. Η περιέργεια όμως τελικά τον κάνει να ξεχάσει τα οφείλω και τους
ηθικούς κανόνες. Το θέλω του κυριαρχεί. Αποφασίζει λοιπόν να δει την κοπέλα που
κολυμπά:
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και
έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την
αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας
λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και
ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της,
τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα.
Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της
αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον,
όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς
των ονείρων...
Αν προηγουμένως είχαμε διαπιστώσει την αντιληπτική οξύτητα του ήρωα όσον αφορά στο
χώρο, τώρα παρατηρούμε το ίδιο πράγμα στη λεπτομερή περιγραφή του γυναικείου
σώματος. Η ένταση είναι μεγάλη και τη διαδέχεται στο τέλος η συγκίνηση. Η κόρη είναι
«νηρηίς, σειρήν» ελκυστική δηλαδή και ταυτόχρονα επικίνδυνη. Τότε όμως θα επέλθει μια
χαλάρωση που μεταφράζεται σε αφοσίωση του υποκειμένου δηλαδή σε μια πλήρη
απορρόφησή του από το αντικείμενο. «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην
πλέον τα επίγεια.» Οι ηθικοί κανόνες, ο φόβος, και η ταλάντευση υποχωρούν και το σώμα
και οι απαιτήσεις του προβάλλουν κυρίαρχες.
Από την κατάσταση όμως αυτή τον αποσπά η φωνή της κατσίκας του. Ο ήρωας νομίζει ότι
κινδυνεύει να «σχοινιασθή» και τρέχει να τη σώσει. Γίνεται ωστόσο αντιληπτός από την
κόρη, η οποία τρομάζει και βυθίζεται στη θάλασσα. Το υποκείμενο αρχικά ταλαντεύεται για
το τι πρέπει να κάνει. Δεν ξέρει πού να κατευθυνθεί. Όταν ωστόσο διαπιστώνει ότι η ανεψιά
του Κυρ Μόσχου έγινε «άφαντη εις το κύμα» ορμάει να τη σώσει, πράγμα που πετυχαίνει
τελικά. Τώρα και θέλει και δύναται και γνωρίζει τι να κάνει και πετυχαίνει στην κύρια
δοκιμασία.Εκείνο όμως που έχει ενδιαφέρον σ’ αυτή την πράξη είναι η στιγμή που το
υποκείμενο μεταφέρει το σώμα της κοπέλας:
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το
οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο
όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας
τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο
βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, άλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν
ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο
άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον
όνειρόν του...
Ο αντίκτυπος του ενός σώματος πάνω στο άλλο μάς επιτρέπει να μιλάμε εδώ για έντονες
ψυχικές καταστάσεις. Οι αξίες σωματοποιούνται και ο βοσκός κατορθώνει να τις
ψηλαφίσει και να τις συλλάβει μέσα από τις αισθήσεις
του. Περιγράφεται εδώ μια λεπτή αισθητική συγκίνηση του υποκειμένου που βρίσκεται
στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή. Ο ήρωας ακόμη βρίσκεται σε μια κατάσταση
θαυμασμού, κατάπληξης και έκστασης: «Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία». Η κατάπληξη και η
έκσταση παρουσιάζονται σαν δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες, η μια αρχική και η άλλη
εξακολουθητική. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να ερωτευθεί ο βοσκός τη
Μοσχούλα. Το πέρασμα αυτό όμως από μια κατάσταση στην άλλη δεν πραγματοποιείται.
Ο ήρωας αρκείται να μας δώσει τα γεγονότα και να περιγράψει τα αισθήματά του, αλλά
δεν κάνει λόγο για μια μελλοντική στόχευση. Περνάει μόνο σε μια αξιολόγηση της όλης σκηνής. Πρόκειται για μια μοναδική και ξεχωριστή εμπειρία της «άλλως ανωφελούς ζωής»
του.
Τα γεγονότα στη συνέχεια εξελίσσονται γρήγορα. Η Μοσχούλα διασώζεται, αλλά η
αγαπημένη μικρή κατσίκα του ήρωα «εσχοινιάσθη». Η λύπη του είναι μέτρια. Θα περίμενε
κανείς ότι ο ήρωας έχοντας πετύχει στην κύρια δοκιμασία που μεταφράζεται σε διάσωση της
κόρης και ταυτόχρονα έχοντας εξαλείψει τη στέρηση με την επαφή του με το σώμα της
κοπέλας θα είχε δικαίωμα στην αναγνώριση. Πουθενά όμως δε γίνεται λόγος για την
ανταμοιβή του ήρωα. Και το χειρότερο είναι η έκπτωση της ιδανικής γυναίκας. Ο
αφηγητής αναφέρει «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν
ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.»
Η Εύα συνδέεται με το προπατορικό αμάρτημα και την έξοδο των πρωτοπλάστων από
τον παράδεισο. Ο ώριμος αφηγητής βλέπει με διαφορετικό τρόπο το πολύτιμο
αντικείμενο. Η ιδανική γυναίκα μετατρέπεται σε κάτι συνηθισμένο. Δεν είναι όνειρο πια.
Στη συνέχεια ο ήρωας σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο και γίνεται δικηγόρος. Αντί όμως να
περάσουμε σε μια κατάσταση βελτίωσης περνάμε σε μια φάση επιδείνωσης που τοποθετείται
στο μετά, στο σήμερα δηλαδή. Μισεί τώρα το δικηγόρο, στο γραφείο του οποίου εργάζεται. Ο
ήρωας έχει πια ενταχθεί στον κόσμο της δράσης. Αξιολογεί όμως αρνητικά τον εαυτό του.
Γνώρισμά του είναι η μεταμέλεια, για τις σπουδές του και τη μεταγενέστερη ζωή του. Δεν
είναι ευχαριστημένος με το δρόμο που ακολούθησε.
Η επιθυμία του έχει σχέση με το παρελθόν «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...», δηλαδή
από τη σκοπιά του σήμερα αξιολογεί και μετράει την αισθητική συγκίνηση που του
πρόσφερε η επαφή με την κόρη και τη θεωρεί ως την πιο πολύτιμη εμπειρία της ζωής του.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστική και η έκφραση που χρησιμοποιεί στην αρχή του αφηγήματος
«Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τε- λευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν
ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187...».
Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει την απόλυτη στέρηση του ήρωα.
Στο αφήγημα ωστόσο εκτός από την ιστορία του βοσκού υπάρχει και μια συντομότερη που
αναφέρεται στον πατέρα Σισώη που του έμαθε γράμματα. Ο Σισώης ασφαλώς δεν αποτελεί
το πρότυπο του ιερέα. Έτσι στην περίπτωσή του οι καταστάσεις πάθους μεταφέρονται στο
χώρο του ιερού, που την αντιπροσωπεύουν το δόγμα και οι κανόνες της εκκλησίας. Με άλλα
λόγια η ανθρώπινη δράση κρίνεται με κανόνες που βρίσκονται πάνω από την κοινωνία και
απαιτεί τον απόλυτο σεβασμό τους. Έχουμε επομένως να κάνουμε με δυο σύμπαντα, ένα
πνευματικό σύμπαν, πηγή και αποθήκη των αξιών και ένα ανθρώπινο σύμπαν. Η δράση του
Σισώη μπορεί να τοποθετείται στον κόσμο της δράσης, αλλά στοχεύει πάντοτε στο
πνευματικό σύμπαν.
Ο Σισώης εμφανίζεται από την αρχή να έχει τον ρόλο του αμαρτωλού. Δεν είναι καθόλου ο
προστάτης και ο φύλακας του ιερού νόμου. Στα χρόνια
της επανάστασης κλέβει, όπως λένε, μια Τουρκοπούλα από ένα χαρέμι της Σμύρνης και την
παντρεύεται. Έχουμε λοιπόν ένα πρώτο ασυμβίβαστο. Ο ιερέας, ενώ οφείλει να ενεργήσει
σύμφωνα με τη θέληση του ουράνιου Πομπού, προτιμάει τις επίγειες απολαύσεις και
μάλιστα δημιουργεί οικογένεια. Επομένως μετά την έκπτωση οφείλει να δράσει σύμφωνα με
τους οικογενειακούς κώδικες που απαιτούν να γίνει φύλακας της οικογενειακής ζωής.
Γίνεται λοιπόν δάσκαλος και όλοι τον σέβονται.
Έχουμε εδώ μια αντιφατική κατάσταση. Ο σεβαστός δάσκαλος, το προβεβλημένο δηλαδή
πρόσωπο στην κοινωνία, είναι ταυτόχρονα και ένας αμαρτωλός, ένας άνθρωπος που έχει
βεβαρημένο παρελθόν. Η σκηνική του παρουσία είναι αρνητική. Ενεργεί ως ένα άτομο που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και ικανοποιεί μόνο τις προσωπικές του επιθυμίες. Η
συμπεριφορά του αποτελεί ουσιαστικά μια πρόκληση. Το υποκείμενο λοιπόν οφείλει να
αποφασίσει για τη στάση που θα κρατήσει στη ζωή.
Πραγματικά ο Σισώης περνάει σε μια ερμηνευτική διαδικασία και διαπιστώνει ότι δεν έχει
κάτι άλλο να κάνει στη ζωή του, εφόσον εξασφάλισε την οικογένειά του. Τότε επιθυμεί να
επιστρέψει στο χώρο του ιερού και να ενεργήσει σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες: «κ’
εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά
του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι
εσώθη».
Έχουμε λοιπόν δυο διαφορετικά μοντέλα ζωής, το ένα του βοσκού και το άλλο του Σισώη.
Η σύγκριση είναι αναγκαία. Το κοινό τους σημείο είναι η ύπαρξη και στις δυο
περιπτώσεις ενός ποθητού αντικειμένου. Ο μεν Σισώης και τις σωματικές του απαιτήσεις
ικανοποιεί και την ψυχή του σώζει.
Ο ήρωας αγγίζει το σώμα της Μοσχούλας εξιδανικεύοντας τις σωματικές του παρορμήσεις.
Δεν καταφέρνει όμως να ολοκληρώσει τίποτε. Παραμένει σε κατάσταση στέρησης.
Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση Πολιτισμού/ Φύσης στο διήγημα.
Βλέπουμε όμως ότι ο ήρωας αποδέχεται τις φυσικές αξίες και απορρίπτει τους πολιτισμικούς
κώδικες.
Το έργο λοιπόν εκφράζει τον πόθο του υποκείμενου για ζωή και πληρότητα. Πρόκειται για
αξίες καθαρά ζωικές που υλοποιούνται στη Φύση. Αντίθετα η ένταξή του στον κόσμο της
δράσης του δημιουργεί ένα αίσθημα αδιεξόδου και μια δυσφορική κατάσταση. Κάτω από
αυτές τις συνθήκες είναι
αναγκαία η σύγκριση με το παράδειγμα του Σισώη. Στο χώρο του ιερού όλα είναι
διευθετημένα σύμφωνα με τους κανόνες και υπάρχει λύση και τελικά ελπίδα. Στο χώρο της
δράσης η δυσφορία, το αδιέξοδο και τελικά η στέρηση είναι κυρίαρχα. Έχει λοιπόν δίκιο ο
ήρωας όταν αναφωνεί:
Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου