2.1.11

Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880
ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Mε τον όρο ηθογραφία εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών,
των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό
την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε
συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα στη λογοτεχνία,
τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την
τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα,
ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί
τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής
γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται
στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν -από την ελληνική
ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
Στην Ελλάδα, η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που
πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ: ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Στα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στην Ευρώπη ένα καλλιτεχνικό κίνημα που έμελλε
να αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Το κίνημα αυτό, που ονομάστηκε
ρεαλισμός, αποτέλεσε τον πρόδρομο του νατουραλισμού και πρότεινε, μέσα από την
αντικειμενική παρατήρηση, την αντίδραση στις ρομαντικές υπερβολές της φαντασίας: την
κυριαρχία του επιστημονισμού, του εμπειρισμού και του θετικισμού. Η εφαρμογή του
θεμελιακού αιτήματος του ευρωπαϊκού ρεαλισμού, η πιστή αναπαράσταση της σύγχρονης
πραγματικότητας, σε χώρες με καθυστερημένη βιομηχανική ανάπτυξη, δεν μπορούσε ν'
αγνοήσει βέβαια μια βασική όψη της δικής τους πραγματικότητας: την αγροτική. Έτσι,
δημιουργείται ένας ξεχωριστός κλάδος του ευρωπαϊκού ρεαλισμού που επικεντρώνεται στη
ζωή μικρών, αγροτικών κοινωνιών.
Οι Έλληνες πεζογράφοι που εμφανίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1870 και στη
δεκαετία του 1880 προσάρμοσαν στα ελληνικά τις συμβάσεις αυτού του είδους του
ρεαλισμού που έγινε γνωστός με το συμβατικό όρο ηθογραφία. Μέσα σ' αυτό το πνεύμα οι
νεοέλληνες συγγραφείς ηθογραφικών διηγημάτων αναλαμβάνουν ν' αναπαραστήσουν την
ποιμενική ζωή κάποιας συγκεκριμένης περιοχής βασίζοντας την αναπαράσταση αυτή στην
ιδιαίτερη διάλεκτο, στο λαϊκό πολιτισμό και στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Η ηθογραφική
πεζογραφία καταλήγει σε δύο βασικές κατευθύνσεις:
α) ειδυλλιακή ωραιοποίηση της καθημερινής ζωής στην ύπαιθρο,
και β) ενασχόληση και με τις σκοτεινές, σκληρές όψεις της καθημερινής ζωής στον ίδιο πάλι
φυσικό χώρο.
Τον Βιζυηνό μπορούμε να κατατάξουμε σ’ αυτό που ο Βουτουρής ονομάζει ‘ρεαλιστική
αγροτική ηθογραφία’. Χρησιμοποιεί μεν τις συμβάσεις του ρεαλισμού, αλλά ακραία με
σκοπό να τις ανατρέψει. Από την μια μεριά χρησιμοποιεί τους νόμους του ρεαλισμού, κατά
το πρότυπο του Balzac, την εξονυχιστική δηλαδή παρατήρηση και την φροντίδα για
τεκμηρίωση έτσι ώστε να επιτυγχάνει την πειστική αναπαράσταση των πράξεων των ηρώων του, την επιτυχημένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την επιτυχημένη ερμηνεία της
συμπεριφοράς τους. Από την άλλη όμως, χρησιμοποιεί και «τους νόμους της αγωνίας και της
πλάνης που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη μιας και μοναδικής πραγματικότητας, την
οποία υποτίθεται ότι αποδίδει ο ρεαλισμός».
Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί όλες τις αφηγηματικές τεχνικές του ηθογραφικού
διηγήματος, για διαφορετικό όμως σκοπό και με διαφορετικό αποτέλεσμα από τους
σύγχρονούς του ηθογράφους. Για παράδειγμα, μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα που
συνέβησαν στο παρελθόν, η άμεση παρουσία όμως του αφηγητή, με την χρήση
πρωτοπρόσωπης αφήγησης, «καθορίζει αυτόματα και τη φύση του αντικειμένου του,
μεταβάλλοντάς το σε σύγχρονο και πραγματικό, δηλ. σε ντοκουμέντο». Επιτυγχάνεται με
τον τρόπο αυτό, ταυτόχρονα, η απαίτηση για το σύγχρονο του θέματος και για την
αληθοφάνεια της αφήγησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η υιοθεσία λόγιου λόγου –
καθαρεύουσα– όταν απευθύνεται ο αφηγητής άμεσα στον αναγνώστη, και λαϊκού λόγου –
δημοτική με στοιχεία ντοπιολαλιάς– όταν απευθύνεται έμμεσα σ’ αυτόν μέσω των διαλόγων
των ηρώων (…)
Εντούτοις, ο Βιζυηνός δεν εμμένει στη θεματολογία, στο να επιλέξει δηλαδή ένα σύγχρονο
και αληθοφανές αντί ενός ιστορικού θέματος· αυτό που τον ενδιαφέρει πρώτιστα είναι να
δείξει τις δύσκολες συνθήκες της ζωής ώστε να αφυπνίσει την συνείδηση του αναγνώστη.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η χρήση των λοιπών λαογραφικών στοιχείων στα
διηγήματά του. Φαινομενικά μόνο ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της ηθογραφίας για
απεικόνιση των ηθών και των εθίμων· στην ουσία συμφωνούν με τις ψυχολογικές αναλύσεις
των ηρώων του. Αυτό στο οποίο επικεντρώνονται οι συνθέσεις του Βιζυηνού είναι, εν τέλει, η
ψυχογράφηση των χαρακτήρων των ηρώων του και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί
συγκρούονται με τις δομές και τις προκαταλήψεις του περιβάλλοντός τους.
Συνακόλουθα και οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, στοιχείο καθαρά ηθογραφικό, δεν
έχουν σκοπό να αποδώσουν το ειδυλλιακό του περιβάλλοντος αλλά βρίσκονται «σε
ανταπόκριση ή αντίθεση με ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις.
Ο ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΩΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΦΟΡΕΑΣ
ΤΗΣ ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Ο Γ. Βιζυηνός ανήκει στους θεμελιωτές του νεοελληνικού λογοτεχνικού λόγου. Μαζί με
τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Βαλαωρίτη στάθηκε ο πρώτος που έγραψε διήγημα
απαλλαγμένο από τα ρομαντικά στοιχεία της εποχής και με έντονη την προβολή του
ρεαλισμού - αν και τα διηγήματα του είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, μια εντελώς
δική του καθαρεύουσα, ζωντανή, όπως του Παπαδιαμάντη. Είναι ένας πεζογράφος
χυμώδης και αφηγητής συναρπαστικός. Οι περιγραφές του συχνά συναγωνίζονται την
εικονική πληρότητα και την εσωτερικότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη.
Μέσα σε φυσικό σκηνικό, κινείται ο κόσμος του χωριού του Βιζυηνού και βρίσκεται
ενωμένος και αδιάσπαστος. Όλοι οι ήρωες του, σχεδόν, κατάγονται από τη Βιζύη και
όμως, παρ' όλα αυτά, ο Βιζυηνός δεν επαναλαμβάνεται μέσα στα διηγήματα του.
Υπάρχει μεστότητα και ωριμότητα στους χαρακτήρες των έργων του. Το ίδιο και η
τεχνική του. Γίνεται κάποια επιστροφή στο παρελθόν και επαναφορά στο παρόν και
ξανά πάλι μια ανακύκλωση χρονική. Κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε και την εξέλιξη του
μύθου ο οποίος κορυφώνεται στο τέλος. Συμμετέχει και ο ίδιος ο Βιζυηνός, και είναι ο σχέσεις και τις εκζητήσεις των ανθρώπων. Επιπλέον, ο συγγραφέας προσεγγίζει και τη
φύση. Δένεται και με το περιβάλλον και με τους ήρωες, συνταιριάζει μαζί τους. Κατά την
ανάγνωση των διηγημάτων του βλέπουμε ότι συνδυάζει τη λογοτεχνική αφήγηση με την
πνευματική μαρτυρία και κατάθεση ψυχής.
Ο Γ. Βιζυηνός είναι από τους συγγραφείς εκείνους που δίνουν στο έργο τους, ξεχωριστά,
αρκετά βιώσιμα στοιχεία από τα λαογραφικά και ηθογραφικά που δεν αλλοιώνονται.
Γοητευμένος από την πατρική εστία και τα ιερά χώματα του τόπου του, μας μιλά για τη
μητρική στοργή, μας περιγράφει γειτονιές της Πόλης, μας μεταφέρει σε θρησκευτικές
εικόνες τυπολατρίας, λατρείας και τελετουργίας. Ακόμη κι όταν βρίσκεται στην Ευρώπη
φέρει μαζί του τα πλούσια βιώματα του και τις πρώτες συγκινήσεις της δικής του γης. Η
νοσταλγία τις ενδυναμώνει και τις εξωραΐζει περισσότερο. Υπάρχει μεγαλύτερη
συναισθηματική φόρτιση, έντονη θρησκευτικότητα και επιστροφή στις ρίζες.
Αναζωπυρώνονται οι αναλλοίωτες ηθικές αξίες. Πραγματικά η διηγηματογραφία του
Βιζυηνού είναι στηριγμένη σε τεχνική άρτια και αποτελεί μια ελληνική πραγματικότητα
ανεπηρέαστη από το χρόνο.
Τα έργα Το Αμάρτημα της Μητρός μου, Ποίος ήτον ο Φονεύς του Αδελφού μου και Το Μόνον
της Ζωής τον Ταξείδιον έχουν υπόθεση οικογενειακή και τοπικό πλαίσιο τη Βιζύη της
Θράκης και την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή
συνδέονται με τις περιπέτειες της οικογένειας του. Ο ίδιος ο Βιζυηνός συμμετέχει ως
αφηγητής και σε ορισμένα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου. Με
μεγάλη παραστατική δύναμη ζωγραφίζει το τοπίο, πάντα σε σχέση με το ανθρώπινο
δράμα και αποκαλύπτει την ευαισθησία του και τις ρομαντικές καταβολές της
πεζογραφίας του.
Ο Κωστής Παλαμάς έγραψε: “Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των
παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων,
το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενων επί της σκηνής διαδραματίζει ουσιώδες
μέρος· δια τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήκτως
ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την
συγκίνησιν” (Τα Άπαντα τον Γ. Βιζυηνού, τ. 2, σ. 160).
Κατά τον Ιωάννη Ζερβό (Πρόλογος, εκδ. Φέξη, Αθήναι, 1916), ο ποιητής Γ. Βιζυηνός
“παρουσιάζει την πρώτην κατ' επίγνωσιν και γενναίαν απόπειραν εις το να λαβή η
νεωτέρα μας ποίησις μίαν καθολικότητα εθνικής διανοήσεως, εθνικού αισθήματος και
πανελληνίου μορφής”.
Ως πεζογράφος θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς Νεοέλληνες δημιουργούς
και εμφανίζεται σε μια εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα, με τον Νικόλαο Πολίτη, είχε
αρχίσει να αναπτύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη και οι πεζογράφοι είχαν στραφεί
προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή των ηθών και εθίμων του
ελληνικού λαού. Έτσι, καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Σε αντίθεση με το παλιό
ιστορικό μυθιστόρημα, το γεμάτο από υπερβολές, φανταχτερές περιπέτειες, πληθωρικές
αναδρομές στο χώρο και το χρόνο, η νέα πεζογραφική γενιά και μαζί τους ο Γ. Βιζυηνός
-στην πρώτη γραμμή- οικοδομεί τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου (το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα) με μια απλή, ίσως, απλοϊκή, καθημερινή
θρακιώτικη προπάντων θεματογραφία. Οι ήρωες του είναι οι δικοί του: η μητέρα του, ο
παππούς του, οι στενοί του γνώριμοι, ο ίδιος του ο εαυτός. Με την τέχνη του, όμως,
αποκτούν μια καθολικότητα και γίνονται σύμβολα, διευρύνονται στη σκέψη των
αναγνωστών και από θρακιώτικα πρόσωπα και πράγματα γίνονται πανανθρώπινα
(Κυρ. Μαμώνη, “Αρχείον του θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού θησαυρού”, 32,
1966-465).Υπάρχει πάντως κάτι το εσωτερικό που τραβά τον Βιζυηνό στις ρίζες του. Δε
λησμονεί τους ήρεμους, γλυκούς ανθρώπους της θρακικής γης. Τους περιγράφει με
πλαστική δύναμη και τους τοποθετεί ακριβώς εκεί που παιδάκι τους έβλεπε να κινούνται
με τις καθημερινές ενασχολήσεις τους, σε ένα πλαίσιο χρωματισμένο από τα νήματα της
θρακιώτικης παράδοσης. Πονά για τον τόπο του και προσπαθεί να τον απεικονίσει με τα
έθιμα των Φώτων, με θρησκευτικές τελετές, προλήψεις και μύθους.
Επικεντρωμένος στην αγροτική ζωή, ο Γ. Βιζυηνός χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του
ρεαλισμού ακραία, με σκοπό να τις ανατρέψει. Στις θρακικές ιστορίες του, όπως και
οι ξένοι συγγραφείς, είχε ως βάση το αγροτικό και λαογραφικό στοιχείο. Στόχος του
δεν είναι να πει μια ιστορία ή να διασκεδάσει τους αναγνώστες, αλλά να τους κάνει να
σκεφτούν και να διεισδύσουν στο βαθύτερο νόημα των όσων συμβαίνουν.
Περιγράφοντας και τη φύση, δεν έχει ως αποτέλεσμα την απλή φωτογράφηση, αλλά
καθαρά το προϊόν του νου του συγγραφέα. Σε όλες τις περιπτώσεις ο ρεαλιστής
συγγραφέας πιστεύει ότι η επιτυχία της τέχνης του εξαρτάται από την υπέρβαση των
ορίων του πραγματικού, όπως αυτός το αντιλαμβάνεται. (Στον Βιζυηνό και τον
Μaupassant, αποσταθεροποιώντας την πραγματικότητα σε αναζήτηση της τελειότητας
του έργου για να ερευνηθεί αυτό που θεωρούμε πραγματικό ή, ακόμη, επιλέγοντας από
αυτή σύμφωνα με σχήματα σκέψης ή αντίληψης που υπάρχουν ήδη στο μυαλό του
συγγραφέα, όπως στον Βιζυηνό και τον Ηardy.)
Ο Γ. Βιζυηνός, πάντα νοσταλγικός και ιδιόμορφος, κατέγραψε στα κείμενα του τις πιο
λεπτές συγκινήσεις με τρόπο δυνατό και μοναδικό. Η προσφορά του είναι πολύ μεγάλη,
καθώς είναι ενισχυμένη από τις ποικίλες παραδόσεις του Ελληνισμού (οικογενειακές,
λαϊκές και θρησκευτικές), τις ελληνοχριστιανικές αξίες και το πνεύμα το ριζωμένο στην
αρχαία και στη νεότερη παράδοση.
“Η γλώσσα του αποπνέει μια ζεστασιά ζωής”, αναφέρει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. “Η
καθαρεύουσα του είναι προσωπική, σαν του Παπαδιαμάντη. Όντας άτομο προικισμένο
με εσωτερικές δυνάμεις και έχοντας μέσα του μια αγάπη παθιασμένη για το θρακικό
χώμα και τους ανθρώπους του, ο Βιζυηνός κατάφερε να διεισδύσει περισσότερο στο
εσωτερικό της ψυχής τους, όπως της μάνας του, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσα. Κάθε
έργο τέχνης είναι μια κιβωτός που μεταφέρει ένα απόσπασμα ζωής από τον πλανήτη
μας. Η κιβωτός του Βιζυηνού μεταφέρει τη Βιζύη και τις πρώτες του εμπειρίες από αυτή
που είχαν γίνει μέρος της ψυχής του. Ο εγχάρακτος στο χρόνο λόγος του, δηλαδή, έγινε
με την καταγραφή αυτών που είδε, άκουσε και έζησε σαν παιδί, αυτών που πέρασαν
μέσα στο αίμα του. Ο Βιζυηνός επαλήθευσε με την εσωτερική του ανθρώπινη αυτονομία
την ύπαρξη της ελληνικής ρίζας που, παρά τις εναντιώσεις των καιρών, ανθοβολεί
συχνά εκεί που δεν το περιμένει κανείς”.

ηθογραφικά και λαογραφικά της στοιχεία, παρουσιάζεται υποταγμένη αρμονικά στις
απαιτήσεις της πλοκής και του μύθου. Αυτά τα δύο αποτελούν τον κύριο μοχλό που
προκαλεί και οξύνει τις ψυχολογικές καταστάσεις και συχνά οδηγεί τα πρόσωπα σε μια
οξύτατη κρίση συνειδήσεων, όπως παρατηρεί ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
Κύρια χαρακτηριστικά του έργου του Βιζυηνού είναι η ανθρωπιά του και η τρυφερότητα
η επώδυνη. Το πλαίσιο μένει συνήθως ηθογραφικό, δίνοντας στο συγγραφέα την
ευκαιρία να παρουσιάζει παράλληλα με την κυρίως διήγηση και μια εικόνα της ζωής
των χωριών της Θράκης, με τις δοξασίες, τις προλήψεις και τα ήθη τους, με
επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο που ψυχογραφείται με μια διεισδυτικότητα που σε
ελάχιστες περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας. Ενώ ο Βιζυηνός περιέλαβε
τους μύθους του συμπτυγμένους σε διηγήσεις, φαίνεται να είχε φλέβα
μυθιστοριογράφου και η σύμπτυξη αυτή αποτελεί ένα μέρος της ιδιοτυπίας του, γράφει
ο Κώστας Στεργιόπουλος.
ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
1.Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
2.Η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων
3.Οι δραματικές συγκρούσεις
4. Η δομή και η άρτια τεχνική
5.Η ενδιαφέρουσα διαπλοκή του χρόνου της ιστορίας και του χρόνου της αφήγησης
6.Η πλοκή και η σύνθεση
7.Η διείσδυση στα μύχια της ψυχής
8.Το παιχνίδι της ενοχής και της λύτρωσης
9.Οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις
10.Η λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά
«ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ»
ΜΕ ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΤΙΑ…………………..
Το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου δημοσιεύτηκε πρώτα στο Παρίσι, στο περιοδικό La
Nouvelle Revue της Juliette Lamber-Adam στο τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 1883 (σ. 632-653)
και στην Αθήνα στην Εστία σε δύο συνέχειες (10 / 17 Απριλίου 1883). Ο Ι. Παπακώστας
αναφέρει για αυτή την επιλογή του Βιζυηνού: «Η απόφαση όμως του Βιζυηνού να δει το
(πρώτο) διήγημά του δημοσιευμένο πρώτα σε ευρωπαϊκό περιοδικό και κατόπιν σε ελληνικό
προκαλεί ερώτημα. Το ερώτημα είναι αν η επιθυμία του αυτή προερχόταν από κάποια τάση
επίδειξης ή συνδέεται με την πικρία που σίγουρα θα είχε δοκιμάσει για τον υποτιμητικό
τρόπο με τον οποίο τον είχαν αντιμετωπίσει κατά το ολιγόμηνο χρονικό διάστημα της
παραμονής του στην Αθήνα το 1882, οπότε του προσάπτονταν κολακεία, παρασιτία,
χυδαιότητα, γελοιότητες και μάλιστα σε ανώνυμα δημοσιεύματα».
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα εξαιρετικό ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο,
από τα πιο αξιόλογα κείμενα της λογοτεχνίας μας, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο:

κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα του συγγραφέα - αφηγητή, ενώ ο ίδιος είναι
συμπρωταγωνιστής. Το έργο αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της
χήρας μητέρας του συγγραφέα να σώσει την άρρωστη κόρη της, η οποία τελικά πέθανε, και
στην υιοθεσία διαδοχικά δύο άλλων κοριτσιών. Κατά βάθος όλες αυτές οι προσπάθειες
απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον
ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και είχαν
ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού.
Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη
μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι
προσηλωμένη σ’ αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς
επιδεινώνεται και η μητέρα μετέρχεται μάταια κάθε τρόπο και μέσο για τη θεραπεία της
κόρης της: φάρμακα, βότανα, φυλακτά, ξόρκια, ευχολόγια. Δυστυχώς η Αννιώ πεθαίνει και η
μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει,
για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο κοριτσάκι, πολύ μικρό κάτι που προξενεί την
έντονη αντίδραση των δύο αγοριών (ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά). Ο Γιωργής (ο
αφηγητής) επιστρέφει από τα ξένα και αντιδρά και αυτός για την νέα υιοθεσία του
κοριτσιού, όμως η μητέρα αποφασίζει να του αποκαλύψει κρυφά το τρομερό μυστικό της: η
εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει
τύψεις εδώ και χρόνια. Στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, που το είχε
καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό (εδώ λύνεται και η
απορία του αναγνώστη για τον τίτλο του διηγήματος). Ο Γιωργής μπορεί τώρα να
ερμηνεύσει πολλές ανεξήγητες ως τότε ενέργειες της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να
ανακουφίσει εξηγώντας της ότι επρόκειτο για δυστύχημα. Μετά την επιστροφή του αφηγητή
στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πήγε στον πατριάρχη,
ο οποίος την εξομολόγησε και της έδωσε συγχώρεση για το παλιό της «αμάρτημα». Όμως η
μητέρα, και αν ακόμα απέβαλε το φόβο της θείας τιμωρίας, έμεινε με τις τύψεις και τον πόνο
στην καρδιά λέγοντας χαρακτηριστικά: ο πατριάρχης ..συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου.
Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να
σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Έτσι λιτά κλείνει το διήγημα, με τα δάκρυα της μητέρας και
τη σιωπή του Γιωργή…
Παράθεμα για το έργο:
«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η
αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο
διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την
αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι
απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του
συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος
της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του
αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς
ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία
και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπειτα οι σχέσεις
ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά
και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με
μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές,
ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καίριο - ό,τι αποκαλύπτει μια
πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες
κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις
μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον
αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη,
με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν
παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος,
δεν είναι δηλαδή απλή ιδιοτροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα»,
αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».
Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.
ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΣΤΟΝ ΒΙΖΥΗΝΟ
Τα περισσότερα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, επιλογή η
οποία δε θεωρήθηκε «μυθοπλαστική αδυναμία», αλλά αποδόθηκε ψυχολογικά:
• στην υπερβολική ευαισθησία του,
• στην προσπάθειά του να «συντηρήσει» το παρελθόν αναζητώντας τον εαυτό του,
• στην ενδόμυχη ευχαρίστησή του να μιλά για τον εαυτό του και
• στην ανάγκη του να δώσει πραγματολογική διάσταση και ρεαλισμό στη διήγησή του
(Β. Αθανασόπουλος).
Σκοπός του «δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και ν' αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και
τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του
ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να
συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου» (Κ. Στεργιόπουλος).
ΒΑΣΙΚΟ ΘΕΜΑ ΣΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ,
ΔΟΜΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ
Βασικό θέμα : ο θάνατος.
Δομικός άξονας : η ασθένεια της Αννιώς και οι μάταιες προσπάθειες της μητέρας να τη
σώσει, για να εξιλεωθεί από μια κρυφή αμαρτία.
Θεματικός πυρήνας : το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επίδραση που είχε στον
ψυχισμό του αφηγητή .

ΤΟ ΒΙΩΜΑΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
• Τα οικογενειακά ονόματα (Δεσποινιώ Μηχαλιέσα, Αννιώ, Γιωργής, Μιχαλιός,
Χρηστάκης)
• Ο θάνατος του πατέρα και της Αννιώς
• Η παραμονή του αφηγητή στην Πόλη
• Το ταξίδι του στην Κύπρο
• Η δεύτερη μετάβασή του στην Πόλη
TO AYTOBIΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
1. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση
2.Η κτητική αντωνυμία «μου» του τίτλου
3.Η αμεσότητα της αφήγησης
4.Ο ομοδιηγητικός αφηγητής
5.Η συνωνυμία αφηγητή –συγγραφέα
6. Όλα τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω στο βιωματικό υλικό
Η ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η δομή είναι κυκλική, όπως και σε όλα τα διηγήματα του
Βιζυηνού: αναπτύσσεται γύρω από ένα αίνιγμα που προτείνεται στον τίτλο και το οποίο
λύνεται στο τέλος , κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι τέλους.
Η ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Σύμφωνα με την κλασική αφηγηματική πλοκή, ο μύθος ακολουθεί τρία στάδια:
• τη δέση
• την κορύφωση
• τη λύση

Στο συγκεκριμένο διήγημα δεν έχουμε μονοκεντρισμό της πλοκής, αλλά έκταση της
αφήγησης σε περισσότερα του ενός επεισόδια. Με την επιλογή της τεχνικής της
απόκρυψης, η δέση-κορύφωση-λύση συμπυκνώνονται στην εξομολόγηση της μάνας.
Η ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ ΤΗΣ ΠΛΟΚΗΣ
Συγκεκριμένα, η πλοκή του διηγήματος συνδυάζει τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και τις
μεταβλητές οπτικές γωνίες (του παιδιού-αφηγητή, του ενήλικου-αφηγητή και της μάνας)
και θεμελιώνεται σε αντιθετικά μοτίβα:
• της πλάνης και αυταπάτης
• της διπλής αλήθειας
• της διπλής πραγματικότητας
• της αμφισημίας και της σχετικότητας
Η ΙΔΙΟΤΥΠΗ ΕΣΤΙΑΣΗ
Σ' αυτή την ιδιόρρυθμη πλοκή η εστίαση είναι αναγκαστικά εσωτερική. Η αφήγηση
δίνεται από την οπτική γωνία ενός παιδιού που σταδιακά μεταβάλλεται (μεταβλητή
εστίαση). Κάποιες στιγμές όμως ο αφηγητής-παιδί φαίνεται να γνωρίζει τα συναισθήματα
και τα κίνητρα των υπολοίπων προσώπων. Κι ενώ η εσωτερική εστίαση επιβάλλει
περιορισμένη γνώση, σε σχέση με το λαογραφικό υλικό ο αφηγητής έχει στάση
παντογνώστη, αφού επεμβαίνει για να επεξηγήσει και να σχολιάσει έθιμα και λαϊκές
δοξασίες, δηλώνοντας ότι γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλο αφηγηματικό
πρόσωπο. Η εσωτερική οπτική γωνία του αφηγητή διευρύνεται επίσης με την αναφορά σε
εξωτερικά συμβάντα στα οποία ο αφηγητής δεν είχε προσωπική συμμετοχή, είχαν όμως
άμεση σχέση με αυτόν.
Η ΟΠΤΙΚΗ ΓΩΝΙΑ
Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι περιορισμένη. Σ' αντίθεση με της μητέρας του, που
παραμένει αμετάβλητη, η δική του ωριμάζει. Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα
πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο? τα υπόλοιπα αποτελούν απλά σημεία
αναφοράς (δυαδική αφηγηματική δομή / δυαδική οπτική γωνία αφηγητή).
Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει την πλοκή είναι
πρωτότυπος. Παρουσιάζει στην ουσία μια ιστορία, της οποίας το νήμα ξετυλίγεται από δύο
διαφορετικά χρονικά σημεία και από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες, στο τέλος όμως τα
δύο νήματα συνυφαίνονται. Είναι η ιστορία της οικογένειας του αφηγητή, που την
παρακολουθούμε στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος από την οπτική γωνία του Γιωργή,
ενώ το τελευταίο τμήμα παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της μητέρας. Οι δύο αφηγητές
έχουν διαφορετική χρονική αφετηρία. Ο Γιωργής ξεκινά από την ασθένεια της αδελφής του
και φτάνει στην εξομολόγηση της μητέρας και η μητέρα αρχίζει την ιστορία της λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Γιωργή και καταλήγει στο ίδιο σημείο, παρακάμπτοντας όσα ήδη
ειπώθηκαν
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Το «Αμάρτημα της μητρός μου» αφηγείται ένα παλιό επεισόδιο (μακριά από τον ενεστώτα
της γραφής). Το επεισόδιο εκτείνεται σε εικοσιοκτώ χρόνια, αλλά η αφήγηση δεν είναι
ευθύγραμμη στο παρελθόν: στηρίζεται σε αναχρονίες (κυρίως αναδρομές ή αναλήψεις ) και
γι' αυτό στο κείμενο παρεμβάλλονται φράσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία της
μνήμης του αφηγητή (π.χ. ενθυμούμαι.).Με τη χρήση των αναχρονιών ο αφηγητής
επιτυγχάνει την εσωτερική σύνδεση περιστατικών του παρελθόντος ή του μέλλοντος με
το παρόν και φωτίζει γεγονότα του παρόντος με αξιόλογα στοιχεία.
Η διακοπή της ευθύγραμμης διήγησης ανακόπτει τη μονοτονία.
Με την τεχνική αυτή η πλοκή κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και
διατηρεί παράλληλα και το μυστήριο στη στάση της μητέρας, που προσημαίνεται στον
τίτλο του διηγήματος.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ
Σημαντικοί συντελεστές πλοκής είναι και τα αφηγηματικά μοτίβα του διηγήματος:
• Η επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς
• Η αυξανόμενη αφοσίωση της μητέρας σ' αυτήν
• Η κλιμακούμενη αδιαφορία της μητέρας προς τα αγόρια
Το μοτίβο της στέρησης της μητρικής στοργής.
Το μοτίβο της επιδείνωσης
Η συνεχής επιδείνωση της ασθένειας της Αννιώς αποτελεί σταθερό αφηγηματικό μοτίβο
μέσω του οποίου εξελίσσεται η πλοκή και περιγράφεται ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά
της μητέρας. Η φράση επαναλαμβάνεται με διάφορες παραλλαγές.
Το μοτίβο είναι σημαντικό:
• από άποψη τεχνικής γιατί συντελεί στη χρονική μετάβαση στην επόμενη φάση της
ασθένειας.
• από πλευράς περιεχομένου τονίζει την εντατικοποίηση των φροντίδων της μητέρας
και την αυξανόμενη αδιαφορία της προς τα αγόρια.

Η αυξανόμενη αφοσίωση της μητέρας σ' αυτήν
• Η τραγική και πονεμένη μητέρα, «που χτυπήθηκε άγρια από τη μοίρα», αφοσιώνεται
απόλυτα στην ασθένεια της κόρης της αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Είναι τόσο
μεγάλο το ψυχικό της δράμα και το πάθος της να σώσει την Αννιώ, ώστε κλονίζει
μέσα στην ψυχή του αφηγητή τη «βεβαιότητα» της ίσης προς όλα τα παιδιά μητρικής
στοργής και τον κάνει ακούσια να υποφέρει από την αδιαφορία της απέναντί του. Η
μητέρα αντιλαμβάνεται τον πόνο του αγοριού μόνο μετά την πανικόβλητη φυγή του
από την εκκλησία, γι' αυτό και του δείχνει τρυφερότητα στο σπίτι.
Η κλιμακούμενη αδιαφορία της μητέρας προς τα αγόρια
Ο αφηγητής σημειώνει με πίκρα την κλιμακούμενη - με την ασθένεια της Αννιώς -
«θλιβεράν» αδιαφορία της μητέρας του, όχι μόνο προς αυτόν αλλά και προς κάθε τι που δεν
είχε σχέση με αυτήν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν άκουσε τη μητέρα στην προσευχή της να
κάνει μια πρώτη νύξη της αμαρτίας της, εξαιτίας της οποίας πίστευε ότι την τιμωρούσε ο
Κύριος και με άφθονα δάκρυα και αναστεναγμούς να ξεστομίζει τον απελπισμένο λόγο: «-
Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου. Χάρισέ μου το κορίτσι!».
Το μοτίβο της στέρησης της μητρικής στοργής
Η ψυχολογία αναφέρει ότι είναι τραυματική εμπειρία για ένα παιδί ο πρόωρος ή
απότομος απογαλακτισμός και μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί σύνδρομο αποστέρησης.
Ίσως, πράγματι, ο αφηγητής να μην μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από το σύνδρομο αυτό, το
οποίο, σε συσχετισμό με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που πιθανόν είχε, τον έκανε να υποφέρει
βαθιά. Απόδειξη αυτού είναι το ότι δεν ένιωθε ζήλια για τη συμπεριφορά του πατέρα του
προς την Αννιώ, παρόλο που και αυτός την είχε «μη στάξη και την βρέξη». Η αγάπη και των
δύο γονέων ήταν βέβαια δεδομένη, άσχετα με το αν την ένιωθε ο Γιωργής ή όχι. Η ίδια η
μητέρα τονίζει την αγάπη της στο Γιωργή (την απέδειξε άλλωστε και με την πράξη
αυτοθυσίας της) και αναφέρει ότι ράγιζε η καρδιά της που τον έβλεπε να μαραίνεται από τη
ζήλια.
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ / ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ
• Η παρουσίαση της σύνθεσης του μοιρολογιού του πατέρα από ένα Γύφτου, που
συνέθεσε το μοιρολόγι κατά παραγγελία της μητέρας και το συνόδεψε με τη λύρα.
• Η αυτοθυσία της μητέρας στο ποτάμι. Ο αφηγητής μας γυρίζει πίσω στο χρόνο, στον
καιρό της πρώτης υιοθεσίας, όταν θέτοντας τη ζωή της η μητέρα σε κίνδυνο τον έσωσε
από βέβαιο πνιγμό.
• Η ιστορία του αμαρτήματος της μητέρας, η πιο εκτεταμένη αναδρομική αφήγηση με
το σημαντικότερο ρόλο στην πλοκή, γιατί αποκαθιστά την πραγματικότητα,
ερμηνεύει τη συμπεριφορά της μητέρας και δικαιολογεί τη στάση της.

Η ΠΡΟΔΡΟΜΗ ΑΦΗΓΗΣΗ /ΠΡΟΛΗΨΗ
Στο διήγημα έχουμε μια χαρακτηριστική πρόδρομη αφήγηση όταν ο αφηγητής παρουσιάζει
προκαταβολικά τις περιπέτειες που επρόκειτο να περάσει στην ξενιτιά και τους καημούς που
θα πρόσφερε στη μητέρα του κατά την περίοδο της απουσίας του. Ο ώριμος αφηγητής, που
είχε γνώση του τι επακολούθησε, τονίζει την ειρωνεία της υπόσχεσης ενός δεκάχρονου
παιδιού στη μητέρα του, που σε εκείνη τη φάση όχι μόνο τον εαυτό του δεν μπορούσε να
θρέψει αλλά και αγνοούσε πόσες πίκρες επρόκειτο να ποτίσει τη μητέρα του φεύγοντας, αντί
να την ανακουφίσει.
ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
Η ιστορία της μητέρας έχει το ίδιο σημείο αφετηρίας όπως και το διήγημα, ξεκινάει δηλαδή
με την Αννιώ. Η μητέρα αφηγείται τη δραματική της ιστορία, που αποτελεί μια μακροσκελή
ανάληψη (αναδρομική αφήγηση) και μια αφήγηση μέσα στην αφήγηση (εγκιβωτισμένη
αφήγηση), με χρονική αφετηρία την περίοδο πριν από τη γέννηση της Αννιώς. Έτσι,
μεταβαίνουμε σε ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης, το μεταδιηγητικό. Ιδιαίτερα με την
εγκιβωτισμένη αφήγηση παρουσιάζεται η δραματική ιστορία της μητέρας και λύνεται το
αίνιγμα που υπήρχε από την αρχή του διηγήματος.
ΣΧΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ
Αφηγητής Γιωργής Μητέρα
Σχέση Εξω-
διηγητική
Ενδo-
διηγητική
Επίπεδο Εξω-
διηγητικό
Μετα-
διηγητικό
Εστίαση
Οπτική γωνία
Εσωτερική
Παιδί Γιωργής
Ώριμος Γιωργής
Εσωτερική
σταθερή
ΟΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
• Στο διήγημα ξεχωρίζει η απαράμιλλη αφηγηματική δύναμη, η περιγραφική
δεξιοτεχνία και η ψυχογραφική δύναμη με την οποία ο συγγραφέας διεισδύει στην
παιδική ψυχή.
• Η αφήγηση εναλλάσσεται με το διάλογο, ενώ οι περιγραφές είναι περιορισμένες και
οργανικά ενταγμένες στην αφήγηση. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποια σημεία
μετατρέπεται σε εσωτερικό μονόλογο. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σχόλια για τα
ήθη και έθιμα της εποχής και αποδίδονται σε ελεύθερο πλάγιο λόγο οι σκέψεις άλλων.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Με την εξομολόγηση της μητέρας, θεματικά, ολοκληρώνεται η ιστορία και λύνεται το
αίνιγμα του τίτλου. Συναισθηματικά, η μητέρα εξιλεώνεται στην ψυχή του αναγνώστη τόσο
ως προς τη στέρηση αγάπης προς το γιο όσο και ως προς την αμαρτία της. Το αμάρτημά της
μπορεί να ήταν μεγάλο, αφού κατέληξε σε παιδοκτονία, το πλήρωσε όμως ακριβά με την
ηθική της δοκιμασία και με τη συναίσθηση της ενοχής της. Η μυστηριώδης, αινιγματική
πλοκή, η περίπλοκη αφηγηματική προοπτική, οι πολλαπλές αντιθέσεις (αλήθεια/πλάνη,
άγνοια/γνώση, φως/σκότος κτλ.), η ρεαλιστική αφήγηση, οι ψυχογραφικές εμβαθύνσεις
είναι μόνο μερικές από τις ιδιότυπες αφηγηματικές τεχνικές του Βιζυηνού που τον
καθιστούν πρωτοποριακό διηγηματογράφο.
ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
1η ενότητα: «Άλλην αδελφήν………μόνον εμέ πλησίον της»
2η ενότητα: «Ενθυμούμαι ακόμη……….από τα βάσανά του»
3η ενότητα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει…….απηρχόμην εις τα ξένα»
4η ενότητα: «Η μήτηρ βεβαίως…….ισχυρού τινος φόβου»
5η ενότητα: «Η μήτηρ μου εκρέμασε…..και εγώ εσιώπησα».
Η ΘΕΑΤΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Ο θεατρικός χαρακτήρας του διηγήματος στηρίζεται :
1. Στον ομοδιηγητικό αφηγητή (ο αφηγητής ισότιμο πρόσωπο του έργου)
2. Στην εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου, στη συμμετοχή πολλών προσώπων που
δρουν ως πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, βουβά πρόσωπα
3. Στην εναλλαγή καθαρεύουσας και δημοτικής
4. Στη δραματική πλοκή του
5. Στην ύπαρξη πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών
6. Στην περιορισμένη χρήση της περιγραφής
7. Στη συνεχή αλλαγή σκηνικού(ανοιχτός χώρος/κλειστός χώρος)
8. Στην αληθοφάνεια των χαρακτήρων
9. Στην ύπαρξη δομικών ενοτήτων με αυτοτέλεια
10. Στην εξομολόγηση της μητέρας που αποτελεί είδος θεατρικού μονολόγου με έντονες
συναισθηματικές μεταπτώσεις
Ο ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο κλειστός χώρος της εκκλησίας και του σπιτιού συνδέεται κυρίως με τα δυσάρεστα γεγονότα
που έζησε ο αφηγητής, που τον πλήγωσαν, του προκάλεσαν αγωνία, φόβο και κλόνισαν την
παιδική του γαλήνη. Αντίθετα τα περισσότερα γεγονότα του ανοιχτού χώρου αποτελούν ευχάριστες εμπειρίες για τον αφηγητή. Επίσης στον ανοιχτό χώρο συμβαίνουν κάποια άλλα
ευχάριστα γεγονότα που δεν ζει ο ίδιος, δηλαδή ο γάμος και η πρώτη υιοθεσία που πήρε τη
μορφή χαρμόσυνης τελετής.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
1. Οι χήρες δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν εκτός σπιτιού, με εξαίρεση τις πολύτεκνες
μητέρες.
2. Παιδιά ονομάζονται τα αγόρια
3. Η παντρεμένη γυναίκα παίρνει το επίθετο του άντρα της και προσδιορίζεται από το
όνομά του( Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα)
4. Οι θρήνοι των γυναικών που χηρεύουν πρέπει να είναι μέσα στα όρια της σεμνότητας
5. Η νέα γυναίκα λόγω του φύλου της χαρακτηρίζεται από ατολμία
6. Ο θεσμός της προίκας
7. Το αίσθημα της συζύγου προς τον σύζυγο είναι ο φόβος
8. Ένα ατύχημα που προξενείται από γυναίκα αντιμετωπίζει μεγαλύτερη κοινωνική
κατακραυγή
9. Τα ανύπαντρα κορίτσια καταπιέζονται από τους γονείς τους
10. Η εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας (βεβαρυμμένη από επαρχιακά φορέματα)
ΤΑ ΠΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος,
χαρές, πίκρες... Στις σελίδες του διηγήματος μπορούμε να συναντήσουμε :
1.Σελ.126 "Ἀφ'ὅτου... κατά μέρος": Στοιχεία για τη θέση της γυναίκας.
2. Σελ.127-8 " Πᾶσα νόσος... μεταμορφωμένος" : Λαϊκές αντιλήψεις για το "εξωτικόν".
3. Σελ.129 "Πότε ἐπήγαινε ... το ἀνάστημα" : Αντιλήψεις για την αντιμετώπιση και τη
θεραπεία ασθενειών.
4. Σελ.129 "Ἔπρεπε λοιπόν ... κατησχυμένον" : Αντιλήψεις περί δαιμονίων, σατανικού
πάθους, μαγικού αριθμού 40 κλπ.
5. Σελ.132 " Κατά τήν λειτουργίαν ... τοῦ Ἐχθρού κ.τ.λ" : Θρησκευτικά δρώμενα κατά την
παραμονή ασθενούς στην εκκλησία.
6. Σελ.134 " Ἦτο τό ... αὐτοσχεδίως" : Στοιχεία σχετικά με τα μοιρολόγια.
7. Σελ.135 Στοιχεία για τρόπο ένδυσης (καλύπτρα, σαλβάρι), λαϊκή αρχιτεκτονική
(αυλόπορτα, ανώγι), σκεύη (γανωμένα χάλκινα σκεύη), φιλοξενία.
8. Σελ.136-7 " Μετά τινας στιγμάς ... νά πίω" : Αντιλήψεις για τη ζωή, το θάνατο, την ψυχή.
9.Σελ.139 " Ἤδη αὐτή ... παρ' ὑμῖν" : Θρησκευτικά και λαϊκά δρώμενα περί υιοθεσίας
10.Σελ. 141 "ἐγώ μέν ἐπλανώμην ..ἐν τῇ ξένῃ.": Μετανάστευση ( +σελ. 144..)

11. Σελ. 141, 142, 144, αναφορά στην προίκα.
12.Σελ.145 " ..θα ἤμην πρόθυμος.. εἰς τούς γάμους της.": Λαϊκές γιορτές, προίκα, γάμος,
θέση γυναίκας.
13.Σελ. 147 "ὥς τώρα…καί ὁ πνευματικός μου." Εξομολόγηση στον πνευματικό
14.Σελ.147 " Ὅ μακαρίτης ... μαζί" : Ο αριθμός σαράντα...
15.Σελ.148 " Τό πρωϊ ... πολύτερα" : Λαϊκά δρώμενα του γάμου, θέση γυναίκας.
16.Σελ.150 " Ὃταν ἐπῆγεν ... σχωροχάρτι" : Αντιλήψεις για τη συγχώρεση. Συμβολικοί
αριθμοί 3, 12.
Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ
ΜΗΤΕΡΑΣ-ΓΙΩΡΓΗ
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ο Βιζυηνός διερευνά το θέμα της φύσης της ενοχής και της
ενοχοποιημένης αγάπης. Τον καθοριστικό ρόλο της ενοχής στην ψυχή και τη συμπεριφορά
ενός ανθρώπου.
Η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα, κυρίως, και ο γιος της ο Γιωργής, σε δεύτερο πλάνο, είναι φορείς
αυτής της ενοχής, για διαφορετικούς αλλά διαπλεκόμενους λόγους, στο διήγημα. Το
συναίσθημα της ενοχής της μητέρας, για τον ακούσιο θάνατο της κόρης της, της υποβάλλει
την ανάγκη για εξιλέωση. Ερμηνεύοντας τα πράγματα πάντα και μόνο με γνώμονα την
«αμαρτία» που πληρώνει, επενδύει την εξιλέωσή της στην συντήρηση και ανάδειξη του
θηλυκού, επιβαρύνοντας τον ψυχισμό των αγοριών.
Ο γιος της Γιωργής, από την πλευρά του, επιζητά τη μητρική στοργή ή απλώς την
επιβεβαίωσή της, καθώς τη στερείται ο ίδιος, ενοχοποιώντας τον εαυτό του, ίσως, γιατί
απογοήτευσε τους γονείς του με το να γεννηθεί αγόρι αντί για κορίτσι (βλ. σελ. 150 «ο
πατέρας σου σε ήθελε κορίτσι»), γιατί ζήλευε την άρρωστή αδελφή του και δεν την
υποκατέστησε στο θάνατο, χωρίς να κατανοεί, παράλληλα, το πρόβλημα της μητέρας
(σελ.132 «Η μήτηρ μου … ήρχισε να δεικνύει θλιβεράν αδιαφορίαν προς παν ό,τι δεν ήτο
αυτή η ασθενής»- σελ.150 «και εζούλευες εσύ»).
Οι στόχοι των δύο βασικών προσώπων είναι διαφορετικοί, αλλά αναπτύσσονται παράλληλα
και αλληλοπροσδιορίζονται: ο στόχος του γιου (μητρική στοργή) εξαρτάται από το στόχο της
μητέρας (εξιλέωση από την αμαρτία της). Όσο η μητέρα δεν πετυχαίνει το στόχο της τόσο
αποτυγχάνει κι ο γιος. Γι’ αυτό, ακόμη και στο τέλος, ο γιος -ως ώριμος- προσπαθεί να τη
βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου της με την εξομολόγηση στον Πατριάρχη, για να
πραγματοποιήσει με τον τρόπο αυτόν - αναδρομικά - και το δικό του στόχο. Μα πάντα
αποτυγχάνει! («όλα εις μάτην»).
ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
Το βιωματικό στοιχείο κατέχει κυρίαρχη θέση στο συγγραφικό έργο του Βιζυηνού. Τα
παιδικά βιώματα παραμένουν άσβεστα, είναι χαραγμένα στη μνήμη του και τροφοδοτούν
τη γραφή του..

Όμως σημαντική είναι και η αξιοποίηση των ανθρώπινων χαρακτήρων από τον
ταλαντούχο Βιζυηνό. Δίκαια του έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του ανθρωποκεντρικού
συγγραφέα, ψυχογράφου αφού έχει τη δύναμη να διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης
ψυχής και να υφαίνει τους χαρακτήρες των ηρώων του. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η
επίδραση της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου στο αφηγηματικό του έργο, γεγονός που
διαπιστώνεται τόσο από την ιδιωματική χρήση της γλώσσας όσο και από την περιγραφή
των ηθών και των εθίμων και γενικότερα τη μεταφορά λαογραφικού υλικού από τη Θράκη.
Η λόγια γλώσσα που χρησιμοποιεί στην αφήγηση επιβεβαιώνει τη φαναριώτικη παιδεία
του, ενώ η αληθοφάνεια των χαρακτήρων είναι επίδραση της ευρωπαϊκής του
παιδείας(γνώσεις ψυχολογίας και φιλοσοφίας). Τέλος ο δραματικός χαρακτήρας του
διηγήματος είναι επίδραση από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ιδιαίτερα από τις μπαλάντες.
Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μια σχετικά κομψή και θερμή καθαρεύουσα.
Όχι σπάνια όμως ο γλωσσικός καθωσπρεπισμός αποβάλλεται με τη χρήση του λόγου της
καθημερινής ζωής(δημοτική). Η γλώσσα λοιπόν των διαλογικών μερών είναι απλή, λαική, με
ιδιωματισμούς, ενώ αντίθετα η γλώσσα των αφηγηματικών μερών είναι λόγια με
αρχαιοπρεπείς εκφράσεις. Παράλληλα ο λόγος του ενήλικα μορφωμένου αφηγητή είναι
λογιότερος και συνθετότερος από τον λόγο του αφηγητή-παιδιού.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Με απαράμιλλη περιγραφική δεινότητα ο αφηγητής στη δεύτερη ενότητα αναπλάθει τα
συναισθήματα και τις εντυπώσεις που γεννούσε στην παιδική του ψυχή το μυστηριώδες
περιβάλλον της εκκλησίας. Συντροφεύοντας την αδελφή του ο μικρός Γιωργής βιώνει
εφιαλτικές εμπειρίες μέσα στο μισοσκόταδο που δημιουργεί το αμυδρό φως των κεριών. Ο
φόβος ταράζει τις αισθήσεις του και ξετυλίγει μπροστά του ονειρικές-εξωπραγματικές
εικόνες.
Καθώς η φλόγα του καντηλιού τρεμοσβήνει, ο αφηγητής φαντάζεται τον Άγιο στο εικόνισμα
να ζωντανεύει, επιθυμώντας να κατέβει από τα σανίδια. Η περιγραφή του Αγίου, πολύ λιτή,
δίνει τα βασικά γνωρίσματα της βυζαντινής αγιογραφίας: φαρδιά κόκκινα φορέματα,
φωτοστέφανο, ακίνητο βλέμμα, απαθές πρόσωπο. Η εικόνα είναι οπτική και κινητική και
παραισθησιακή, γιατί έχει ως αφόρμηση μια πραγματική παράσταση.
Εντελώς ψευδαισθησιακή (λόγω και των σπουδών του Βιζυηνού στην ψυχολογία) είναι η
επόμενη εικόνα που είναι οπτική, κινητική και ακουστική. Ο Γιωργής ακούγοντας το
σφύριγμα του ανέμου, έχει την εντύπωση πως οι νεκροί αναρριχώνται στα τείχη της
εκκλησίας και ένας σκελετός προσπαθεί να θερμάνει τα άσαρκα χέρια του στο υπάρχον
μαγκάλι. Οι παραπάνω εικόνες έχουν ως κοινό υπόβαθρο τον τρόμο και είναι αποκυήματα
της φαντασίας του παιδιού, γι αυτό και στην περιγραφή τους αποδίδεται η
υποκειμενικότητα των εντυπώσεων (μοι εφαίνετο, ενόμιζον).

ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΕΙΚΟΝΕΣ:
ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
1. Ο Άγιος είναι ένας Οι νεκροί είναι πολλοί.
2.Το φλογίδιον είναι ζεστό Ο άνεμος είναι ψυχρός
3. Η φλόγα έτρεμε Ο άνεμος εσύριζε
4.Ο Άγιος επιδίωκε να κατέβει Οι νεκροί ανερριχώντο
5.Ο Άγιος ήθελε να αποσπασθή Οι νεκροί ήθελαν να εισδύσωσιν
6. Η κίνηση της φλόγας είναι ασθενική Ο άνεμος έχει ένταση
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
(«Σου έφερα δυο παιδιά στα πόδια σου…Χάρισέ μου το κορίτσι!!»)
1. Σπασμωδική φυγή, πανικός, ψυχικό σοκ, τρόμος, βουητό στα αφτιά, τρίξιμο δοντιών,
τρέξιμο, κραυγές, κλάμα.
2. Αποκατάσταση ψυχραιμίας σταδιακά.
3. Αυτοκριτική και κριτική της μητέρας του.
4. Εξαγωγή συμπεράσματος ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά.
5. Απόφαση να πάψει να βοηθά τη μητέρα του, βιώνοντας την πικρία για την
αδιαφορία της και το αίσθημα της απόρριψης.
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ
Ο ραψωδός (Γύφτος, Κατσίβελος. Αθίγγανος, ψάλτης) παρουσιάζεται αντιφατικά από τον
αφηγητή. Από τη μία πλευρά του προκαλεί φόβο, καθώς η μορφή του είναι άγρια, από την
άλλη όμως, τα τραγούδια του είναι γλυκά και ο τρόπος με τον οποίο συλλυπείται τη μητέρα
για τον θάνατο του άντρα της φανερώνουν ευαισθησία. Η περίπτωση του Γύφτου που
αναφέρει ο αφηγητής είναι ξεχωριστή. Σαφέστατα και είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές
της Ελλάδας ειδικές μοιρολογίστρες καλούνται στα σπίτια των νεκρών και τραγουδούν
πένθιμα πάνω από τη σωρό τους.
Στο κείμενο ωστόσο:
1. Ο συνθέτης του μοιρολογιού είναι άντρας
2. Το μοιρολόι δεν το συνθέτει την ημέρα της κηδείας, αλλά αργότερα
3. Δεν το τραγουδά ο ίδιος, αλλά το διδάσκει στην χήρα για να το τραγουδά εκείνη
κάθε φορά που νοσταλγεί τον σύζυγό της.
Η ΠΡΩΤΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ
Είναι η υιοθεσία στην οποία ο αφηγητής είναι παρόν και συμμετέχει στα δρώμενα ως ένα
από τα πρόσωπα που παρευρίσκονται στο εθιμικό της υιοθεσίας. Η πράξη γίνεται με τρόπο
πανηγυρικό, ακολουθώντας αρχικά ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό τελετουργικό. Η
μητέρα και τα αγόρια της μεταβαίνουν στην εκκλησία φορώντας τα «γιορτινά» τους. Μετά
την ολοκλήρωση της λειτουργίας στέκονται μπροστά στην εικόνα του Χριστού και γύρω τους
είναι μαζεμένο το εκκλησίασμα και οι φυσικοί γονείς του κοριτσιού. Ο ιερέας παραδίδει το
παιδί στη θετή μητέρα, η οποία πρώτα υπόσχεται ότι θα το αγαπήσει και θα το αναθρέψει
σαν δικό της.

Μετά το θρησκευτικό δρώμενο ακολουθεί το λαϊκό. Αυτό ξεκινά με μια θριαμβευτική
πορεία προς το σπίτι της Δεσποινιώς. Στην κορυφή της πομπής βρίσκεται ο πρωτόγερος του
χωριού, η θετή μάνα με το κοριτσάκι, έπειτα βαδίζουν τα αγόρια και πιο πίσω οι συγγενείς
των δύο οικογενειών. Στην πόρτα της αυλής ο πρωτόγερος σηκώνει ψηλά το κοριτσάκι
παίρνοντας τη διαβεβαίωση ότι κανείς δεν θα διεκδικήσει το παιδί από τη νέα του μητέρα.
Τότε αποχωρούν οι φυσικοί συγγενείς και οι υπόλοιποι μπαίνουν στο σπίτι για να
γιορτάσου το γεγονός.
Στην όλη διαδικασία συμμετέχουν τα εξής πρόσωπα:
• Ο εκπρόσωπος του θεού (ιερέας στην εκκλησία)
• Ο εκπρόσωπος του λαού (ο πρωτόγερος, το εγκυρότερο πρόσωπο του χωριού μετά
τον ιερέα)
• Η νέα μητέρα και τα νέα αδέλφια
• Οι φυσικοί γονείς
• Οι συγγενείς και των δύο πλευρών
• Το εκκλησίασμα
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ
Ο αφηγητής είναι απών, γιατί λείπει στην ξενιτιά. Για τον λόγο αυτό περιγράφει κυρίως τα
αρνητικά αισθήματα των αδελφών του, που δεν έχουν άλλη περιθώρια ανοχής απέναντι
στην στάση της μητέρας τους.
Η ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Η διάσωση του αφηγητή από τον πνιγμό λειτουργεί καταλυτικά για τον εσωτερικό του
κόσμο. Η μητέρα εξυγιαίνεται στα μάτια του, ανάμεσα στα δύο πρόσωπα σφυρηλατείται
ένας ισχυρότερος δεσμός και η σχέση τους αποκαθίσταται. Η συγκεκριμένη πράξη
αυτοθυσίας αίρει τις αμφιβολίες του Γιωργή για την αγάπη της μάνας του, τις οποίες
δημιούργησε η προσευχή του παρελθόντος.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Το έργο τελειώνει απότομα, όπως άρχισε. Τα δάκρυα της μητέρας και η σιωπή του αφηγητή
αποκαλύπτουν πως κάθε λυτρωτική απόπειρα απέτυχε. Δεν υπήρξε κάθαρση στον εσωτερικό
κόσμο της μητέρας. Η Δεσποινιώ θα μείνει για πάντα σημαδεμένη ψυχικά, ένοχη. Το ίδιο και
ο αφηγητής, καθώς μαζί της ούτε και αυτός μπόρεσε να απενοχοποιηθεί για όσα είχε
καταλογίσει στη μητέρα του, γιατί δεν κατάφερε να τη λυτρώσει, γιατί δεν γεννήθηκε
κορίτσι, αλλά και γιατί δεν αντικατέστησε στο θάνατο τη δεύτερη Αννιώ
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Το αμάρτημα της μητρός μου: Ο τίτλος-αίνιγμα υποδηλώνει αμέσως με το κτητικό “μου” την
ύπαρξη ενός πρώτου ενικού προσώπου. Και όμως, από την πρώτη κιόλας παράγραφο του
κειμένου (παρουσίαση των προσώπων) ο πληθυντικός επικρατεί. Βρισκόμαστε σε μια
οικογενειακή συγκέντρωση, όπου εμφανίζονται ζωντανοί και νεκροί: η χαϊδεμένη Αννιώ, η
μητέρα, “εμείς”, ο μακαρίτης ο πατέρας. Ότι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο τα όρια είναι

ρευστά, επαληθεύεται και από την κρίσιμη κατάσταση της άρρωστης αδελφής.
Στο πρώτο μέρος ο επίμονος παρατατικός πιστοποιεί την επαναληπτικότητα των γεγονότων.
Κυριαρχούν τρία βασικά μοτίβα: α) η απόλυτη προσήλωση της μητέρας στην άρρωστη
Αννιώ (επομένως και η αδιαφορία της για τα άλλα παιδιά της), β) η χειροτέρευση της
Αννιώς και γ) η αγάπη της Αννιώς για τα αδέλφια της. Έτσι το κεντρικό τρίγωνο (Αννιώ-
μητέρα-“εμείς”) ολοκληρώνεται απ’ όλες τις πλευρές του. Ο αφηγητής, κρυμμένος για την
ώρα μέσα στο “εμείς”, σπάνια ξεχωρίζει ως άτομο («εγώ και οι άλλοι μου αδελφοί»,
«ενθυμούμαι»). Πρωταγωνιστούν η Αννιώ και η μητέρα.
Ο επαναληπτικός χαρακτήρας του παρατατικού εκδηλώνεται κυρίως με το βασικό μοτίβο
(χειροτέρευση της Αννιώς) : «Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο», «Η
κατάστασις της Αννιώς έβαινεν […] επί τα χείρω», «Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο», «Το
παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως».
Ξαφνικά, η μετάβαση στο ακόλουθο επεισόδιο προετοιμάζεται με την έξαρση του μοτίβου:
«Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος» (εννοείται ότι η μετάβαση στο ακόλουθο
επεισόδιο δεν εξαφανίζει τα αρχικά μοτίβα: η χειροτέρευση της Αννιώς, «της οποίας η
κατάστασις ήρχησε να εμπνέη τώρα τους έσχατους φόβους», συνεχίζεται, ενώ η αγάπη της για τα
αδέλφια της περιγράφεται με μια σύντομη σκηνή).
Μετάβαση από τον παρατατικό στον αόριστο και, κατά συνέπεια, από το
επαναλαμβανόμενο στο μοναδικό γεγονός; Ό,τι ακολουθεί δεν είναι απλή αλλαγή χρόνου.
Είναι και αλλαγή χώρου (σπίτι-εκκλησία-σπίτι), ακόμη και μετάβαση από τη διήγηση στη
μίμηση, δηλ. στο δράμα και την κορύφωσή του. Συνάμα όμως: αλλαγή προσώπων και
ισορροπιών. Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι
πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιος της. Περνώντας σε πρώτο
πλάνο μ’ ένα δεύτερο “ενθυμούμαι”, ο τελευταίος αυτός ανακαλεί, μαζί με την εφιαλτική
ατμόσφαιρα της νυχτερινής εκκλησίας, και τον τραυματισμό του από τα λόγια της μητρικής
προσευχής. Όμως οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την
άρρωστη αδελφή του, δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού, δεν τον εμποδίζουν να
ομολογήσει απερίφραστα το παράπονό του:
«αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν,
αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον».
Εδώ παίζεται το αληθινό δράμα, σ’ αυτήν τη στέρηση της μητρικής στοργής που μένει
ουσιαστικά αθεράπευτη. Πίσω από την επιφανειακή οικογενειακή ομόνοια, αναγκαία
μπροστά στην αρρώστια της Αννιώς, οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες
αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές συγκρούσεις ή παράπονα. Ο λόγος δεν
είναι μόνο ομολογία· είναι και απόκρυψη (συνειδητή ή υποσυνείδητη, η “απόκρυψη”
επιβάλλει πριν απ’ όλα τον εξωραϊσμό και την απόλυτη αρμονία των οικογενειακών
σχέσεων: η μητέρα είναι πρότυπο αφοσίωσης, η άρρωστη Αννιώ δείχνει αγγελική καλοσύνη
και ταπείνωση προς όλους, τα παραμελημένα αγόρια δέχονται με μαζοχιστική κατανόηση τη
μητρική εύνοια προς την αδελφή τους: «Και όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις
αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα».
Ότι ο αφηγητής αποκρύβει ή εξωραΐζει ένα μέρος από τα πραγματικά του αισθήματα,
φαίνεται από τη στάση του απέναντι στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του: αντί να γίνει
κατηγορητήριο -όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες στιγμές, ξεφεύγοντας την
αυτολογοκρισία- το παράπονό του μεταβάλλεται σε διαρκή υπεράσπιση και εξιδανίκευση,
δηλαδή σ’ ένα είδος μετάνοιας που έρχεται όψιμα να καλύψει την αγανάκτηση και την ενοχή του στερημένου παιδιού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο ίδιος μόνο αισθήματα αγάπης εκφράζει για την αδελφή του,
η αφήγηση της μητέρας του τον διαψεύδει: «Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και
εζούλευες εσύ, και έγεινες του θανατά από τη ζούλια σου»).
Θαυμαστή κορύφωση: η νύχτα της εκκλησίας ολοκληρώνεται για τους τρεις πρωταγωνιστές
με τη νύχτα της επιστροφής στο σπίτι, όπου η «μάλλον ευλαβής παρά δεισιδαίμων» μητέρα, που
ξέρει ότι «η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθή με την δεισιδαιμονίαν», επιχειρεί ό,τι μπορεί για να
σώσει το παιδί της. Η προσευχή-εκδίκηση του αφηγητή αναιρεί την προσευχή της στην
εκκλησία.
Προάγγελος του θανάτου, ο νεκρός πατέρας κάνει σημαδιακές εμφανίσεις στην αφήγηση.
Το μοιρολόι του δίνει αφορμή για μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν (ο προσεκτικός
αναγνώστης θα παρατηρήσει την ποικιλία με την οποία αναφέρεται κάθε φορά από το
συγγραφέα, στο σύντομο αυτό απόσπασμα, ο συνθέτης του μοιρολογιού: Γύφτος, άγριος
ψάλτης, Αθίγγανος, Κατσίβελος, ραψωδός)· τα ρούχα του είναι τα μετωνυμικά του
υποκατάστατα, σύμβολα της παρουσίας του· η ψυχή του περνάει σαν χρυσαλλίδα. Έτσι το
αναμενόμενο τέλος της Αννιώς έρχεται σχεδόν φυσικό.
Ζεύγη ψυχαναλυτικής συμμετρίας: ο πατέρας και η Αννιώ στον τάφο, η μητέρα και ο γιος
της στην ενοχοποιημένη ζωή.
Ως εδώ ο χρόνος δεν παρουσιάζει ουσιαστικές ασυνέχειες, και θα μπορούσαμε εύκολα να τον
οριοθετήσουμε ανάμεσα στο θάνατο του πατέρα και στο θάνατο της Αννιώς (δηλαδή, στα
χρόνια 1854-1855 περίπου, αν θέλουμε ν’ αναχθούμε στην πραγματικότητα).
Η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα της ιστορίας είναι καθοριστική
για τη διεξοδική τους παρουσίαση. Τα κενά, συνδεδεμένα με την πολύχρονη απουσία του, θα
φανούν στη συνέχεια. Αν η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας περιγράφεται από έναν αυτόπτη
μάρτυρα, η εξέλιξη των οικογενειακών πραγμάτων παραμένει αόριστη: «Εγώ έλειπον μακράν,
πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας». Μια ολόκληρη περίοδος
από τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού συνοψίζεται με τέσσερα ρήματα: «IIριν δε κατορθώσω
να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς
μέλος της οικογενείας μας».
Έτσι αν εξαιρέσουμε όσα ο αφηγητής αναδιηγείται σχετικά με τη δεύτερη υιοθεσία ή με τις
ανησυχίες της μητέρας του για τον ίδιο, οι αυθεντικές σκηνές που ολοκληρώνουν το διήγημα
είναι βασικά τρεις: α) η σωτηρία του δεκάχρονου αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι, β)
η ομολογία του αμαρτήματος της μητέρας και γ) η εξομολόγησή της στον Πατριάρχη. Η
πρώτη επιβάλλεται από την ανάγκη του αφηγητή να ξανακερδίσει και ν’ αποδείξει τη
στοργή της μητέρας του απέναντί του: «Επρόκειτο να με σώση, και ας ήμην εκείνο το τέκνον, το
όποιον προσέφερεν άλλοτε εις τον Θεόν ως αντάλλαγμα αντί της θυγατρός της».
Η δεύτερη ισοσταθμίζει το λόγο-κατηγορητήριο του αφηγητή με το λόγο-απολογία της
μητέρας, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα τις συμπεριφορές της. Η τρίτη αποτελεί ένα είδος
λυτρωτικής απόπειρας και των δύο, που καταλήγει όμως στα δάκρυα και τη σιωπή.
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι ο χρόνος λειτουργεί με τεράστια άλματα: «Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη
βασανίζεται η τάλαινα γυνή...». Τι να σημαίνουν άραγε αυτά τα 28 έτη; Αν τα προσθέσουμε στο
1847, πιθανότατη χρονιά του “αμαρτήματος” της μητέρας, ερχόμαστε στο 1875, στο οποίο θα
ήταν πολύ δύσκολο να τοποθετήσουμε τη συγγραφή του διηγήματος. Ωστόσο πιστεύεται ότι
ο Βιζυηνός λογάριασε τα 28 χρόνια βιαστικά, αρχίζοντας, όπως και το
διήγημά του, από το θάνατο του πατέρα και της Αννιώς (1854-1855), οπότε η συγγραφή
τοποθετείται εντελώς φυσικά στα 1882-1883.

Πειραματική ψυχολογία ή ψυχανάλυση; Στο Αμάρτημα της μητρός μου ο αφηγητής-παιδί, το
“αδικημένο” του νεκρού πατέρα του, προσφέρει, μαζί με τη θαυμάσια προσωπογραφία της
μητέρας, και ένα από τα τυπικότερα δείγματα αυτού που η φροϋδική θεωρία ονόμασε
«οικογενειακό μυθιστόρημα των νευρωτικών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου