γραπτή εξέταση στα Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ (διδαγμένο)
�� Κ ε ί μ ε ν ο α π ό τ ο π ρ ω τ ό τ υ π ο
Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια Β6, 10‐16
Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως
ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’
οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον
ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή,
στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι
εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ
δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν
τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης·
ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ
ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν·
καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς
πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
�� Π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς
Α. Από το παραπάνω κείμενο να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Ἡ δʹ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστίν … καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.».
Μονάδες 10
Β1. «Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι ... στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.». Σύμφωνα με
τα δεδομένα του παραπάνω αποσπάσματος ποια στάση πρέπει να κρατά ο άνθρωπος
απέναντι στα πάθη και τις πράξεις;
Μονάδες 15
Β2. «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ
ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.». Να εξηγήσετε τους υπογραμμισμένους όρους του ο‐
ρισμού της αρετής.
Μονάδες 15
Β3. Ποια φιλοσοφική και συγγραφική δραστηριότητα ανέπτυξε ο Αριστοτέλης κατά την
περίοδο στην οποία ανήκουν τα Ἠθικά Νικομάχεια;
Μονάδες 10
Β4. Να γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἡσθῆναι, ψέγεται, ῥᾴδιον, ἔλλειψιν, δέοντος. Μονάδες 10
Τύχῃ ἀγαθῇ !
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐκεῖνος μὲν οὖν ἐλθὼν εἰς Λακεδαίμονα ἔμεινεν ἐκεῖ πολὺν χρόνον,
καταλιπὼν ὑμᾶς πολιορκουμένους, εἰδὼς τὸ ὑμέτερον πλῆθος ἐν ἀπορίᾳ
ἐχόμενον καὶ διὰ τὸν πόλεμον καὶ τὰ κακὰ τοὺς πολλοὺς τῶν ἐπιτηδείων ἐνδεεῖς
ὄντας, νομίζων, εἰ διαθείη ὑμᾶς ἀπόρως, ὥσπερ διέθηκεν, ἀσμένως ὁποιαντινοῦν
ἐθελῆσαι ἄν εἰρήνην ποιήσασθαι. Οἱ δ’ ἐνθάδε ὑπομένοντες καὶ ἐπιβουλεύοντες
καταλῦσαι τὴν δημοκρατίαν εἰς ἀγῶνα Κλεοφῶντα καθιστᾶσιν, πρόφασιν μὲν, ὅτι
οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος, τὸ δ’ ἀληθές, ὅτι ἀντεῖπεν ὑπὲρ ὑμῶν μὴ
καθαιρεῖν τὰ τείχη. Ἐκείνῳ μὲν οὖν δικαστήριον παρασκευάσαντες καὶ
εἰσελθόντες οἱ βουλόμενοι ὀλιγαρχίαν καταστήσασθαι ἀπέκτειναν ἐν τῇ προφάσει
ταύτῃ.
Λυσίου, κατά Ἀγοράτου 11‐12
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ἐν ἀπορίᾳ ἔχομαι: βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση // ἀσμένως: πρόθυμα // ἐνδεὴς
τῶν ἐπιτηδείων εἰμί: στερούμαι τα απαραίτητα // διατίθημί τινα ἀπόρως: φέρνω σε δύσκολη
θέση κάποιον // καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα: οδηγώ κάποιον σε δίκη // δικαστήριον
παρασκευάζω τινί: προετοιμάζω δικαστήριο από φίλους ενόρκους, για να δικάσουν κάποιον //
τὰ ὅπλα: το στρατόπεδο
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να μεταφράσετε το κείμενο
2 α) ἐνδεεῖς, ἀσμένως: α) να γραφεί ο ίδιος τύπος στους άλλους βαθμούς
β) ἐνδεεῖς: να γραφούν οι πλάγιες πτώσεις του ενικού αριθμού στο γένος που
βρίσκεται.
γ) να γράψετε ό,τι σάς ζητείται:
ἔμεινεν: απαρέμφατο μέλλοντα
ἀγῶνα: δοτική πληθυντικού
πρόφασιν: κλητική ενικού
εἰσελθόντες: κλητική ενικού και δοτική πληθυντικού
δ) εἰσελθόντες, διέθηκεν: να γραφεί το β΄ ενικό του ίδιου χρόνου σ΄ όλες τις
εγκλίσεις
3. α) Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου
[6Χ1=6]
β) Να αναγνωρίσετε τον πλάγιο υποθετικό λόγο του κειμένου και να τον
μετατρέψετε σε ευθύ. [2Χ2=4]
γ) ἐλθών, νομίζων, ἀναπαυσόμενος: Να αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές
και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες προτάσεις [3Χ2=6]
δ) «ὅτι οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος»: Να αναγνωρισθεί η
δευτερεύουσα πρόταση (εισαγωγή, εκφορά, συντακτικός ρόλος)[4]
Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Σ Τ O Μ Α Θ Η Μ Α
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α ( Δ Ι Δ Α Γ Μ Ε Ν Ο )
�� Παρατηρήσεις
Α. Η αρετή έχει σχέση με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία η υπερβολή και η έλ‐
λειψη αποτελούν λάθος και κατακρίνονται, ενώ το μέσο επαινείται και είναι το σωστό∙ και
τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι μια μεσότητα, αφού βέ‐
βαια έχει για στόχο της το μέσο.
Επίσης, το σφάλμα μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό [είναι γνώρισμα]
του απείρου, όπως υπέθεταν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό [είναι γνώρισμα] του πεπερα‐
σμένου), όμως το να πράττεις το σωστό [μπορεί να γίνει] με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και
το ένα [είναι] εύκολο και το άλλο [είναι] δύσκολο, εύκολο δηλαδή το να αποτύχει [κανείς]
στο σκοπό του και δύσκολο το να επιτύχει)∙ γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν η υπερβολή και
η έλλειψη [είναι γνωρίσματα] της κακίας, ενώ η μεσότητα της αρετής∙
καλοί βέβαια [γινόμαστε] με έναν μόνο τρόπο, κακοί όμως με πολλούς.
Επομένως, η αρετή είναι μια έξη που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρί‐
σκεται στη μεσότητα τη σχετική με εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκε‐
κριμένα, κατά τη γνώμη μου, με τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος.
Β1. Στο απόσπασμα αυτό ο Αριστοτέλης τεκμηριώνει με παραδείγματα τη θέση που
διατύπωσε προηγουμένως, ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με συναισθήματα και πράξεις,
όπου υπάρχει η υπερβολή, η έλλειψη και το μέσον, γι’ αυτό και ξεκινά με τη λέξη οἷον. Ο
φιλόσοφος αναφέρει ενδεικτικά ορισμένα συναισθήματα, όπως : ο φόβος, το θάρρος, η
επιθυμία, η οργή και η ευσπλαχνία, τα οποία εντάσσει σε δύο γενικές ομάδες, στα
ευχάριστα (ἡσθῆναι) και στα δυσάρεστα (λυπηθῆναι), και επισημαίνει ότι αυτά τα
συναισθήματα μπορούν να εκδηλωθούν είτε με υπερβολικό τρόπο (μᾶλλον) είτε με
ελλειμματικό (ἧττον)· αυτήν την υπερβολή και την έλλειψη στα συναισθήματα την
αξιολογεί αρνητικά (ἀμφότερα οὐκ εὖ), γιατί απομακρύνει από τη μεσότητα. Κατόπιν,
προσθέτει πέντε κριτήρια, τα οποία πρέπει να ακολουθεί ο καθένας, σύμφωνα με τα
οποία προσδιορίζεται το μέσον στα συναισθήματα (πρόκειται για τα ποιοτικά κριτήρια
που διαμορφώνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα) και είναι τα εξής : α) η χρονική στιγμή κα‐
τά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (ὅτε δεῖ), β) τα πράγματα σε σχέση με
τα οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (ἐφ’ οἷς δεῖ), γ) οι άνθρωποι σε σχέση με
τους οποίους πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (πρὸς οὓς δεῖ), δ) ο λόγος για τον οποίο
πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (οὗ ἕνεκα δεῖ) και ε) ο τρόπος με τον οποίο πρέπει
να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα (ὡς δεῖ). Επομένως, η μεσότητα δεν είναι πάντοτε η ίδια
σε σχέση πρὸς ἡμᾶς, αλλά προσαρμόζεται και αναζητείται μέσα στις πολλαπλές συνθή‐
κες και καταστάσεις που εκδηλώνεται∙ συνεπώς, εναπόκειται στην προσωπική ευθύνη
του ίδιου του ατόμου που μετά από προσεκτικούς υπολογισμούς θα καταλήξει στο καλύ‐
τερο δυνατό αποτέλεσμα∙ ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να καθορίζει κάθε φορά το περιε‐
χόμενο των δεῖ. Όταν τα συναισθήματά μας πληρούν τις πέντε παραπάνω προϋποθέσεις,
τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι εντοπίσαμε την έννοια του μέτρου κι ότι πετύχα‐
με το άριστο αποτέλεσμα. Ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι ισχύουν τα ίδια με τα παραπάνω
για τον καθορισμό της μεσότητας και στις πράξεις, όπου και εκεί υπάρχει η υπερβολή, η
έλλειψη και το μέσον. Τα συνεχόμενα δεῖ, που επιδιώκουν να κατευθύνουν στο ηθικά ορ‐
θό, συνδέονται άμεσα με τη συγκεκριμένη ιστορική ‐ πολιτική πραγματικότητα της πόλης
‐ κράτους, την οποία βιώνει ο φιλόσοφος, έτσι ο Αριστοτέλης συνδέει την ηθική με την
πολιτική. Ο ενάρετος πολίτης στην προκείμενη περίπτωση είναι ο καλός πολίτης. Η αρε‐
τή, δηλαδή, δεν είναι ατομική αλλά πολιτική, έχει σχέση με τον άνθρωπο ως πολιτικό ον.
Η εκδήλωση των συναισθημάτων ‐ παθών και των πράξεων από το άτομο με υπερβολικό
ή ελλειμματικό τρόπο έχει σαν αποτέλεσμα την κοινωνική επίκριση (ἁμαρτάνεται,
ψέγεται), ενώ η εκδήλωσή τους με μέτρο έχει σαν αποτέλεσμα την κοινωνική
επιδοκιμασία (ἐπαινεῖται, κατορθοῦται). Η κοινωνική επιδοκιμασία, ως κάτι το ἄριστον,
είναι γνώρισμα της αρετής. Άρα η ηθική αρετή είναι μια μορφή μεσότητας (Μεσότης τις
ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου).
Β2. Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ἕξις, που ως αριστοτελικός όρος σημαίνει τη
μόνιμη κατάσταση, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, που προκύπτουν από
συνήθεια ή άσκηση. Οι έξεις μπορεί να είναι καλές ή κακές, αρετές ή κακίες και αυτό
σημαίνει ότι από την ποιότητα των ενεργειών εξαρτάται και η ποιότητα των έξεων. Με
τον όρο προαιρετική προσεγγίζεται το γενικότερο ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης
του ανθρώπου και της προσωπικής επιλογής∙ της ελευθερίας του ανθρώπου να διαμορ‐
φώνει απόψεις και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις του σύμφωνα με τη θέλησή του χω‐
ρίς καταναγκασμούς. Ο φιλόσοφος ταυτίζει την προαίρεση με την ελεύθερη και έλλογη
εκλογή και βούληση, που είναι απαραίτητες για την ηθική ζωή. Επανειλημμένα
υπογραμμίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία της προαιρέσεως για την ύπαρξη της
αρετής. Σε ένα άλλο χωρίο του ίδιου έργου διαβάζουμε τους αναγκαίους όρους για να
χαρακτηρισθεί μια πράξη ενάρετη : ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης
του (εἰδώς), β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), γ) σιγουριά και σταθερότητα
στην πραγματοποίησή της (βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως). Ο ίδιος ο άνθρωπος λοιπόν
πρέπει να αποφασίσει και να εφαρμόσει στη ζωή του το μέτρο, αποφεύγοντας τις
ακρότητες σε όλες τις πράξεις του και τις ενέργειές του. Αν ο δρόμος προς την αρετή ήταν
υποχρεωτικός για όλους, αν δεν υπήρχε δηλαδή η δυνατότητα επιλογής, τότε καμιά αξία
δε θα είχε για τον άνθρωπο η αρετή. Η αρετή είναι ηθικό αγώνισμα δύσκολο, συνδέεται
με τον χαρακτήρα του ανθρώπου, την αγωγή του, τη λογική του και εξαρτάται από τη
δική του θέληση και βούληση, αν θα αγωνιστεί για την κατάκτησή της.
Η ηθική αρετή συνδέεται με τη μεσότητα σε σχέση με εμάς, με κριτήρια υποκειμενικά.
Επειδή όμως δημιουργείται η εντύπωση ότι το κάθε άτομο προσδιορίζει το μέσο με το δικό
του τρόπο και ορίζει την αρετή με κριτήρια υποκειμενικά, ο Αριστοτέλης προσθέτει ένα
κοινό κριτήριο, τον ὀρθὸν λόγον (τη λογική), για τη σύλληψη της έννοιας της αρετής που
διασφαλίζει την αντικειμενικότητα∙ έτσι συρρικνώνεται ο υποκειμενισμός του πρὸς ἡμᾶς.
Αλλού στο ίδιο έργο διαβάζουμε : «ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν». Αρχικά
λοιπόν είναι ο νόμος που συνηθίζει τους πολίτες να ενεργούν ενάρετα∙ έπειτα έρχεται η
λογική, η φρόνηση, που βοηθά το νόμο και τελειοποιεί το έργο του. Διευκρινίζει μάλιστα
ότι αναφέρεται στη λογική του φρόνιμου ανθρώπου και όχι στην κοινή ανθρώπινη
λογική. Ο φρόνιμος άνθρωπος θα καθορίσει με τη λογική του τη μεσότητα των παθών
και των πράξεων, θα καθορίσει το δέον, αυτό που πρέπει να γίνει. Επομένως, ο χαρακτή‐
ρας της αρετής είναι αντικειμενικός και όχι υποκειμενικός. Φρόνιμος για τον Αριστοτέλη
είναι αυτός που έχει εμπειρία ζωής και πρακτική σοφία, ο μυαλωμένος και σκεπτόμενος
με πείρα και υπευθυνότητα που κρίνει ορθά τα δεδομένα. Στον φρόνιμο άνθρωπο
ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση, γράφει αλλού ο
Αριστοτέλης, όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πώς αντιδρά ο
φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις· αν λείψει μια αρετή, αποδιοργανώνεται το όλον.
Έτσι, ο ηθικά σπουδαῖος αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τους άλλους.
Β3. Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην
Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί. Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξανα‐
γύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι’ αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές
του∙ μαζί, φυσικά, και τη διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε
τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δί‐
δασκαν συνήθως ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που
θα διαφύλαττε και θα πρόβαλλε τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα Πε‐
ρίπατος, ίσως από τον περίπατον, τη στεγασμένη στοά του Λυκείου.
Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα
χρόνια απερίσπαστης δουλειάς. Ο φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των
Πολιτικῶν του (έχει άλλωστε προηγηθεί ‐κατά την περίοδο των ταξιδιών του‐ η συγκέ‐
ντρωση των 158 Πολιτειῶν του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως θα λέγαμε εμείς σή‐
μερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ παράλληλα συγγράφει
σημαντικό μέρος από τα Μετὰ τὰ φυσικά του, το βιολογικού περιεχομένου έργο Περὶ ζῴων
γενέσεως, τα Ἠθικὰ Νικομάχεια.
Β4. ἡσθῆναι : ηδονή, φιλήδονος
ψέγεται : αψεγάδιαστος, ψόγος
ῥᾴδιον : ραδιουργία, ραδιούργος
ἔλλειψιν : έλλειμμα, ελλειπτικός
δέοντος : αντιδεοντολογικός, δεοντολογία
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Α. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
(Λυσίου, κατά Ἀγοράτου 11‐12)
Εκείνος λοιπόν αφού πήγε στη Σπάρτη έμεινε εκεί πολύ καιρό, αφού πρώτα
άφησε εσάς να πολιορκείσθε, αν και γνώριζε ότι ο λαός βρισκόταν σε άθλια
κατάσταση και ότι εξαιτίας του πολέμου και της επελθούσης συμφοράς υπήρχε
στην πόλη πολύ μεγάλη έλλειψη τροφίμων, [έμεινε όμως τόσον καιρό], γιατί
πίστευε ότι, αν βρεθείτε σε τόσο δύσκολη θέση εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων,
όπως ακριβώς βρεθήκατε, πρόθυμα θα θελήσετε να κάνετε ειρήνη με
οποιουσδήποτε όρους. Αυτοί που έμειναν εδώ (στην Αθήνα φίλοι του Θηραμένη)
και σχεδίαζαν να καταργήσουν τη δημοκρατία οδήγησαν σε δίκη τον Κλεοφώντα
με την πρόφαση ότι δεν προσήλθε να αναπαυθεί στη θέση στην οποίαν όφειλε
ένοπλος να φρουρεί, πραγματικά όμως γιατί αντέκρουσε για χάρη σας στη
συνέλευση του λαού την πρόταση για το γκρέμισμα των μακρών τειχών. Αφού
λοιπόν συγκρότησαν για εκείνον έκτακτο δικαστήριο, και αφού πήραν μέρος σ΄
αυτό αυτοί που επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν ολιγαρχία τον καταδίκασαν σε
θάνατο με την ψευδή αυτή κατηγορία.
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
2 α) ἐνδεεῖς, ἀσμένως: α) να γραφεί ο ίδιος τύπος στους άλλους βαθμούς
(ἐνδεεῖς, ἐνδεεστέρους, ἐνδεεστάτους // ἀσμένως, ἀσμενέστερον, ἀσμενέστατα)
β) ἐνδεεῖς: να γραφούν οι πλάγιες πτώσεις του ενικού αριθμού στο γένος που
βρίσκεται
(ἐνδεοῦς, ἐνδεεῖ, ἐνδεᾶ & ἐνδεῆ)
γ) να γράψετε ό,τι σάς ζητείται:
ἔμεινεν: απαρέμφατο μέλλοντα: μενεῖν
ἀγῶνα: δοτική πληθυντικού: ἀγῶσι
πρόφασιν: κλητική ενικού: πρόφασι
εἰσελθόντες: κλητική ενικού και δοτική πληθυντικού: εἰσελθών, εἰσελθοῦσι
δ) ἀντεῖπεν, διέθηκεν: να γραφεί το β΄ ενικό του ίδιου χρόνου σ΄ όλες τις εγκλίσεις
εἰσῆλθες, εἰσέλθῃς, εἰσέλθοις, εἴσελθε
διέθηκας, διαθῇς, διαθείης, διάθες
3. α) Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου
[6Χ1=6]
χρόνον: αιτιατική του χρόνου στο ἔμεινεν
εἰδὼς: εναντιωματική μετοχή συνημμένη στο ἐκεῖνος, υποκείμενο του ρ.
ἐχόμενον: κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται στο αντικείμενο της μετοχής
(εἰδώς), τὸ πλῆθος
τῶν ἐπιτηδείων: γενική αντικειμενική στο ἐνδεεῖς
ἐνδεεῖς: κατηγορούμενο στο πολλούς μέσω του ὄντας
καταλῦσαι: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στη μετοχή ἐπιβουλεύοντες
β) Να αναγνωρίσετε τον πλάγιο υποθετικό λόγο του κειμένου και να τον
μετατρέψετε σε ευθύ. [2Χ2=4]
ἔμεινεν νομίζων, εἰ διαθείη ὑμᾶς ἀπόρως, ὥσπερ διέθηκεν, ἀσμένως
ὁποιαντινοῦν ἐθελῆσαι ἄν εἰρήνην ποιήσασθαι: εξαρτημένος υποθετικός λόγος
της απλής σκέψης
ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ: εἰ διαθείην αὐτούς, ἂν ἐθελήσαιεν
γ) ἐλθών, νομίζων, ἀναπαυσόμενος: Να αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές
και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες προτάσεις [3Χ2=6]
ἐλθών: χρονική μετοχή (προτερόχρονο), συνημμένη στο ἐκεῖνος // ἐπεί ἦλθεν
νομίζων: αιτιολογική, συνημμένη στο ἐκεῖνος // ἐπειδή ἐνόμιζεν
ἀναπαυσόμενος: τελική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ἦλθεν, ἵνα
ἀναπαύσαιτο
δ) «ὅτι οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος»: Να αναγνωρισθεί η
δευτερεύουσα πρόταση (εισαγωγή, εκφορά, συντακτικός ρόλος)[4]
αιτιολογική πρόταση, εισάγεται με το ὅτι, γιατί δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία,
εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό και έχει θέση επιρρηματικού
προσδιορισμού της αιτίας στο εἰς ἀγῶνα Κλεοφῶντα καθιστᾶσιν
�� Κ ε ί μ ε ν ο α π ό τ ο π ρ ω τ ό τ υ π ο
Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια Β6, 10‐16
Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως
ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ· τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’
οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον. Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον
ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται· ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς. Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή,
στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.
Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι
εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ
δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)· καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν
τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης·
ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ
ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν·
καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς
πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
�� Π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς
Α. Από το παραπάνω κείμενο να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Ἡ δʹ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστίν … καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.».
Μονάδες 10
Β1. «Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι ... στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.». Σύμφωνα με
τα δεδομένα του παραπάνω αποσπάσματος ποια στάση πρέπει να κρατά ο άνθρωπος
απέναντι στα πάθη και τις πράξεις;
Μονάδες 15
Β2. «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ
ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.». Να εξηγήσετε τους υπογραμμισμένους όρους του ο‐
ρισμού της αρετής.
Μονάδες 15
Β3. Ποια φιλοσοφική και συγγραφική δραστηριότητα ανέπτυξε ο Αριστοτέλης κατά την
περίοδο στην οποία ανήκουν τα Ἠθικά Νικομάχεια;
Μονάδες 10
Β4. Να γράψετε δύο ομόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας, απλές ή σύνθετες, για
καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου:
ἡσθῆναι, ψέγεται, ῥᾴδιον, ἔλλειψιν, δέοντος. Μονάδες 10
Τύχῃ ἀγαθῇ !
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐκεῖνος μὲν οὖν ἐλθὼν εἰς Λακεδαίμονα ἔμεινεν ἐκεῖ πολὺν χρόνον,
καταλιπὼν ὑμᾶς πολιορκουμένους, εἰδὼς τὸ ὑμέτερον πλῆθος ἐν ἀπορίᾳ
ἐχόμενον καὶ διὰ τὸν πόλεμον καὶ τὰ κακὰ τοὺς πολλοὺς τῶν ἐπιτηδείων ἐνδεεῖς
ὄντας, νομίζων, εἰ διαθείη ὑμᾶς ἀπόρως, ὥσπερ διέθηκεν, ἀσμένως ὁποιαντινοῦν
ἐθελῆσαι ἄν εἰρήνην ποιήσασθαι. Οἱ δ’ ἐνθάδε ὑπομένοντες καὶ ἐπιβουλεύοντες
καταλῦσαι τὴν δημοκρατίαν εἰς ἀγῶνα Κλεοφῶντα καθιστᾶσιν, πρόφασιν μὲν, ὅτι
οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος, τὸ δ’ ἀληθές, ὅτι ἀντεῖπεν ὑπὲρ ὑμῶν μὴ
καθαιρεῖν τὰ τείχη. Ἐκείνῳ μὲν οὖν δικαστήριον παρασκευάσαντες καὶ
εἰσελθόντες οἱ βουλόμενοι ὀλιγαρχίαν καταστήσασθαι ἀπέκτειναν ἐν τῇ προφάσει
ταύτῃ.
Λυσίου, κατά Ἀγοράτου 11‐12
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: ἐν ἀπορίᾳ ἔχομαι: βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση // ἀσμένως: πρόθυμα // ἐνδεὴς
τῶν ἐπιτηδείων εἰμί: στερούμαι τα απαραίτητα // διατίθημί τινα ἀπόρως: φέρνω σε δύσκολη
θέση κάποιον // καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα: οδηγώ κάποιον σε δίκη // δικαστήριον
παρασκευάζω τινί: προετοιμάζω δικαστήριο από φίλους ενόρκους, για να δικάσουν κάποιον //
τὰ ὅπλα: το στρατόπεδο
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να μεταφράσετε το κείμενο
2 α) ἐνδεεῖς, ἀσμένως: α) να γραφεί ο ίδιος τύπος στους άλλους βαθμούς
β) ἐνδεεῖς: να γραφούν οι πλάγιες πτώσεις του ενικού αριθμού στο γένος που
βρίσκεται.
γ) να γράψετε ό,τι σάς ζητείται:
ἔμεινεν: απαρέμφατο μέλλοντα
ἀγῶνα: δοτική πληθυντικού
πρόφασιν: κλητική ενικού
εἰσελθόντες: κλητική ενικού και δοτική πληθυντικού
δ) εἰσελθόντες, διέθηκεν: να γραφεί το β΄ ενικό του ίδιου χρόνου σ΄ όλες τις
εγκλίσεις
3. α) Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου
[6Χ1=6]
β) Να αναγνωρίσετε τον πλάγιο υποθετικό λόγο του κειμένου και να τον
μετατρέψετε σε ευθύ. [2Χ2=4]
γ) ἐλθών, νομίζων, ἀναπαυσόμενος: Να αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές
και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες προτάσεις [3Χ2=6]
δ) «ὅτι οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος»: Να αναγνωρισθεί η
δευτερεύουσα πρόταση (εισαγωγή, εκφορά, συντακτικός ρόλος)[4]
Α Π Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Σ Τ O Μ Α Θ Η Μ Α
Α Ρ Χ Α Ι Α Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Α ( Δ Ι Δ Α Γ Μ Ε Ν Ο )
�� Παρατηρήσεις
Α. Η αρετή έχει σχέση με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία η υπερβολή και η έλ‐
λειψη αποτελούν λάθος και κατακρίνονται, ενώ το μέσο επαινείται και είναι το σωστό∙ και
τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι μια μεσότητα, αφού βέ‐
βαια έχει για στόχο της το μέσο.
Επίσης, το σφάλμα μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό [είναι γνώρισμα]
του απείρου, όπως υπέθεταν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό [είναι γνώρισμα] του πεπερα‐
σμένου), όμως το να πράττεις το σωστό [μπορεί να γίνει] με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και
το ένα [είναι] εύκολο και το άλλο [είναι] δύσκολο, εύκολο δηλαδή το να αποτύχει [κανείς]
στο σκοπό του και δύσκολο το να επιτύχει)∙ γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν η υπερβολή και
η έλλειψη [είναι γνωρίσματα] της κακίας, ενώ η μεσότητα της αρετής∙
καλοί βέβαια [γινόμαστε] με έναν μόνο τρόπο, κακοί όμως με πολλούς.
Επομένως, η αρετή είναι μια έξη που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρί‐
σκεται στη μεσότητα τη σχετική με εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκε‐
κριμένα, κατά τη γνώμη μου, με τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος.
Β1. Στο απόσπασμα αυτό ο Αριστοτέλης τεκμηριώνει με παραδείγματα τη θέση που
διατύπωσε προηγουμένως, ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με συναισθήματα και πράξεις,
όπου υπάρχει η υπερβολή, η έλλειψη και το μέσον, γι’ αυτό και ξεκινά με τη λέξη οἷον. Ο
φιλόσοφος αναφέρει ενδεικτικά ορισμένα συναισθήματα, όπως : ο φόβος, το θάρρος, η
επιθυμία, η οργή και η ευσπλαχνία, τα οποία εντάσσει σε δύο γενικές ομάδες, στα
ευχάριστα (ἡσθῆναι) και στα δυσάρεστα (λυπηθῆναι), και επισημαίνει ότι αυτά τα
συναισθήματα μπορούν να εκδηλωθούν είτε με υπερβολικό τρόπο (μᾶλλον) είτε με
ελλειμματικό (ἧττον)· αυτήν την υπερβολή και την έλλειψη στα συναισθήματα την
αξιολογεί αρνητικά (ἀμφότερα οὐκ εὖ), γιατί απομακρύνει από τη μεσότητα. Κατόπιν,
προσθέτει πέντε κριτήρια, τα οποία πρέπει να ακολουθεί ο καθένας, σύμφωνα με τα
οποία προσδιορίζεται το μέσον στα συναισθήματα (πρόκειται για τα ποιοτικά κριτήρια
που διαμορφώνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα) και είναι τα εξής : α) η χρονική στιγμή κα‐
τά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (ὅτε δεῖ), β) τα πράγματα σε σχέση με
τα οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (ἐφ’ οἷς δεῖ), γ) οι άνθρωποι σε σχέση με
τους οποίους πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (πρὸς οὓς δεῖ), δ) ο λόγος για τον οποίο
πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα (οὗ ἕνεκα δεῖ) και ε) ο τρόπος με τον οποίο πρέπει
να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα (ὡς δεῖ). Επομένως, η μεσότητα δεν είναι πάντοτε η ίδια
σε σχέση πρὸς ἡμᾶς, αλλά προσαρμόζεται και αναζητείται μέσα στις πολλαπλές συνθή‐
κες και καταστάσεις που εκδηλώνεται∙ συνεπώς, εναπόκειται στην προσωπική ευθύνη
του ίδιου του ατόμου που μετά από προσεκτικούς υπολογισμούς θα καταλήξει στο καλύ‐
τερο δυνατό αποτέλεσμα∙ ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να καθορίζει κάθε φορά το περιε‐
χόμενο των δεῖ. Όταν τα συναισθήματά μας πληρούν τις πέντε παραπάνω προϋποθέσεις,
τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι εντοπίσαμε την έννοια του μέτρου κι ότι πετύχα‐
με το άριστο αποτέλεσμα. Ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι ισχύουν τα ίδια με τα παραπάνω
για τον καθορισμό της μεσότητας και στις πράξεις, όπου και εκεί υπάρχει η υπερβολή, η
έλλειψη και το μέσον. Τα συνεχόμενα δεῖ, που επιδιώκουν να κατευθύνουν στο ηθικά ορ‐
θό, συνδέονται άμεσα με τη συγκεκριμένη ιστορική ‐ πολιτική πραγματικότητα της πόλης
‐ κράτους, την οποία βιώνει ο φιλόσοφος, έτσι ο Αριστοτέλης συνδέει την ηθική με την
πολιτική. Ο ενάρετος πολίτης στην προκείμενη περίπτωση είναι ο καλός πολίτης. Η αρε‐
τή, δηλαδή, δεν είναι ατομική αλλά πολιτική, έχει σχέση με τον άνθρωπο ως πολιτικό ον.
Η εκδήλωση των συναισθημάτων ‐ παθών και των πράξεων από το άτομο με υπερβολικό
ή ελλειμματικό τρόπο έχει σαν αποτέλεσμα την κοινωνική επίκριση (ἁμαρτάνεται,
ψέγεται), ενώ η εκδήλωσή τους με μέτρο έχει σαν αποτέλεσμα την κοινωνική
επιδοκιμασία (ἐπαινεῖται, κατορθοῦται). Η κοινωνική επιδοκιμασία, ως κάτι το ἄριστον,
είναι γνώρισμα της αρετής. Άρα η ηθική αρετή είναι μια μορφή μεσότητας (Μεσότης τις
ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου).
Β2. Η αρετή, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ἕξις, που ως αριστοτελικός όρος σημαίνει τη
μόνιμη κατάσταση, τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, που προκύπτουν από
συνήθεια ή άσκηση. Οι έξεις μπορεί να είναι καλές ή κακές, αρετές ή κακίες και αυτό
σημαίνει ότι από την ποιότητα των ενεργειών εξαρτάται και η ποιότητα των έξεων. Με
τον όρο προαιρετική προσεγγίζεται το γενικότερο ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης
του ανθρώπου και της προσωπικής επιλογής∙ της ελευθερίας του ανθρώπου να διαμορ‐
φώνει απόψεις και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις του σύμφωνα με τη θέλησή του χω‐
ρίς καταναγκασμούς. Ο φιλόσοφος ταυτίζει την προαίρεση με την ελεύθερη και έλλογη
εκλογή και βούληση, που είναι απαραίτητες για την ηθική ζωή. Επανειλημμένα
υπογραμμίζεται από τον Αριστοτέλη η σημασία της προαιρέσεως για την ύπαρξη της
αρετής. Σε ένα άλλο χωρίο του ίδιου έργου διαβάζουμε τους αναγκαίους όρους για να
χαρακτηρισθεί μια πράξη ενάρετη : ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης
του (εἰδώς), β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), γ) σιγουριά και σταθερότητα
στην πραγματοποίησή της (βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως). Ο ίδιος ο άνθρωπος λοιπόν
πρέπει να αποφασίσει και να εφαρμόσει στη ζωή του το μέτρο, αποφεύγοντας τις
ακρότητες σε όλες τις πράξεις του και τις ενέργειές του. Αν ο δρόμος προς την αρετή ήταν
υποχρεωτικός για όλους, αν δεν υπήρχε δηλαδή η δυνατότητα επιλογής, τότε καμιά αξία
δε θα είχε για τον άνθρωπο η αρετή. Η αρετή είναι ηθικό αγώνισμα δύσκολο, συνδέεται
με τον χαρακτήρα του ανθρώπου, την αγωγή του, τη λογική του και εξαρτάται από τη
δική του θέληση και βούληση, αν θα αγωνιστεί για την κατάκτησή της.
Η ηθική αρετή συνδέεται με τη μεσότητα σε σχέση με εμάς, με κριτήρια υποκειμενικά.
Επειδή όμως δημιουργείται η εντύπωση ότι το κάθε άτομο προσδιορίζει το μέσο με το δικό
του τρόπο και ορίζει την αρετή με κριτήρια υποκειμενικά, ο Αριστοτέλης προσθέτει ένα
κοινό κριτήριο, τον ὀρθὸν λόγον (τη λογική), για τη σύλληψη της έννοιας της αρετής που
διασφαλίζει την αντικειμενικότητα∙ έτσι συρρικνώνεται ο υποκειμενισμός του πρὸς ἡμᾶς.
Αλλού στο ίδιο έργο διαβάζουμε : «ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν». Αρχικά
λοιπόν είναι ο νόμος που συνηθίζει τους πολίτες να ενεργούν ενάρετα∙ έπειτα έρχεται η
λογική, η φρόνηση, που βοηθά το νόμο και τελειοποιεί το έργο του. Διευκρινίζει μάλιστα
ότι αναφέρεται στη λογική του φρόνιμου ανθρώπου και όχι στην κοινή ανθρώπινη
λογική. Ο φρόνιμος άνθρωπος θα καθορίσει με τη λογική του τη μεσότητα των παθών
και των πράξεων, θα καθορίσει το δέον, αυτό που πρέπει να γίνει. Επομένως, ο χαρακτή‐
ρας της αρετής είναι αντικειμενικός και όχι υποκειμενικός. Φρόνιμος για τον Αριστοτέλη
είναι αυτός που έχει εμπειρία ζωής και πρακτική σοφία, ο μυαλωμένος και σκεπτόμενος
με πείρα και υπευθυνότητα που κρίνει ορθά τα δεδομένα. Στον φρόνιμο άνθρωπο
ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση, γράφει αλλού ο
Αριστοτέλης, όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πώς αντιδρά ο
φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις· αν λείψει μια αρετή, αποδιοργανώνεται το όλον.
Έτσι, ο ηθικά σπουδαῖος αποτελεί μέτρο σύγκρισης για τους άλλους.
Β3. Στη Μακεδονία ο Αριστοτέλης έμεινε ως το 335. Το κλίμα που επικρατούσε τώρα στην
Αθήνα ευνοούσε την επάνοδό του εκεί. Συνοδευμένος λοιπόν από τον Θεόφραστο ξανα‐
γύρισε στον τόπο που είχε γίνει γι’ αυτόν μια δεύτερη πατρίδα. Εκεί συνέχισε τις έρευνές
του∙ μαζί, φυσικά, και τη διδασκαλία του, όχι όμως πια στην Ακαδημία, που τη διηύθυνε
τώρα ο Ξενοκράτης, αλλά στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στον Λυκαβηττό, όπου δί‐
δασκαν συνήθως ρήτορες και σοφιστές. Αργότερα, όταν ο Θεόφραστος ίδρυσε σχολή που
θα διαφύλαττε και θα πρόβαλλε τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, αυτή πήρε το όνομα Πε‐
ρίπατος, ίσως από τον περίπατον, τη στεγασμένη στοά του Λυκείου.
Δώδεκα χρόνια έζησε τη δεύτερη αυτή φορά ο Αριστοτέλης στην Αθήνα. Και ήταν όλα
χρόνια απερίσπαστης δουλειάς. Ο φιλόσοφος συνθέτει τώρα το σημαντικότερο μέρος των
Πολιτικῶν του (έχει άλλωστε προηγηθεί ‐κατά την περίοδο των ταξιδιών του‐ η συγκέ‐
ντρωση των 158 Πολιτειῶν του, των μορφών διακυβέρνησης ή, όπως θα λέγαμε εμείς σή‐
μερα, των συνταγμάτων ενός πλήθους ελληνικών πόλεων), ενώ παράλληλα συγγράφει
σημαντικό μέρος από τα Μετὰ τὰ φυσικά του, το βιολογικού περιεχομένου έργο Περὶ ζῴων
γενέσεως, τα Ἠθικὰ Νικομάχεια.
Β4. ἡσθῆναι : ηδονή, φιλήδονος
ψέγεται : αψεγάδιαστος, ψόγος
ῥᾴδιον : ραδιουργία, ραδιούργος
ἔλλειψιν : έλλειμμα, ελλειπτικός
δέοντος : αντιδεοντολογικός, δεοντολογία
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Α. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
(Λυσίου, κατά Ἀγοράτου 11‐12)
Εκείνος λοιπόν αφού πήγε στη Σπάρτη έμεινε εκεί πολύ καιρό, αφού πρώτα
άφησε εσάς να πολιορκείσθε, αν και γνώριζε ότι ο λαός βρισκόταν σε άθλια
κατάσταση και ότι εξαιτίας του πολέμου και της επελθούσης συμφοράς υπήρχε
στην πόλη πολύ μεγάλη έλλειψη τροφίμων, [έμεινε όμως τόσον καιρό], γιατί
πίστευε ότι, αν βρεθείτε σε τόσο δύσκολη θέση εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων,
όπως ακριβώς βρεθήκατε, πρόθυμα θα θελήσετε να κάνετε ειρήνη με
οποιουσδήποτε όρους. Αυτοί που έμειναν εδώ (στην Αθήνα φίλοι του Θηραμένη)
και σχεδίαζαν να καταργήσουν τη δημοκρατία οδήγησαν σε δίκη τον Κλεοφώντα
με την πρόφαση ότι δεν προσήλθε να αναπαυθεί στη θέση στην οποίαν όφειλε
ένοπλος να φρουρεί, πραγματικά όμως γιατί αντέκρουσε για χάρη σας στη
συνέλευση του λαού την πρόταση για το γκρέμισμα των μακρών τειχών. Αφού
λοιπόν συγκρότησαν για εκείνον έκτακτο δικαστήριο, και αφού πήραν μέρος σ΄
αυτό αυτοί που επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν ολιγαρχία τον καταδίκασαν σε
θάνατο με την ψευδή αυτή κατηγορία.
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
2 α) ἐνδεεῖς, ἀσμένως: α) να γραφεί ο ίδιος τύπος στους άλλους βαθμούς
(ἐνδεεῖς, ἐνδεεστέρους, ἐνδεεστάτους // ἀσμένως, ἀσμενέστερον, ἀσμενέστατα)
β) ἐνδεεῖς: να γραφούν οι πλάγιες πτώσεις του ενικού αριθμού στο γένος που
βρίσκεται
(ἐνδεοῦς, ἐνδεεῖ, ἐνδεᾶ & ἐνδεῆ)
γ) να γράψετε ό,τι σάς ζητείται:
ἔμεινεν: απαρέμφατο μέλλοντα: μενεῖν
ἀγῶνα: δοτική πληθυντικού: ἀγῶσι
πρόφασιν: κλητική ενικού: πρόφασι
εἰσελθόντες: κλητική ενικού και δοτική πληθυντικού: εἰσελθών, εἰσελθοῦσι
δ) ἀντεῖπεν, διέθηκεν: να γραφεί το β΄ ενικό του ίδιου χρόνου σ΄ όλες τις εγκλίσεις
εἰσῆλθες, εἰσέλθῃς, εἰσέλθοις, εἴσελθε
διέθηκας, διαθῇς, διαθείης, διάθες
3. α) Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου
[6Χ1=6]
χρόνον: αιτιατική του χρόνου στο ἔμεινεν
εἰδὼς: εναντιωματική μετοχή συνημμένη στο ἐκεῖνος, υποκείμενο του ρ.
ἐχόμενον: κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται στο αντικείμενο της μετοχής
(εἰδώς), τὸ πλῆθος
τῶν ἐπιτηδείων: γενική αντικειμενική στο ἐνδεεῖς
ἐνδεεῖς: κατηγορούμενο στο πολλούς μέσω του ὄντας
καταλῦσαι: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στη μετοχή ἐπιβουλεύοντες
β) Να αναγνωρίσετε τον πλάγιο υποθετικό λόγο του κειμένου και να τον
μετατρέψετε σε ευθύ. [2Χ2=4]
ἔμεινεν νομίζων, εἰ διαθείη ὑμᾶς ἀπόρως, ὥσπερ διέθηκεν, ἀσμένως
ὁποιαντινοῦν ἐθελῆσαι ἄν εἰρήνην ποιήσασθαι: εξαρτημένος υποθετικός λόγος
της απλής σκέψης
ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ: εἰ διαθείην αὐτούς, ἂν ἐθελήσαιεν
γ) ἐλθών, νομίζων, ἀναπαυσόμενος: Να αναγνωριστούν συντακτικά οι μετοχές
και να αναλυθούν σε δευτερεύουσες προτάσεις [3Χ2=6]
ἐλθών: χρονική μετοχή (προτερόχρονο), συνημμένη στο ἐκεῖνος // ἐπεί ἦλθεν
νομίζων: αιτιολογική, συνημμένη στο ἐκεῖνος // ἐπειδή ἐνόμιζεν
ἀναπαυσόμενος: τελική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ἦλθεν, ἵνα
ἀναπαύσαιτο
δ) «ὅτι οὐκ ἦλθεν εἰς τὰ ὅπλα ἀναπαυσόμενος»: Να αναγνωρισθεί η
δευτερεύουσα πρόταση (εισαγωγή, εκφορά, συντακτικός ρόλος)[4]
αιτιολογική πρόταση, εισάγεται με το ὅτι, γιατί δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία,
εκφέρεται με οριστική, γιατί δηλώνει το πραγματικό και έχει θέση επιρρηματικού
προσδιορισμού της αιτίας στο εἰς ἀγῶνα Κλεοφῶντα καθιστᾶσιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου