4.1.11

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στις ενότητες 1η - 4η του σχολικού βιβλίου
Τα Πολιτικὰ είναι έργο που συνεχίζει την πραγμάτευση του περιεχομένου των
Ἠθικῶν Νικομαχείων, δηλαδή της έννοιας της ευδαιμονίας. Το πλαίσιο
πραγμάτωσης και εφαρμογής της είναι η πόλις. Η διερεύνηση της ουσίας της
τελευταίας θα αποτελέσει το καινούργιο αντικείμενο αναζήτησης του
φιλοσόφου. Βασική επιδίωξη του Α. στις τέσσερις πρώτες ενότητες (11η-14η),
από το πρώτο βιβλίο του έργου, είναι να καταδείξει την πόλιν ως ανώτερη,
αυτάρκη και τέλεια, κοινωνική μονάδα και παράλληλα να υποδείξει την εκ
φύσεως προέλευσή της. Επίσης αποδεικνύει ότι προορισμός του ανθρώπου
είναι η πόλη, το αναγκαίο δηλαδή στοιχείο με το οποίο θα κατορθώσει να
επιτύχει την ευδαιμονία του.
Στην πρώτη ενότητα (11η) διαφαίνεται η τελεολογική θεώρηση του Α.
και στο ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης. Ο σκοπός ύπαρξης κάθε στοιχείου
καθορίζει και την ουσία του. Έτσι η πόλις υπάρχει διότι έχει ως σκοπό της το
αγαθό, ό,τι άλλωστε ο καθένας επιδιώκει. Η πόλη βέβαια είναι εξέλιξη, η
ανώτατη δυνατή, των λοιπών κοινοτήτων που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος, του
οίκου και της κώμης. Αυτές προηγούνται χρονικά αλλά η πόλη είναι η
τελείωσή τους και μόνον αυτή περιέχει την αυτάρκεια. Ως τέλεια μάλιστα
συγγενεύει και προέρχεται από τη φύση. Επίσης ως ανώτερη κοινωνική
συνύπαρξη έχει σκοπό το ανώτατο αγαθό. Αυτό, ως γνωστόν, είναι η
ευδαιμονία, η οποία αποκτά ευρύτερη σημασία· ταυτίζεται με την ενδεχόμενη
ολοκλήρωση της πόλης, την αυτάρκειά της.
Στη δεύτερη ενότητα (12η) αποδεικνύεται η γνώμη ότι η πόλις υπάρχει
εκ φύσεως, ενώ προβάλλεται και η θέση ότι ο άνθρωπος είναι ον προορισμένο
από τη φύση να ζει σε πόλη. Ο πρώτος ισχυρισμός αποδεικνύεται με τη
σύγκριση της πόλης προς τις άλλες ατελέστερες μορφές κοινωνικών μονάδων,
τον οἶκο και την κώμη. Οι δύο τελευταίες προέρχονται απο τη φύση, η πόλη
είναι η ολοκλήρωσή τους, επομένως και αυτή προέρχεται απο τη φύση. Επίσης
το άριστον είναι η επιδίωξη της φύσης, το εξαιρετικό και το άριστον είναι και
ο σκοπός της πόλης (η αυτάρκεια). Επομένως και η πόλη ανήκει στην
κατηγορία των εκ φύσεως οντοτήτων. Η ενότητα ολοκληρώνεται με την υπόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει σε πόλη· αυτό που
υποστηρίζει και ένας ομηρικός στίχος (ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος).
Στην τρίτη ενότητα (13η) επιχειρείται απόδειξη του παραπάνω
ισχυρισμού. Πρώτο στοιχείο· ο άνθρωπος είναι το μόνο όν που διαθέτει εκ
φύσεως λόγο. Ο λόγος είναι το μέσο που τον οδηγεί στη διάκριση των ύψιστων
ηθικών εννοιών, του δίκαιου και του άδικου, του καλού και του κακού. Η
ικανότητα αυτή διέκρινε τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα αγελαία ζώα και τον
κατέστησε ικανό να οργανώσει πολιτική κοινωνία, θεσμούς και νόμους.
Συνεπώς η πολιτική οργάνωση των ανθρώπων προέρχεται εκ φύσεως. Με το
επιχείρημα εξάλλου του όλου και του μέρους αποδεικνύεται ότι η πόλις
προηγείται τελεολογικά των άλλων κοινωνικών μονάδων, αφού με τη γέννησή
του ο άνθρωπος προορίζεται να γίνει πολίτης. Πρώτα βέβαια θα ζήσει σε
οικογένεια μέσα σε κώμη, αλλά ο σκοπός του είναι να γίνει πολίτης. Το όλον,
δηλαδή η πόλη, κατά την τάξη της φύσης, προηγείται των άλλων δύο μορφών
κοινωνικής συμβίωσης.
Στην τέταρτη ενότητα (14η) τονίζεται κάτι ακόμη· η φύση δεν επαρκεί
μόνον για τη γένεση της πόλης. Απαραίτητη είναι και η ανθρώπινη τέχνη. Η
τέχνη βέβαια του δίκαιου ανθρώπου· η δικαιοσύνη άλλωστε είναι δομικό
στοιχείο στη συγκρότηση της πόλης. Τελικά για τη συγκρότηση της πόλης είναι
απαραίτητες η φύση και η τέχνη. Η τελευταία είναι προϊόν του δίκαιου πολίτη.
Ο Α. κλείνει την ενότητα με ένα εγκώμιο για τον δίκαιο πολίτη, τον ενάρετο
πολίτη. Βλέπουμε δηλαδή ότι η δικαιοσύνη είναι θεμέλιο για την ύπαρξη της
αρετής ή καλύτερα ταυτίζεται με την αρετή. Ο Α., ως γνωστόν, συμμεριζόταν τη
θέση ἐν δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στις ενότητες 5η - 10η του σχολικού βιβλίου
Στην πέμπτη ενότητα (15η) βρισκόμαστε στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών, το
οποίο έχει ως κύριο θέμα του τη διερεύνηση των εννοιών πόλις, πολίτης, την
εξέταση των ορθών πολιτευμάτων και των παρεκκλίσεών τους, καθώς και την
παρουσίαση της αθροιστικής θεωρίας από τον Αριστοτέλη. Με την έναρξη του
πρώτου κεφαλαίου δηλώνεται ο σκοπός του πολιτικού στοχαστή, του
ανθρώπου που ερευνά την πολιτεία, τα συστήματα διακυβέρνησης· αυτός είναι
η διερεύνηση της έννοιας της πόλεως. Επιχειρείται δηλαδή εδώ εκ νέου εξέταση
της πόλης, αυτή τη φορά όμως ως άμεσα συνδεδεμένης με την πολιτεία της, το
επιμέρους σύνταγμά της. Ο Α. σκέφτεται ότι για τρεις λόγους είναι ανάγκη να
διερευνηθεί το θέμα τί ἐστιν ἡ πόλις: α) ἀμφισβητοῦσιν ... φάσκοντες τὴν πόλιν
... τύραννον, β) τοῦ δὲ πολιτικοῦ ... περὶ πόλιν, γ) ἡ δὲ πολιτεία ... ἐστὶ τάξις τις.
Ποιος φέρει την ευθύνη μιας απόφασης οι πολίτες του κράτους ή η
κυβέρνηση; Πού αναφέρεται η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη;
Για ποιους έχει αναπτυχθεί το πολίτευμα μέσα σε μια πόλη; Η απάντηση στις
ερωτήσεις αυτές εμπεριέχεται στην προτεραιότητα να διερευνηθεί η πόλη. Στο
σημείο όμως αυτό ο Α. περνά σε ένα συστατικό της πόλης -ορίστηκε ήδη ως
σύνθετο πράγμα-, στον πολίτη. Ο ρόλος του είναι καθοριστικός για την
πολιτική τάξη και επομένως είναι ανάγκη να αναζητηθούν τα χαρακτηριστικά
του. Η φύση όμως του πολίτη έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις· δεν υπάρχει
συμφωνία για έναν κοινό ορισμό. Η απόδειξη· το άτομο που είναι πολίτης σε
ένα δημοκρατικό πολίτευμα, συχνά δεν είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό
καθεστώς.
Στην έκτη ενότητα (16η) δίνεται ο ορισμός της έννοιας πολίτης. Η
ενότητα αποτελείται από τρία παραθέματα που προέρχονται από διαφορετικά
χωρία. Στο πρώτο από αυτά ο Α. αναφέρεται σε δύο χαρακτηριστικά, δύο
ιδιότητες, που τελικά δεν μπορούν να είναι ιδιότητες ουσίας ώστε να ορισθεί
κάποιος πολίτης. Πρόκειται για την εγκατάσταση σε ένα κοινό τόπο -το
διαθέτουν και οι μέτοικοι και οι δούλοι- και το πολιτικό δικαίωμα της
συμμετοχής στα δικαστήρια με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου·
το δικαίωμα αυτό έχουν αποκτήσει και άλλοι με ειδικές συμφωνίες. Στο επόμενο παράθεμα δίνεται το κριτήριο με το οποίο ορίζεται κάποιος πολίτης·
αυτό είναι η συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα. Στο
τελευταίο παράθεμα ο Α. συγκεφαλαιώνει και διευκρινίζει· πολίτης είναι αυτός
που έχει τη δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική εξουσία, δηλαδή να είναι
μέλος των θεσμικών οργάνων της πόλης, της βουλής, της εκκλησίας του δήμου,
καθώς και στη δικαστική. Αυτός ο ορισμός του πολίτη συνεισφέρει και στον
επιχειρούμενο ορισμό της πόλης· πόλη είναι ένα σύνολο τέτοιων πολιτών,
ικανό αριθμητικά, που εξασφαλίζει την αυτάρκεια στη ζωή τους.
Η εξέταση των συστημάτων διακυβέρνησης, των πολιτευμάτων
-πολιτεία στα αρχαία- επιχειρείται από τον Α. στην έβδομη ενότητα (17η) και
ανήκει στα θέματα που περιλαμβάνονται στο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών.
Στην ενότητα αυτή ο φιλόσοφος ορίζει την έννοια του πολιτεύματος, τα είδη
και τις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων. Πολίτευμα είναι η φυσιογνωμία της
κυβέρνησης, του προσώπου ή των προσώπων που ασκούν την εξουσία.
Υπάρχουν τρεις περιπτώσεις διακυβέρνησης, επομένως τρία είναι και τα είδη
των πολιτευμάτων, κοινός όμως παρονομαστής τους είναι η διασφάλιση του
κοινού συμφέροντος, του συμφέροντος όλων. Την κυβέρνηση ασκεί είτε ο ένας
είτε οι λίγοι είτε το σύνολο των πολιτών με σκοπό να εξασφαλίσουν τα
συμφέροντα των υπολοίπων.
Στην πρώτη περίπτωση το πολίτευμα ονομάζεται βασιλεία, στη δεύτερη
ἀριστοκρατία και στην τρίτη πολιτεία. Αξιολογική διαβάθμιση των
πολιτευμάτων δεν επιχειρείται από τον Α., φαίνεται όμως ότι η παρουσίαση
της πολιτείας -πήρε το όνομα, ονομάστηκε δηλαδή από τους άλλους- δηλώνει
τη σχετική προτίμησή του· έρχεται τρίτη στη σειρά, ενώ η φράση συνηθίζουμε
να ονομάζουμε δείχνει την προτίμησή του στη βασιλεία, γεγονός που
επιβεβαιώνεται όταν κανείς διαβάσει και άλλα χωρία του τρίτου βιβλίου.
Στη συνέχεια ο Α. ορίζει και τις παρεκκλίσεις, τις παρεκβάσεις από τα
ορθά πολιτεύματα. Παρέκβαση της βασιλείας είναι η τυραννία, της
ἀριστοκρατίας η ὀλιγαρχία και της πολιτείας η δημοκρατία. Το στοιχείο που
διακρίνει ένα πολίτευμα σε ορθό ή σε παρέκβαση τονίζεται καθαρά από τον
φιλόσοφο. Πρόκειται για την περίπτωση που η εξουσία ασκείται όχι πια για
την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος αλλά για την εξυπηρέτηση του
συμφέροντος αυτών που ασκούν την εξουσία. Στην περίπτωση πάντως των
παρεκβάσεων ο Α. μεταβάλλει το κριτήριο διαμόρφωσης του πολιτειακού
σχήματος. Ενώ η διάκριση των ορθών πολιτευμάτων έγινε με βάση το σχήμα
"ένας-λίγοι-πολλοί", τώρα γίνεται λόγος για μονάρχη, για πλούσιους και για
φτωχούς. Υπερισχύει δηλαδή το κοινωνικό, το ταξικό κριτήριο.
Επόμενη σκέψη σε αυτά που μόλις προηγήθηκαν φαίνεται ότι είναι η
εξέταση του θέματος ποιος οφείλει να ασκεί την εξουσία στην πόλη, το πλήθος
ή οι άριστοι. Ο Α. καταπιάνεται με το ζήτημα στην όγδοη ενότητα (18η) και
εκθέτει άμεσα τα θετικά και αρνητικά σημεία που περιέχουν και οι δύο
περιπτώσεις. Ο φιλόσοφος προτιμά την περίπτωση διακυβέρνησης της πόλης
από το πλήθος των πολιτών, διότι αθροιστικά η αρετή και η φρόνησή τους
υπερέχει από την αντίστοιχη αρετή των σπουδαίων αλλά ολίγων πολιτών. Οι
θετικές ιδιότητες δηλαδή όλων μαζί των ολίγων μπορούν να είναι λιγότερες
από τις θετικές ιδιότητες των πολλών ως συνόλου. Το ιστορικό παράδειγμα της
συμμετοχής των απλών ανθρώπων σε κριτική επιτροπή μουσικών ή ποιητικών
(=θεατρικών) αγώνων λειτουργεί ως απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Η θέση
όμως αυτή δεν είναι διατυπωμένη με αφοριστικό τρόπο. Κατά τη γνώμη του Α.
θεωρείται εξίσου θετικό στοιχείο η ατομική αρετή των ολίγων, οι οποίοι
συγκρινόμενοι με καθέναν ξεχωριστά από τους πολλούς ασφαλώς είναι κατά
πολύ ανώτεροι.
Το εμπειρικό πάντως παράδειγμα από τις εικαστικές τέχνες, που
ακολουθεί, υποδεικνύει την υπεροχή του πλήθους των πολιτών. Πρέπει εξ
αρχής να τονισθεί ότι εδώ ο Α. δεν προβαίνει σε παρουσίαση αισθητικών
αντιλήψεών του, αλλά εφαρμόζει την επαγωγική του μέθοδο βάσει της οποίας
χρησιμοποιεί απλουστευτικά παραδείγματα από τον ευρύ χώρο του επιστητού
για να τεκμηριώσει την υποστηριζόμενη θέση του. Όπως δηλαδή στη
ζωγραφική μια ωραία προσωπογραφία είναι αποτέλεσμα συνένωσης ωραίων
στοιχείων που βρίσκονται διάσπαρτα σε επιμέρους άτομα, έτσι και στην πόλη
μπορεί το κάθε επιμέρους άτομο να μην είναι αξιόλογο, ενωμένοι όμως όλοι
αυτοί οι πολίτες μπορούν να είναι καλύτεροι και αποτελεσματικότεροι από
τους λίγους και άριστους. Οι τελευταίοι μπορεί ως άτομα να είναι αξιόλογοι,
αυτό όμως που μετράει είναι η συνένωση των θετικών στοιχείων που μπορούν
να συνεισφέρουν οι πολλοί.
Η ένατη ενότητα (19η) περιλαμβάνει απόσπασμα από το τέταρτο βιβλίο
των Πολιτικών, στο οποίο εξετάζονται τα δημοκρατικά και ολιγαρχικά
πολιτεύματα. Συγκεκριμένα ο Α. απαριθμεί τις μορφές της δημοκρατίας. Πρώτη
-και καλύτερη- μορφή είναι η δημοκρατία στην οποία εφαρμόζεται η αρχή της
ισότητας. Σύμφωνα με αυτήν την αρχή όλοι οι πολίτες, πλούσιοι και φτωχοί,
είναι όμοιοι· επομένως όλοι ανεξαιρέτως συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στη
διακυβέρνηση. Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι η ισότητα ή καλύτερα η
απαίτηση να θεωρούνται όλοι οι πολίτες ίσοι μεταξύ τους βασίζεται στον
αριθμό, στο πλήθος, και όχι στην αξία.
Δεύτερη μορφή είναι αυτή στην οποία κριτήριο για την κατάληψη των
αξιωμάτων είναι η περιουσία. Κάθε δηλαδή πολίτης, που διαθέτει την
προβλεπόμενη κατώτατη περιουσία, έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη
διακυβέρνηση· αν όμως χάσει την περιουσία του, χάνει και αυτό το δικαίωμα.
Ο Α. δεν διατυπώνει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο για αυτήν τη δημοκρατία. Στη
συνέχεια, με περιληπτικό τρόπο, περιγράφει τις λοιπές μορφές της.
Στην τρίτη περίπτωση τα αξιώματα τα καταλαμβάνουν όλοι οι πολίτες
που δεν έχουν κάποιο προβλεπόμενο κώλυμα. Υπέρτατη αρχή είναι ο νόμος.
Παραλλαγή αυτής της μορφής είναι η ακόλουθη· τα αξιώματα μπορούν να τα
καταλαμβάνουν όλοι, αρκεί να διαθέτουν την ιδιότητα του πολίτη. Υπέρτατη
αρχή είναι και τώρα ο νόμος.
Η τελευταία περίπτωση σηκώνει περισσότερη συζήτηση. Είναι η μορφή
της δημοκρατίας στην οποία ισχύουν όλα τα προηγούμενα, ανώτατη όμως αρχή
δεν είναι ο νόμος, αλλά ο λαός, που κυβερνά με ψηφίσματα. Πρόκειται βέβαια
για εκφυλισμό του κράτους και του πολιτεύματος. Τα ψηφίσματα, τα οποία
προτείνουν οι δημαγωγοί στην εκκλησία του δήμου, αναιρούν στην ουσία τους
νόμους και ισχύουν σύμφωνα με τη βούληση του εκάστοτε δημαγωγού.
Φαίνεται επομένως το πόσο καθοριστικό στην κατάκτηση και διατήρηση της
υγιούς δημοκρατίας είναι ο νόμος.
Η δέκατη ενότητα (20η) περιλαμβάνει αριστοτελικό χωρίο από το ένατο
βιβλίο των Πολιτικών στο οποίο διερευνάται η αρίστη πολιτεία και το
πρόγραμμα αγωγής σε ένα ιδανικό κράτος. Η προβληματική της ενότητας
εντοπίζεται στην εξέταση των εκπαιδευτικών στόχων μιας πόλης. Ο Α.
επισημαίνει ότι και στο θέμα της παιδείας επικρατούν αντικρουόμενες και όχι
πάντοτε συγκλίνουσες γνώμες λ.χ. για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι ώστε
να καταστούν ηθικά ανώτεροι και πνευματικά υπέρτεροι στη ζωή τους, ως
πολιτών.
Οι διαφορετικές προτάσεις για την παιδεία εντοπίζονται, συνεχίζει ο
φιλόσοφος, στον τομέα που σήμερα αποκαλούμε σκοποθεσία του
εκπαιδευτικού συστήματος. Ο φιλόσοφος αναφέρει ως χαρακτηριστικές
περιπτώσεις προβληματισμού για το νόημα τις παιδείας τις παρακάτω: Η
παιδεία οφείλει να έχει ως πρώτιστο σκοπό ό,τι χρειάζεται για τη ζωή ή αυτά
που οδηγούν τον νέο στην απόκτηση της αρετής ή όσα είναι απαραίτητα για
τις καθημερινές πρακτικές ανάγκες; Στην απάντησή του ο Α. φαίνεται ότι
προκρίνει την άσκηση της αρετής. Αυτό αποκομίζει ο αναγνώστης από την
αναφορά του σε όσους τιμούν την αρετή και δεν συμφωνούν στον τρόπο -
σπουδές το λέμε σήμερα- με τον οποίο οι νέοι θα οδηγηθούν σε αυτήν.
Βέβαια ο Α. προτείνει την περαιτέρω εκπαίδευση των νέων, στην οποία
ουσιαστικό ρόλο παίζει τόσο ο πολιτικός που χαράσσει την εκπαιδευτική
πολιτική όσο και ο νομοθέτης. Οι δυο τους θα συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα
αγωγής τα θέματα πρώτης πρακτικής ανάγκης, όχι όμως όλα· αυτά μόνον που
αρμόζουν σε ελεύθερους πολίτες, όχι σε δούλους. Η ενότητα ολοκληρώνεται με
μία ακόμη εκπαιδευτική πρόταση. Οι νέοι οφείλουν να μάθουν πράγματα που
δεν θα τους μεταβάλουν σε βάναυσους, δηλαδή σε ευτελείς και τιποτένιες
προσωπικότητες. Τέτοια πράγματα -κάποια τέχνη ή και μάθηση- είναι αυτά
που αχρηστεύουν το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων στην άσκηση
και την εφαρμογή της αρετής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου