4.1.11

Γνωστό κείμενο: Λυσίου «Υπέρ Μαντιθέου» Παράγραφοι 20 – 21

Ἤδη δέ τινων ἠσθόμην, ᾦ βουλή, καί διά ταῦτα ἀχθομένων μοι, ὅτι νεώτερος ὤν ἐπεχείρησα
λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. Ἐγώ δέ τό μέν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπέρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων
δημηγορῆσαι, ἔπειτα μέντοι καί ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος, ἅμα μέν
τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος, ὅτι οὐδέν πέπαυνται τά τῆς πόλεως πράττοντες, ἅμα δέ ὑμᾶς
ὁρῶν (τά γάρ ἀληθῆ χρή λέγειν) τούς τοιούτους μόνους <τινός> ἀξίους νομίζοντας εἶναι, ὥστε
ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τήν γνώμην, ἔχοντας τίς οὐκ ἄν ἐπαρθείη πράττειν καί λέγειν ὑπέρ τῆς
πόλεως; Ἔτι δέ τί ἄν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; οὐ γάρ ἓτεροι περί αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ' ὑμεῖς.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να μεταφράσετε το χωρίο: «Ἐγώ δέ τό μέν πρῶτον … πόλεως; »
(Μονάδες 10)
2. Πώς εξηγεί ο Μαντίθεος την ενεργό συμμετοχή του στην εκκλησία του δήμου σε νεαρή
ηλικία;
(Μονάδες 10)
3. Να αξιολογήσετε τον επίλογο αυτού του δικανικού λόγου και να καταδείξετε αν παρουσιά-
ζει τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός συνήθους ρητορικού λόγου.
(Μονάδες 10)
4. Ποιες συνθήκες ευνόησαν την ευδοκίμηση της ρητορικής στην Αθήνα;
(Μονάδες 10)
5. Να βρεθούν από το πρωτότυπο κείμενο τύποι που να είναι ετυμολογικά συγγενείς των πα-
ρακάτω λέξεων: παράδοξος, θέμα, συγγενής, λαθρεπιβάτης, διάγνωση, σχεδόν,
προκριματικός.
(Μονάδες 10)
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Εγώ όμως κατά πρώτον αναγκάστηκα να εκφωνήσω λόγο για προσωπικές μου υποθέσεις,
όμως έπειτα μου φαίνεται ότι έδειξα μεγαλύτερη φιλοδοξία απ’ όσο έπρεπε, από τη μια
γιατί θυμόμουν ότι οι πρόγονοι μας δεν σταμάτησαν καθόλου να ασχολούνται με τις υποθέ-
σεις της πόλεως, από την άλλη γιατί έβλεπα (γιατί πρέπει να λέμε την αλήθεια) ότι πιστεύε-
τε πως μόνο αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αξιόλογοι, ώστε βλέποντας εσάς να έχετε Επικοινωνία όχι μόνο με το λόγο αλλά και με το συναίσθημα
αυτή τη γνώμη ποιος δεν θα παρακινούταν να ενεργεί και να μιλά για την πόλη;
2. Κάποιοι θεώρησαν αυθάδη και αλαζονική τη συμμετοχή του Μαντίθεου στην εκκλησία
του δήμου σε νεαρή ηλικία. Όμως, γι΄ αυτό ο ίδιος δίνει πειστικά επιχειρήματα. Υπογραμ-
μίζει ότι αναγκάστηκε να μιλήσει λόγω προσωπικών υποθέσεων για να σώσει μάλλον την
πατρική περιουσία από τον κίνδυνο της δήμευσης. Έτσι η έμμεση και υπαινικτική αναφορά
στη δυσάρεστη κατάσταση που η οικογένειά του αντιμετώπισε και με την οποία ο Μαντί-
θεος προσπάθησε να συγκινήσει στην αρχή του λόγου του καθώς και η προσήλωσή του
στην οικογένεια, λειτουργεί και πάλι υπέρ αυτού.
Ακολούθως, παραδέχεται ότι φάνηκε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε φιλόδοξος, πράγμα
όμως που επίσης κατά τη γνώμη του δικαιολογείται από το ότι θέλησε να ακολουθήσει το
παράδειγμα των προγόνων όσον αφορά την αγάπη του στα κοινά, καθώς και από το ότι οι
ίδιοι οι βουλευτές θεωρούν αξιόλογους πολίτες μόνον όσους ασχολούνται με τις δημόσιες
υποθέσεις. Και αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα, καθώς οι Αθηναίοι επέκριναν όσους
απείχαν από τα κοινά. Ο Θουκυδίδης μάλιστα χαρακτηρίζει ως «αχρείο» τον μη μετέχοντα
σ’ αυτά.
3. Ο συγκεκριμένος επίλογος δεν περιλαμβάνει τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός συνήθους
επιλόγου, δηλαδή την ανάμνηση, που είναι μια σύντομη ανακεφαλαίωση των βασικών θέ-
σεων και την παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή. Αυτό συμβαίνει γιατί ο
Μαντίθεος ενδιαφέρεται αποκλειστικά σχεδόν να δημιουργήσει την καλύτερη δυνατή εικό-
να για τον εαυτό του ανασκευάζοντας ως την τελευταία στιγμή τις κατηγορίες, και όχι να
παρακαλέσει ή να συγκινήσει τους δικαστές. Εξάλλου, σε κάτι τέτοιο συντείνει και η αυτο-
πεποίθησή του σχετικά με την αθωότητά του καθώς και η περιφρόνηση που τρέφει προς
τους κατηγόρους. Δεν θα ήθελε να κλείσει το λόγο του με αναφορά σ’ αυτούς, όπως πιθα-
νώς θα έκανε, αν στον επίλογο υπήρχε παθοποιία. Επίσης, δεν μεγαλοποιεί όσα τον συμφέ-
ρουν, ούτε χρησιμοποιεί μελοδραματισμούς. Τελειώνει, λοιπόν, αναπάντεχα, πιστεύοντας
ότι έχει πλέον αποδείξει την αλήθεια
Ένας τυπικός επίλογος, δεν θα εξυπηρετούσε τις προθέσεις του Μαντίθεου. Παρόλα
αυτά, τα δύο διαδοχικά ερωτήματα στο τέλος του λόγου, είναι ιδιαιτέρως δραστικά και
αφήνουν έντονες εντυπώσεις στο ακροατήριο καθώς μάλιστα συνδυάζονται με μια προ-
σπάθεια εύνοιας των βουλευτών, τους οποίους ο ρήτορας εγκωμιάζει, ως εκφραστές του
πνεύματος της πολιτείας. Η δεύτερη ρητορική ερώτηση μάλιστα ισοδυναμεί με έντονη
άρνηση, δείχνοντας έτσι ότι θεωρεί αδικαιολόγητη τη δυσαρέσκεια κάποιων πολιτών.
4. Αν και η Σικελία ήταν η κοιτίδα της συστηματικής ρητορικής, από τα μέσα περίπου του
πέμπτου αιώνα π.Χ. το επίκεντρό της ήταν η Αθήνα, όπου υπήρχαν όλες οι προUποθέσεις
για να ευδοκιμήσει. Την ευνόησαν η δημοκρατία με τις λαOκές συνελεύσεις και τα δικαστήρια,
οι πολυλόγοι και φιλόλογοι Αθηναίοι και το μέγεθος της πόλης, όπου αγαπούσαν να μένουν
και να διδάσκουν οι σοφιστές, αυτοί οι περιφερόμενοι δάσκαλοι της ανώτερης παιδείας. Πολλοί από αυτούς, όπως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος δίδασκαν κάποια στοιχεία γραμ-
ματικής και τεχνικής του λόγου
5. Δοκῶ, διατεθῆναι, προγόνων, ἀληθῆ, γνώμην, ἔχοντας, κριταί.

ΑΓΝΩΣΤΟ
Ἡγοῦμαι δ΄αὐτόν παρ΄ ὑμῶν δικαίως ἄν πλείστης συγγνώμης τυγχάνειν. ὑπό γάρ τῶν
τριάκοντ΄ ἐκπεσόντες ταῖς αὐταῖς ἐκείνῳ συμφοραῖς ἐχρήσασθε. Ἐξ΄ ὧν ἐνθυμεῖσθαι χρή, πῶς
ἕκαστος ὑμῶν διέκειτο καί τίνα γνώμην εἶχεν καί ποῖον κίνδυνον οὐκ ἄν ὑπέμεινεν ὥστε
παύσασθαι μέν μετοικῶν, κατελθεῖν δ΄ εἰς τήν πατρίδα, τιμωρήσασθαι δέ τούς ἐκβαλόντας. Ἐπί
τίνα δ΄ ἤ πόλιν ἤ φίλον ἤ ξένον οὐκ ἤλθετε δεησόμενοι συγκαταγαγεῖν ὑμᾶς; Τίνος δ΄
ἀπέσχεσθε πειρώμενοι κατελθεῖν; Οὐ καταλαβόντες τόν Πειραιᾶ καί τόν σῖτον τόν ἐν τῇ χώρᾳ
διεφθείρετε καί τήν γῆν ἐτέμνετε καί τά προάστεια ἐνεπρήσατε καί τελευτῶντες τοῖς τείχεσιν
προσεβάλατε;
(Ἰσοκράτης, Περί τοῦ ζεύγους, 12-13)
ἐκβάλλω: εξορίζω
συγκατάγω: επιστρέφω από την εξορία
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Να μεταφραστεί στη νέα ελληνική γλώσσα το παραπάνω απόσπασμα.
(Μονάδες 20)
2. α) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται των παρακάτω ρημάτων και ρηματικών τύπων
(στη φωνή που βρίσκονται):
ἐκπεσόντες: β΄ ενικό πρόσωπο Προστακτικής αορίστου β΄
ἐχρήσασθε: β’ ενικό πρόσωπο Προστακτικής ενεστώτα
ὑπέμεινεν: α΄ πληθυντικό πρόσωπο Οριστικής μέλλοντα
παύσασθαι: γ΄ ενικό πρόσωπο Ευκτικής του ίδιου χρόνου
ἐκβαλόντας: β΄ πληθ. πρόσωπο Υποτακτικής του ίδιου χρόνου
συγκαταγαγεῖν: γ΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής παρακειμένου
πειρώμενοι: α΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής παρατατικού
β) τίνα: δοτική πληθυντικού
πατρίδα: δοτική πληθυντικού
τόν σῖτον: ονομαστική πληθυντικού
(Μονάδες 10)
3. α) Να αναγνωριστούν συντακτικώς οι τύποι:
συγγνώμης, ἐκείνῳ, μετοικῶν, δεησόμενοι, τίνος, κατελθεῖν
β) «Ἐξ΄ὧν…τούς ἐκβαλόντας»: Να βρεθούν και να χαρακτηριστούν πλήρως (εισαγωγή,
συντακτικός ρόλος, εκφορά)οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις της περιόδου.
(Μονάδες 10)
15
ÁÑ×ÁÉÁ ÊÁÔÅÕÈÕÍÓÇÓ Â´ËÕÊÅÉÏÕ
Φροντίδα για την αυτοεκτίμηση και τη γνωστική ανάπτυξη του μαθητή
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Πιστεύω λοιπόν ότι αυτός δίκαια θα μπορούσε να συγχωρεθεί από εσάς γιατί, όταν εξορι-
στήκατε από τους τριάκοντα τυράννους, αντιμετωπίσατε τις ίδιες συμφορές με εκείνον.
Από τα παραπάνω πρέπει να θυμηθείτε πώς συμπεριφερόταν ο καθένας από εσάς και τι
άποψη είχε και ποιον κίνδυνο δε θα υπέμεινε, ώστε να πάψει από τη μια να ζει σε ξένο
μέρος, να επιστρέψει από την άλλη στην πατρίδα, και να εκδικηθεί αυτούς που τον εξόρι-
σαν. Σε ποια πόλη ή φίλο ή ξένο δεν πήγατε για να (τον) παρακαλέσετε να σας επαναφέρει
από την εξορία; Τι αποφύγατε προσπαθώντας να επιστρέψετε; Αφού καταλάβατε τον
Πειραιά, δεν καταστρέψατε και το σιτάρι στην περιοχή και δεν καταστρέψατε επίσης τη γη
και δεν πυρπολήσατε τα προάστια και στο τέλος δεν επιτεθήκατε στα τείχη;
2. α) ἔκπεσε, χρῶ, ὑπομενοῦμεν, παύσαιτο
ἐκβάλητε, συγκατῆχε, ἐπειρώμην
β) τίσιν, πατρίσιν, τά σῖτα
3. α) συγγνώμης: αντικείμενο στο απαρέμφατο «τυγχάνειν».
ἐκείνῳ: δοτική αντικειμενική στο «αὐταῖς».
μετοικῶν: κατηγορηματική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του απαρεμφάτου
«παύσασθαι» (εννοείται: οὗτος).
δεησόμενοι: τελική μετοχή, συνημμένη στο υποκ. του ρήματος «ὑμεῖς» που εννοείται.
τίνος: αντικείμενο στο ρήμα «ἀπέχεσθε».
κατελθεῖν: τελ. απαρέμφατο, αντικείμενο στη μετοχή «πειρώμενοι», υποκείμενο
απαρεμφάτου ενν. ὑμεῖς (σχέση ταυτοπροσωπίας).
β) «πῶς…διέκειτο»/ «τίνα…εἴχεν»/ «ποῖον…ἄν «ὑπέμεινεν»: δευτερεύουσες ονοματικές
πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις, που συνδέονται παρατακτικά μεταξύ τους, μερικής
αγνοίας. Λειτουργούν ως αντικείμενα στο απαρέμφατο «ἐνθυμεῖσθαι» της κύριας. Οι
δύο πρώτες εκφέρονται με Οριστική (διέκειτο/εἶχεν) γιατί δηλώνουν το πραγματικό, ενώ
η τρίτη εκφέρεται με δυνητική Οριστική (οὐκ ἄν ὑπέμεινεν) γιατί δηλώνει το δυνατό στο
παρελθόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου