4.1.11

Αριστοτέλους: «Ηθικά Νικομάχεια» (Ενότητα 10)

Ἔτι τό μέν ἁμαρτάνειν πoλλαχῶς ἔστιν (τό γάρ κακόν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι
εἴκαζον, τό δ΄ ἀγαθόν τοῦ πεπερασμένου), τό δέ κατορθοῦν μοναχῶς (διό καί τό μέν ρᾴ -
διον τό δέ χαλεπόν, ρᾴ διoν μέν τό ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπόν δέ τό ἐπιτυχεῖν) καί
διά ταῦτ' oὖν τῆς μέν κακίας ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις, τῆς δ΄ ἀρετῆς ἡ μεσότης.
Ἐσθλοί μέν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δέ κακοί.
Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἓξις προαιρετική, ἐν μεσότητι oὖσα τῇ πρός ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ
καί ᾧ ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. Μεσότης δέ δύο κακιῶν, τῆς μέν καθ' ὑπερβολήν τῆς δέ κατ'
ἔλλειψιν καί ἔτι τῷ τάς μέν ἐλλείπειν τάς δ΄ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἐν τε τοῖς πάθεσι καί
ἐν ταῖς πράξεσι, τήν δ΄ ἀρετήν τό μέσον καί εὑρίσκειν καί αἱρεῖσθαι.

1. Να μεταφράσετε το χωρίο: «Ἔστιν… αἱρεῖσθαι»
(Ìï íÜ äåò 10)
2. Να σχολιάσετε τη φράση: «Ἔτι τό μέν ἁμαρτάνειν… ἐπιτυχεῖν»
(Ìï íÜ äåò 15)
3. Να καταδείξετε το βουλητικό και νοησιαρχικό χαρακτήρα της αρετής.
(Ìï íÜ äåò 15)
4. Τι γνωρίζετε για την εικοσαετή δράση του Αριστοτέλη στην Ακαδημία και τις σχέσεις με
τους συναδέλφους του;
(Ìï íÜ äåò 10)
5. Να βρεθούν από το πρωτότυπο κείμενο τύποι που να είναι ετυμολογικά συγγενείς των
παρακάτω λέξεων: διάσκεψη, σύνορα, όρθιος, μεσόγειος, πληθωρισμός, υπόλοιπο, βε -
λόνα, ανθεκτικός. (Ìï íÜ äåò 10)
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Είναι επομένως η αρετή μόνιμο στοιχείο / έξη του χαρακτήρα, που επιλέγεται ελεύθερα
από το άτομο˙ που βρίσκεται στο μέσο σε σχέση με μας και καθορίζεται από τη λογική
και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, από τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος.
Και είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης˙ και ακόμα (είναι μεσότητα)
επειδή άλλες από αυτές τις κακίες δε φτάνουν σ' αυτό που πρέπει / υπολείπονται του πρέ-
ποντος μέτρου, και άλλες το ξεπερνούν και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρε-
τή και βρίσκει και επιλέγει / προτιμά το μέσο.
2. Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης αξιοποιεί το συμπέρασμα στο οποίο είχαν καταλήξει οι
Πυθαγόρειοι ότι το κακό σχετίζεται με το άπειρο, ενώ το καλό με το πεπερασμένο. Δέχε-
ται δηλαδή τη διδασκαλία των Πυθαγoρείων για τις αντιθετικές δυνάμεις, για δέκα αντιθε-
τικά ζεύγη που κυβερνούν τον κόσμο: φῶς σκότος, δεξιόν ἀριστερόν, ἕν πλῆθος, πέρας
ἄπειρον, ἀγαθόν κακόν, περιττόν ἄρτιον, ἄρρεν θῆλυ, ἡρεμοῦν κινούμενον, εὐθύ καμπύλον,
τετράγωνον ἑτερόμηκες. Μέσα απ’ αυτές δημιουργείται η αρμο νία, αφού η αρμονία είναι η
ένωση πολυσύνθετων πραγμάτων και συμφωνία διαφωνούντων.
Κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η αποτυχία του επιδιωκόμε-
νου στόχου γίνεται με πολλούς τρόπους, ενώ η επιτυχία του καλού μόνον μ’ έναν. Στην
πραγμάτωση και βίωση της αρετής, στην κατάκτηση του αγαθού μπορεί να φτάσει κα-
νείς μ’ έναν μόνο τρόπο, αφού το μέσο βρίσκεται σε ένα μόνο σημείο. Και σ’ αυτή την
περίπτωση ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το δομικό σχήμα των αντιθέσεων: ἁμαρτάνειν
κατορθοῦν, πολλαχῶς μοναχῶς.
Άρα η μεσότητα είναι κάτι το δύσκολο, γίνεται με ένα τρόπο και είναι χαρακτηριστικό
της αρετής. Πιο συγκεκριμένα, το να κάνουμε λάθος («τό κακόν» των Πυθαγορείων)
είναι κάτι που μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους («πλῆθος» των Πυθαγορείων), γιατί
το κακό (δηλαδή το να κάνουμε λάθος) ανήκει στο χώρο του αδιαμόρ-φωτου και του
χωρίς όρια. Δηλαδή οι κακές πράξεις είναι «άπειρες», και το άπειρο προκαλεί δέος στην
ανθρώπινη λογική και είναι κακό.
Αντίθετα, το να πετύχουμε το στόχο, το ορθό, (το «ἀγαθόν» των Πυθαγορείων) γίνεται
με έναν τρόπο (το «ἕν» των Πυθαγορείων), γιατί το αγαθό, το να πετύχουμε δηλαδή το
στόχο μας, βρίσκεται μέσα σε ορισμένα όρια («πέρας» των Πυθαγορείων). Παρατηρούμε
ότι ο Αριστοτέλης αισθανόταν απέχθεια απέναντι στην έννοια του απείρου –που ίσως είχε
κληρονομήσει από το δάσκαλό του , τον Πλάτωνα–, αρνιόταν καθετί που συγκρουόταν με
τη λογική αναγκαιότητα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του «ἀνάγκη στῆναι» (κάπου πρέ-
πει όλα να σταματούν, να έχουν ένα τέλος).
Επομένως, το αγαθό, οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες και
τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και άμορφο. Και οι
τρεις έννοιες («ἀγαθόν, ἕν, πέρας») βρίσκονται στην ίδια στήλη και σε θέση αντίθεσης με
τις έννοιες («κακόν, πλῆθος, ἄπειρον»). Γι' αυτό το ένα είναι εύκολο (να αποτύχουμε στο
στόχο μας) και το άλλο δύσκολο (να επιτύχουμε στο στόχο μας).
3. Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης θα μας δώσει τον πλήρη ορισμό της αρετής, της
ικανότητας αυτής που κάνει τα φυσικά όντα να βρίσκονται σε τέλεια κατάσταση, ώστε
να επιτελούν και τον προορισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (εντελέχεια). Η ηθι-
κή αρετή, λοιπόν, είναι ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα, που επιλέγεται ελεύθερα απ’
το άτομο και βρίσκεται στο μέσο που προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά και καθορίζεται απ’ τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Η αρετή δηλαδή έχει βουλητικό (ἓξις προαι-
ρετική) και νοησιαρχικό χαρακτήρα (ὡρισμένῃ λόγῳ).
Ας εξετάσουμε αρχικά το βουλητικό χαρακτήρα προσδιορίζοντας τους όρους «ἓξις
προαιρετική».
α. Ἕξις: (<ἕξω μέλλοντας του ἔχω): Είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό, μια σταθερή κα-
τάσταση που προκύπτει απ’ τη συνεχή εξάσκηση και τη συνήθεια. Κάθε έξη είναι αποτέ-
λεσμα όμοιων ενεργειών, που επαναλαμβάνονται και αυτό σημαίνει ότι απ’ την ποιότητα
που επιλέγει το άτομο να προσδώσει στις ενέργειές του εξαρτάται και η ποιότητα των
έξεων, αν δηλαδή θα είναι θετικές (αρετές) ή αρνητικές (κακίες). Άρα μία έξη είναι αρετή
όταν βοηθάει αυτόν που την έχει να εκτελεί το έργο του με σωστό τρόπο. Έτσι «έξις»,
γενικά, είναι το να βρίσκεται ένα υποκείμενο ύστερα από άσκηση και επίμονη θέληση σε
μια διαρκή κατάσταση τέτοια, ώστε να ενεργεί με ένα μόνιμο και σταθερό τρόπο, είναι
δηλαδή μια κατάσταση προαίρεσης. Επειδή όμως οι έξεις γίνονται με την επανάληψη
όμοιων ενεργειών, από τις ενέργειες του ανθρώπου μόνο οι καλές έχουν σχέση με την
αρετή.
β. Προαιρετική: Ο Αριστοτέλης, αφού προσδιόρισε το «γένος» της αρετής, δίνει
τώρα την «ειδοποιό διαφορά» της: η αρετή πρέπει να χαρακτηρίζεται και από «προαίρε-
σιν», δηλαδή να προϋποθέτει ελεύθερη επιλoγή Ή πρoαίρεση δεν είναι απλώς μια
εκούσια πράξη (γιατί και τα παιδιά και τα ζώα ενεργούν εκούσια, αλλά όχι ύστερα από
ώριμη σκέψη), ούτε απλή επιθυμία ή «θυμός» (γιατί και τα άλογα ζώα έχουν θυμό, όχι
όμως προαίρεση) ούτε μόνο βούληση (γιατί η βούληση μπορεί να στρέφεται και σε
πράγματα που είναι αδύνατα, όπως η αθανασία, και επιπλέον γιατί η βούληση αποβλέπει
πιο πολύ στο σκοπό και όχι στα μέσα, όπως η προαίρεση).
Η προαίρεση, λοιπόν, δηλώνει προσωπική επιλογή που όμως δε γίνεται στιγμιαία,
τυχαία, επιπόλαια και απερίσκεπτα, αλλά «μετά λόγου και διανοίας», ύστερα από λογική
και ώριμη σκέψη. Η προαίρεση προϋποθέτει τη σκέψη που καταλήγει σε μια τελική επι-
λογή και απόφαση να πράξουμε κάτι. (Εδώ συνυφαίνεται ο βουλητικός και νοησιαρχικός
χαρακτήρας).
Την ποιότητα μιας πράξης, θετική ή αρνητική, τη χαρακτηρίζει η προαίρεση, γιατί η
ενέργειά μας δεν αξιολογείται από τα ενδεχόμενα αποτελέσματά της, αλλά από την προ-
αίρεση με την οποία ξεκίνησε. Αυτή είναι ο πυρήνας της ηθικής πράξης, η βάση της αρε-
τής. Αν αποφασίσουμε ύστερα από ώριμη σκέψη και εφόσον υπάρχoυν και οι άλλες
προϋποθέσεις (π.χ. μεσότητα), τότε η πράξη μας είναι ενάρετη. Αυτό σημαίνει ότι ο Αρι-
στοτέλης στην ηθική δέχεται την ελευθερία της βούλησης.
Ανακεφαλαιωτικά, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην ελευθερία της βούλησης του
ανθρώπου, δηλαδή της ελευθερίας του να διαμορφώνει τη δράση του σύμφωνα με τη
θέλησή του και τις επιλογές του, χωρίς καταναγκασμό. Είναι σίγουρο ότι αυτός που επιλέ-
γει αυτοβούλως την αρετή έχει συνειδητοποιήσει το υψηλό νόημά της. Ο Αριστοτέλης
τονίζει συχνά τη σημασία της προαίρεσης, αφού για την ύπαρξη της αρετής και για να χα-
ρακτηρισθεί μια πράξη ενάρετη ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης του (εἰδώς), β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος), γ) σιγουριά και σταθερότητα
στην πραγματοποίησή της (βεβαίως καί ἀμετακινήτως ἔχει).
Ο νοησιαρχικός χαρακτήρας της αρετής θεμελιώνεται κυρίως με τη φράση «ὡρι-
σμένῃ λόγῳ» και με την αναφορά στο φρόνιμο άνθρωπο. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, προ-
σθέτει ένα αντικειμενικό κριτήριο, τον ορθό λόγο, τη λογική, τη σωστή κρίση για να εξι-
σορροπήσει την κατάσταση με το υποκειμενικό κριτήριο της μεσότητας και να δια-
σφαλίσει την αντικειμενικότητα. Διευκρινίζει μάλιστα ότι αναφέρεται ειδικά στη λογική
όχι του μέσου, κοινού άνθρώπου, αλλά του φρόνιμου, του συνετού, ο οποίος σταθμίζει
τα πάντα με ακρίβεια και κατέχει το αγαθό και στον οποίο ενώνονται και συνυπάρχουν
όλες οι αρετές. Τη φρόνηση την έχει αποκτήσει με το λόγο. Χάρη σ’ αυτή υπάρχουν και
όλες οι άλλες αρετές, ενώ αν λείπει μία αρετή από έναν άνθρωπο, αυτό δείχνει ότι δεν
έχει φρόνηση και αποδιοργανώνεται ως προσωπικότητα. Η φρόνηση είναι θεμελιώδης
προϋπόθεση για την κατάκτηση και την καλλιέργεια της αρετής. Φρόνιμος λοιπόν
άνθρωπος είναι αυτός που υψώθηκε σε ηθική προσωπικότητα και κατόρθωσε να γίνει
παράδειγμα, μέτρο σύγκρισης για τους άλλους, ώστε να έχουν τις πράξεις του ως κρι-
τήριο για την ηθική ποιότητα των δικών τους πράξεων. Είναι ο ιδανικός άνθρωπος που
διέπεται από γενναιοδωρία, μεγαλοπρέπεια, φιλοτιμία, ηρεμία, ανιδιοτέλεια.
Σύμφωνα με τον During ο ορθός λόγος του Αριστοτέλη έχει την ίδια λειτουργία με τη
γνώση των Ιδεών του Πλάτωνα, χωρίς βέβαια να έχει κάτι σκοτεινό και μυστηριώδες.
Είναι δηλαδή μία σταθερά του αριστοτελικού στοχασμού, καρπός της καλλιέργειας, της
εμπειρίας και της σοφίας.
4. Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία. Μετά τη συμπλήρωση των βασικών
σπουδών του κύριο έργο του είχε πια την επιστημονική έρευνα και τη διδασκαλία. Η διδα-
σκαλία του στην Ακαδημία και οι ιδέες που μ’ αυτήν μετέδιδε στους μαθητές του έφεραν
συχνά τον Αριστοτέλη αντιμέτωπο με τους συναδέλφους του στην Ακαδημία, τον Ηρα-
κλείδη, τον Σπεύσιππο, τον Ξενοκράτη· ήταν αληθινά αλύπητη μερικές φορές η κριτική που
ασκούσε σε βάρος τους. Και του Πλάτωνα οι απόψεις δεν ξέφυγαν από τον έλεγχο του Αρι-
στοτέλη. Τι να πει κανείς για την κριτική που ασκούσε σε βάρος άλλων σχολών και των εκ-
προσώπων τους; Έτσι καταλαβαίνουμε πώς συνέβαινε να έχει ο Αριστοτέλης λίγους μόνο
φίλους, πολλούς όμως εχθρούς. Ο χαρακτήρας του δεν θα ήταν βέβαια άσχετος με αυτό το
γεγονός, σχεδόν όμως τις περισσότερες φορές ήταν η βαθιά του πίστη πως οι δικές του
απόψεις βρίσκονταν πιο κοντά στην αλήθεια· αυτό τον εξωθούσε στην αυστηρή κριτική των
απόψεων των άλλων· όταν είχε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους και στην αλήθεια –μας το
βεβαιώνει ο ίδιος– θεωρούσε «ὅσιον προτιμᾶν τήν ἀλήθειαν». Πώς να συμπεριφερόταν
διαφορετικά ένας άνθρωπος που πίστευε ακράδαντα πως του αληθινού φιλοσόφου γνώρι-
σμα είναι να έχει το κουράγιο ακόμη «καί τά οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπί σωτηρίᾳ τῆς ἀληθείας», να
θυσιάζει δηλαδή ακόμη και τις πιο προσωπικές του απόψεις, αν είναι να σωθεί η αλήθεια;
5. σκοποῦ, ὡρισμένῃ, κατορθοῦν, μέσον, πολλαχῶς, ἔλλειψις, ὑπερβολήν, ἓξις.
ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ὡς δέ δή καί ὠφελεῑν ἐδόκει μοι τούς συνόντας τά μέν ἔργῳ δεικνύων ἑαυτόν οἷος ἦν,
τά δέ καί διαλεγόμενος τούτων δή γράψω ὁπόσα ἄν διαμνημονεύσω. Τά μέν τοίνυν πρός
τούς Θεούς φανερός ἦν καί ποιῶν καί λέγων ᾗπερ ἡ Πυθία ἀποκρίνεται τοῑς ἐρωτῶσι πῶς
δεῑ ποιεῑν ἤ περί θυσίας ἤ περί προγόνων θεραπείας ἤ περί ἄλλου τινός τῶν τοιούτων· ἥ τε
γάρ Πυθία νόμῳ πόλεως ἀναιρεῑ ποιοῡντας εὐσεβῶς ἄν ποιεῑν, Σωκράτης τε οὕτω καί
αὐτός ἐποίει καί τοῑς ἄλλοις παρῄνει, τούς δέ ἄλλως πως ποιοῡντας περιέργους καί ματαίο-
υς ἐνόμιζεν εἶναι. Καί ηὔχετο δέ πρός τούς Θεούς ἁπλῶς τἀγαθά διδόναι, ὡς τούς Θεούς
κάλλιστα εἰδότας ὁποῑα ἀγαθά ἐστί· τούς δ’ εὐχομένους χρυσίον ἤ ἀργύριον ἤ τυραννίδα ἤ
ἄλλο τι τῶν τοιούτων οὐδέν διάφορον ἐνόμιζεν εὔχεσθαι ἤ εἰ κυβείαν ἤ μάχην ἤ ἄλλο τι
εὔχοιντο τῶν φανερῶς ἀδήλων ὅπως ἀποβήσοιτο. Θυσίας δέ θύων μικράς ἀπό μικρῶν
οὐδέν ἡγεῑτο μειοῡσθαι τῶν ἀπό πολλῶν καί μεγάλων πολλά καί μεγάλα θυόντων. Οὔτε
γάρ τοῑς Θεοῑς ἔφη καλῶς ἔχειν, εἰ ταῑς μεγάλαις θυσίαις μᾱλλον ἤ ταῑς μικραῑς ἔχαιρον.
(Ξενοφῶντος, Ἀπομνημονεύματα, Α, 3, 1-3)
θεραπεία: λατρεία
κυβεία: παιγνίδι των κύβων

1. Να μεταφραστεί το κείμενο στη νεοελληνική γλώσσα. (MïíÜäåò 20)
2. α. Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται των παρακάτω ρημάτων και ρηματικών τύπων:
δεικνύων: το β΄ ενικό πρόσωπο Προστακτικής Ενεστώτα της Ενεργητικής φωνής.
ἐνόμιζεν: το β΄ και γ΄ ενικό πρόσωπο Οριστικής Μέλλοντα Ενεργητικής φωνής.
διδόναι: να γραφεί η Προστακτική του Αορίστου β΄ στην Ενεργητική Φωνή.
εἰδότας: το β΄ ενικό πρόσωπο Προστακτικής του Ενεστώτα.
ἀποβήσοιτο: το β΄ ενικό Προστακτικής του Αορίστου β΄. (MïíÜäåò 5)
β. Να γραφεί η πτώση που ζητείται για κάθε τύπο:
ᾗπερ: η δοτική πληθυντικού.
τινός: η δοτική ενικού.
καλῶς: ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός.
ἀγαθά: η ονομαστική πληθυντικού στο συγκριτικό βαθμό.
(MïíÜäåò 5)
3. α. Να αναγνωριστούν συντακτικά οι τύποι:
ὠφελεῑν, μοι, ποιεῑν, ἀγαθά, τῶν τοιούτων. (MïνÜäåò 3)
β. θυσίας δέ θύων... οὐδέν ἡγεῑτο: Να χαρακτηριστεί η μετοχή και η πρόταση.
(MïíÜäåò 3)
γ. ποιοῡντας εὐσεβῶς ἄν ποιεῑν: Να χαρακτηριστεί η μετοχή και να τραπεί ο πλάγιος
λόγος σε ευθύ. (MïíÜäåò 4)
50
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Ότι βεβαίως κατά τη κρίση μου και ωφελεί τους μαθητές του, αφενός αποδεικνύοντας
μέσα από τα έργα ποιος ήταν ο εαυτός του, αφετέρου μέσα από τη διδασκαλία, θα ανα-
γράψω τώρα όσα μπορώ από αυτά να θυμηθώ. Όσο μεν λοιπόν αφορά τη λατρεία των
θεών (ο Σωκράτης) ήταν φανερό ότι και έπραττε και έλεγε με ποιο ακριβώς τρόπο απο-
κρίνεται η Πυθία στους ερωτώντες αυτήν, πως δηλαδή πρέπει οι άνθρωποι να πράττουν ή
ως προς τις θυσίες ή ως προς τη λατρεία των προγόνων ή ως προς κάτι άλλο ως προς αυ-
τά· διότι και η Πυθία χρησμοδοτεί σε αυτούς οι οποίοι την ερωτούν ότι, εάν πράττουν
σύμφωνα με τον νόμο της πόλης, θα πράττουν ευσεβώς, και ο Σωκράτης έτσι και ο ίδιος
έπραττε και τους άλλους προέτρεπε να πράττουν, όσοι έπρατταν διαφορετικά, νόμιζε ότι
είναι πολυπράγμονες και ματαιόδοξοι. Και ευχόταν ακόμα στους Θεούς να του δίνουν
απλώς τα αγαθά, διότι φρονούσε ότι οι Θεοί γνωρίζουν κάλλιστα ποια πράγματα είναι
αγαθά. Σε αυτούς που εύχονταν χρυσό ή άργυρο ή βασιλική εξουσία ή κάτι άλλο από αυ-
τά, νόμιζε ότι δεν εύχονταν τίποτα διαφορετικό παρά εάν ζητούσαν ευκαιρία να παίζουν
κύβους ή να συνάψουν μάχη ή κάτι άλλο από εκείνα, τα οποία προφανώς είναι άδηλα
πως θα αποβούν. Κάθε φορά που προσέφερε μικρές θυσίες από τη μικρή του περιουσία,
νόμιζε ότι καθόλου δεν υστερούσε από αυτούς που προσέφεραν πολλές και μεγάλες πε-
ριουσίες από πολλή και μεγάλη περιουσία. Διότι έλεγε ότι ούτε τιμητικό θα ήταν για τους
Θεούς, αν ευχαριστούνταν από μεγάλες θυσίες περισσότερο παρά από μικρές.
2. α. δείκνυ, νομιεῑς - νομιεῑ, δός - δότω - δότε - δόντων, ἴσθι, ἀπόβηθι.
β. αἷσπερ, τινί ή τῳ, κάλλιον - κάλλιστα,
ἀμείνονα / ἀμείνω
βελτίονα / βελτίω
λώονα / λώω
κρείττονα / κρείττω
3. α. ὠφελεῑν: Υποκείμενο στο ἐδόκει, μοι: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου
από το δοκεῑ, ποιεῑν: Υποκείμενο στο δεῑ, ἀγαθά: κατηγορούμενα στο ὁποῑα,
τῶν τοιούτων: γενική διαιρετική.
β. θύων: χρονικοϋποθετική μετοχή (ὁπότε θύοι): υπόθεση
ἡγεῑτο: απόδοση. Λανθάνων υποθετικός λόγος που δηλώνει το απεριόριστα επανα-
λαμβανόμενο στο παρελθόν.
γ. ποιοῡντας: υποθετική μετοχή (εἰ ποιοῑεν ... ἄν ποιεῑν)
δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος.
ἥ τε Πυθία νόμῳ πόλεως ἀναιρεῑ εἰ ποιοῑεν ... ἄν ποιεῑν.
Ευθύς λόγος: εἰ ποιοῑτε νόμῳ πόλεως – εὐσεβῶς ἄν ποιοῑτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου