8.8.10

Δ Ι Α Γ Ω Ν Ι Σ Μ Α Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ ΄ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τα ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό
ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τήν εὐτυχίαν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους
187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ' ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς
τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ' ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά
βουνά.
Τόν χειμῶνα πού ἤρχισ' εὐθύς κατόπιν μ' ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιός πάτερ Σισώης, ἤ Σισώνης,
καθώς τόν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καί μ' ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους
τόν προσηγόρευον ὅλοι εἰς τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εἰς τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτο μοναχός
και διάκονος. Εἶτα ἠγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς ἔλεγαν, τήν ἔκλεψεν, ἀπό ἕνα χαρέμι τῆς
Σμύρνης, τήν ἐβάπτισε καί τήν ἐνυμφεύθη.
Εὐθύς μετά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐπί Καποδίστρια κυβερνήτου, ἐδίδασκεν εἰς διάφορα
σχολεῖα ἀνά τήν Ἑλλάδα, καί εἶχεν οὐ μικράν φήμην, ὑπό τό ὄνομα «ὁ Σωκράτης ὁ δάσκαλος».
Ἀργότερα ἀφοῦ ἐξησφάλισε τήν οἰκογένειάν του, ἐνθυμήθη τήν παλαιάν ὑποχρέωσίν του, ἐφόρεσε καί
πάλιν τά ράσα, ὡς ἁπλοῦς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυόμενος νά ἱερατεύῃ, κ' ἐγκαταβίωσεν ἐν
μετανοίᾳ, εἰς τό Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐκεῖ ἔκλαυσε τό ἁμάρτημά του, τό ἔχον γενναίαν
ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ὅτι ἐσώθη.
Ἀφοῦ ἔμαθα τά πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς εἴς
τινα κατ' ἐπαρχίαν ἱερατικήν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τήν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τήν ἐν
Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν εἰκοσαετής, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπό τό
Πανεπιστήμιον• ἐξῆλθα δικηγόρος μέ δίπλωμα προλύτου ...
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό
γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποίον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας
σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί
ἀνεπιτήδειος, οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου,
θέσιν οἱονεί αὐλικοῦ.
Καθώς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εἰς τήν αὐλήν τοῦ αὐθέντου του, δέν ἠμπορεῖ νά
γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον,
παρομοίως κ' ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ' ὅσον μοῦ
ἐπιτρέπει ἡ στενή δικαιοδοσία τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.
* * *
Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε
εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ' ἐγώ ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν εἶχα
λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»• περιεπλάκη κακά εἰς τό σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν
εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη! ... Μετρίως ἐλυπήθην, καί τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της.
Κ' ἐγώ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοίας καί ἐλέους τῶν καλογήρων, κ' ἔγινα δικηγόρος... Ἀφοῦ ἐπέρασα
ἀπό δύο ἱερατικάς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδική ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ' ἔκαμε νά
μή γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νά μέ κάμῃ νά γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγον ὁ γηραιός Σισώης ὅτι «ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν
ἔξω από τό μοναστήρι...». Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά
ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά! ...
Καί τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τό κοντόν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπό τό ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ' ἐπνίγη ἡ
Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καί ἀναλογίζομαι τό ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μέ τό ὁποῖον εἶναι
δεμένος ὁ σκύλος εἰς τήν αὐλήν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἄν τά δύο δέν εἶχαν μεγάλην
συγγένειαν, καί ἄν δέν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας» δι’ ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφή λέγει.
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη! ...»
(Διά την ἀντιγραφήν)
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
B. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Πώς λειτουργεί στο κείμενο η εγκιβωτισμένη αφήγηση που αναφέρεται στον Πάτερ – Σισώη;
2. Ο Παπαδιαμάντης αποποιείται την πατρότητα του κειμένου.
α. Από ποια στοιχεία στα αποσπάσματα διαφαίνεται η διάθεσή του αυτή;
β. Ποια στοιχεία συνηγορούν ώστε το κείμενο να αποδίδεται σ’ αυτόν;
3. Ποιος ο ρόλος της αίγας – Μοσχούλας στο διήγημα; Τι συμβολίζει το σχοίνισμά της;
4. Σχολιάστε τη φράση «Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!». Πως συνδέεται με την αρχή του
διηγήματος: «Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής»;
5. Στ. Μυριβήλη: «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια»
«…Κοιμήθηκε άσκημα. Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας νάτανε μια φαντασία του πολύ
έντονη, που τούρθε ζωντανή σα να είδε. Τόνε κράτησε ταραγμένο κάμποσο, ακόμα και σα σηκώθηκε
από το κρεβάτι. Είτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ. Κολυμπούσε ξένιαστη. Δεν τόξερε πως
κάποιος είναι και τη παραφυλάει, και σέρνει τη ματιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου. Είταν
ολόγυμνη, κι απορούσε ο Δρίβας πως έγινε κ’ ήξαιρε κατά λεπτώς όλες τις μυστικές λεπτομέρειες
αυτού του κορμιού. Έπαιζε στην ακρογιαλιά. Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα.
Αυτός, κουλουριασμένος πίσω από έναν βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ’ τη θωριά της. Σα νάταν
όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή
για το κάμωμά του, και μαζί την αχορταγιά της όρασής του…»
• Ποια κοινά στοιχεία εντοπίζετε από άποψη περιεχομένου ανάμεσα στα κείμενα του Παπαδιαμάντη
και του Μυριβήλη;
Κ α λ ή Ε π ι τ υ χ ί α !
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1. Στην εισαγωγική ενότητα του διηγήματος ενσωματώνεται η εγκιβωτισμένη αφήγηση της ιστορίας του
πάτερ Σισώη. Η ενσωμάτωση αυτής της μικρότερης ιστορίας, που φαινομενικά είναι αταίριαστη με την
κεντρική ιστορία έχει, στην ουσία θεματική σχέση με αυτήν, εφόσον αποσκοπεί στο να παρουσιάσει την
πορεία του αφηγητή μέχρι την τωρινή του κατάσταση.
Η ιστορία του αφηγητή και του πατέρα Σισώη έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, αλλά διαφορετική κατάληξη.
Ο πάτερ Σισώης ήταν αρχικά μοναχός και διάκονος, ακολουθεί ο έρωτάς του προς μια αλλόθρησκη, ο
γάμος του με αυτήν• και τέλος επιλέγει πάλι τη ζωή του μοναχού. Ο πάτερ Σισώης ακολουθεί λοιπόν την
πορεία: αγνότητα 􀃆 αμαρτία (ερωτική) 􀃆 μετάνοια 􀃆 λύτρωση. Ο βίος του μοναχού ακολουθεί μια
κυκλική πορεία: ξεκινά από την αγνότητα, για ƒ____να καταλήξει στο ίδιο σημείο.
Η πορεία του αφηγητή έχει την ίδια αρχή αλλά διαφορετική κατάληξη. Ο νεαρός βοσκός διάγει έναν αγνό
βίο στη φύση αλλά, όταν εμφανίζεται ο πειρασμός με τη μορφή της γυμνής κόρης, υποκύπτει σε αυτόν και
επιλέγει τελικά όχι τη μετάνοια και τη λύτρωση, αλλά τη ζωή στην πόλη και τελικά τη δυστυχία. Ο βίος του
αφηγητή δηλαδή ακολουθεί την εξής διαδρομή: αγνότητα 􀃆 αμαρτία (ερωτική) 􀃆 εμμονή στην ανάμνησή
της 􀃆 απομάκρυνση από τη λύτρωση και τη σωτηρία.
Συμπερασματικά λοιπόν, η εγκιβωτισμένη αφήγηση, αν και δίνει την εντύπωση παρέκβασης άσχετης με την
κεντρική ιστορία, λειτουργεί ως στοιχείο της υπόθεσης. Η επισήμανση της αναλογίας ανάμεσα στον ηθικό
βίο των δυο ηρώων αλλά και στο δρόμο προς τη λύτρωση, που ο ένας τελικά κατακτά και ο άλλος όχι,
καταδεικνύει την πορεία του αφηγητή μέχρι το δυστυχισμένο αφηγηματικό παρόν.
Επίσης, ο ρόλος του ανθρώπου αυτού στάθηκε καθοριστικός για τη ζωή και την προσωπικότητα του
νεαρού βοσκού, εφόσον οι συμβουλές που ο δάσκαλος έδωσε στο νεαρό μαθητή του επηρέασαν τη σκέψη
και τη διαμόρφωση του ηθικού του κόσμου.
2. Στα πλαίσια του ρεαλισμού (ρεαλιστική ηθογραφία) τον οποίο προσεγγίζει με τα διηγήματά του, ο
Παπαδιαμάντης αποποιείται την πατρότητα του κειμένου, αρνείται δηλαδή την ταύτισή του με τον
αφηγητή και την αυτοβιογραφικότητα των βιωμάτων του ήρωα – βοσκού, πιθανόν για να προσδώσει την
απαραίτητη αντικειμενικότητα στη συγγραφική παρατήρηση, πιθανόν, όμως και για να αρνηθεί την
αμεσότητα των συναισθημάτων και της ερωτικής συγκίνησης που διαχέεται σ’ ολόκληρο το κείμενο.
α) Συγγραφικό τέχνασμα που υποδεικνύει τη διάθεση του Παπαδιαμάντη να αποποιηθεί την πατρότητα
του συγκεκριμένου κειμένου είναι ο συγγραφικός δόλος, το στοιχείο δηλαδή της «πλαστοπροσωπίας».
Αυτή επιτυγχάνεται αφενός με τη χρήση των εισαγωγικών, μέσα στα οποία ο συγγραφέας κλείνει το
κείμενο δηλώνοντας έτσι ότι το σύνολο της αφήγησης είναι μια πιστή μεταφορά όσων βίωσε ένα τρίτο
πρόσωπο και αφετέρου με την ενυπόγραφη ένδειξη «Διά την αντιγραφήν», διαχωρίζοντας έτσι σαφώς
την πράξη της συγγραφής από την πράξη της αφήγησης.
Τέλος, η σύνδεση του χρόνου της ιστορίας με το χρόνο μιας αντικειμενικής εξωτερικής
πραγματικότητας, με την παράθεση συγκεκριμένης, σχεδόν, χρονολόγησης («το θέρος εκείνο του έτους
187…») εξυπηρετεί την ανάπλαση ενός χωρόχρονου στον οποίο εντάσσεται ο ήρωας – αφηγητής ως
αυθύπαρκτο πρόσωπο, ξεχωριστό από αυτό του συγγραφέα – Παπαδιαμάντη.
Ωστόσο, το «Όνειρο στο Κύμα» κατατάσσεται από την κριτική στα λεγόμενα «αυτοβιογραφικά» του
Παπαδιαμάντη, έστω κι αν οι απόψεις για το βαθμό της αυτοβιογραφικότητας των διηγημάτων αυτών
διίστανται ανάμεσα στην «εντύπωση πως ενσωματώνονται σελίδες από προσωπικό ημερολόγιο»
(Π. Μουλλάς) και στην πίστη πως ο Παπαδιαμάντης είναι «πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός
συγγραφέας» (Γ. Ιωάννου).
β) Στοιχεία που συνηγορούν, ώστε να αποδίδεται το διήγημα στον Παπαδιαμάντη, είναι τα εξής:
i. Από τη άποψη της αφηγηματικής τεχνικής:
Ο ισχυρός τύπος της ομοδιηγητικής αφήγησης και πιο συγκεκριμένα της αυτοδιηγητικής αφήγησης,
όπου ο αφηγητής είναι και ο πρωταγωνιστής των δρωμένων, εξακριβώνεται ήδη από την πρώτη
αράδα του κειμένου («Ήμην…») ενώ παράλληλα ο εξομολογητικός τόνος της αφήγησης εστιάζει από
την αρχή στα συναισθήματα του ήρωα («ήμην ευτυχής») ακόμα κι αν αυτά βρίσκονται στα μύχια της
ψυχής του (μίσος προς τον προστάτη και ευεργέτη του)
ii. Από την άποψη του περιεχομένου:
• Το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται η δράση δεν περιορίζεται μονάχα στην εποχή του
συγγραφέα αλλά συγκεκριμενοποιείται στους δύο τόπους που έδρασε ο Παπαδιαμάντης, τη
Σκιάθο και την Αθήνα.
• Ο εκκλησιαστικός χαραχτήρας της παιδείας του ήρωα («μ’ επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ
Σισώης… και μ’ έμαθε γράμματα», «…εστάλην ως υπότροφος της μονής εις τίνα κατ’ επαρχίαν
ιερατικήν σχολήν») συνάδει με το χαραχτήρα της αγωγής και της εκπαίδευσης του
Παπαδιαμάντη, ο οποίος όχι μόνο μεγάλωσε δίπλα στον ιερέα πατέρα του αλλά διετέλεσε και
ψάλτης, επισκέφτηκε το Άγιο Όρος και γενικότερα ήταν βαθιά θρησκευόμενο άτομο.
• Ο ήρωας – βοσκός είναι φορέας των αξιών και της βιοθεωρίας του ίδιου του Παπαδιαμάντη π.χ. ο
Παπαδιαμάντης ασφυκτιούσε στο αστικό κλίμα της Αθήνας και δραπέτευε συχνά στη Σκιάθο
(«Και είμαι περιορισμένος… καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον… προϊσταμένου
μου» «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…»)
Επιπλέον ο Παπαδιαμάντης επηρεασμένος από την εκκλησιαστική του παιδεία και τη γοητεία
του μοναστικού βίου – είχε χαρακτηριστεί ως «κοσμοκαλόγερος» – ενίοτε προχωρά σε μια
ισοπεδωτική απαξίωση του γυναικείου φύλου («Η Μοσχούλα… είναι απλή θυγάτηρ της Εύας,
όπως όλαι»).
• Τέλος, πίσω από τα λόγια του αφηγητή: «Τάχα… να γίνω μοναχός. Ορθώς έλεγον… δεν έπρεπε να
με στείλουν έξω από το μοναστήρι…», κρύβεται ο συγγραφέας ο οποίος, αν και αρχικά επεζήτησε
την ευτυχία στη μοναχική ζωή του Άγιου Όρους, τελικά επέλεξε την κοσμική ζωή, χωρίς ωστόσο
να σταματήσει ποτέ να ενδιαφέρεται «διά την σωτηρίαν της ψυχής του».
3. Η μοίρα της Μοσχούλας– κατσίκας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν της Μοσχούλας-κοπέλας,
αντικείμενο του έρωτα του αφηγητή.
α) Καταρχάς, παρατηρείται μια ομωνυμία που η λειτουργία της στην πλοκή είναι καθοριστική. Το
βάπτισμα της αίγας από τον αφηγητή, ως Μοσχούλα, έχει ως πηγή τα συναισθήματά που αυτός τρέφει
για την κοπέλα. Το κοινό όνομα αποτελεί μηχανισμό υποκατάστασης. Τα συναισθήματα που είναι
αδύνατον να εκφραστούν, εξαιτίας των ηθών της εποχής αλλά και της κοινωνικής διαφοράς,
διοχετεύονται στην κατσίκα.
β) Λογοτεχνική αξιοποίηση της ομωνυμίας αποτελεί το γεγονός ότι αυτή γίνεται η αφορμή για το διάλογο
των δύο νέων. Η πλοκή προωθείται όταν η αναζήτηση της μικρής αίγας καταλήγει στην πρώτη
συνάντηση.
γ) Η σύνδεση της μοίρας αυτών των δύο στα οριακά επίπεδα ‘θανάτου- ζωής’ αποδίδεται στη σκηνή που
διαδραματίστηκε στο θαλάσσιο άνδρο. Εκεί οι αποφάσεις που λαμβάνει ο βοσκός καθορίζουν τη ζωή ή
το θάνατο της μίας ή της άλλης.
Αρχικά το πλατάγισμα του γυμνού σώματος(α΄ δραματικό απρόοπτο) της κοπέλας αναστέλλει την
πρόθεση του βοσκού να λύσει την κατσίκα του και να φύγει.
Στη συνέχεια το απροσδόκητο βέλασμα της αίγας(β΄ δραματικό απρόοπτο) θα διακόψει το γαλήνιο
μπάνιο της κοπέλας και θα συντελέσει ουσιαστικά στην εξέλιξη της πλοκής. Από την εσωτερική
δράση(διλήμματα) που επιβραδύνει την εξέλιξη έξοδο αποτελεί η ακουστική εικόνα(βέλασμα). Η λύση
στην εσωτερική σύγκρουση του βοσκού δίδεται από το εξωτερικό ερέθισμα.
Τέλος η απόφαση του βοσκού να επέμβει αποφασιστικά και να σώσει τη ζωή της κοπέλας που πνίγεται
θα επιφέρει και το θάνατο της κατσίκας. Η ζωή του ζώου θυσιάζεται για χάρη της κοπέλας. “’Aλλ’ ἑγώ
ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τήν ζωήν της...καί τήν ἔκαμα θυσίαν πρός χάριν της”
Σχοίνισμα
Το σχοίνισμα είναι πραγματικό για την κατσίκα, συμβολικό για τον αφηγητή. Ο θάνατος της κατσίκας θα
συμπέσει χρονικά με το τέλος της ευτυχισμένης ζωής του στη φύση. Η τελική επιλογή του σχετικά με το
δίλημμα να παραμείνει να απολαύσει το μπάνιο της κοπέλας ή να λύσει την κατσίκα του και να φύγει,
οδήγησε την μεν κατσίκα στον πνιγμό και τον ίδιο στη δυστυχισμένη και ανωφέλητη ζωή που τώρα βιώνει.
Η στιγμή που ενέδωσε στον πειρασμό της γυμνής σάρκας επέφερε δύο θανάτους, πρώτον της κατσίκας-
Μοσχούλας και δεύτερον της αγνότητας μέσα στη φύση.
4. Το διήγημα τελειώνει με μια φράση απαξίωσης της κοσμικής ζωής, της μόρφωσης του πολιτισμού, της ζωής
στην πόλη. Αποτελεί στοχαστική παρατήρηση του αφηγητή, που αναλογιζόμενος την πορεία της ζωής του
προβαίνει σε μία αξιολογική κρίση. Η μόρφωση δεν τον οδήγησε, όπως θα ήταν αναμενόμενο, στην
κατάκτηση ενός υψηλότερου επιπέδου ποιότητας ζωής, απαλλάσσοντας από τα δεσμά της άγνοιας, αλλά
αποτέλεσε αίτιο δυστυχίας.
Το συμπέρασμα αυτό από τον απολογισμό ζωής, που αναδεικνύει το μικρό βοσκόπουλο ως πιο
ευτυχισμένο, οδηγεί στη ρήση «Ω ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη» με την οποία κλείνει και το διήγημα.
Αν η φράση αυτή συνδεθεί με την αρχή του διηγήματος «Χωρίς να το ηξεύρω ήμην ευτυχής» παρατηρείται
το μορφικό σχήμα του κύκλου. Το σχήμα κύκλου λειτουργεί λογοτεχνικά για να παρέχει την αίσθηση της
ολοκλήρωσης και της πληρότητας. Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορεί να ερμηνευθεί ως ο εγκλωβισμός του
αφηγητή μέσα στα όρια που προσδιορίζονται απ’ αυτό το σχήμα. Η περιχαράκωση της ζωής του μέσα σε
συγκεκριμένα πλαίσια, το τέλος της ελπίδας.
5. Ανάμεσα στα δύο κείμενα εντοπίζονται πολλά κοινά στοιχεία:
• Αρχικά, χαρακτηριστικό κοινό στοιχείο είναι αυτό του ονείρου και η διαπλοκή του με την
πραγματικότητα.
• Και στα δύο κείμενα υπάρχει το μπάνιο της γυμνής κοπέλας που, εν αγνοία της, γίνεται αντικείμενο
οπτικής απόλαυσης του αφηγητή.
• Το ερωτικό στοιχείο.
• Ανάλογη θέση παρατήρησης αφηγητή, o οποίος και στα δύο κείμενα, κρύβεται πίσω από τα βράχια
• Ο τρόπος θέασης του γυναικείου κορμιού: λειτουργία αίσθησης(όρασης) και φαντασίας.
• Εσωτερική σύγκρουση. Η λογική και η ηθική αντιμάχονται τον πειρασμό, ο οποίος και στα δύο κείμενα
αντιπροσωπεύεται από τη θέα του γυμνού γυναικείου κορμιού.
Παρά τους ενδοιασμούς, και στα δύο κείμενα, τελικά ο αφηγητής ενδίδει στον πειρασμό και απολαμβάνει
το θέαμα.__

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου