ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΌΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Παπαδιαμάντης έζησε τη ζωή του ανάμεσα στη Σκιάθο και στην Αθήνα σε μια ε-ποχή που όλα μεταβάλλονταν κι ο παλιός κόσμος με τα ήθη, τα έθιμα και τις αντιλή-ψεις του γκρεμιζόταν σαν χάρτινος πύργος. Είναι η εποχή όπου έχουν αρχίσει να υποχωρούν οι φεουδαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας και ένας νέος κόσμος προβάλλει, ο αστικός, με συνέπειες που γίνονται αισθητές σε όλους τους τομείς της της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Πολλοί μελετητές του υποστηρίζουν ότι ο Παπα-διαμάντης ήταν συντηρητικός στις απόψεις του για τη ζωή και την κοινωνία, γι’ αυτό, όπως λένε, ο κόσμος των διηγημάτων του είναι στραμμένος νοσταλγικά στο παρελ-θόν, παραμένει στατικός και αμετάβλητος. Είναι βαθιά θρησκευόμενος, ένας «κοσμο-καλόγερος», απόκοσμος και μελαγχολικός, μοναχικός, ταπεινός κι ολιγαρκής· επίσης συντηρητικός κι επιφυλακτικός στους αναφομοίωτους νεοτερισμούς της εποχής του.
Τα θέματα του σχετίζονται με το θρησκευτικό βίο, τη λαϊκή παράδοση και το νησιώ-τικο περιβάλλον. Οι ήρωες του είναι απλοί άνθρωποι του λαού της υπαίθρου, ταπει-νοί και φτωχοί, καρτερικοί και αφελείς. Βάση των διηγημάτων του είναι η ηθογραφία, συνυφασμένη όμως με στοιχεία ψυχογραφικά, κοινωνικά και ρεαλιστικά, ενώ ο λυρισμός του είναι μερικές φορές τόσο έντονος, ώστε πολλές σελίδες μοιάζουν με ποιήματα. Η γλώσσα των πεζογραφημάτων του είναι ιδιόμορφη: στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, στην αφήγηση βάση εί-ναι η καθαρεύουσα, στην οποία όμως βρίσκονται πολλά στοιχεία της δημοτικής· στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα καθώς και λέξεις της αρχαίας ελληνικής ή και λέξεις της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Οι περίοδοι του έργου του
Α’ περίοδος (1879 – 1885) Τρία ιστορικά μυθιστορήματα:
- Η Μετανάστις
- Οι Έμποροι των Εθνών
- Η Γυφτοπούλα
Και το διήγημα: Χρήστος Μηλιώτης
Β’ περίοδος (1887 – 1896) Διηγήματα: Το Χριστόψωμο, Υπηρέτρα, Ο Σημαδιακός, Ο Φτωχός Άγιος, Η Σταχομαζώχτρα, Όνειρο Στο Κύμα, Χωρίς Στεφάνι, κ.τ.λ. (περίπου 180 διηγήματα)
Γ’ περίοδος (1898 – 1910): – Γουτού - Γουπατού
– Αντίκτυπος του Νου
– Φόνισσα
Στη Β’ περίοδο, ο Παπαδιαμάντης γράφει πιο ηθογραφικά, καθώς προβάλλει τα γνήσια ελληνικά ήθη, την Ορθοδοξία και την ελληνική φύση, με κέντρο αναφοράς κυ-ρίως το νησί του. Η Γ’ περίοδος, χωρίς να χάσει τα γνωρίσματα της προηγούμενης, χα-ρακτηρίζεται από κριτικότερη ρεαλιστική ματιά, αλλά και μια στροφή προς τον αυτο-βιογραφικό τύπο διηγήματος.
Ηθογραφικό ονομάζεται το διήγημα που απεικονίζει με τρόπο ρεαλιστικό τα ήθη, τα έθιμα, τους ανθρώπινους χαρακτήρες και τις καταστάσεις της καθημερινής ζωής της υπαίθρου. Βέβαια, υπάρχουν και ηθογραφικά διηγήματα στα οποία παρουσιάζεται μια τάση ωραιοποίησης της πραγματικότητας, όπως και ορισμένα που ακολουθούν την τεχνοτροπία του νατουραλισμού, μιαν ακραία έκφραση του ρεαλισμού, που επι-μένει στις άσχημες πλευρές της πραγματικότητας.
Ο Παπαδιαμάντης δεν έμεινε στην απλή ηθογράφηση, αλλά με βάση την ηθογραφία ανοίγεται σε πολλές κατευθύνσεις, αναμειγνύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με κοινωνικά κι άλλοτε με ψυχογραφικά, συχνά μάλιστα με έκδηλο λυρισμό. Στη βάση του όμως είναι ένας ρεαλιστής ηθογράφος που δεν εξωραΐζει, δεν εξιδανικεύει, δεν υ-περβάλλει. Αναζητά την ομορφιά σε κάθε εκδήλωση της ζωής και γίνεται υμνητής της.
Τα θέματα των διηγημάτων του σχετίζονται α) με το θρησκευτικό βίο, β) με τη λαϊκή παράδοση και γ) με το νησιώτικο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε.
Βαθιά θρησκευόμενος περνά την αγάπη του για το Θεό μέσα στα έργα του. Γράφει προσκολλημένος στο ορθόδοξο τυπικό και συνεπαρμένος από ένα διαρκές θρησκευ-τικό συναίσθημα. Η πίστη του δεν τον οδηγεί στο να γίνει θεωρητικός, δογματικός της Ορθόδοξης Πίστης ούτε εκτρέπεται στη θρησκοληψία. Δεν αναζητεί το Θεό στην περι-οχή του θαύματος, αλλά διαρκώς αναζητεί την ηθική τελειότητα, αφού πιστεύει ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και τους καθοδηγεί με τη Θεία Πρό-νοια.
Το διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» δημοσιεύτηκε το 1900 στο περιοδικό Παναθήναια κι ανήκει στα ‘‘αυτοβιογραφικά’’ διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Ίσως επειδή το κείμενο είναι ερωτικό και κινδύνευε να θεωρηθεί τολμηρό, ο συγγραφέας δεν το υπογράφει ως έργο του, αλλά γράφει αριστερά της υπογραφής του το παραπλανητικό ‘‘Δια την αντι-γραφήν’’ αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν το έγραψε ο ίδιος, αλλά το αντέγραψε από κάποιον άλλο. Πέρα απ’ το ερωτικό και στοχαστικό στοιχείο, στο διήγημα διακρίνεται η θρησκευτικότητα του συγγραφέα και η αγάπη του για τη φύση, ενώ τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται μέσα σε ένα εξιδανικευμένο φυσικό περιβάλλον και σε κλίμα ποιμενικό· έτσι το έργο παίρνει το χαρακτήρα του ποιμενικού ειδυλλίου.
Το διήγημα κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα: στο παρόν και στο παρελθόν. Επίσης διακρίνονται δύο πλάνα: το εξωτερικό, όπου δρουν τα πρόσωπα, και το εσωτερικό, όπου διαγράφεται η ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, ενώ οι ιδέες που προκύπτουν συνιστούν το ιδεολογικό υπόστρωμα του διηγήματος.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο ήρωας – αφηγητής είναι ένας ώριμος δικηγόρος που εργάζεται στην Αθήνα. Η μί-ζερη ζωή του στην πόλη τον οδηγεί στην αναπόληση ενός περιστατικού της εφηβικής του ζωής, όταν ήταν ακόμη βοσκόπουλο στο νησί του. Το καλοκαίρι του 187... έβοσκε τις κατσίκες του μπροστά στο περιτειχισμένο κτήμα του κυρ – Μόσχου, ενός άρχοντα της περιοχής που ζούσε στην εξοχή μαζί με την υιοθετημένη ανιψιά του τη Μοσχούλα. Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα αφήνει τα γίδια του να βοσκήσουν και βρίσκει ευκαιρί-α να κολυμπήσει. Βγαίνοντας όμως από τη θάλασσα, και πηγαίνοντας να λύσει τη μι-κρή του κατσίκα, τη Μοσχούλα, ακούει το πλατάγιασμα ενός σώματος να πέφτει στο κύμα. Επρόκειτο για τη γυμνή Μοσχούλα – κορίτσι. Το βοσκόπουλο ακινητοποιείται για να μην τρομάξει την κοπέλα και μετά από κάποιους δισταγμούς και ρτόπους διαφυγής, παραμένει στη θέση του και παρασύρεται από την περιέργειά του, απολαμ-βάνοντας το θέαμα της γυμνής κοπέλας που κολυμπά. Το θαυμασμό του διακόπτει το βέλασμα της κατσίκας του, που τρομάζει την κοπέλα, η οποία θορυβείται ακόμα πε-ρισσότερο από την εμφάνιση μιας αλιευτικής βάρκας. Χάνοντας τον έλεγχο της η κο-πέλα αρχίζει να βυθίζεται κι ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα για να τη σώσει. Η αίσθηση της επαφής με το γυμνό σώμα της κοπέλας τον αναστατώνει. Η κοπέλα σώζε-ται, αλλά η κατσίκα του πνίγεται με το σκοινί που την έχει δεμένη. Ο αφηγητής τελει-ώνει την αφήγησή του εκφράζοντας τη νοσταλγία του για τα αμέριμνα χρόνια της εφηβικής του ηλικίας.
ΔΟΜΗ – ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΩΝ
1η ενότητα: «Ήμην πτωχόν… προϊσταμένου μου»: Από βοσκόπουλο βοηθός δικηγόρου
2η ενότητα: «Η τελευταία χρονιά…εβρέχετο από το κύμα»: Ο κόσμος του νεαρού βοσκού
3η ενότητα: «Ο κυρ Μόσχος…πετμέζι»: Η Μοσχούλα και η γνωριμία της με το βοσκό
4η ενότητα: «Μίαν εσπέραν…ελούετο»: Η πρόκληση της θάλασσας κι η γυμνή Μοσχούλα
5η ενότητα: «Την ανεγνώρισα…τα επίγεια»: Τα διλήμματα του βοσκού και η απόλαυση του ονείρου
6η ενότητα: «Δεν δύναμαι…ταλαίπωρον ζώον»: Το βέλασμα της κατσίκας
7η ενότητα: «Δεν ηξεύρω…όνειρόν του»: Η διάσωση της Μοσχούλας
8η ενότητα: «Η Μοσχούλα έζησε…εις τα όρη!» Η ανεξίτηλη ανάμνηση της γυμνής κοπέ-λας στη μνήμη του ώριμου πλέον άντρα
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Το διήγημα ανήκει στις αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, κατά τις οποίες ο αφηγητής, πέ-ρα από το ότι είναι πρωτοπρόσωπος και μετέχει σ’ αυτήν (ομοδιηγητικός αφηγητής), είναι επιπλέον και ο πρωταγωνιστής της. Περιγράφει ένα συμβάν που πιστεύει ότι επηρέασε τη μετέπειτα ζωή του και εκφέρει κρίσεις και απόψεις, παίρνει θέση, πράγμα που δίνει στην αφήγηση τα χαρακτηριστικά της εξομολόγησης. Στον πρόλογο και στον επίλογο, στα δύο δηλαδή σημεία του διηγήματος που αναφέρεται στο παρόν της αφήγησης, η εστίαση είναι μηδενική, γιατί η αφήγηση γίνεται από έναν παντογνώστη αφηγητή. Και στο κύριο μέρος του διηγήματος, η αφήγηση γίνεται και πάλι κάτω από την προοπτική του ώριμου αφηγητή, που έχοντας ζήσει ο ίδιος τα γεγονότα, τα χρω-ματίζει με την εμπειρία του ανθρώπου που κοιτάζει πλέον από μεγάλη απόσταση χρό-νου αυτό που του συνέβη στο παρελθόν. Για να μη μειωθεί όμως η αγωνία για την έκ-βαση της ιστορίας, αφού ο αφηγητής γνωρίζει το τέλος, ο συγγραφέας εναλλάσσει σε κάποια σημεία του κειμένου την εστίαση από μηδενική σε εσωτερική, πράγμα που ση-μαίνει ότι ο αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του ήρωα-βοσκού, χωρίς υποτίθεται να γνωρίζει περισσότερα από όσα η κατοπινή εμπειρία τον προμήθευσε. Η διαφορά αυτή γίνεται φανερή, όταν, ενώ η αφήγηση εστιάζει κάποτε στον ήρωα βοσκό, ο αφηγητής-προλύτης παρεμβάλλει και τη δική του αφηγηματική φωνή, προσπαθώντας να φωτί-σει ενέργειες κι αντιδράσεις του ήρωα. Αλλού πάλι ο αφηγητής αποσιωπά σκόπιμα λεπτομέρειες και προβάλλει μόνο την προοπτική του βοσκού, αυξάνοντας έτσι την αγωνία και την ένταση για τη συνέχεια. Η εναλλαγή αυτή της εστίασης είναι πολύ ση-μαντική, ιδιαίτερα για την ανάδειξη των διλημμάτων του ήρωα-βοσκού.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η
Η εισαγωγή του διηγήματος έχει τη μορφή πρόληψης, ο αφηγητής δηλαδή ανακαλεί εκ των προτέρων ένα γεγονός που θα διαδραματιστεί αργότερα στην αφήγησή του. Στον πρόλογο δίνει με περιληπτική αφήγηση τα σημαντικότερα γεγονότα από τη ζωή του, που έπαιξαν ρόλο στη μετεξέλιξή του από βοσκό σε βοηθό δικηγόρου. Το όραμα μιας ευτυχισμένης ζωής, όπως μας δηλώνει από την αρχή ο αφηγητής, μένει απραγμα-τοποίητο.
Οι πληροφορίες που μας δίνει ο αφηγητής όσον αφορά στην αυτοπροσωπογραφία του είναι οι εξής:
Οικονομική κατάσταση (φτωχός)
Επάγγελμα (βοσκός)
Ηλικία (18 χρονών)
Πνευματική καλλιέργεια (ολότελα αγράμματος)
Ψυχική κατάσταση (ευτυχισμένος)
Σωματική εμφάνιση (ωραίος - τραχύ/ ηλιοκαμένο/αρρενωπό πρόσωπο - ψηλό/ ευλύγιστο σώμα, φανερή αυταρέσκεια)
Η φράση «Την τελευταίαν φοράν…του έτους 187...» λειτουργεί ως οριακό σημείο ανάμεσα στην ευτυχισμένη ζωή των χρόνων της ελευθερίας και της φυσική διαβίωσης και στα άχαρα χρόνια που ακολούθησαν γεμάτα μιζέρια, ασφυκτικό κλοιό, δυστυχία. Επίσης λειτουργεί ως προειδοποίηση στον αναγνώστη· πρόκειται να γίνουμε μάρτυ-ρες μιας εξομολογητικής αφήγησης, η οποία θα μας παρουσιάσει τις τελευταίες ευτυχι-σμένες στιγμές που βίωσε ο αφηγητής λίγο πριν υποχρεωθεί να αλλάξει τρόπο ζωής και να υποδουλωθεί στις συμβατικότητες του κοινωνικού βίου, μεταβαίνοντας από τη φυσική στην κοσμική και αστική ζωή.
Η αναφορά στο πρόσωπο του πάτερ-Σισώη έχει στόχο να συμπληρώσει τα γεγονότα της αφήγησης δείχνοντας τη διαδρομή του αφηγητή ως τη σημερινή του κατάσταση. Δεν πρόκειται για άσχετη παρέκβαση, γιατί υποδηλώνονται κάποιες αναλογίες ανά-μεσα στον ηθικό βίο του Σισώη και τον αφηγητή.
Εξάλλου ο ρόλος του Σισώη στάθηκε καθοριστικός για την κατοπινή ζωή του αφηγη-τη, αφού διαμόρφωσε τον τρόπο σκέψης του και γενικότερα την ηθική του συμπεριφ-ορά. Ίσως λοιπόν ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να τιμήσει το δάσκαλο που του έμαθε τα πρώτα του γράμματα.
Το εισαγωγικό μέρος του διηγήματος κλίνει με την αναφορά του αφηγητή στο πα-ρόν της αφήγησης. Ο ήρωας απορρίπτει κατά τρόπο κατηγορηματικό την παρούσα ζωή του και τη μέχρι τώρα πρόοδο και εξέλιξή του με μια εντυπωσιακή και αυθόρμητη ομολογία μίσους προς τον εργοδότη κι ευεργέτη του, ενώ με τη χαρακτηριστική πα-ρομοίωση του σκύλου δηλώνει την καταπίεση και την έλλειψη ελευθερίας που αισθά-νεται.
Με μια ψυχογραφική προσέγγιση θα παρατηρήσουμε ότι πράγματι η ευεργετική διάθεση προϋποθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ του ευεργέτη σε κάποιον τομέα κι η ευεργε-σία γίνεται από θέση ισχύος, ενώ η οφειλή ευγνωμοσύνης του ευεργετημένου είναι τα-πεινωτική, αφού υπενθυμίζει και διαιωνίζει την κατωτερότητά του.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
α) Πρόληψη – προσήμανση
«Την τελευταίαν φοράν όπου εγεύθην την ευτυχίαν»: Ο αναγνώστης προϊδε-άζεται για το ότι ο αφηγητής δε θα νιώσει άλλη φορά στο μέλλον ευτυχισμένος.
«Το κοντόν σχοινίον» με το οποίο ήταν δεμένο το σκυλί της παρομοίωσης: Μας προϊδεάζει για το κοντό σχοινί με το οποίο θα πνιγεί η κατσίκα του αφηγητή.
β) Εγκιβωτισμένη αφήγηση (σαν παρέκβαση)
Η αναδρομή στο παρελθόν του πάτερ-Σισώη εγκιβωτίζεται στην κύρια αναδρομι-κή αφήγηση κι επειδή δε γίνεται από τώρα αντιληπτή η σχέση της με τα γεγονότα μοιάζει με παρέκβαση.
γ) Έλλειψη (αφηγηματικό κενό)
Στη μετάβαση από τη λήξη των σπουδών στο επαγγελματικό παρόν υπάρχει αφη-γηματικό κενό· αν όμως πάρουμε υπόψη μας τα αποσιωπητικά μετά τη λέξη «προ-λύτου», θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για σύνοψη χρόνου.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Μετωνυμία: Άλφα (ανάγνωση – γραφή)
Μεταφορά: Εγεύθην την ευτυχίαν / στρυφνόν πρόσωπον / σκοτεινής αφορμής
Ειρωνεία: Εννοείται δεν έκαμα / εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη
Παρομοίωση: οιονεί αυλικού / Η ζωή του αφηγητή με τη ζωή σκύλου που είναι δεμένος με «πολύ κοντό σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου του»
ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ:
Παρόν Παρελθόν
Αγράμματος Πτυχιούχος
Βοσκός Υπάλληλος σε γραφείο
Ζούσε – εργαζόταν στην ανοικτή φύση Κλειστό γραφείο, αστικό περιβάλλον
Ζούσε – ενεργούσε ελεύθερα Στενό πεδίο δράσης
Ένιωθε ευτυχισμένος Αποτυχημένος, ταπεινωμένος, καταπιεσμένος, δυστυχισμένος
ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η
Ύστερα από την παρεμβολή του Σισώη και την αναφορά στη σημερινή ζωή του αφη-γητή, η αφήγηση επανέρχεται στην εποχή της νεότητας του, για να συμπληρωθεί η ει-κόνα του με περισσότερες λεπτομέρειες και με άλλα στοιχεία και να παρουσιαστεί ο κόσμος και η ζωή του μέσα στη φύση. Προς το τέλος όμως της ενότητας η αφήγηση αλ-λάζει προοπτική:
Από την αναφορά την ανωνύμων προσώπων, που φαίνεται ότι στοιχειοθέτησαν το ανθρώπινο περιβάλλον του αφηγητή, περνάει στην παρουσίαση ενός προσώπου που όχι μόνο κατονομάζεται, αλλά δίνεται γι’ αυτό ευρύτερη πληροφόρηση. Έτσι γνωρί-ζουμε τον κυρ Μόσχο, το δύστροπο χαρακτήρα του, την οικογενειακή του κατάσταση, τη μεγάλη περιουσία του και το απέραντο παραθαλάσσιο κτήμα του.
Από την περιγραφή ανοιχτών χώρων, στους οποίους κινείται ο βοσκός, περνά στην παρουσίαση του μοναδικού στην περιοχή χώρου, ο οποίος ήταν περιφραγμένος με ιδιαίτερη φροντίδα κι επομένως εντελώς απρόσιτος· έρχεται δηλαδή στο περιβάλλον της Μοσχούλας και στο πρόσωπο που θα παίξει καίριο ρόλο στην πλοκή.
Η τοπογραφία της περιοχής, η ποικιλία της χλωρίδας, μερικά φυσικά φαινόμενα και κάποιες εργασίες των γεωργών μαρτυρούν τη φυσιολατρία του συγγραφέα και συνι-στούν ένα αρκαδικό τοπίο ευτυχίας και αμεριμνησίας, μέσα στο οποίο θα κινηθεί το βουκολικό ερωτικό στοιχείο. Ο στενός δεσμός, σχεδόν η ταύτιση του βοσκού με τη φύση κι η αγάπη του γι’ αυτή είναι φανερά, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνεται κι η κυριαρχία που αισθάνεται ο ίδιος πάνω στη φύση και η απόλυτη ελευθερία που νιώθει μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, μια ελευθερία που γίνεται πράξη με την ανεξέλεγκτη ‘‘νομή’’ και ‘‘κάρπωση των προϊόντων των ξένων χωραφιών κι αμπελώνων.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο συγγραφέας με την αναφορά α) στον πλούσιο κυρ-Μόσχο και σε κάποιους φτωχούς αγρότες, β) στο απέραντο και απρόσιτο κτήμα του που περικλειόταν από πέτρινο περίβολο, γ) στην απομόνωση του από τον υπόλοιπο κόσμο, αφού δεν πήγαινε συχνά στην κωμόπολη, αλλά ήθελε να ζει σαν σε ξεχωριστό βασίλειο και δ) στις παρανομίες των αγροφυλάκων, επιζητεί να προβάλει τη διαφορά ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πλούσι-ους και φτωχούς και τις αυθαιρεσίες των οργάνων του νόμου· επομένως θέλει να επι-σημάνει τις κοινωνικές διακρίσεις και ανισότητες και την κοινωνική αδικία. Η άποψη αυτή θεωρείται παρατραβηγμένη.
ΑΦΗΓΗΣΗ
Συνεχίζει να υπάρχει το μοτίβο του δραματοποιημένου αφηγητή και η αναδρομική αφήγηση, εδώ όμως κυριαρχεί η περιγραφή.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Παρομοιώσεις: «Εφαινόμην ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τουτους ανέμους»
«Όπως οι θάμνοι και αι αγριελαίαι»
«Ως να ήτο θηγάτηρ του»
Μεταφορές: «Με το αιώνιον της ζωής το φραγγέλιον»
«Παρά το χείλος της θαλάσσης»
Λυρισμός: «Υπέρθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους»
«Εφαινόμην κι εγώ…φραγγέλιον»
Ιδιαίτερα εμφανής γίνεται η θρησκευτική παιδεία του συγγραφέα μέσα από τους συμβολισμούς της ευαγγελικής γλώσσας: του γεωργού, της αμπέλου, της φτωχής χή-ρας.
ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η
Ο αφηγητής τώρα περνά με πολύ φυσικό τρόπο στην παρουσίαση της Μοσχούλας, δίνοντας την ηλικία της, τις δραστηριότητές της, τα γνωρίσματα του χαρακτήρα της και κυρίως την ομορφιά της. Στη συνέχεια δίνονται οι αντιφάσεις της προσέγγισης των δύο νέων.
Έχει ενδιαφέρον να σταθεί κανείς στο όνομα της ηρωίδας και να το διερευνήσει ετυ-μολογικά. Το όνομα αυτό είναι το θηλυκό του κύριου ονόματος ‘‘Μόσχος’’ που προ-έρχεται από το προσηγορικό ‘‘μόσχος’’, ένα πολύ δυνατό, παχύρρευστο και σκουρό-χρωμο άρωμα που το έφερναν από την Ασία και παραγόταν από κοιλιακούς αδένες του αρσενικού ενός είδους ελαφιού. Επομένως το όνομα ‘‘Μοσχούλα’’ έχει ποιητική σημασία και θα μπορούσε να αποδοθεί κατά προσέγγιση με το σημερινό επίθετο ευω-διαστή.
Ο αφηγητής παρομοιάζει τη Μοσχούλα με την αγαπημένη του κατσίκα σε κάποια σωματικά γνωρίσματα, όμως η παρομοίωση πρέπει να νοηθεί αντίστροφα: η κατσίκα ήταν εκείνη στην οποία διαπιστώθηκαν, αρχικά τουλάχιστον, ομοιότητες εξωτερικής εμφάνισης με το κορίτσι, καθώς κι ομοιότητες συμπεριφοράς, γι’ αυτό κι ο βοσκός έδωσε στην κατσίκα το όνομα της κοπέλας. Το ότι ο βοσκός προβάλλει τα συναισθή-ματά του στην κατσίκα του ανακαλύπτει την αδυναμία του για την κοπέλα. Πρόκει-ται για ένα μηχανισμό υποκατάστασης συναισθημάτων (προβολή), ο οποίος ενεργο-ποιήθηκε, επειδή το πραγματικό αντικείμενο της αγάπης του αποτελούσε απλησίαστο όνειρο. Η πρόωρη δήλωση της ομωνυμίας του κοριτσιού και της κατσίκας θα αξιοποι-ηθεί στη συνέχεια (προοικονομία).
Η περιγραφή της κοπέλας είναι ολοκληρωμένη. Δίνονται η ηλικία της, οι δραστη-ριότητές της, τα γνωρίσματα του χαρακτήρα της, η εξωτερική της εμφάνιση. Ως μέσα χρησιμοποιεί καίρια επίθετα και ρήματα (ωραία, μελαχροινή, ωχρά, έφεγγε, υπέφωσκε), παρομοιώσεις (σαν τη νύμφη του Άσματος της Παλαιάς Διαθήκης, σαν την αγαπημένη του κατσίκα), μεταφορές (οι οφθαλμοί σου περιστεραί, έφεγγε), υπερβολή (απείρως λευκότερος). Με όλα τα παραπάνω γνωρίσματα η Μοσχούλα ενσαρκώνει το πρότυπο ομορφιάς του κοριτσιού του βουκολικού λογοτεχνικού είδους. Η εξιδανίκευση της ομορφιάς κι ο έκδηλος θαυμασμός προδίδουν την έλξη που νιώθει ο αφηγητής για την κοπέλα και υποκρύπτουν το ερωτικό συναίσθημα που έχει δημιουργηθεί, καθώς και η προσπάθειά του να βρίσκεται κοντά της με την ελπίδα ότι θα τη δει.
Την αφορμή για την πρώτη επικοινωνία των δύο νέων, παρά την πολύχρονη γνωρι-μία τους, τη δίνει το όνομα της κατσίκας, καθώς αξιοποιείται το λογοτεχνικό εύρημα της ομωνυμίας κατσίκας – κοπέλας. Έτσι επισημαίνεται η απουσία της συγκεκριμένης κατσίκας κατά τη συνηθισμένη καταμέτρηση των κατσικιών, τονίζεται το γεγονός ότι ο βοσκός ταράζεται όχι από την απουσία μιας οποιασδήποτε μονάδας, αλλά της συγκεκριμένης κατσίκας, προβάλλεται η ψυχική αναστάτωση του βοσκού στο κάλεσ-μα που απευθύνει ο βοσκός στην κατσίκα, αποκρίνεται η κοπέλα, ακολουθεί ένας σύ-ντομος διάλογος, στον οποίο ο βοσκός αιφνιδιάζεται, μένει αμήχανος και δείχνει α-πειρία, αλλά κι εγωισμό, ενώ το κορίτσι αποτραβιέται απότομα μέσα δυσαρεστημένο.
Η πρώτη λοιπόν συνομιλία είναι τυπική και μένει άκαρπη. Ωστόσο η αμοιβαία συ-μπάθεια θα εκδηλωθεί ξανά, σε μια νέα προσέγγιση που θα προκαλέσει η Μοσχούλα με αφορμή το σκοπό που σφύριζε ο βοσκός, ζητώντας από αυτόν με πειρακτική διάθε-ση και τόλμη να παίξει σουραύλι. Η αποτελεσματικότητα της προσέγγισης παρουσιά-ζεται έμμεσα και υπαινικτικά μέσα από την προθυμία του βοσκού να υπακούσει στο αίτημα της κοπέλας, αλλά και μέσα από τη προσποιητή αδιαφορία ή άγνοιά του για την αξία της τέχνης του στο σουραύλι. Είναι όμως γεγονός ότι η μουσική δημιούργησε το κατάλληλο συναισθηματικό κλίμα, γιατί η τολμηρή ενέργεια της κοπέλας να αντα-μείψει το βοσκό, όχι απλώς είναι φανερή ένδειξη της αναγνώρισης της τιμής που της έγινε, αλλά και έκφραση ανταπόκρισης στα ερωτικά συναισθήματα του βοσκού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και στις δύο περιπτώσεις το κορίτσι είναι εκείνο που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της επικοινωνίας κι ενεργεί με τόλμη, παίρνοντας για αφορμή κάποιες τυχαίες ενέργειες του βοσκού, ενώ εκείνος εκδηλώνεται με ατολμία, συστολή και αιδημοσύνη.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Η αναδρομική αφήγηση του δραματοποιημένου αφηγητή συνεχίζεται. Σ’ αυτή την ενότητα αρχίζει η δράση, η δέση του μύθου, με τις πρώτες προσεγγίσεις των δύο νέων.
Η ομωνυμία κοριτσιού και κατσίκας είναι ένα ευφυές λογοτεχνικό εύρημα και πα-ράλληλα στοιχείο προοικονομίας, αφού προετοιμάζει την πρώτη επικοινωνία των δύο νέων και προωθεί την πλοκή του μύθου.
Ανάμεσα στις εικόνες τις ενότητας ξεχωρίζουν δύο λυρικές:
Η ηχητική εικόνα του βοσκού που σφυρίζει ποιμενικό σκοπό και στη συνέχεια παίζει τη φλογέρα.
Η εικόνα του όμορφου κοριτσιού που στέκεται στο παράθυρο στου σπιτιού του.
ΕΝΟΤΗΤΑ 4Η
Ο συγγραφέας φέρνει τον ήρωα στο χρόνο και στον τόπο όπου θα συμβεί το κύριο επεισόδιο και θα κορυφωθεί η πλοκή. Ενώ δίνει όλες τις κινήσεις του βοσκού, παρου-σιάζει παράλληλα την ομορφιά της φύσης, καθώς μέσα σ’ αυτήν θα ενταχθεί σε λίγο η ομορφιά του κοριτσιού. Η περιγραφή είναι ποιητική, ο λόγος λυρικός και τα εκφρα-στικά μέσα πλούσια.
Η μαγική επενέργεια του θαλασσινού νερού ώθησε κάποια μέρα το βοσκό να κολυ-μπήσει· ο αφηγητής ταυτίζει το βοσκό με το αναζωογονητικό στοιχείο της φύσης, που απελευθερώνει τον άνθρωπο. Η φροντίδα του όμως παράλληλα για την ασφάλεια του κοπαδιού του είναι αδιάκοπη και στο πλαίσιο αυτής της γενικότερης φροντίδας ε-ντάσσεται κι η φροντίδα για την αγαπημένη του κατσίκα. Επειδή κάποτε του είχε φύγει, φρόντισε τώρα να τη δέσει με σκοινί. Η ενέργεια του αυτή δε φαίνεται να προ-δικάζει κάποια δυσάρεστη εξέλιξη και μας αφήνει ανυποψίαστους. Ωστόσο, εντεταγ-μένη στο πλαίσιο της πλοκής του μύθου, λειτουργεί ως προοικονομία, καθώς αυτό το σκοινί θα γίνει η θηλιά που θα πνίξει το ζώο (τραγική ειρωνεία).
Ο ίδιος ο βοσκός μας αποκαλύπτει ότι γνώριζε τις συνήθειες της Μοσχούλας, ωστόσο προλαβαίνει να μας διαβεβαιώσει ότι δε θα ριψοκινδύνευε να πλησιάσει αν ήξερε ότι το κορίτσι «συνήθιζε να λούεται και τη νύκτα με το φως της σελήνης». Έτσι αποσείει την ενοχή της παρακολούθησης, παρόλο που δεν μπορεί να αποκρύψει το ερωτικό του ενδιαφέρον για την κοπέλα. Και βέβαια το γεγονός ότι δεν έφυγε μόλις άκουσε το πλατάγιασμα των νερών, αλλά αντίθετα, με μια διαδικασία προσεκτικών και ένοχων κινήσεων, τόλμησε να επιβεβαιώσει αυτό που περίμενε, αποκαλύπτει την επιθυμία του να δει κάτι απαγορευμένο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σ’ αυτήν την καθαρά ποιμενική ενότητα, απουσιάζει εντελώς το θρησκευτικό στοιχείο.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Πριν από την αρχή της ενότητας υπάρχει κάποιο αφηγηματικό κενό.
Όλες οι κινήσεις του βοσκού είναι στοιχεία πλοκής με τα οποία προοικονομείται το κεντρικό επεισόδιο που θα ακολουθήσει.
Η αναφορά στην κλοπή του επίχρυσου κουδουνιού και του περιλαιμίου της απο-τελεί μικρή αναδρομική αφήγηση, αλλά και επιβράδυνση.
Η αναφορά στους «γλαφυρούς κόλπους» του γιαλού ίσως αποτελεί προσήμανση για τους «γλαφυρούς κόλπους» της Μοσχούλας.
Οι εκτενείς περιγραφές αποτελούν μορφή επιβράδυνσης.
Ο «σφοδρός πλαταγιασμός» αποτελεί δραματικό απρόοπτο κι αλλάζει την πορεία της πλοκής (περιπέτεια)
Ο χρόνος μέσα στο πλαίσιο του οποίου θα συμβεί το κεντρικό επεισόδιο είναι η πιο υποβλητική ώρα του εικοσιτετραώρου και προσδιορίζεται με ακρίβεια και λεπτομέρει-ες. Αφού δοθεί πρώτα ένας κάπως αόριστος προσδιορισμός (μίαν εσπέραν), δίνεται η εποχή και στη συνέχεια προσδιορίζεται με τις κινήσεις του ήλιου και του φεγγαριού η ακριβής ώρα.
Σ’ αυτήν την ενότητα περιγράφεται με λεπτομέρειες και με λυρισμό το ειδυλλιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ξετυλιχθεί το κεντρικό επεισόδιο του μύθου. Τρεις είναι οι κυριότερες εικόνες:
1. Ο γιαλός: Υπερβολή: «χίλιους κολπίσκους»
Μεταφορά: «μεγάλη μαγεία»
Αντίθεση: «αλλού εκυρτώντο οι βράχοι… αλλού εκοιλαίνοντο»
Προσωποποίηση: «χόρευον με ατάκτους φλοίσβους»
Ασύνδετο: «μορμυρίζον, χορεύον»
Παρομοίωση: «όμοιον με βρέφος»
Οπτικοακουστικοκινητικές εικόνες
2. Το δειλινό: Λυρικά επίθετα: «ολόγεμον (φεγγάρι)»
Μεταφορά: «πορφύραν του ηλίου»
«ουρά της λαμπράς αλουργίδος»
«ήτον ο τάπης»
Το θαλάσσιο άντρο και το μονοπάτι: Αντίθεση: «μέγαν βράχον - μικρόν άντρον»
Μεταφορά: «έζωνεν όλον τον αιγιαλόν»
Επίθετα: «κρυσταλλοειδή, ποικιλόχρωμα»
Παρομοίωση: «εφαίνετο πως το είχον ευτρεπί-σει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών»
ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η
Ο αφηγητής δηλώνει ότι αναγνώρισε τη Μοσχούλα και δίνει μια πρώτη περιγραφή της, καθώς την είδε να βγαίνει από το νερό μετά την πρώτη της βουτιά. Η περιγραφή του χώρου είναι λυρική και τα μέσα με τα οποία δίνεται, επιτείνουν τη μαγεία της ατμόσφαιρας και προδίδουν την ψυχική ανάταση του ήρωα.
Μπροστά στο απροσδόκητο αντίκρισμα του γυμνού κορμιού της Μοσχούλας ο αφη-γητής αιφνιδιάζεται και βρίσκεται σε δίλημμα αν πρέπει να μείνει ή να φύγει. Σκέφτε-ται λοιπόν διάφορες επιλογές:
1. Να φύγει αθόρυβα
Απορρίπτει αυτή τη λύση, γιατί υπάρχει φόβος να γίνει αντιληπτός από τη Μοσχούλα, με αποτέλεσμα αυτή να τρομάξει, να φωνάξει και να τον κατηγορή-σει για ανηθικότητα.
Το επιχείρημα ευσταθεί μεν, αφού ο βοσκός θέλει να αποφύγει την κατακραυ-γή και να προστατεύσει την υπόληψή του, όμως είναι και ευάλωτο, αφού θα μπορούσε να περιμένει, ώστε να φύγει σε κάποια στιγμή που κ κοπέλα θα στρε-φόταν προς την αντίθετη μεριά.
2. Να την ειδοποιήσει διακριτικά και με ειλικρίνεια για την τυχαία παρουσία του δηλώνοντας ότι φεύγει αμέσως
Η λύση δεν απορρίπτεται, ούτε όμως ευοδώνεται, γιατί αδυνατεί να τη θέσει σε εφαρμογή, με τη βολική δικαιολογία ότι είναι αδέξιος και άτολμος για κό-σμια συμπεριφορά.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί, γιατί αποτελεί υπεκφυγή. Στην πραγματικότητα υπάρχει έλλειψη ηθικής αντίστασης μπροστά στον πειρασμό. Εξάλλου κι ο ίδι-ος δικαιολογείται με ασάφειες και μετάθεση των ευθυνών.
3. Να περιμένει ώσπου η κοπέλα να τελειώσει το μπάνιο της
Η λύση απορρίπτεται, γιατί θα τον φέρει αντιμέτωπο με το γυναικείο πειρα-σμό κάτι που πρέπει να αποφεύγει σύμφωνα με την ηθική αγωγή που του έχουν εμφυσήσει οι πνευματικοί του πατέρες.
Το επιχείρημα είναι πολύ ισχυρό και ακλόνητο, όμως τελικά αυτή είναι η λύ-ση που επιλέγει.
4. Να φύγει απαρατήρητος κολυμπώντας στην πολύ βαθιά και άγρια θάλασσα προς την αντίθετη πλευρά με τα ρούχα και να φτάσει από μακριά στο κοπά-δι του
Η λύση απορρίπτεται, γιατί η προσπάθεια του θα ήταν κοπιαστική, δύσκολη κι επικίνδυνη. Επιπλέον, καθώς θα αργούσε λόγω της μεγάλης απόστασης, θα κινδύνευε η δεμένη κατσίκα και θα σκορπούσε το κοπάδι.
Τα επιχειρήματά του ευσταθούν κι η λύση κρίνεται απορριπτέα.
Στα διλήμματα του βοσκού περιπλέκονται η διαφύλαξη της υπόληψής του, η από-φυγή του πειρασμού και η υποχρέωση για τη διαφύλαξη του κοπαδιού. Όμως στο βάθος παλεύει με τον πειρασμό που τον καίει, καθώς υποβόσκει μέσα του ο πόθος να απολαύσει τη θέα της γυμνής Μοσχούλας, κάτι που δεν το ομολογεί. Η επιθυμία του να μείνει και να θαυμάσει αθέατος το γυμνό γυναικείο κορμί αποδεικνύεται πιο ισχυ-ρή από τη φωνή της συνείδησης κι από τις ηθικές του αρχές και την απόφασή του να υποκύψει στον πειρασμό ο βοσκός την έχει ήδη πάρει στο βάθος. Αυτό που τον απα-σχολεί είναι να βρει επιχείρημα με το οποίο να στηρίξει την απόφασή του. Τα διλήμ-ματα επομένως είναι ψευδή.
Ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, πιθανές λύσεις κι επιχειρήματα, ο βοσκός παίρνει την απόφαση να περιμένει· η επιλογή αυτή είναι η Τρίτη από τις παραπάνω, που την είχε απορρίψει, και τώρα για να τη στηρίξει προβάλλει ένα αντεπιχείρημα το οποίο αίρει το πρώτο «ήμην εν συνειδήσει αθώος». Το αντεπιχείρημα αυτό στη συνέχεια θα καταρρεύσει, αφού δεν προσπάθησε να αποφύγει τον πειρασμό φεύγοντας απαρατή-ρητος, όταν η Μοσχούλα στράφηκε κολυμπώντας στην αντίθετη κατεύθυνση και το αίτιο που τον έκαμψε δεν ήταν η περιέργεια, αλλά ο ερωτικός πόθος. Όλα λοιπόν τα παραπάνω αποτελούν «προφάσεις εν αμαρτίαις», που έχουν στόχο να δώσει στον εαυ-τό του την ευκαιρία να απολαύσει το θέαμα της κοπέλας που αποτελούσε το αντικεί-μενο του ανομολόγητου έρωτα του.
Έτσι ο αφηγητής ενδίδει στον πειρασμό και δίνεται ολόκληρος στην απόλαυση του θεάματος που του προσφέρεται λέγοντας μάλιστα «έκυψα να ιδώ την κολυμβήσασαν νεα-νίδα» πράγμα που μας παραπέμπει συνειρμικά στο «υπέκυψα στον πειρασμό».
Αρχίζει λοιπόν η κορύφωση της πλοκής, καθώς αυτός απολαμβάνει θαμπωμένος το θέαμα του γυμνού κοριτσιού· το απόσπασμα είναι γραμμένο με εξαιρετική λογοτεχνι-κή δύναμη κι η εικόνα δίνεται με πολλά εκφραστικά μέσα και στοιχεία τεχνικής.
Η πρώτη εντύπωση του βοσκού και τα αντίστοιχα συναισθήματα του εκφράζονται με τριμερές ασύνδετο «απόλαυσις, όνειρον, θαύμα», στο οποίο ενυπάρχει και ανοδική κλιμάκωση, καθώς και δύο μεταφορές. Ο βοσκός νιώθει πλημμυρισμένος από ευτυχία μπροστά στο πρωτόγνωρο θέαμα, βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης κι έχει θαμπωθεί από την ομορφιά της νέας, έχει παγιδευτεί μέσα σε όνειρο.
Στη συνέχεια ο αφηγητής κλιμακώνει τα στοιχεία της εικόνας, αρχίζοντας από εκεί-να που έβλεπε πραγματικά στο επάνω μέρος του σώματος και συνεχίζει με εκείνα που «διέβλεπε» στο μέρος από τη μέση και κάτω. Ολοκληρώνει με όσα «εμάντευε», δηλαδή όσα υπέθετε με τη φαντασία του.
Η περιγραφή των επάνω μερών του σώματος δίνεται:
Με τρία αλλεπάλληλα και διαπλεκόμενα σχήματα χιαστί μεταξύ επιθέτων και ου-σιαστικών και παράλληλα παρατηρούνται ασύνδετα.
Αμαυράν και χρυσίζουσαν κόμην
Τράχηλον εύγραμμον
Λευκάς ωμοπλάτας
Βραχίονας τορνευτούς
Με οξύμωρο: «αμαυράν και χρυσίζουσαν»
Με παρομοίωση: «λευκάς ως γάλα»
Με μεταφορά: «τορνευτούς βραχίονας»
Η περιγραφή των κάτω μερών του σώματος δίνεται:
Με ασύνδετο: «την οσφύν της, τα ισχία, τας κνήμας, τους πόδας»
Η περιγραφή των μεσαίων μερών του σώματος δίνεται:
Με δυο ασύνδετα: «το στέρνον, τους κόλπους της»
«γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους»
Με μεταφορά: «θείον άρωμα»
Η περιγραφή κλείνει με τη γενική εντύπωση που έδωσε η εικόνα στην ψυχή του βοσ-κού. Με αυτήν την εντύπωση η εικόνα του κοριτσιού αίρεται σε σφαίρες της ιδεατής και θεϊκής ομορφιάς, παίρνοντας μαγικές, μυθικές, ονειρικές διαστάσεις. Η όλη ατμό-σφαιρα εκφράζεται:
Με δύο ασύνδετα (και μεταφορές): «πνοή, ίνδαλμα, όνειρον»
«νηρηίς, νύμφη, σειρήν»
(αξιοπρόσεκτο το τριμερές στοιχείο)
Με παρομοίωση: «ως πλέει ναυς μαγική»
Με μεταφορά: «ναυς των ονείρων»
Με πλούτο εκφραστικών και λυρικών επιθέτων
Όση ώρα ο αφηγητής βλέπει εκστατικός τα κάλλη του γυμνού σώματος είναι μέσα του μπερδεμένος και κυμαίνεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, στο οποίο γίνεται τέσσερις φορές αναφορά κι από το οποίο αντλείται ο τίτλος του διηγή-ματος.
Ο νεαρός βοσκός παραμερίζει όλες τις ηθικές αναστολές του και μεταρσιωμένος στο εκστατικό όνειρο του, έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει στα επουράνια, ενώ το θέαμα που απολαμβάνει είναι κατεξοχήν επίγειο («δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια»).
Και μόνο ο τίτλος του διηγήματος μαρτυρεί πόσο σημαντική είναι η θέση του ονεί-ρου μέσα στο διήγημα. Σε πάρα πολλά σημεία ο λογοτέχνης ξεκινώντας από στοιχεία της πραγματικότητας τα ντύνει με εξαιρετικό λυρισμό αίροντας τα στη σφαίρα του ιδεατού· ξεφεύγει έτσι από την πραγματικότητα και δίνει στην αφήγηση τη διάσταση του ονείρου. Και τα λυρικά στοιχεία προβάλλουν τη Μοσχούλα ως ενσάρκωση του ονείρου, ως ενσάρκωση γυναικείων μορφών της αρχαίας ή της νέας μυθολογίας ή ορι-οθετούν το ονειρικό περιβάλλον. Τα ονειρικά στοιχεία του διηγήματος εναλλάσσονται με τα πραγματικά, παρόλο που σε πολλά σημεία είναι ασαφή τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο και διαπλέκονται οι δυο περιοχές. Ωστόσο σε δυο ση-μεία, που αποτελούν δραματικά απρόοπτα, η εναλλαγή είναι σαφής και γίνεται με ήχους:
Το σφοδρό πλατάγιασμα που άκουσε ο βοσκός από τη βουτιά της Μοσχούλας ορι-οθετεί τη μετάβαση από την πραγματικότητα στο όνειρο.
Τα βελάσματα της κατσίκας οριοθετούν την επάνοδο στην πραγματικότητα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η
Ο αφηγητής αναφέρεται σε κάποιες κρυφές σκέψεις που έκανε όσο απολάμβανε το θέαμα της κοπέλας. Οι σκέψεις αυτές ήταν κρυφές ευχές να βρεθεί σε κίνδυνο η Μο-σχούλα και να καλέσει σε βοήθεια, ώστε να πέσει να τη σώσει. Ομολογεί λοιπόν ότι δεν του αρκούσε μόνο η θέα, αλλά άρχισε τώρα να επιθυμεί και την επαφή με το γυμνό κορμί του κοριτσιού κι ευχόταν να του δοθεί μια τέτοια ευκαιρία. Ωστόσο η ομολογία του δεν είναι καθαρή και συμπεριφέρεται γεμάτος προσποίηση. Μάλλον ντρέπεται για τις πονηρές, παιδαριώδεις κι ανόητες σκέψεις του. Όμως η φωνή της συνείδησης του εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και ισχνή και του θυμίζει ότι μπορεί ακόμα να αποφύγει απειλητικό τον πειρασμό, θέτοντας σε εφαρμογή την τελευταία λύση που είχε σκεφτεί, να φύγει από την άλλη πλευρά κολυμπώντας, παρόλα αυτά, τι-ποτα πια δεν μπορεί να τον αποσπάσει από τη μαγεία που του πρόσφερε η κοπέλα. Ωστόσο, ένας απρόσμενος εξωτερικός παράγοντας ξυπνά το βοσκό από το όνειρό του, τον προδίδει και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Η Μοσχούλα, η αγαπημένη του κατσίκα, άρχιζε να βελάζει, ανατρέποντας τη μαγεία της ατμόσφαιρας. Με το α-ναπέντεχο βέλασμα της κατσίκας ο βοσκός ενεργεί σπασμωδικά· ξεκινά τρέχοντας για να βρεθεί κοντά στην κατσίκα, ώστε να βρει τρόπο να τη φιμώσει, να μη βελάζει και ταραχτεί η κοπέλα από την παρουσία τους. Όμως μέσα στην ταραχή του, ξεχνά ότι με αυτόν τον τρόπο θα γίνει αντιληπτός. Εξάλλου έχει ξυπνήσει μέσα του η ευθύνη για το ζώο.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Αναδίπλωση: «να φύγω, να φύγω»
Ασύνδετο: «δια θηρίον, δια σκυλόψαρον»
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Στην πρώτη παράγραφο της ενότητας χρησιμοποιείται ο εσωτερικός μονόλογος, για να εκφραστούν κάποιες μύχιες σκέψεις του βοσκού.
Η αισθησιακή ατμόσφαιρα έχει παραχωρήσει τη θέση της στη δραματική ένταση και στην κλιμάκωση της δράσης κι η εσωτερική δράση (συναισθήματα, διλήμματα, αμφι-ταλαντεύσεις) έχει δώσει τη θέση της στην εξωτερική. Το ερωτικό συναίσθημα παραχω-ρεί τη θέση του στα συναισθήματα της συμπόνιας και της στοργής (για την κατσίκα που ίσως κινδυνεύει, για το κορίτσι που ίσως ταραχτεί). Το βέλασμα της κατσίκας α-ποτελεί δραματικό απρόοπτο. Οι πονηρές σκέψεις του βοσκού αποτελούν προσήμαν-ση για τον κίνδυνο που θα διατρέξει σε λίγο το κορίτσι, καθώς προσήμανση αποτε-λούν και οι τρυφεροί χαρακτηρισμοί για την κατσίκα.
[Διαφορά προσήμανσης – προοικονομίας:
Προσήμανση: προϊδεάζει ψυχικά τον αναγνώστη
Προοικονομία: προετοιμάζει σκηνοθετικά το γεγονός]
ΕΝΟΤΗΤΑ 7Η
Στην ενότητα αυτή έχουμε κορύφωση της δράσης. Η κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της προς το σημείο από το οποίο ακούγονταν τα βελάσματα της κατσίκας, είδε τη σκιά του βοσκού πάνω στο βράχο κι άφησε μισοπνιγμένη κραυγή φόβου. Από τη στιγμή αυτή η ατμόσφαιρα του ονείρου διαλύεται και κορυφώνεται ακόμα πιο πολύ η δραματική ένταση. Ο βοσκός τρομοκρατείται και πανικοβάλλεται. Ωστόσο καταφέρνει μέσα στην ταραχή του να λειτουργήσει με ψυχραιμία, καθώς απευθύνεται στην κοπέλα και προ-σπαθεί να την καθησυχάσει. Παράλληλα ο βοσκός έρχεται αντιμέτωπος με ένα νέο δί-λημμα, να βουτήξει στο νερό, να βρεθεί κοντά στη Μοσχούλα και να την ηρεμήσει ή να απομακρυνθεί προς το κοπάδι του ώστε να την απαλλάξει από την παρουσία του.
Η εξέλιξη όμως των γεγονότων φέρνει το βοσκό σε μία νέα κατάσταση, καθώς η εμ-φάνιση μιας αλιευτικής βάρκας επιτείνει τον τρόμο της Μοσχούλας, η οποία, ταραγ-μένη, βυθίζεται. Το δίλημμα τώρα γίνεται τραγικό, να πέσει στη θάλασσα να τη γλιτώ-σει ή όχι. Παρατηρούμε ότι η ευχή που είχε κάνει να κινδυνέψει η Μοσχούλα για να βρεθεί κοντά της, έχει πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, δίλημμα δεν υπάρχει γιατί η λύση δίνεται αυθόρμητα, άμεσα, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύ-σεις, χωρίς καμιά ανασταλτική σκέψη. Οι ενέργειες είναι αποφασιστικές και ριψοκίν-δυνες κι οι κινήσεις γίνονται αστραπιαία, σχεδόν αυτόματα. Ο βοσκός παραμερίζει εντελώς τους ενδοιασμούς του ως προς τη διαφύλαξη της υπόληψής του, την αποφυγή του πειρασμού και την υποχρέωση για τη φύλαξη του κοπαδιού και τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή της μικρής του κατσίκας.
Η σκηνή της διάσωσης της Μοσχούλας, γεμάτη δραματική ένταση, δίνεται με κάθε λεπτομέρεια. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που κράτησε η επιχείρηση της διάσωσης, το μόνο πράγμα που κυριαρχούσε στη σκέψη του βοσκού ήταν να σωθεί το κορίτσι. Ο αφηγητής διαβεβαιώνει ότι, όσο κρατούσε στην αγκαλιά του το γυμνό κορμί, δεν πέ-ρασε από το μυαλό του τίποτα πονηρό και δεν σκέφτηκε καμιά ‘‘ανταμοιβή’’ ενώ το πνεύμα του ηρωισμού δεν είχε τη μορφή της επίδειξης με στόχο την πρόκληση θαυ-μασμού ή ευγνωμοσύνης, αλλά τη στάση του διέκρινε αγνότητα, σεμνότητα και πνεύ-μα αυτοθυσίας.
Ο αφηγητής θυμάται το γεγονός ύστερα από τόσα χρόνια, από την απόσταση ή την προοπτική της ωριμότητάς του. Ωστόσο, ακόμα και τώρα διαβεβαιώνει ότι δεν είχε ερωτική διάθεση απέναντι στη Μοσχούλα, ενώ η επαφή με τη γυμνή σάρκα εξαϋλώ-νεται, γίνεται εκλεκτή «αιθέριος επαφή», που θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή του νεα-ρού βοσκού.
Αυτός ο εξιδανικευμένος χαρακτήρας της σαρκικής επαφής δίνεται:
Με σωρεία τρυφερών επιθέτων: «εκλεκτή, αιθέριος, ευάγκαλον»
Με ασύνδετο σχήμα: «ήταν όνειρον, πλάνη, γοητεία»
Απομονώνει την εμπειρία της ανιδιοτελούς επαφής και τη συγκρίνει με «όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις» με μια σύγκριση υπεροχής που εντείνεται ακόμα περισσότερο με τα πρώτα συνθετικά των λέξεων «λυκοφιλίας» και «κυνέρωτας»
Δίνει το έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο στην περιγραφή υποδηλώνοντας το συναίσθημα της άφατης ευτυχίας με σημεία στίξης (θαυμαστικό/αποσιωπητικά).
Με μεταφορά: «αιθέριος επαφή»
Με αναδίπλωση: «εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του»
Με σχήμα άρσης και θέσης για να δείξει πόσο ελαφρύ αισθανόταν το βάρος του σώματος του κοριτσιού λόγω της συναισθηματικής του έξαρσης.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Η περιγραφή της διάσωσης της κοπέλας, έτσι όπως παρουσιάζεται διεξοδικά από τον ίδιο τον ήρωα-αφηγητή (εναλλασσόμενη με την αφήγηση), δίνει στη σκηνή αμεσότητα και ένταση, ενώ αποτελεί, μετά την κλιμάκωση, την κορύφωση της δράσης.
ΕΝΟΤΗΤΑ 8Η
Σ’ αυτή την ενότητα, που αποτελεί τον επίλογο της αφήγησης, ο αφηγητής επανέρχε-ται στο αφηγηματικό παρόν, από το οποίο ολοκληρώνει όλα τα θέματα της ιστορίας. Έτσι, δίνει πληροφορίες ότι το κορίτσι σώθηκε και ότι η κατσίκα πνίγηκε με το κοντό σκοινί, ενώ ο ίδιος λόγω της ανάμνησης της λουομένης κόρης δεν έγινε κληρικός, αλ-λά έμαθε γράμματα και έγινε δικηγόρος. Όμως το περιβάλλον όπου ζει τον κάνει να ασφυκτιά και να πνίγεται. Έτσι αναπολεί το παρελθόν και πιστεύει ότι αν έμενε στα λίγα «κολλυβογράμματα» που του είχε μάθει ο γέροντας Σισώης, θα μπορούσε να σώ-σει την ψυχή του μέσα στην απλότητα και στην αγνότητα της φυσικής ζωής.
Για το κορίτσι που του έδωσε τις στιγμές του ονείρου ο αφηγητής μιλάει τώρα με κά-ποια αδιαφορία και ψυχρότητα· φαίνεται ότι εκείνο που του πρόσφερε το όνειρο ήταν η ποιητική εικόνα της στιγμής κι όχι το πρόσωπο, που του είναι πλέον αδιάφορο έξω από τη συγκεκριμένη περίσταση και το χώρο. Όσο περισσότερο προχωρά δίνει υποτι-μητικό τόνο στο λόγο του, θεωρώντας τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας μια συνηθι-σμένη κι ασήμαντη γυναίκα χωρίς τίποτα ξεχωριστό, μια κληρονόμο των αδυναμιών και ελαττωμάτων της πρωτόπλαστης Εύας. Μάλιστα, σ’ αυτή την γενικευτική, αβασά-νιστη κι ισοπεδωτική γνώμη του, διακρίνεται κάποια αντιπάθεια για το γυναικείο φύ-λο, ένας μισογυνισμός. Εξάλλου, δημιουργεί προβληματισμό το ότι ο αφηγητής υπο-γραμμίζει με έμφαση το κόστος που είχε γι’ αυτόν η διάσωση του κοριτσιού, σαν να λανθάνει κάποιο παράπονο και να καταλογίζει στην κοπέλα αχαριστία προς το σωτή-ρα της. Ο αφηγητής δε μας αφήνει με την εντύπωση της Μοσχούλας του ονείρου αλλά παρουσιάζει αντιθετική τη σημερινή Μοσχούλα ως γυναίκα, επειδή θέλει να κάνει σα-φές ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για την παράταση του ονείρου, που είναι στιγμιαίο, φευγαλέο, παροδικό, δεν διαρκεί. Έτσι, μπορεί η γυναίκα κάποιες φορές να προσφέρει το όνειρο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι γυναίκες είναι οι κληρονόμοι του προ-πατορικού αμαρτήματος. Ο αφηγητής, αφού έχει παρουσιάσει τη νεαρή Μοσχούλα ως ίνδαλμα, ως γοητευτικό σύμβολο της ευτυχίας και της ομορφιάς του παρελθόντος, ίσως τώρα να θέλει να την παρουσιάσει στην ωριμότητα της ως θλιβερό σύμβολο του αποπνικτικού και δυσάρεστου παρόντος και της φθοράς.
Ο βοσκός, για να σώσει το κορίτσι, εγκατέλειψε την αγαπημένη του κατσίκα που κινδύνευε να πνιγεί από το σκοινί. Η απώλεια της κατσίκας ήταν γι’ αυτόν το τίμημα της διάσωσης του κοριτσιού. Ο αφηγητής, παρόλο που δηλώνει ότι ήταν λίγη η λύπη του για τον πνιγμό του αγαπημένου του ζώου, ωστόσο ακόμα και τώρα, καθώς μιλά για το περιστατικό διαφαίνεται στα λόγια του συμπόνια, θλίψη και τρυφερότητα.
Εκείνο που έμεινε κι από τις δύο Μοσχούλες ήταν η ανάμνηση του σκοινιού από τη μια, που έγινε σύμβολο της αποπνικτικής ζωής του παρόντος και το «όνειρο» από την άλλη, το σύμβολο του νοσταλγικού παρελθόντος, αλλά και του πειρασμού.
Ο αφηγητής εξομολογείται ότι σκοπός της ζωής του ήταν να γίνει κληρικός, όμως διέπραξε το αμάρτημα να υποκύψει στον πειρασμό και να απολαύσει το κορίτσι που κολυμπούσε γυμνό. Μάλιστα, αυτή την εικόνα, την είχε πάντα μέσα του και την ξανα-θυμόταν συχνά. Εκείνο το περιστατικό στάθηκε καθοριστικό για τη ζωή του, γιατί τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει το στόχο του.
Από εκείνη τη στιγμή μαγνητίστηκε από τη γυναίκα και τον τράβηξε στα κοσμικά ο πειρασμός και ο ερωτικός πόθος, παρόλο που θα έπρεπε, όπως πιστεύει, να περνούσε την υπόλοιπη ζωή του με μετάνοια για να σώσει την ψυχή του. Έτσι ομολογεί ότι, αντίθετα με τις συμβουλές της Γραφής, γοητεύτηκε από τον ερωτικό πειρασμό, πλα-νεύτηκε και ξεγελάστηκε, όπως ο σκύλος της παραβολής, με αποτέλεσμα να ζήσει μια ζωή περιορισμένη κι αποπνικτική.
Εξάλλου ο αφηγητής κρίνει ότι από τη σωτηρία της ψυχής του τον απομακρύνουν κι άλλα πράγματα, όπως τα πολλά γράμματα που έμαθε και η ζωή του μέσα στην πόλη και στον κόσμο, μακριά από την απλότητα και την αγνότητα της φύσης, καθώς και το επάγγελμα που ασκεί.
Ο αφηγητής της ώριμης ηλικίας ζει μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον κι εργάζεται σε ένα πληκτικό κι αποπνικτικό γραφείο. Εγκλωβισμένος, λοιπόν, σ’ αυτές τις συνθήκες ζωής κι εργασίας, καταπιέζεται κι ασφυκτιά. Νιώθει αυτές οι συνθήκες να τον πνίγουν σαν βρόχος, όπως έπνιξε την κατσίκα του τότε το κοντό σκοινί. Αλλά κι έλλειψη ελευ-θερίας κινήσεων και πρωτοβουλιών του φέρνει συνειρμικά στο νου του το σκοινί της παλαιάς διαθήκης, με το οποίο ο αφέντης έχει δεμένο το σκύλο του περιορίζοντας τις κινήσεις του. Τέλος, ο συνειρμός τον οδηγεί σε ένα τρίτο υποθετικό σκοινί, με το οποίο μετρήθηκε κι οριοθετήθηκε ο σημερινός του αφόρητος κόσμος.
Το σκοινί λοιπόν αποκτά για τον αφηγητή χαρακτήρα πολλαπλού συμβόλου:
Αυτό που τον ‘‘πνίγει’’, όπως το σκοινί της κατσίκας
Αυτό που περιορίζει τις κινήσεις του και του στερεί την ελευθερία ύστερα από την παγίδευσή του στους πειρασμούς, όπως το σκοινί του σκύλου της παραβολής
Αυτό που τελικά χάραξε τα όρια του τωρινού του κόσμου του, όπως το σκοινί με το οποίο μετράνε κι οριοθετούν τα χωράφια και τα οικόπεδα.
ΔΥΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
Ο κόσμος του πολιτισμού και της από-πνικτικής αστικής ζωής, του περιορι-σμού των ελευθεριών, των πολλών κι ίσως επιβλαβών γνώσεων, του καταπιε-στικού επαγγέλματος, ο κόσμος με τους «κυνέρω-τας» και τις «λυκοφιλίες» που αποτελεί την πορεία που οδηγεί στην απώλεια της σωτηρίας και αποτελεί την αιτία της δυσ-τυχίας του ώριμου άντρα. Ο ωραιοποιημένος κόσμος της φύσης, της απλότητας και της αθωότητας, της ομορφιάς και της ελευθερίας, του ονεί-ρου και των λίγων γνώσεων που από-τελεί την πορεία που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής κι αποτελεί την πηγή της ευτυ-χίας για το νεαρό βοσκό.
Η αρνητική αξιολόγηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζει τώρα ο αφηγητής κι η θετι-κή αξιολόγηση του ποιμενικού βίου τον οδηγούν στη νοσταλγία του παρελθόντος. Έτσι κλείνει την αφήγησή του με μια ευχή που ηχεί σαν κραυγή γεμάτη παράπονο, εκ-φράζει τη λαχτάρα του για τη φυσική ζωή και τη σωτηρία, αναζητώντας με απόγνωση την απόδραση και τη λύτρωση από τη μιζέρια και την παρηγοριά για τη δυστυχία του. Ο αφηγητής γνωρίζει βέβαια ότι η ευχή του είναι ανεκπλήρωτη, αφού δεν είναι δυνατή η επιστροφή στο παρελθόν ούτε ο απεγκλωβισμός από το παρόν.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Ασύνδετο: «έζησε, δεν απέθανε» (και θέση-άρση)
Περίφραση: «θηγάτηρ της Εύας»
Μεταφορά: «την έκαμα θυσίαν προς χάριν της»
Εμφατικά σημεία στίξης: θαυμαστικό, αποσιωπητικά, ερωτηματικό
Εσωτερικός διάλογος
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Ο επίλογος δεν έχει αφηγηματικό ή περιγραφικό, αλλά στοχαστικό χαρακτήρα. Σ’ αυτόν ο ώριμος αφηγητής επανέρχεται στο αφηγηματικό παρόν κι από αυτή την από-σταση νηφαλιότητας και ωριμότητας αξιολογεί και κρίνει, στοχάζεται και διατυπώνει τη βιοθεωρία του, κάνει τον απολογισμό της ζωής του, ανατρέχει στο παρελθόν του και το αναπολεί για να κλείσει με μια ανεκπλήρωτη ευχή. Η αφήγηση κλείνει κυκλικά όπως άρχισε, δίνοντας την αίσθηση ότι ολοκληρώθηκε, έκλεισε ο κύκλος της.
Στις τρεις πρώτες μικρές παραγράφους παρατηρείται συστολή του χρόνου, σύνοψη· ένα μεγάλο χρονικό διάστημα συμπυκνώνεται με σύντομη αφήγηση. Το διήγημα κλείνουν τα εισαγωγικά με τα οποία άνοιξε στην αρχή. Έτσι δείχνει ότι όλη η ιστορία μεταφέρθηκε αυτολεξεί, όπως ακριβώς την αφηγήθηκε ο αφηγητής στο συγγραφέα. Κι ο διαμεσολαβητής συγγραφέας βεβαιώνει την πιστότητα της μεταφοράς των λόγων του αφηγητή με έναν πρωτότυπο τρόπο: θέτοντας την υπογραφή του κάτω από την γνωστή γραφειοκρατική φράση «Δια την αντιγραφήν», σαν να είναι κι αυτός υπάλλη-λος σε γραφείο, όπως ακριβώς ο αφηγητής.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Όλο το διήγημα αποτελεί ανάδρομη αφήγηση, την οποία κάνει ο αφηγητής από την οπτική γωνία της ώριμης ηλικίας και μας τη μεταφέρει αυτούσια ο συγγραφέας, κλείνοντάς τη μάλιστα σε εισαγωγικά. Έτσι ο χρόνος της αφήγησης είναι το παρόν και ο χρόνος της ιστορίας είναι το παρελθόν.
Ο ανώνυμος αφηγητής είναι δραματοποιημένος, βλέποντας από εσωτερική οπτική γωνία (αφήγηση με εσωτερική εστίαση). Συμμετέχει στα δρώμενα ως πρωταγωνιστής κι αφηγείται σε α’ γραμματικό πρόσωπο την προσωπική του ιστορία (ομοδιηγητική αφήγηση).
Ο συγγραφέας κλείνει το κείμενο σε εισαγωγικά και δηλώνει ρητά και ενυπόγρα-φα ότι ο ίδιος απλώς μας μεταφέρει πιστά κι αυτολεξεί την αφήγηση των γεγονότων που βίωσε κάποιος άλλος. Αυτός είναι ένας έντεχνος τρόπος να κρύψει το δικό του πρόσωπο κάτω από ένα πλαστό. Επομένως στην πραγματικότητα μάλλον υπάρχει ταυτοπροσωπία συγγραφέα κι αφηγητή.
- ΑΡΧΙΚΗ
- Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
- ΕΚΘΕΣΗ
- ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΓΛΩΣΣΑ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
- ΘΕΜΑΤΑ
- ΑΓΧΟΣ
- ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
- ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
- ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
- ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
- ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ
- ΑΣΤΥΦΙΛΙΑ
- ΑΠΟΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
- ΒΙΑ
- ΓΕΝΕΤΙΚΗ
- ΓΛΩΣΣΑ
- ΓΥΝΑΙΚΑ
- ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
- ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
- ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ
- ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ
- ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
- ΕΠΙΣΤΗΜΗ
- ΕΡΓΑΣΙΑ
- ΕΥΡΩΠΗ
- ΗΘΙΚΗ
- ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ
- ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΗ
- ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
- ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
- ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ
- ΜΑΖΟΠΟΙΗΣΗ
- ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΣ
- ΜΜΕ
- ΝΕΟΙ
- ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
- ΠΑΙΔΕΙΑ
- ΠΑΡΑΔΟΣΗ
- ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ
- ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
- ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗ
- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
- ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
- ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΙΡΗΝΗ
- ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
- ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
- ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
- ΤΕΧΝΗ
- ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
- ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
- ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
- ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ
- ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ
- ΦΙΛΙΑ
- ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ
- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- ΙΣΤΟΡΙΑ (ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ)
- ΙΣΤΟΡΙΑ Γ.Π.
- ΛΑΤΙΝΙΚΑ
- ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
- ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
- ΕΚΘΕΣΗ
- Β ΛΥΚΕΙΟΥ
- Α ΛΥΚΕΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου