8.8.10

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

Είναι ηθογραφικό διήγημα, δηλαδή θέμα είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις, οι προλήψεις και η διαγραφή των χαρακτηριστικών των ανθρώπινων τύπων, παρόλο που δεν διαφαίνεται ακριβώς ο χαρακτήρας τους, αλλά μας δίνεται η δυνατότητα να βγάλουμε συμπεράσματα γι’ αυτούς μέσα από τα έργα τους.
Είναι αφηγηματικό διήγημα με μικρή σχετικά έκταση και ολοκληρωμένη υπό-θεση.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία που εντοπίζουμε:
Αναπλάθονται εντυπώσεις και προσωπικά βιώματα
Ο αριθμός μελών της οικογένειας
Τα ονόματα
Τα τραγικά γεγονότα ενδέχεται να είναι και πλαστά, όμως τα έντονα προσωπικά βιώματα είναι αληθινά.

Α’ Ενότητα: Η ασθένεια και ο θάνατος της Αννιώς

Κύρια Πρόσωπα
 Η Αννιώ, η μοναχοκόρη της οικογένειας, η οποία ασθενεί βαριά και τελικά πεθαίνει.
 Η Δεσποινιώ, η μητέρα, που είναι χήρα
 Ο Μιχαλιός, ο πατέρας, που έχει πεθάνει, αλλά η παρουσία και η απουσία του προβάλλονται έντονα.
 Τρία μικρά παιδιά: Ο αφηγητής, ο Γιωργής
Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Χρηστάκης
Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Μιχαλιός

Αξιοπρόσεχτο στοιχείο τεχνικής: Αναφέρεται το όνομα μόνο της Αννιώς, ενώ τα υπόλοιπα αποκαλύπτονται στη συνέχεια.
Όπως αποκαλύπτεται αργότερα, ανάμεσα στον πρωτότοκο Χρηστάκη και στο Γιωργή, είχε γεννηθεί κι άλλη Αννιώ που θανατώθηκε ακούσια από τη μητέρα της.

Ψυχογραφίες
Η μητέρα δείχνει στην Αννιώ υπερβολική αγάπη, αδυναμία, προσκόλληση, ενώ η στάση της προς τους τρείς γιούς της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αδιά-φορη. Η μεροληπτική αυτή στάση φτάνει στο αποκορύφωμα και γεννά προ-βληματισμούς όταν η μητέρα ζητά από το Θεό να ζήσει η Αννιώ με αντάλ-λαγμα τη ζωή ενός από τα αγόρια. Πιστή στο Θεό, όμως αδύναμη να εκ-λογικεύσει τα χτυπήματα της μοίρας, παρασύρεται από κάθε δολερό αγύρτη και κάνει κάθε τι για να σώσει τη μοναχοκόρη της.
Η Αννιώ δεν δείχνει να επηρεάζεται από τις τόσες περιποιήσεις της μητέρας. Είναι καλοσυνάτη και τρυφερή απέναντι στ αγόρια, χωρίς διακρίσεις και προ-τιμήσεις. Ούτε τα χάδια της μητέρας ούτε η αρρώστια της δείχνουν να μετα-βάλλουν το χαρακτήρα της.
Τα τρία αγόρια δε δείχνουν να προβληματίζονται με την υπερβολική αγάπη που δείχνει η μητέρα στην Αννιώ· τη θεωρούν φυσιολογική, μιας κι η Αννιώ εί-ναι η μόνη τους αδελφή και φιλάσθενη. Η ανατροπή αυτών των αισθημάτων ξε-κινά όταν ο αφηγητής ακούει την παράκληση της μητέρας προς το Θεό και τότε αρχίζει να αισθάνεται όχι απλά παραμελημένος, αλλά ανεπιθύμητος.

Φράση-κλειδί της ενότητας:
Η Αννιώ ήτο κατά δυστυχίαν ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος.
Η παραπάνω φράση και οι παραλλαγές της βοηθούν τον αναγνώστη να παρακο-λουθήσει τις διαδοχικές φάσεις της πορείας της ασθένειας και υπηρετούν τη συνοχή του κειμένου. Επιπλέον η επανάληψη μας κάνει να συνειδητοποιούμε την επιδεί-νωση της ασθένειας.

Στο πρώτο μέρος της ενότητας κυριαρχούν τρία βασικά μοτίβα:
α) Η απόλυτη προσήλωση της μητέρας στην άρρωστη Αννιώ
β) Η επιδείνωση της Αννιώς
γ) Η αγάπη της Αννιώς για τα αδέλφια της
Υπάρχει ένα κεντρικό τρίγωνο: Η μητέρα, η Αννιώ, εμείς· ο αφηγητής βρίσκεται κρυμμένος στο ‘‘εμείς’’.

Πολύ έντονο σε όλο το α’ μέρος το λαογραφικό στοιχείο, συνυφασμένο με δεισι-δαιμονίες και θρησκευτική ευλάβεια. Υπερβατικές ερμηνείες για τα πάντα, κατάφυ-γή σε βοτάνια και γητείες, άρνηση εκλογίκευσης των καταστάσεων.
Η σκηνή στην εκκλησία φέρνει την Αννιώ σε δεύτερη μοίρα και περνά σε πρώτο πλάνο το πρόσωπο του αφηγητή. Το όλο σκηνικό της εκκλησίας καθώς και το τραυ-ματικό για τον ίδιο περιεχόμενο της προσευχής της μητέρας του, κλονίζουν την προσωπικότητα και την ψυχική κατάσταση του Γιωργή. Έχουμε συσσώρευση έντον-ων συναισθημάτων, όπως φρίκη, πανικός, φόβος, παράπονο, πικρία.
Ο αφηγητής εδώ είναι δραματοποιημένος (είναι παρών μέσα στην αφήγηση)· βλέ-πει από εσωτερική οπτική γωνία, συμμετέχει στα δρώμενα και διηγείται σε α’ πρό-σωπο. Μάλιστα στη συγκεκριμένη σκηνή γίνεται το κύριο πρόσωπο της ‘‘δράσης και βιώνει ένα φοβερό δράμα.

Σ’ αυτό το επεισόδιο συντελείται μια μικρή αναχρονία με τη μορφή αναδρομής, που αναφέρεται στη διαρκή αίσθηση του Γιωργή ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά κι ανέκαθεν τον παραμελούσε· η αναδρομή αυτή και ο όλος προβληματισμός του ήρ-ωα θα απαντηθούν, όταν αποκαλυφθεί η αμαρτία.
Επίσης παρατηρούνται αλλαγές στο χώρο και στο χρόνο: η υπόθεση μεταφέρεται από το σπίτι στην εκκλησία κι έπειτα πάλι στο σπίτι και ο χρόνος γίνεται πολύ πιο συγκεκριμένος, αφού λόγω των καιρικών συνθηκών καταλαβαίνουμε πως είναι πάλι χειμώνας. Ακόμη έχουμε μετάβαση από τον παρατατικό στον αόριστο.

Η σχέση μητέρας – αφηγητή περνάει πια σε άλλο επίπεδο. Η μητέρα, που μάλλον έχει καταλάβει τι έχει συμβεί, προσπαθεί να αποκατασταθεί στα μάτια του παιδιού και του δείχνει ιδιαίτερη τρυφερότητα· αντίθετα, οι φόβοι του Γιωργή ξυπνούν κι υπάρχει μια στάση εκδίκησης, που γίνεται φανερή με τη μορφή που δίνει στην προσευχή προς τον πατέρα ζητώντας του να πάρει εκείνος τη θέση της Αννιώς.

Εντύπωση προκαλεί η αναδρομική αφήγηση που αναφέρεται στο γύφτο, αφού, παρότι παραμένει ανώνυμος, πρέπει να προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην παιδική ψυχή, η οποία τον περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια.

Ο θάνατος της Αννιώς έρχεται ως κατάληξη ενός λαϊκού δρώμενου που ξετυλίγεται μέσα σε ατμόσφαιρα θρησκευτικής ευλάβειας, αλλά και με έντονο το στοιχείο των δοξασιών και των δεισιδαιμονιών. Τα πάντα απόκεινται πια στη θεοποίηση του νε-κρού πατέρα και στην υπερφυσική ικανότητα του να κατορθώνει τα ακατόρθωτα. Η όλη διαδικασία έχει καθορισμένο τελετουργικό. Η χρυσαλίδα είναι φορέας της ψυ-χής του νεκρού και το τέλος της Αννιώς έρχεται τη στιγμή που κορυφώνεται η ελ-πίδα. Ο συγγραφέας το παρουσιάζει με πικρή ειρωνεία, αλλά και με λυρισμό και τρυφερότητα· δεν αναφέρεται σε θρήνους και μελοδραματισμούς, αλλά διακριτικά προχωρεί σε μια πιο λιτή περιγραφή.
Εντοπίζονται δύο αναδρομές, η αναφορά στη σύνθεση του μοιρολογιού από το γύ-φτο και η ανάκληση στη μνήμη του Γιωργή του εθίμου της πόσης του αγιασμού. Στόχος η έμφαση και η υπόδειξη της επανάληψης παρόμοιων καταστάσεων.


B’ Ενότητα: Η αντιμετώπιση της νέας κατάστασης - Οι υιοθεσίες

Παθητική πρώτη αντίδραση: Κατάρρευση της μητέρας, παραφροσύνη, πλήρης αδιαφορία, εγκατάλειψη των υπόλοιπων παιδιών. Κίνητρο για αφύπνιση η ανέχεια και οι τραγικές οικονομικές συνθήκες στις οποίες έχει περιέλθει η οικογένεια, πράγμα που αναγκάζει τη μητέρα να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά της.
Θαρραλέα αντιμετώπιση της νέας κατάστασης: Η δραστηριοποίηση της μητέρας δε θυμίζει σε τίποτα την προηγούμενη νωχελική στάση της, καθώς εργάζεται σαν άντ-ρας.
Υιοθεσία: Καθορισμένο τελετουργικό με αναφορές σε θρησκευτικά και λαϊκά δρώμενα. Σε πρώτη φάση ο χαρακτήρας είναι καθαρά θρησκευτικός και συντελείται ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ενώ ακολουθεί λαϊκό δρώμενο που κορυφώνεται με τη σκηνή του αποχαιρετισμού.
Υπερβολική προσήλωση της μητέρας στη θετή κόρη: Νέα προβλήματα στην οικο-γένεια· η μητέρα και πάλι προσκολλάται στο κορίτσι και αδιαφορεί για τα υπόλοιπα παιδιά. Ο αφηγητής μέσα σε ελάχιστες γραμμές αναφέρει την πορεία της υιοθετη-μένης μέχρι το γάμο της και απαξιοί να αναφέρει μέχρι και το όνομα της.
Νέα υιοθεσία: Δημιουργούνται έντονες αντιδράσεις πλέον, αφού τα αγόρια είναι μεγάλα πια σε ηλικία και μπορούν να πάρουν θέση. Η μητέρα για να στηρίξει ηθι-κά την ενέργειά της α) επικαλείται το γεγονός ότι το βρέφος είναι ορφανό και β) επι-καλείται την υπόσχεση του ξενιτεμένου Γιωργή ότι θα θρέψει το ψυχοπαίδι της. Αυ-τή της η αναφορά προοικονομεί και την επάνοδο του Γιωργή στο σπίτι.

ΜΗΤΕΡΑ:
Δυναμική και οργανωτική, ιεραρχεί σωστά τις αξίες
Εργατική, υπεύθυνη
Επιμονή, επιβολή, κύρος και αυταρχισμός
Με αυξημένο το αίσθημα της τιμής για την οικογένεια
Άδικη, τουλάχιστον επιφανειακά, προς την κατανομή της αγάπης.

Μητέρα – Γιωργής: Υπάρχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο· το ανάδρομο περιστατικό του πνιγμού αποκαθιστά τις σχέσεις δυσπιστίας ανάμεσά τους. Ο μεν Γιωργής αισθάν-εται και πάλι ισότιμο μέλος της οικογένειας, η δε μητέρα δεν κρύβει την αδυναμίας της προς τον ξενιτεμένο της γιό.


Αφηγητής: Δραματοποιημένος, συμμετέχει στα δρώμενα και αφηγείται σε α’ πρό-σωπο. Αναφέρει για πρώτη φορά το όνομά του.

Τα γεγονότα δεν παρουσιάζονται με τη φυσική τους σειρά, αλλά με αναχρονίες. Αρχικά δυο αναδρομικές αφηγήσεις αναφέρονται στο βουβό θρήνο της μητέρας για το θάνατο του πατέρα και στον τρόπο με τον οποίο ξοδεύτηκε η περιουσία. Επίσης μεγάλη αναδρομική αφήγηση έχουμε στο θέμα της διάσωσης του Γιωργή από τη μητέρα.
Πρόδρομη αφήγηση έχουμε για τις μελλοντικές περιπέτειες του Γιωργή στην ξενι-τιά και προσήμανση, όταν προϊδεάζεται ο αναγνώστης για την επάνοδο του Γιωργή.
Επίσης παρατηρείται συμπύκνωση του χρόνου όταν ο αφηγητής αναφέρεται στη ζωή της πρώτης του θετής αδελφής, ενώ η μακρά απουσία του Γιωργή σηματοδοτεί αφηγηματικό κενό.


Γ’ Ενότητα: Η επιστροφή του αφηγητή από τα ξένα – Η αποκάλυψη του μυστικού της μάνας

Ο αφηγητής έχει επισημάνει ήδη επαναληπτικά ότι απουσίαζε στην ξενιτιά και στη συγκεκριμένη ενότητα επιστρέφει, ενώ όμως αναμενόταν με χαρά από τη μάνα του, έρχεται η σχέση τους σ’ ένα νέο κρίσιμο σημείο, γιατί δεν κρύβει την αντιπάθειά του για την καινούρια του αδερφή. Η αντίθεση αυτή, ως προς την οικονομία του έργου, λειτουργεί ως αφετηρία και αφορμή για να φτάσει η μάνα στην απογοήτευση και στην αποκάλυψη του μυστικού. Παράλληλα η αναφορά του Γιωργή στα χαρίσματα που θα ήθελε να έχει η αδελφή του αποτελεί επιβράδυνση. Η αποκάλυψη εν τέλει του μυστικού γίνεται με μια εκτενή αναδρομική αφήγηση. Η φράση ‘‘η αμαρτία μου βλέπεις δεν εσώθηκεν ακόμα’’ αποτελεί προσήμανση.
Τονίζεται εκ των προτέρων η σοβαρότητα του μυστικού, αφού:
 Είναι βαρύ, πολύ βαρύ
 Το γνωρίζουν μόνο ο Θεός και ο πνευματικός
Η α’ κορύφωση συντελείται, όταν ο αφηγητής μαθαίνει ότι υπήρχε κι άλλο παιδί στην οικογένεια και η β’ με την αποκάλυψη του ακούσιου θανάτου της.
Η αφήγηση της μητέρας γίνεται με αυστηρά χρονική σειρά (ομαλή – γραμμική σειρά) και δίνονται σ’ αυτήν λεπτομέρειες που είναι συνειρμικά δεμένες με το γεγο-νός. Όλες οι λεπτομέρειες που αναφέρονται αποτελούν επιβράδυνση που έχουν ως σκοπό την ένταση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη και την επίταση της αγωνίας του για την τελική έκβαση.
Προετοιμασία του συγγραφέα για την αποκάλυψη (προοικονομία) αποτελεί η υπό-σχεση που έχει δώσει κι η επιστροφή του από τα ξένα.
Προετοιμασία του αναγνώστη για την αποκάλυψη του μυστικού (προσήμανση) αποτελεί η ομολογία της μητέρας ότι είχε διαπράξει κάποια αμαρτία.
Αφορμή στάθηκε η αντιπάθεια του Γιωργή για το Κατερινιώ.
Αίτιο της αποκάλυψης είναι η αδυναμία της μητέρας να πείσει το Γιωργή.
Στόχος της μητέρας είναι η ανακούφιση της και η αποδοχή της Κατερινιώς από το Γιωργή, ενώ στόχος του συγγραφέα είναι να ενταθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να επιταθεί η αγωνία του για την τελική έκβαση.
Αποτέλεσμα για τη μητέρα είναι η επίτευξη του στόχου της, για το Γιωργή είναι η ερμηνεία της συμπεριφοράς της μητέρας στο παρελθόν και για τον αναγνώστη λύ-νεται η απορία του τίτλου.

Τα πρόσωπα
Οι σχέσεις μητέρας και Γιωργή περνούν ακόμα μια φορά από κρίση, όμως η απο-κάλυψη του μυστικού τους τονώνει και τους δένει· η μητέρα αποκαθίσταται στη συνείδηση του, ενώ το προσωπικό του ενδιαφέρον παγιώνει το ανέκαθεν υπάρχον δέσιμο τους.
Ο πατέρας, όπως παρουσιάζεται από την ανάδρομη αφήγηση της μητέρας είναι ένας άνθρωπος δεμένος με τη γυναίκα του, ωστόσο οι αντιδράσεις του κατά το γεγο-νός είναι έντονες και φτάνει σε εξάρσεις. Ως πατέρας δείχνει ακριβοδίκαιος και ως άνθρωπος κοινωνικός μεν, αλλά ζώντας πάντα με τις επιφυλάξεις του και τους φό-βους του για το κοινωνικό του περιβάλλον και τις αντιδράσεις τους στον ακούσιο φόνο.

Η γλώσσα της πεζογραφίας του Βιζυηνού είναι η καθαρεύουσα, όμως είναι μια καθαρεύουσα χαλαρή κι ανοιχτή σε πολλές λέξεις και τύπους της λαϊκής γλώσσας (‘‘εκλαϊκευμένη καθαρεύουσα’’). Όταν αφηγείται ο μορφωμένος αφηγητής της ώρι-μης ηλικίας χρησιμοποιεί λέξεις και τύπους αρχαιοπρεπείς, ενώ όταν μιλάνε τα πρόσωπα, ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας, η γλώσσα είναι λαϊκή με παράλληλη χρήση ιδιωματικών λέξεων.

Δ’ Ενότητα: Η εξομολόγηση της μάνας από τον Πατριάρχη

Ο αφηγητής, παρά το συναισθηματικό του δέσιμο με τη μητέρα, αντιμετωπίζει ως τρίτος το ‘‘δυστύχημα’’, όπως λέει, και διεισδύει στα βαθύτερα αίτια της στάσης, που συνιστούν και την τιμωρία της: η συναίσθησις του αμαρτήματος, η ηθική ανάγκη της εξαγνίσεως, το αδιέξοδο της εξαγνίσεως.
Αφηγηματικό κενό θα μπορούσαμε να θεωρούσε την παράλειψη του αφηγητή για την παραπέρα τύχη της Κατερινιώς, όμως είναι αυτονόητη και δεν έχει καμία σημα-σία για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Ο Γιωργής διαβεβαιώνει τη μητέρα του ότι ο Θεός είναι επιεικής και σπλαχνικός, είναι δίκαιος και παίρνει υπόψη του τα ελαφρυντικά στοιχεία που υπάρχουν για ε-κείνη. Πείθει τη μητέρα να οδηγηθεί σε εξομολόγηση στον Πατριάρχη, ο οποίος τυγχάνει προσωπικός γνωστός του κι είναι ο πιο επίσημος κι έγκυρος αντιπρόσωπος του Θεού.
Η ψυχική της ανάταση έχει άμεσο και προσωρινό αποτέλεσμα, όμως η πλήρης λύτρωση τελικά δεν έρχεται και η πληγή παραμένει μέσα της ανοιχτή.
Το τέλος του διηγήματος είναι λιτό, χωρίς επίλογο, απότομο και απροσδόκητο. Δε δίνει λύση, δε φέρνει κάθαρση και είναι απαισιόδοξο. Το συναίσθημα της ενοχής και οι τύψεις για ένα αμάρτημα ή έγκλημα που έχει διαπράξει, έστω και ακούσια, ένας άνθρωπος και μάλιστα προς το ίδιο του το παιδί, δεν εξαλείφεται με κανέναν τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου