4.1.11

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στις ενότητες 1η - 10η του σχολικού βιβλίου
Στο τέλος του πρώτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης έχει
υποστηρίξει και καταλήξει στη θέση ότι η αρετή διακρίνεται σε διανοητική και
ηθική. Στα βιβλία Β΄ έως και Ε΄ προβαίνει στη λεπτομερή εξέταση της δεύτερης.
Τα χωρία του σχολικού εγχειριδίου ανήκουν στο δεύτερο βιβλίο. Βασική
επιδίωξη του φιλοσόφου στις τέσσερις πρώτες ενότητες είναι η παρουσίαση και
απόδειξη της θέσης ότι η ηθική αρετή ἐξ ἔθους περιγίνεται. Η απόδειξή του θα
στηριχθεί κυρίως στη φιλοσοφική θέση ότι η γλώσσα, οι λέξεις δηλώνουν την
ύπαρξη εννοιών, την ύπαρξη ουσίας. Δεν αρκείται όμως σε αυτό αλλά
συγκρίνει την ηθική αρετή με τη φύση και τους νόμους της. Καθετί που
προέρχεται από τη φύση ακολουθεί παγιωμένη διαδικασία ανάπτυξης και
ολοκλήρωσης. Όχι όμως η αρετή. Τα εμπειρικά παραδείγματα διευκρινίζουν τη
θέση αυτή, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την αντίθεση μεταξύ των εκ
φύσεως και των πραγμάτων που δεν προέρχονται από τη φύση αλλά η
ανάπτυξη και ολοκλήρωσή τους απαιτεί και οφείλεται στην προσπάθεια, στην
καταβαλλόμενη ενέργεια. Η τελευταία αυτή έννοια, συνδυαζόμενη με την
δύναμιν, αποτελεί ένα δομικό σχήμα για τη φιλοσοφική σκέψη του
Αριστοτέλη, όπως και το ζεύγος γένεσις – φθορά. Στα τέσσερα πρώτα
κεφάλαια τελικά επιχειρείται να καταδειχθεί ο τρόπος γέννησης της ηθικής
αρετής, ο οποίος έχει ως βάση του την ἕξιν, την ποιοτική δηλαδή καταβολή
ενέργειας σε σταθερή βάση μέσα στην ανθρώπινη ζωή.
Ειδικότερα· στην πρώτη ενότητα ο Α. ισχυρίζεται ότι η ηθική αρετή
εμφανίζεται και γίνεται κτήμα, μέσω του έθους, της συνήθειας δηλαδή του
ανθρώπου σε αυτήν. Η συγκεκριμένη πεποίθηση του φιλοσόφου εδράζεται
στην ταύτιση των λέξεων και της ουσίας των πραγμάτων (λέγεσθαι = είναι)·
έτσι η λέξη ἔθος (=ήθος) δηλώνει ότι η ηθική αρετή υπάρχει λόγω της εμφάνισης
μιας συνήθειας, μέσω ενός συγκεκριμένου τρόπου συμπεριφοράς. Άμεση
συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι το άτομο είναι αρμόδιο και υπεύθυνο για
την απόκτηση της αρετής, όχι η φύση, πράγμα που πρέσβευε η διαδεδομένη έως
την εποχή του Αριστοτέλη αριστοκρατική αντίληψη για τις ικανότητες του
ανθρώπου. Η ηθική αρετή εξάλλου αντιδιαστέλλεται προς τη διανοητική, η οποία προϋποθέτει τον διδάσκαλο, καθώς και χρόνο και εμπειρία, για να
αποκτηθεί. Βέβαια όπως θα φανεί στη συνέχεια οι έννοιες του δασκάλου, της
διδασκαλίας και γενικότερα της μάθησης ως πνευματικής λειτουργίας δεν είναι
αμέτοχες και στον τρόπο απόκτησης της ηθικής αρετής.
Με το εμπειρικό παράδειγμα της πέτρας και της φωτιάς ο φιλόσοφος
έχει ως σκοπό να δείξει την αντίθεση του ήθους (συνήθειας) προς τη φύση.
Οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση παραμένει αναλλοίωτο και αμετάβλητο,
αυτό όμως που διαμορφώνεται από τη συνήθεια είναι δυνατό να μεταβληθεί
και να τροποποιηθεί. Αυτό συμβαίνει με την ηθική αρετή, που όπως δείχνει το
όνομά της δεν είναι κάτι που προέρχεται από τη φύση αλλά από το έθος, τη
συνήθεια. Πρέπει πάντως να αποφευχθεί μία παρεξήγηση, η φύση δεν
εναντιώνεται στον τρόπο απόκτησης της ηθικής αρετής, αντιθέτως μάλιστα οι
άνθρωποι εκ φύσεως προορίζονται να την κάνουν κτήμα τους.
Στη δεύτερη ενότητα ο Α. προσθέτει ένα ακόμη επιχείρημα κατά την
απόδειξή του ότι η αρετή ἐξ ἔθους περιγίνεται. Ειδικότερα επιχειρεί μια
σύγκριση προς τις ανθρώπινες αισθήσεις, κάτι που όλοι διαθέτουν. Αφού
αναφερθεί στο βασικό για τον φιλοσοφικό του στοχασμό ζεύγος της δύναμης
και της ενέργειας, υποδεικνύει ότι η απόκτηση της αρετής συμβαίνει με
ακριβώς αντίθετο τρόπο από ότι με τις αισθήσεις. Η αρετή δηλαδή
επιτυγχάνεται, κατορθώνεται με την εφαρμογή, με την άσκηση σε συγκεκριμένη
συνήθεια, με την ενέργεια. Αντίθετα οι φυσικές αισθήσεις προϋπάρχουν και εξ
αιτίας αυτού του γεγονότος επιτυγχάνονται οι φυσικές λειτουργίες των
αισθήσεων. Αντίθεση δηλαδή μεταξύ δυνάμεων και ενεργειών κατά την
απόκτηση των αισθήσεων και της αρετής. Πιο απλά, κατά τη διαδικασία
απόκτησης της ηθικής αρετής η ενέργεια προηγείται, ενώ κατά τη λειτουργία
λ.χ. του ματιού η δύναμη, η δυνατότητα όρασης είναι αυτή που προηγείται και
η ενέργεια -το να βλέπει κάποιος- ακολουθεί.
Η αναφορά του Α. στις τέχνες γίνεται για να στηριχθεί η θέση του
σχετικά με τη διαδικασία της εφαρμογής, της ενέργειας του υποκειμένου.
Γίνεται κάποιος τεχνίτης με την καταβολή αντίστοιχης ενέργειας προς την
τέχνη που ασκεί. Μαθαίνει δηλαδή με το να προβαίνει και να εφαρμόζει μια
επαναλαμβανόμενη πράξη. Η σύγκριση προς την ηθική πράξη είναι προφανής.
Με την μεθοδική ενέργεια προκόπτει κάποιος και στην ηθική σφαίρα του
δικαίου, της σωφροσύνης, της ανδρείας. Στο σημείο όμως πρέπει να λάβουμε
υπόψη μας και όσα ο Α. θα υποστηρίξει στη συνέχεια σχετικά με το
συζητούμενο θέμα. Δεν αρκεί δηλαδή η επανάληψη ομοίων ενεργειών,
τουλάχιστον στην ηθική σφαίρα, για την απόκτηση της αρετής. Η επανάληψη
οφείλει να γίνεται με γνώση, με συστηματική επιλογή, σταθερή, χωρίς
παρεκκλίσεις και υποχωρήσεις.
Στην τρίτη ενότητα διαφαίνεται και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο διαμορφώνεται η ηθική αρετή· πρόκειται για την πόλη με τους πολίτες
της, καθώς και τον υπεύθυνο της ευημερίας μιας πόλης, τον νομοθέτη της. Η
ικανότητα μάλιστα του τελευταίου είναι καθοριστική για τον βαθμό επίτευξης
της ηθικής αρετής. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης δέχεται διαβαθμίσεις της
αρετής. Με αυτήν την προοπτική οφείλουμε να δούμε τα παραδείγματα που
χρησιμοποιεί και εδώ από τον χώρο της τέχνης, των κιθαριστών και των
οικοδόμων. Έτσι φτάνει στο σημείο να υποδείξει και την αρνητική περίπτωση,
την περίπτωση της κακίας, η οποία τελικώς αποκτιέται και αυτή μέσω της
ενέργειας, του εθισμού σε κάποια κακή πράξη. Παράλληλα η αναφορά στον
νομοθέτη υποδεικνύει ότι και με την ηθική αρετή σημαντικό ρόλο παίζει ο
διδάσκαλος. Στο σημείο όμως αυτό δεν πρέπει να δούμε κάποια αντίφαση σε
σχέση με τα υποστηριζόμενα στην πρώτη ενότητα και την ανάγκη διδασκάλου
κατά την απόκτηση της διανοητικής αρετής. Ο Α. δεν αρνείται τη συμβολή της
διδασκαλίας στην καλλιέργεια των ηθικών αρετών.
Ως συμπέρασμα της ενότητας βέβαια προκύπτει η θέση ότι οι πολίτες, με
το να ασκούνται μέσω του νομοθέτη στο να γίνουν αγαθοί, παρουσιάζονται να
κατέχουν την αρετή όχι από τη φύση αλλά μέσω της άσκησης, του εθισμού σε
μία πράξη. Ας σημειωθεί όμως και η περίπτωση αποτυχίας του νομοθέτη κατά
την εκτέλεση του καθήκοντός του (ὅσοι μὴ αὐτὸ εὖ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν). Η
ερμηνεία του σχολικού εγχειριδίου εστιάζεται σε ποσοστό επιτυχίας των
νομοθετών των ελληνικών πόλεων, άρα και πολιτεύματα καλά και λιγότερο
καλά, όμως ο Α. φαίνεται ξεκάθαρα πως υποδεικνύει και την περίπτωση της
κακίας μέσα στο πλαίσιο της πολιτείας.
Η δημιουργία της ηθικής αρετής μέσω της επανάληψης ενεργειών και
μάλιστα όμοιων ενεργειών είναι το θεματικό κέντρο της τέταρτης ενότητας. Το
πλαίσιο εφαρμογής αυτής της πρακτικής είναι οι καθημερινές συναναστροφές.
Εκεί γίνεται ο άνθρωπος δίκαιος ή άδικος, δειλός ή θαρραλέος. Επίσης
καταλήγει να γίνει σώφρονας και πράος ή ακόλαστος και οργίλος. Το
επίρρημα οὑτωσὶ δείχνει το πώς οφείλει κανείς να εκτελέσει τις καθημερινές
του πράξεις. Το στοιχείο που θα καθορίσει το περιεχόμενό τους είναι η
ποιότητα. Κάθε επαναλαμβανόμενη δηλαδή ενέργεια πρέπει να διαθέτει και
ποιότητα, σε σημείο μάλιστα υψηλό. Αυτό σημαίνει ότι οι ενέργειες που θα
γεννήσουν την αρετή πρέπει να είναι ίδιες με τις ενέργειες που το άτομο θα
καταβάλει όταν θα είναι πλέον κάτοχος της αρετής. Ο ισχυρισμός φαίνεται εκ
πρώτης όψεως παράδοξος όμως δείχνει ξεκάθαρα την αντίληψη και την
πεποίθηση του Α. σχετικά με την ποιοτική ενέργεια, αυτήν που -στην ίδια
ενότητα κατονομάζεται- θα ακολουθήσει το ψυχικό φαινόμενο της ἕξεως. Η
διερεύνηση της τελευταίας επιχειρείται στη συνέχεια, όταν θα φανεί πόσο
καθοριστική είναι στον προσδιορισμό της ηθικής αρετής ως έννοιας. Η ενότητα
κλείνει με μια σύντομη υπόμνηση παιδαγωγικού τύπου, σχετικά με τους
παράγοντες που διαμορφώνουν την ποιοτική ενέργεια και την αντίστοιχη έξη.
Μετά το συμπέρασμα ότι η ποιοτική έξις διαμορφώνει την ποιοτική
πράξη ο Α., στην πέμπτη ενότητα, προχωρεί στη διερεύνηση του εξής θέματος:
πώς πρέπει να πράττονται οι πράξεις, οι οποίες καθορίζουν την ουσία των
έξεων; Η απάντηση: το ίδιο το υποκείμενο -αυτό θα φέρει και την ευθύνη- θα
ελέγξει την ποιότητα των πράξεών του ανάλογα με το συναίσθημα που κάθε
φορά θα αποκομίζει. Θα αισθάνεται δηλαδή ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια μετά
την πράξη του ή μετά την άρνησή του να εκτελέσει μία πράξη; Αν το
συναίσθημα που ακολουθεί είναι γενικά η ευχαρίστηση τότε η πράξη θα
χαρακτηρίζεται ως ορθή (=ενάρετη), ενώ στην αντίθετη περίπτωση το άτομο θα
διαπιστώνει ότι χρειάζεται πολύ ακόμη δρόμο για να καταστεί η πράξη του
ενάρετη.
Βέβαια το σημείο περιέχει ένα δύσκολο σημείο, αυτό της ηδονής που
προέρχεται από τιποτένιες πράξεις, ανάλογες ενός κακού χαρακτήρα. Ο Α.
όμως μας προειδοποιεί για το δύσκολο σημείο, καθώς τονίζει ότι η περίπτωση
της φαύλης ηδονής είναι η συνηθέστερη, αυτή που απαντά καθημερινά μέσα
στην κοινωνία. Η παιδαγωγική επομένως προτροπή του στην κατακλείδα της
ενότητας εμφανίζεται φυσιολογικά. Το άτομο θα καταστεί ικανό να διακρίνει
τις καλές από τις κακές ηδονές όταν οδηγηθεί, από μικρή ηλικία, στο να
επιλέγει τις πρώτες και να αποφεύγει τις δεύτερες.
Στη συνέχεια του σχολικού εγχειριδίου περιλαμβάνονται οι θέσεις του
Αριστοτέλη σχετικά με τον προσδιορισμό της ηθικής αρετής, την εξέτασή της
δηλαδή ως έννοιας. Κύρια θέση του φιλοσόφου είναι η ύπαρξη στην ψυχή
παθών, δυνάμεων και έξεων. Η αρετή επομένως, ως ενέργεια της ψυχής, θα
σχετίζεται με έναν από αυτούς τους τρεις παράγοντες. Ο Α. δείχνει ότι η ηθική
αρετή συνδέεται με τις έξεις, αφού δεν μπορεί να είναι ούτε πάθος ούτε δύναμη.
Με την κατάδειξη αυτή επιχειρήθηκε να δηλωθεί το προσεχές γένος της αρετής,
δηλαδή η έξις, ενώ αμέσως μετά διερευνάται το στοιχείο που την ταξινομεί
στην έξιν (ως έννοια επαλλάσσουσα που καταλήγει να γίνει έννοια υπάλληλη)
και δεν είναι άλλο από την μεσότητα.
Στην έκτη ενότητα λοιπόν επιχειρείται διερεύνηση της έννοιας της έξεως
ή ακριβέστερα του κυρίαρχου στοιχείου που θα την καταστήσει ποιοτική.
Βέβαια το στοιχείο αυτό, η μεσότητα, θα διερευνηθεί πλήρως ευθύς αμέσως,
στην επόμενη ενότητα. Εδώ συνδέεται η έξις με την ηθική αρετή με κοινό
σημείο την ποιότητα (ποία τις). Αυτό που ο Α. επιχειρεί να τονίσει είναι η
δεδομένη επιτυχής διεκπεραίωση των ανθρωπίνων έργων μέσω των
ολοκληρωμένων και επιτυχών επαναλήψεων, δηλαδή μέσω των έξεων. Ό,τι
συμβαίνει με τη λειτουργία του ματιού και την ικανότητα ενός αλόγου, στην
ιππασία και τη μάχη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιτυχής επανάληψη
ενεργειών, πράγμα που σημαίνει κτήση ποιοτικής έξης και επομένως απόκτηση
και κατοχή ικανότητας, δηλαδή αρετής.
Στην ερμηνεία της ενότητας οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τη φράση
εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει. Σε αυτήν κρύβεται η φύση, άρα και η σχετική
συμβολή της στον προσδιορισμό, αν όχι της έννοιας, τουλάχιστον του πλαισίου
στο οποίο εφαρμόζεται και πραγματώνεται η ηθική αρετή. Είναι άλλωστε
γνωστό ότι η φύση δεν είναι αντίθετη προς την ἐξ ἔθους περιγινομένην ἀρετήν,
καθώς ο άνθρωπος από τη φύση έχει λάβει τις δυνάμεις για το έργο το οποίο
καλείται να φέρει εις πέρας, στο ζήτημα πάντοτε της ηθικής συμπεριφοράς.
Αυτό τονίζεται, άλλη μία φορά, και στο χωρίο της ενότητας αυτής.
Στην έβδομη ενότητα η μεσότης αποτελεί το αντικείμενο διερεύνησης
του φιλοσόφου. Ο Α. θέλει να δείξει το πόσο σημαντική αλλά και δύσκολη είναι η κατάκτησή της ώστε ταυτόχρονα να αποκτηθεί η αρετή. Η αναφορά
του στην κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μεσότητα είναι προσανατολισμένη σε αυτόν τον
σκοπό. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται εύκολα το αντικειμενικό μέσο, αυτό που
διδάσκει η αριθμητική αναλογία και αναντίρρητα γίνεται από όλους
αποδεκτό.
Η δεύτερη όμως περίπτωση, το πρὸς ἡμᾶς, είναι συνθετότερη και
παρέχει δυσκολίες κατά την εφαρμογή της. Πιο συγκεκριμένα, ενώ
προηγουμένως τα δύο άκρα, τα οποία όριζαν την αριθμητική σχέση που
συνδέει τρία σημεία σε ένα συνεχές και διαιρετό πράγμα, λ.χ. σε μια ευθεία,
στην δεύτερη περίπτωση είναι ασαφή και όχι με ακρίβεια καθορισμένα. Αυτό
δηλώνεται με τα ρήματα πλεονάζει και ἐλλείπει από τα οποία ο φιλόσοφος έχει
απομακρύνει τη δυνατότητα σύγκρισης, η οποία θα εκφραζόταν με την
απαραίτητη γενική συγκριτική. Η ευθύνη επομένως της επιλογής του μέσου,
του σημείου δηλαδή μεταξύ της έλλειψης και της υπερβολής, ανήκει στο άτομο.
Ο ἀλείπτης των γυμνασίων, του δρόμου και της πάλης θα λάβει πολλούς
παράγοντες υπόψη του προτού καθορίσει το διαιτολόγιο των αθλητών του, όχι
μόνον την αναλογική σχέση των μερίδων φαγητού.
Στο θέμα της ηθικής αρετής, αυτό είναι το ζητούμενο, το άτομο οφείλει
να λειτουργήσει ανάλογα. Στην ενότητα δεν γίνεται βέβαια άμεση αναφορά
αλλά η παρουσίαση του ἐπιστήμονος ως του ανθρώπου που ενεργεί μεταξύ της
υπερβολής και της έλλειψης αυτό υποδεικνύει. Παράλληλα γίνεται ορατό πως
κατά την επίτευξη της ηθικής αρετής και η γνώση παίζει σημαντικό ρόλο, μιας
ηθικής αρετής που είναι προσανατολισμένη στην επίτευξη της μεσότητας.
Ο προσανατολισμός αυτός διευκρινίζεται περισσότερο στην όγδοη
ενότητα. Το μέσον τώρα συνδέεται με τις έννοιες της τέχνης, της φύσης, καθώς
και της αρετής. Το κείμενο της ενότητας σχεδόν στο σύνολό του είναι ένας
υποθετικός συλλογισμός. Το συμπέρασμα που θα προκύψει δεν είναι άλλο από
την υπόδειξη ότι η αρετή έχει ως σκοπό της την επίτευξη της μεσότητας.
Ειδικότερα, γίνεται αναφορά στην τέχνη με πρόθεση να δειχθεί, αναλογικά, ο
κοινός στόχος της τέχνης και της αρετής, η σύνδεσή τους δηλαδή με το μέσον. Ο
λόγος βέβαια αφορά την επιτυχημένη τέχνη, αυτήν που ασκούν ἀγαθοὶ
τεχνῖται και έχουν -εργαζόμενοι με γνώση- σκοπό την αποφυγή της υπερβολής
και της έλλειψης. Τα δύο αυτά, σημειώνει ο Α. σε μια λανθάνουσα, αισθητικού
τύπου παρατήρησή του, καταστρέφουν ένα ολοκληρωμένο, τέλειο έργο. Μόνον
το μέσον και η συνεχής επιδίωξή του είναι αυτά που μπορούν να το διασώσουν
και να το καταστήσουν, κυριολεκτικά, έργο τέχνης.
Η αναλογία είναι προφανής αλλά στο κείμενο δεν περιγράφεται
περισσότερο παρά μόνο με τον χαρακτηρισμό της αρετής ως ἀκριβεστέρας και
ἀμείνονος της τέχνης. Εφ’ όσον λοιπόν η αρετή υπερτερεί της τέχνης εξ αιτίας
του πεδίου στο οποίο εφαρμόζεται, την ηθική σφαίρα, φαίνεται πως
επιτυγχάνει τον σκοπό της, όταν και αυτή αποφεύγει την υπερβολή και την
έλλειψη και δοκιμάζει να κατορθώνει τη μεσότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η
αρετή προβάλλεται ως ανώτερη της τέχνης, σύμφωνα με το σχολικό εγχειρίδιο,
και για τον λόγο ότι μορφοποιεί τον ίδιο τον άνθρωπο και την προσωπικότητά
του, ενώ η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της και μιμείται τη φύση, την επίσης
ανώτερή της. Ποιες λοιπόν είναι οι περιπτώσεις κατάκτησης της μεσότητας,
έτσι ώστε η ηθική αρετή να γίνει πραγματικότητα; Ευθύς αμέσως ο Α. δίνει
σημαντικές διευκρινίσεις για το περιεχόμενο της έννοιας μεσότης.
Ο φιλόσοφος στην ένατη ενότητα δηλώνει πέντε προϋποθέσεις που
οδηγούν στην κατάκτησή της. Ο κατάλληλος χρόνος αποφυγής της έλλειψης
και της υπερβολής, πάντοτε βέβαια προς τα πάθη και τις πράξεις που ο
άνθρωπος επιτελεί. Τα πράγματα με τα οποία κανείς έρχεται σε καθημερινή
συνάφεια, καθώς και οι άνθρωποι με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την
ξεχωριστή συμπεριφορά τους. Τέλος η αιτία - σκοπός και ο τρόπος σύμφωνα με
τους οποίους ο καθένας ενεργεί. Αυτές λοιπόν οι προϋποθέσεις καθορίζουν την
υπερβολή, την έλλειψη και το μέσον, όταν ο καθένας ενεργεί στο πεδίο πάντοτε
της ηθικής.
Ένα καινούργιο στοιχείο που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται σε αυτήν
την ενότητα είναι οι χαρακτηρισμοί του Α. για τη μεσότητα, η οποία
ταυτίζεται με την αρετή σύμφωνα και με την ετυμολόγηση (ἄριστον - ἀρετὴ),
καθώς και για την έλλειψη και την υπερβολή. Οι δύο τελευταίες επισύρουν την
μομφή και τον ψόγο επειδή χαρακτηρίζονται ως λάθος, ενώ αντίθετα η
μεσότητα επαινείται διότι είναι το σωστό, το άριστο. Οι φράσεις ἐπαινεῖται
και κατορθοῦται (το μέσον) είναι έννοιες τις οποίες ο Α. χρησιμοποιεί κυρίως
ως επιχείρημα, καθώς καταλήγει να υποστηρίξει ότι η αρετή είναι μεσότης, η ειδοποιός δηλαδή διαφορά που διακρίνει την αρετή από κάθε άλλου είδους
έξη.
Στη δέκατη ενότητα ο Α., προβαίνει στην εξής εμπειρική παρατήρηση, η
οποία επιπλέον εμφανίζεται και ως πυθαγόρεια θέση. Η αποτυχία εμφανίζεται
συχνότατα, ενώ η επίτευξη του στόχου είναι σπάνια. Αυτό σημαίνει ότι η
πρώτη περνά στη σφαίρα της κακίας και η δεύτερη σε αυτήν της αρετής.
Αποτυχία βέβαια είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ επιτυχία θεωρείται η
κατάκτηση της μεσότητας. Ο ανώνυμος στίχος που ακολουθεί υπογραμμίζει την
αξιολογικού τύπου παρατήρηση του φιλοσόφου. Είναι πράγματι δύσκολο να
γίνει κανείς ενάρετος, να αποκτήσει τη ζητούμενη ηθική αρετή, η οποία
ορίζεται ευθύς αμέσως.
Τα στοιχεία που την ορίζουν είναι η προαιρετική έξη, δηλαδή το
επιδιωκόμενο μέσο κατά τη γνώμη του υποκειμένου που ενεργεί. Το υποκείμενο
ενεργεί επίσης με βάση τον ορθό λόγο και τη φρόνηση που διαθέτει. Η
πραγμάτευση του Α. ευθύς με την έναρξη του δεύτερου βιβλίου των Ηθικών
Νικομαχείων έδειξε τον σημαντικό και λειτουργικό ρόλο των παραπάνω
στοιχείων στον προσδιορισμό της ηθικής αρετής. Η αρετή ως ενέργεια της
ψυχής αποδείχθηκε ότι είναι έξη, όχι όμως οποιαδήποτε αλλά αυτή που
ενεργείται με βάση την ποιοτική πράξη. Αυτό σημαίνει προαίρεση αυτού που
ενεργεί, βούληση του υποκειμένου να επιτύχει έναν ακριβή τύπο συμπεριφοράς
και στάσης μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Εδώ φαίνεται καθαρά η συμβολή του
επιθυμητικού μέρους της ψυχής, η βούληση που προαιρείται. Αλλά ο
αριστοτελικός ορισμός λαμβάνει υπόψη του και το κυρίως λόγον έχον μέρος
της ψυχής. Αυτό υποδεικνύει ο λόγος, όρος αναγκαίος για την απόκτηση της
αρετής, όπως και ο όρος φρόνιμος (ἀνὴρ). Σύμφωνα μάλιστα με το σχολικό
εγχειρίδιο στον φρόνιμο άνθρωπο ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές.
Έτσι η φρόνηση αποτελεί κριτήριο και στοιχείο που συνδιαμορφώνει τη
ερευνώμενη ηθική αρετή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου