19.12.10

Ο υπερρεαλιστής των λέξεων - Ετος Νίκου Εγγονόπουλου

Εγγονόπουλος παρηγορεί και διασκεδάζει

Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ

«Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίηση με παρηγορούν και με διασκεδάζουν», δήλωνε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Και οι επιμελητές της αναδρομικής του έκθεσης, που εγκαινιάστηκε χθες από τον υπουργό Πολιτισμού Μιχάλη Λιάπη στο Νέο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138, τηλ. 210-3453111), είναι σαν να βασίστηκαν στα λόγια του για να τη στήσουν.


«Το πνεύμα της μοναξιάς» (1939)

Δύο μεγάλα ταμπλό με δηλώσεις και αποσπάσματα από συνεντεύξεις του υποδέχονται τον θεατή στον προθάλαμο της μεγάλης αίθουσας στον δεύτερο όροφο. Κι είναι λες κι έχεις μπροστά σου το βιογραφικό του, απαλλαγμένο όμως από τις κουραστικές ημερομηνίες. Τα λόγια του αφηγούνται σύντομα -και τόσο ευχάριστα- τη ζωή του, τις επιρροές του, τα πιστεύω του.

Στον διπλανό τοίχο διαβάζει κανείς το ποίημα «Ο Βελισάριος», ενώ τέσσερα μόνο έργα είναι τοποθετημένα εδώ: το εμβληματικό «Ο ποιητής και η μούσα» (1939), το «Τοπίο Πειραιώς με άγαλμα» (1944), το «Αεροδρόμιο» (1959) και η αυτοπροσωπογραφία του.

Η Λίλη Πεζανού, που σχεδίασε την έκθεση, έστησε στη μέση της αίθουσας κατακίτρινους τοίχους και κρέμασε πάνω τα έργα του Εγγονόπουλου, λάδια και τέμπερες που επέλεξε η σύζυγός του Λένα Εγγονοπούλου και η κόρη του Ερριέττη Εγγονοπούλου-Λεδάκη. Αριστερά και δεξιά, το ένα δίπλα στο άλλο, τοποθετήθηκαν τα ποιήματα που επέλεξε ο Θανάσης Χατζόπουλος. «Είμαι ζωγράφος και ποιητής», είναι, άλλωστε ο τίτλος της έκθεσης. Και τα ποιήματα και οι εικόνες του «συνομιλούν» μπροστά στα μάτια μας. Από τα ηχεία ακούγεται η φωνή του από το cd «Ο Εγγονόπουλος διαβάζει Εγγονόπουλο» (Λύρα, 1964).

Το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν ο κύριος στόχος. Γι' αυτό και τα έργα δεν ακολουθούν «αυστηρή χρονολογική σειρά», ούτε κωδικοποιούν την εξέλιξη ή τους σταθμούς του έργου του. «Ακριβώς επειδή ο Εγγονόπουλος είναι πληθωρικός, δεν θέλαμε το αποτέλεσμα να είναι κουραστικό για τον θεατή», εξηγεί η Κατερίνα Περινιώτη-Αγκαζίρ, που επί 5,5 χρόνια ερευνούσε το ζωγραφικό του έργο.


Η σύζυγος του Νίκου Εγγονόπουλου, Λένα, μπροστά σ' ένα αγαπημένο της έργο, «Δαυίδ και Βηθσαβεέ», χθες, στο Μουσείο Μπενάκη

Καρπός της έρευνάς της είναι ο πρώτος επιστημονικός δίγλωσσος κατάλογος (ελληνικά-γαλλικά), ένα πολύτιμο βιβλίο αναφοράς που μόλις κυκλοφόρησε από το Μουσείο Μπενάκη (75 ευρώ). Περιλαμβάνει 1.128 έργα του ζωγράφου (ταυτισμένα, λανθάνοντα και αφανή) που κατάφερε η ιστορικός τέχνης να ανακαλύψει. Οι δυσκολίες, όπως μας έλεγε χθες, ήταν πολλές. «Από τις πιο απλές, όπως το γεγονός ότι τα έργα δεν χωρούσαν στο laptop, μέχρι την άρνηση συλλεκτών να μου επιτρέψουν να δω τα έργα της συλλογής τους. Ευτυχώς είχα πολύτιμους συμπαραστάτες την οικογένεια του Εγγονόπουλου», τονίζει.

Στη διπλανή, μικρότερη αίθουσα, παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα κοστούμια που σχεδίασε για τις παραστάσεις του Ελληνικού Χοροδράματος. Στην ατμοσφαιρική και εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού αίθουσα εκτίθενται οι μακέτες σκηνικών, η εντυπωσιακότατη σειρά με τα σπίτια, οι βυζαντικές εικόνες, πρώτες εκδόσεις των ποιητικών του συλλογών, τα πινέλα και τα μολύβια του.

Αύριο και μεθαύριο στο Μουσείο Μπενάκη θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με το ΕΚΕΒΙ το συνέδριο «Ο ζωγράφος και ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος», με σημαντικούς Ελληνες και ξένους ομιλητές. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εκπαιδευτικά προγράμματα της έκθεσης, όπως το «Πίσω από την αυλαία του Νίκου Εγγονόπουλου» για παιδιά 8-12 ετών, που θα κληθούν να στήσουν το δικό τους σκηνικό με αφορμή το υπερρεαλιστικό έργο του ζωγράφου.

Η έκθεση διαρκεί έως 20 Ιανουαρίου.

Πηγή: Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
ΚΥΒΩΡ:

Εγγονόπουλος σε όλο του το μεγαλείο


«Θυμάμαι τα πάντα από τη ζωή μου. Λέξεις που άκουσα κάποτε, ανθρώπους που είδα, ακόμα και το τι έτρωγα σε ηλικία δύο ετών». Επιλεγμένα αποσπάσματα από συνεντεύξεις στη μεγάλη αίθουσα του δευτέρου ορόφου του Μουσείο Μπενάκη επί της οδού Πειραιώς καλωσορίζουν τον επισκέπτη στην αναδρομική έκθεση του Νίκου Εγγονόπουλου (1907-1985). Μια συνομιλία των έργων με τα ποιήματα ενός από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της πρωτοποριακής γενιάς του ’30.
Πάνω από 150 έργα του σπουδαίου Ελληνα υπερρεαλιστή φιλοξενούνται στην έκθεση «Είμαι ζωγράφος και ποιητής», με την οποία κορυφώνονται οι εκδηλώσεις του 2007, το οποίο είχε ανακηρυχθεί Ετος Εγγονόπουλου. Η συγκεκριμένη έκθεση, που εγκαινιάστηκε χθες και ανοίγει σήμερα τις πύλες της για το κοινό, έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό είκοσι πέντε χρόνων από την τελευταία μεγάλη έκθεση που διοργάνωσε η Εθνική Πινακοθήκη το 1983.

«Με την έκθεση θέλαμε να φανερώσουμε στο κοινό την εικόνα, το πνεύμα του Εγγονόπουλου σε όλο του το μεγαλείο, χωρίς το αποτέλεσμα να είναι κουραστικό για το θεατή. Δεν έχει στηθεί με αυστηρή χρονολογική σειρά. Δημιουργήθηκε με καθαρά αισθητικό αποτέλεσμα», λέει η Κατερίνα Περπινιώτη-Αγκαζίρ, υπεύθυνη για την επιστημονική επεξεργασία του εικαστικού σκέλους της έκθεσης, η οποία εργάστηκε για την ολοκλήρωσή της πεντέμισι χρόνια. Ο Θανάσης Χατζόπουλος επιμελήθηκε το ποιητικό σκέλος, ενώ η καλλιτεχνική επιμέλεια της έκθεσης ανήκει στη Λίλη Πεζανού.

- Στη μεγάλη αίθουσα φιλοξενούνται αντιπροσωπευτικά έργα (ελαιογραφίες, τέμπερες) του Νίκου Εγγονόπουλου. Το πλούσιο αυτό εικαστικό υλικό (σουρεαλιστικές συνθέσεις, εικόνες, αρχιτεκτονικά) συμπληρώνεται από ποιήματα, πεζά κείμενα και τις πρώτες εκδόσεις των ποιητικών του συλλογών.
- Στη δεύτερη, μικρή αίθουσα, παρουσιάζονται για πρώτη φορά τα κοστούμια – κάποια μάλιστα ζωγραφισμένα από τον ίδιο – που σχεδίασε για τις παραστάσεις του Ελληνικού Χοροδράματος, τα οποία, μαζί με μακέτες σκηνικών, εικονογραφούν τη σημαντική του θητεία στο θέατρο.
- Παράλληλα, αύριο και το Σάββατο 24 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Μπενάκη διήμερο επιστημονικό συνέδριο σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Το συνέδριο αποσκοπεί σε μια νέα αποτίμηση του συνόλου του έργου του Νίκου Εγγονόπουλου.

Πηγή: Ελεύθερος Τύπος
AoRaToSs:

100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου


Μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη
Διάρκεια: 22 Νοεμβρίου 2007- 20 Ιανουαρίου 2007


Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου (1907-1985), το Μουσείο Μπενάκη διοργανώνει μια μεγάλη αναδρομική έκθεση που προβάλλει το εικαστικό κυρίως έργο του σπουδαίου Έλληνα υπερρεαλιστή, τιμώντας ταυτόχρονα και την ποιητική του προσφορά.
Το επετειακό αυτό αφιέρωμα του Μουσείου Μπενάκη έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό είκοσι πέντε χρόνων από την τελευταία μεγάλη έκθεση Εγγονόπουλου, που οργάνωσε το 1983 η Εθνική Πινακοθήκη.



Η έκθεση του Μουσείου, που πραγματοποιείται στο Κτήριο της οδού Πειραιώς από τις 22 Νοεμβρίου 2007 έως τις 20 Ιανουαρίου 2008, περιλαμβάνει περισσότερα από 150 έργα του Εγγονόπουλου από την υπερπεντηκονταετή ζωγραφική του δημιουργία, αντιπροσωπευτικά τόσο της θεματικής του (υπερρεαλιστικές συνθέσεις, εικόνες, αρχιτεκτονικά), όσο και των πολλών και διαφορετικών τεχνικών που κατά καιρούς τον απασχόλησαν (ελαιογραφία, ακουαρέλα, αυγοτέμπερα σε ξύλο, τέμπερα, σινική μελάνη, κάρβουνο, μολύβι). Επίσης παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, τα κοστούμια -κάποια μάλιστα ζωγραφισμένα από τον ίδιο- που σχεδίασε για τις παραστάσεις του Ελληνικού Χοροδράματος, τα οποία, μαζί με μακέτες σκηνικών, εικονογραφούν τη σημαντική του θητεία στο θέατρο. Το πλούσιο αυτό εικαστικό και θεατρικό υλικό συμπληρώνεται από ποιήματα, πεζά κείμενα και τις πρώτες εκδόσεις των ποιητικών του συλλογών.

Γενική οργάνωση: Μάρια Διαμάντη, Μουσείο Μπενάκη
Καλλιτεχνική επιμέλεια:Λίλη Πεζανού
Επιλογή έργων:Λένα Εγγονοπούλου, Ερριέττη Εγγονοπούλου-Λεδάκη
Επιστημονική επεξεργασία: Κατερίνα Περπινιώτη-Αγκαζίρ (εικαστικό σκέλος),
Θανάσης Χατζόπουλος (ποιητικό σκέλος)

Μουσείο Μπενάκη - Κτήριο οδού Πειραιώς
Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου
Τηλ. 210 3453111

Ωράριο Λειτουργίας
Τετάρτη, Πέμπτη, Κυριακή: 10.00-18.00
Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-22.00
Δευτέρα, Τρίτη: ΚΛΕΙΣΤΑ

Πηγή: Καθημερινή
ΚΥΒΩΡ:

Ο αντιδραστικός μοντερνισμός του Νίκου Εγγονόπουλου



του Γιώργου Πισσαλίδη

Ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Ριζοσπαστικής Δεξιάς και του Εθνικισμού, που όμως ακόμα δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοιος, είναι ο υπερρεαλιστής ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, στον οποίο το Υπουργείο Πολιτισμού αφιέρωσε την χρονιά του 2007. Ενώ το Μουσείο Μπενάκη οργάνωσε μια αναδρομική έκθεση για τα 100χρονα από την γέννηση του.

Τι είναι όμως ο υπερρεαλισμός; Σύμφωνα με τον κύριο θεωρητικό του, τον ποιητή Αντρέ Μπρετόν, ο υπερρεαλισμός (ή σουρρεαλισμός) είναι ένας «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός, με τον οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί η πραγματική λειτουργία της σκέψης. Ο αυτοματισμός αυτός υπαγορεύεται από την σκέψη, με την απουσία κάθε ελέγχου της λογικής, χωρίς κανένα αισθητικό ή ηθικό μέλημα». Σκοπός του υπερρεαλισμού ήταν ο συνδυασμός του φανταστικού στοιχείου και του ονείρου με το ρεαλιστικό στοιχείο της πραγματικότητας για την δημιουργία ενός τρίτου επιπέδου, που ήταν αυτό που ονομαζόταν υπερρεαλιστικό. Για να το πετύχει χρησιμοποιούσε την αυτόματη γραφή, την ψυχανάλυση ή ακόμα και τον υπνωτισμό.


Ο Αη-Γιώργης και ο Μινόταυρος.

Ο υπερρεαλισμός προσπάθησε να ξεπεράσει τον διχασμό της Δυτικής Σκέψης ανάμεσα σε σκέψη και δράση, πραγματικότητα και φανταστικό, πνεύμα και ύλη. Πρόκειται στην ουσία για μια συνέχεια της πολεμικής ενάντια στην κυριαρχία της ψυχρής Λογικής που είχε ξεκινήσει με τον Ρομαντισμό του 18ου και 19ου αιώνα (Μπλέηκ, Μπάυρον, Σέλλεϋ, Χαίλντερλιν), και του οποίου ο Σουρεαλισμός και ο Φασισμός θεωρούνται οι δύο απόγονοι στον 20ο αιώνα.

Το 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Υψικάμινος» και γεννάται ο ελληνικός υπερρεαλισμός. Ακολουθούν οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Εγγονόπουλου «Μην ομιλείτε στον Οδηγό» (1938) και «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» (1939). Τέλος ο Ελύτης εκδίδει τους «Προσανατολισμούς» (1939).

Όμως ενώ ο Ελύτης βρήκε αμέσως απήχηση και αναγνώριση, δεν έγινε το ίδιο με τον Νίκο Εγγονόπουλο. Η πρώτη του συλλογή έγινε στόχος αδαών κριτικών και επιθεωρησιογράφων. Ενώ η πρώτη του έκθεση έγινε σε ένα άδειο σπίτι φίλων και το έργο του ποτέ δεν συμπεριλήφθηκε στην ετήσια Έκθεση Εθνικής Τέχνης της κυβερνήσεως Μεταξά (σε αντίθεση με την φιλοκατοχική κυβέρνηση).


Κατοχικό ενθύμιο.

Το υπερρεαλιστικό κίνημα θα ωρίμαζε, ψυχολογικά και καλλιτεχνικά, μέσα στον πόλεμο. Ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος θα κατατασσόταν στο ελληνικό στρατό στην διάρκεια του Αλβανικού Έπους. Ο πρώτος, χρόνια αργότερα, θα έγραφε τον «Χαμένο Ανθυπολοχαγό του Αλβανικού Μετώπου». Ενώ ο Εγγονόπουλος εν μέσω κατοχής τον «Μπολιβάρ».

Πρόκειται για έναν επικό ποίημα, επικεντρωμένο στον Σίμωνα Μπολίβαρ (η Μπολιβάρ, όπως τον αποκαλεί), τον μεγάλο ήρωα της Νοτιοαμερικανικής Ανεξαρτησίας. Η αρχή του «Μπολιβάρ» θυμίζει έντονα την ποίηση του Ανδρέα Κάλβου:

«Για τους μεγάλους, τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα μεγάλα τα ωραία που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
καθώς εφώλιασε στα βαθιά του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνα Μπολιβάρ»


Ηρακλής.

Αυτή η επιλογή Μπολιβάρ και Ανδρούτσου δεν γίνεται μόνο επειδή και οι δύο είναι εθνικά σύμβολα, αλλά και γιατί ήταν ελεύθεροι, μόνοι και πέρα από το καλό και το κακό. Ο Εγγονόπουλος φωνάζει στον ήρωα: «Μπολιβάρ είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί». Έτσι ο «Μπολιβάρ» μετατρέπεται σε παγκόσμιο σύμβολο Ελευθερίας όλων των λαών, όλων των τόπων. Ενώ κάπου αλλού δηλώνει: «Μπολιβάρ, είμαι γιος σου». Πράγμα που σημαίνει ότι ο Μπολιβάρ του ποιήματος είναι ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, ένας ποιητής-πολεμιστής, ένας ποιητής της Πένας και του Ξίφους.

Όμως ο ποιητής ξέρει ότι ο ηρωικός ανδριάντας όλων των Μπολιβάρ θα κατεδαφιστεί από εκείνους τους μικροαστούς για τους οποίους ο θόρυβος της Ελευθερίας είναι εκκωφαντικός. Για αυτό στο τέλος του ποιήματος τον ρωτά: «Στρατηγέ, τι γύρευες στην Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;». Ή τι γυρεύει ένας άνθρωπος του ηρωισμού και του πολέμου στον κόσμο των εμπόρων;


Ο ποιητής και η μούσα του.

Μόνο μεταπολεμικά θα ερχόταν η αναγνώριση, χάρις σε ένα κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου όπου έγραφε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, η ώρα της δόξης σου έφθασε προ πολλού και είναι στραβοί και κακόπιστοι όσοι ακόμη δεν το βλέπουν». Ενώ τον αποκαλούσε τιμητικά «βράχο του Ελμπασάρ» και «δαντέλλα του Βοσπόρου», αναφερόμενος στην Αρβανίτικη και Κωνσταντινοπολίτικη καταγωγή.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 θα ξεσπάσει μια διαμάχη για το κατά πόσο ο Εγγονόπουλος, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος υπήρξαν πράγματι υπερρεαλιστές. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος είχε δηλώσει ότι «Δεν έγινε ποτέ μέρος του υπερρεαλισμού γιατί έτσι γεννήθηκα». Εννοώντας ότι έβλεπε πάντα την ζωή ως παράλογη από μικρή ηλικία.


Τίποτα στην ζωή δεν είναι αίνιγμα.

Όμως την πιο σωστή απάντηση πάνω στο θέμα την δίνει ο αείμνηστος Δημήτριος Τσάκωνας στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας»: «Η διάκριση του υπερρεαλισμού σε μετριοπαθή και σε ελεύθερη και σε ελεύθερη αυτοματική γραφή είναι απαραίτητη. Διότι, ενώ ο μετριοπαθής υπερρεαλισμός ανταποκρίθηκε στην ιδιοτυπία του νεοελληνικού πνεύματος, που αποτελείται από ισχυρά παρορμητικά, αλλά και από έλλογα στοιχεία και μπόρεσε να ενσωματωθεί λειτουργικά και να αφομοιωθεί δημιουργικά στην λογοτεχνία, ο υπερρεαλισμός που στηριζόταν μονάχα στην αυτοματική γραφή, κατά μίμηση ξένων προτύπων δεν άφησε βιώσιμα ίχνη στην ποίηση μας. Ενώ ο πρώτος συνδέθηκε με τις παραδόσεις μας και τα κοινωνικά μας προβλήματα, ο δεύτερος έμεινε στην καλύτερη περίπτωση , μια αφαίρεση και στη χειρότερη μια μανιέρα. Ένα θέμα που σε διάφορο βαθμό, εκτός από τον Π. Ωρολογά (σ.σ. γνωστός εθνοκοινωνιστής κριτικός λογοτεχνίας του μεσοπολέμου ), θίγεται και από το M.Vitti( σ.σ. τον καλύτερο μελετητή του Ελύτη) είναι η μαρξίζουσα άποψη ότι ο ελληνικός υπερρεαλισμός της ακμής παρωθήθηκε επιτήδεια από την πολιτική ηγεσία προς λύσεις δεξιάς απόχρωσης. Αυτό έκανε τους φορείς του (Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο κ.λ.π) να τραπούν προς μια συντηρητικού τύπου ελληνικότητα, ενώ εάν έμεναν πιστοί στο γράμμα του υπερρεαλιστικού μανιφέστου έπρεπε να ήταν αριστεροί».


Αλέξανδρος Φιλίππου και όλοι οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων.

Με άλλα λόγια, η Ελληνική Αριστερά δεν συγχώρησε ποτέ στους Έλληνες υπερρεαλιστές ότι υπήρξαν Δεξιοί, ενσωματώνοντας με τόσο πάθος και φυσικότητα (και όχι συνωμοτικά) στο έργο τους την λατρεία της Φύσης, της Παράδοσης, της Ορθοδοξίας και την ιστορικότητα του Ελληνισμού. To 1998, ο καθηγητής σήμερα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Τάκης Καγιάλης έγραφε στο θεσσαλονικιώτικο λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο»: «τα ριζοσπαστικά αισθήματα που εγγράφονται στο έργο των Ελύτη, Εγγονόπουλου και Εμπειρίκου παραπέμπουν ευθέως στην ιδεολογική παράδοση της ριζοσπαστικής Δεξιάς». Ενώ το παράδοξο πάντρεμα υπερρεαλισμού, που στην αρχική του έννοια απορρίπτει την ιδέα της Παράδοσης, και της Ελληνικότητας (σωβινισμό όπως την αποκαλεί ο ίδιος) που υπάρχει στο έργο τους, το ονόμασε «αντιδραστικό μοντερνισμό». Παραπέμποντας έτσι στην πρωτοφασιστική διανόηση των Έζρα Πάουντ, Μάρτιν Χάιντεγκερ και Όσβαλντ Σπένγκλερ που αποζητούσαν ένα πάντρεμα Εθνικισμού, ανορθολογισμού και αντι-υλιστική χρήση της τεχνολογίας.

Φασίστας λοιπόν ο μεγάλος μας νομπελίστας; Φασίστας και ο συγγραφέας του «Μπολιβάρ», του «Ύμνου προς την Ελευθερία» της «γενιάς του ’30»; Είτε όμως τους αποκαλέσεις φασίστες, είτε ποιητές της κλασσικής ή ριζοσπαστικής Δεξιάς (όπου ο εθνικισμός συνυπάρχει με την Ελευθερία), ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος μας αφορούν. Και είναι μέσα από το πρίσμα του αντιδραστικού μοντερνισμού που θα πρέπει να δούμε τόσο την ποίηση όσο και το ζωγραφικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.


Ο ελευθερωτής.

Καταρχήν το θέμα της Ελληνικότητας ήταν πάντα παρόν στην ζωγραφική του Εγγονόπουλου. Ο αγαπημένος του καθηγητής στην Σχολή ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης, από τον οποίο κράτησε το όραμα της απεικόνισης της διαχρονικότητας του ελληνισμού όπου θα μπορούσαν να συνυπάρχουν οι κώδικες της ιδεολογίας του κάθε καλλιτέχνη.

Ένας άλλος μεγάλος δάσκαλος υπήρξε ο Φώτης Κόντογλου. Ο Κόντογλου ήταν εκείνος που του έμαθε τα μυστικά της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Ήταν εκείνος επίσης που του έμαθε την υπερβατικότητα της Βυζαντινής Τέχνης, δηλαδή της δυνατότητας να ξεπερνά τις συμβατικότητες της φυσικής πραγματικότητας, που ήταν και το ζητούμενο του υπερρεαλισμού. Έτσι ο Εγγονόπουλος έλυσε το πρόβλημα του υπερρεαλισμού μέσω της Βυζαντινής Τέχνης! Μιας τέχνης που είναι μη Δυτική και μη ορθολογιστική, σύμφωνα και με τις επιταγές του κινήματος.

Όπως τονίζει ο Αλέξης Ξυδής: «ο Εγγονόπουλος ένιωσε ισχυρή έλξη για την βυζαντινή τέχνη, ίσως γιατί τον γοήτευε τόσο το αίσθημα της παράδοσης που είχε μέσα του». Αυτή η επίδραση δεν υπάρχει μόνο στο πιο συμβατικό έργο του (αγιογραφίες ή παραδοσιακά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας). Υπάρχει διάχυτη σε όλο το έργο του. Εκεί όμως που η ζωγραφική της Ορθοδοξίας εκμηδενίζει το ανθρώπινο σώμα και παρουσιάζει τις φιγούρες σχεδόν άυλες, οι μορφές του Εγγονόπουλου προβάλλουν σαρκώδεις και λαμπερές αποκτώντας μια τρισδιάστατη υπόσταση.


Αυτοπροσωπογραφία.

Τέλος μια μεγάλη επίδραση υπήρξε ο Τζώρτζιο ντε Κίρικο, ο κύριος εκπρόσωπος της μεταφυσικής ζωγραφικής, που απεικόνιζε φανταστικές πόλεις γεμάτες θεατρικότητα, όπου κυριαρχούσαν η αποξένωση, το απόκοσμο και η αίσθηση της απώλειας. Αυτόν τον απόκοσμο κόσμο του Ντε Κίρικο τον καταγράφει σε ένα από τα ποιήματα του: «Όμως ξάφνου, μι΄ ανέκφραστη αγωνία πλάκωσε την καρδιά μου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν μάτια! Τους είχα προσέξει: ήδη με ανησυχούσε το βλέμμα τους!»

Αυτοί οι άνθρωποι δίχως μάτια εμφανίζονται σε όλους τους πίνακες του Εγγονόπουλου. Είναι τα ανδρείκελα που θυμίζουν ξύλινα μανεκέν ραπτών. Ενώ όμως τα ανδρείκελα του Ντε Κίρικο παραπέμπουν σε μια απόκοσμη εικόνα, τα ανδρείκελα του Εγγονόπουλου είναι γεμάτα ζωή και ζωγραφίζονται με έντονα χρώματα, τονίζοντας έτσι το διονυσιακό πνεύμα και την κατάφαση στην ζωή που κυριαρχεί στο έργο του Εγγονόπουλου.


Ο όρκος των Φιλικών.

Ανδρείκελα είναι στα έργα του όλοι του οι ήρωες του Ελληνισμού από τον Θησέα στον Άϊ Γιώργη. Μοναδική εξαίρεση ο Ρήγας Φεραίος, μιας και τον θεωρούσε ως αιώνιο σύμβολο της κάθε Εθνικής Επαναστάσεως. Προσωπικά πιστεύουμε ότι τα ανδρείκελα συμβολίζουν τον καθημερινό άνθρωπο και το ότι ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί η και να μετατραπεί σε ήρωα. Όμως αυτά τα ανδρείκελα συνδυάζονται με άσχετα φαινομενικά υπερρεαλιστικά σύμβολα. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για αστείο του ζωγράφου και ανατροπή του εθνικιστικού θέματος. Όπως είπε και η Νίκη Λοϊζίδου στο διήμερο συνέδριο για τον Εγγονόπουλο: «Αν δεν πρόκειται για σουρεαλιστικό πείραγμα που ανατρέπει το θέμα του, όπως ζήταγε ο Μπρετόν στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ», τότε έχουμε μια «έξαλλη ελληνολατρεία» όπως γράφει στον «Μπολιβάρ», έναν άκρατο φυλετισμό».

Αυτό είναι λοιπόν, που τρομάζει τους αριστερούς μελετητές του Εγγονόπουλου: η Ελληνολατρία του. Εξάλλου ο ίδιος είχε πει ότι εκείνο που τον φοβίζει στον θάνατο είναι ότι δεν θα μπορεί να δηλώνει πλέον την ελληνική ιθαγένεια του. Ενώ δήλωνε: «Ίσως είμαι μεγαλοϊδεάτης. Όμως το όνειρο της Αγιάς Σοφιάς δεν είναι ρομαντισμός, είναι υπερρεαλισμός. Ξεκίνησα να τα πω όλα με χρώματα και στίχους. Και ξαφνικά βάρβαρος στάθηκε μπροστά μου ο Τούρκος». Τέλος αποδεχόταν την προτροπή του Εμπειρίκου ότι τα μόνα πράγματα που αξίζουν στην ζωή είναι ο Έρωτας και το Σπαθί. Και όταν λέει Σπαθί, εννοεί την Πολεμική Αρετή, τον Ηρωισμό, όπως τον περιγράφει στον «Μπολιβάρ».


Εμφύλιος.

Εκείνο τελικά που απεικονίζουν οι πίνακες του είναι η έννοια της Παράδοσης και της Ελληνικότητας, όχι όμως με τον μουσειακό τρόπο που το κάνει η λαογραφία. Όπως γράφει η Κατερίνα Περπινιώτη- Αγκαζίρ στο βιβλίο της «Νίκος Εγγονόπουλος: Ο Ζωγραφικός Κόσμος του» (Εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη): «ο ελληνοκεντρισμός του προβάλλει με τρόπο καθαρά αυτοβιογραφικό τα στοιχεία του χθες και του σήμερα και αντίστροφα. Καταγράφει τον εαυτό του και τους πνευματικούς τους συγγενείς χωρίς χρονικούς, ιστορικούς και φυλετικούς περιορισμούς, συνθέτοντας με δημιουργική αυθαιρεσία σκηνές υπαρκτές στο μύθο , στην ιστορία ή στην φαντασία, σαν να φωτογράφιζε το περιβάλλον του και τους συγγενείς του με έναν υπερρεαλιστικό φακό». Έτσι ο αντιδραστικός μοντερνισμός του Εγγονόπουλου μετατρέπει την Παράδοση σε ένα ζωντανό μέρος μιας παράλογης καθημερινότητας, ανακηρυσσόμενος στην Εθνικιστική Τέχνη του Αύριο.

Πηγή: e-grammes
AoRaToSs:

Νίκος Εγγονόπουλος: Ο πρωτοπόρος


«Κι όταν έσκυψα να δω μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ’ άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια: το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης.»



Ποιον θα παραξένευαν σήμερα αυτές οι λέξεις από μια συλλογή με τον τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγό»; Μάλλον κανένα. Το μακρινό ’38 όμως η συλλογή προκάλεσε γενική υστερία. Στην αρχή τάραξε τους λογοτεχνικούς κύκλους της αθηναϊκής διανόησης. Η αναστάτωση μεταδόθηκε αστραπιαία σε άλλους ελάχιστα λογοτεχνικούς κύκλους και πολύ σύντομα τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έγιναν βορά στις άγριες διαθέσεις των επιθεωρησιογράφων της εποχής.

Τρία χρόνια πριν, ένας φίλος του Εγγονόπουλου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, είχε προσπαθήσει με μια διάλεξή του να μυήσει τους Αθηναίους στα νοήματα του «υπερρεαλισμού». Εκείνος είχε αντιμετωπίσει βλοσυρά βλέμματα και αδιαφορία, το ίδιο και η ποιητική του συλλογή «Υψικάμινος», αλλά για τον Εγγονόπουλο η υποδοχή ήταν πολύ πιο σκληρή.

Η σύντροφός του, Λένα Εγγονοπούλου αφηγείται: «Αυτά που έδειχνε στη ζωγραφική και στην ποίησή του έμοιαζαν παράλογα. Ηταν ρηξικέλευθα, επαναστατικά. Με ποια μέσα, στα 1938, θα μπορούσε να τα επιβάλει; Οταν, μάλιστα, κοινωνικά ήταν ένας απλός γραφιάς; Ο διασυρμός έφτασε μέχρι το θέατρο. Κορόιδευαν στίχους του και του Εμπειρίκου. Ο Εμπειρίκος το ’παιρνε πιο ελαφριά. Ο Νίκος έβλεπε να ποδοπατούν αυτό που είχε δημιουργήσει με το αίμα της καρδιάς του. Μου ’λεγε χαρακτηριστικά: "Προσπαθώ να μπω στη μάζα και δεν μπορώ"».

Ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος αλλά απόλυτα σίγουρος για το ταλέντο του, επιστρέφει τον επόμενο χρόνο με μια νέα συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής», με τα ίδια αποτελέσματα. Σαν να μην έφτανε αυτό, αισθάνεται ότι οι δυνατότητές του είναι ακόμη μεγαλύτερες στη ζωγραφική -και όχι τυχαία. Είχε ήδη πίσω του σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ είχε διδαχτεί βυζαντινή αγιογραφία στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Συμπλήρωσε τις σπουδές με μαθήματα στη Φλωρεντία και τη Ραβένα, ενώ ταξίδεψε αρκετές φορές στο Μόναχο (για να δει έργα του Σεζάν), τη Ρώμη και το Παρίσι -παρόλο που δεν ήταν ούτε έγινε ποτέ πλούσιος.

Ηταν απλώς ένας κοσμοπολίτης, γεννημένος στην Αθήνα (1907) με παιδικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και μαθητικά στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1927, υπηρέτησε τη θητεία του και στη συνέχεια εργάστηκε ώς το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1938, λοιπόν ο Εγγονόπουλος, ημερομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Εργων, με απόσπαση στο Πολυτεχνείο, παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του, τέμπερες σε χαρτί που απεικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της Δ. Μακεδονίας, στην Εκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε τον Ιούνιο της επόμενης χρονιάς σε ένα άδειο σπίτι (του Νίκου Καλαμάρη στην οδό Κριεζώτου) και την επισκέφθηκαν μόνο γνωστοί και φίλοι του καλλιτέχνη -τα πικρόχολα σχόλια όμως έγιναν από πολύ περισσότερους που τον «γνώριζαν» ήδη ως ποιητή.


Ο επαναστάτης Μπολιβάρ

Θα περνούσαν 25 ολόκληρα χρόνια ώς την επόμενη ατομική του έκθεση, το 1963 στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Στο μεταξύ, η αναγνώριση θα έρθει με πολύ αργά βήματα.

Εχει να ξεπεράσει διάφορους σκοπέλους που αφορούν την ουσία του έργου του, μέχρι να γίνει κατανοητό. Πρώτα απ’ όλα, το γεγονός ότι «αφηγείται» είτε στην ποίηση είτε στη ζωγραφική με μια γλώσσα άγνωστη και γι’ αυτό ακατάληπτη. Αυτό εξοργίζει τους συντηρητικούς. Το γεγονός όμως ότι μαζί με τις επιδράσεις από τα νέα ρεύματα καταφέρνει να συνδυάσει μέσα στο έργο του, ιδιαίτερα το ζωγραφικό, πάρα πολλά στοιχεία από τη ελληνική λαϊκή τέχνη και τη βυζαντινή παράδοση θα του στερήσει και τους υποστηρικτές από τον αποκαλούμενο προοδευτικό χώρο. Για τους μεν ήταν ένας επαναστάτης, για τους δε ένας «απολογητής» των αστών.

Τι ήταν πραγματικά; Ενας πρωτοπόρος -και σύμφωνα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο: «Η ποιητική του είναι η σύντομος βιογραφία όλων εκείνων των μοναδικών και μεμονωμένων συνανθρώπων που, ξένοι μέσα σ’ άγνωστους λαούς, "φύτρωσαν εκεί που δεν τους έσπειραν". Ως είθισται τους δολοφονούν, τους τραβούν τη σκάλα για να τους τσακίσουν, τους κυνηγούν άνθρωποι όμοιοι σα λυσσασμένα σκυλιά, οι φιλήσυχοι αστοί γκρεμίζουν τους ανδριάντες τους».

Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο, αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Ο «Μπολιβάρ», ποιητικό πορτρέτο του Λατινοαμερικάνου επαναστάτη και σύμβολο κάθε υπερασπιστή της ελευθερίας, θα τύχει κάποιας αποδοχής (ή καλύτερα ανακωχής) σε κοινό και κριτική. Ο ίδιος δεν θα συνθηκολογήσει ποτέ. Θα συνεχίσει να γράφει, να ζωγραφίζει, να αγιογραφεί, να φτιάχνει σκηνικά και κοστούμια για το θέατρο, να δημοσιεύει μελέτες για την τέχνη και την ελληνική παράδοση, να μεταφράζει και να συμμετέχει στην πολιτιστική ζωή για τα επόμενα σαράντα χρόνια.

Το 1946 εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Η Επιστροφή των Πουλιών» και δυο χρόνια αργότερα η...«Ελευσις». Την εποχή εκείνη συμμετέχει στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» που έχει σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής κίνησης στην Ελλάδα (μέλη της μεταξύ άλλων οι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Τσαρούχης, Μόραλης). Το 1952 συμμετέχει στην αγιογράφηση της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα στη Νέα Υόρκη (που έχει αναλάβει ο Κόντογλου) και παράλληλα εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με 72 έργα του. Το 1956 εκλέγεται μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου και παραιτείται από το Υπουργείο.

Το 1957 σχεδιάζει τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις παραστάσεις του «Ελληνικού Χοροδράματος» της Ραλλούς Μάνου, ενώ τυπώνεται η ποιητική συλλογή του «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω» που θα αποσπάσει το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι η πρώτη επίσημη αναγνώριση. Το 1969 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης. Το 1977 θα συγκεντρώσει σε δύο τόμους το σύνολο του ώς τότε έργου του και την αμέσως επόμενη χρονιά θα εκδοθεί το βιβλίο «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες», όπου περιλαμβάνονται ποιήματα, μεταφράσεις ξένων ποιητών καθώς και 20 πίνακές του και θα τιμηθεί για δεύτερη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.


Αυτοπροσωπογραφία (1935)

Και σ’ αγαπώ παράφορα

Την προσωπική του ζωή σημαδεύουν δύο γάμοι. Ο πρώτος το 1950 με τη Νέλλη Ανδρικοπούλου: «Δεν ερωτεύτηκα τον Εγγονόπουλο αλλά τα έργα του. Αυτά μου την έδωσαν! Δεν μ’ ενδιέφεραν οι ωραίοι άντρες. Μ’ ενδιέφεραν οι γνώσεις και το ταλέντο τους. Εναν καλό δάσκαλο έψαχνα, ίσως επειδή ψυχή δασκάλας έχω κι εγώ» με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο.

Ο δεύτερος το 1960, με την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ερριέττη. «Hταν σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Tα δύο τρίτα στο Πολυτεχνείο σταμάτησαν να μας μιλούν. Δεν μπορούσε να χωρέσει το τακτοποιημένο μυαλουδάκι τους πως εγώ, μια μεγαλοαστή, που μόλις είχε γυρίσει από το εξωτερικό, θα έπαιρνα τον ώριμο Eγγονόπουλο, που τον είχαν στην κατηγορία μεταξύ ιδιότροπου και τρελού».

Το 1993, οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του από ανακοπή καρδιάς, εκδόθηκε μια σειρά επιστολών τού ποιητή προς τη σύζυγό του Λένα, με τίτλο «Και σ’ αγαπώ παράφορα». Πέρυσι το ελληνικό κράτος τίμησε το έργο του, ανακηρύσσοντας (με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του) το 2007 ως έτος Εγγονόπουλου -ελάχιστος φόρος τιμής για πολλά έτη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «έτη καταδίωξης του Νίκου Εγοννόπουλου ή της ελληνικής πρωτοπορίας».

Μεταξύ φίλων

«Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Ερωτας και το Σπαθί. Ολα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. Η πραγματικά μεγάλη ποίησις είναι καμωμένη βασικά από αυτά τα πρωταρχικά και κορυφαία στοιχεία. Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής. Ασε, λοιπόν, να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν»

Ανδρέας Εμπειρίκος

H Τέχνη της ζωής

«Ο Εγγονόπουλος είχε κατορθώσει να συνδυάζει την επαναστατική γραμμή μαζί με την καλώς εννοούμενη αριστοκρατικότητα. Κρατήθηκε μέσα σε μιαν αδιάλειπτη φτώχεια, με την αξιοπρέπεια αληθινού πρίγκιπα.»

Οδυσσέας Ελύτης

«Δεν είχε σχέση με τα λεφτά. Πού και πού του δείχναμε άμα κυκλοφορούσε κάποιο καινούργιο νόμισμα. Συχνά με ευχαριστούσε που τον είχα απαλλάξει από αυτά τα θέματα»

Λένα Εγγονοπούλου

«Θυμάμαι ότι και βιβλία που δεν του άρεσαν καθόλου, δεν μπορούσε να τα πετάξει. Οταν έβγαινε λοιπόν στον περίπατό του ?ποτέ του δεν έμαθε να οδηγεί- άφηνε ένα από αυτά τα βιβλία πάνω σε κάποιο παγκάκι, προσεχτικά, τρυφερά. «Ποιος ξέρει», έλεγε. «Μπορεί να το βρει κάποιος που να του αρέσει».

Ερριέττη Εγγονοπούλου

Πηγές

Ν. Εγγονόπουλος "η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος..." -Εκδοση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου
«Η δε πόλις ελάλησεν: Ελευσίς -Νίκος Εγγονόπουλος»-Ert-archives: Γιάννη Σμαραγδή
«Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» -Νέλλη Ανδρικοπούλου. Εκδόσεις Ποταμός,
«Ωραίος σαν Ελληνας» -εννέα μελέτες για τον Νίκο Εγγονόπουλο, Εκδοση του Ιδρύματος Γουλανδρή - Χορν

www.engonopoulos.gr Επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή και ζωγράφου

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ

Πηγή: Έθνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου