19.12.10

Περισσότερο από υπερρεαλιστής

* Η ποίηση του Εγγονόπουλου φαίνεται, με την πάροδο του χρόνου, να αποδεικνύεται δυναμικότερη από την ποίηση του ετέρου των Διόσκουρων του ελληνικού υπερρεαλισμού, του Ανδρέα Εμπειρίκου

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ | Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007
Προσθήκη στο DeliciousΠροσθήκη στο FacebookΠροσθήκη στο NewsvineBookmarkΠροσθήκη στο Twitter
Λοιδορημένος όσο κανένας άλλος έλληνας δημιουργός για τις «ξενότροπες» και ακατάληπτες την εποχή της πρώτης του εμφάνισης πρωτοποριακές αναζητήσεις του ο Νίκος Εγγονόπουλος αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους κορυφαίους της γενιάς του '30, της γενιάς που εισήγαγε την ελληνική τέχνη στον 20ό αιώνα. Ποιητής και ζωγράφος, εισηγητής, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, του υπερρεαλισμού στη χώρα μας, προσέφερε έργο διπλό, που η δυναμική του γίνεται με την πάροδο του χρόνου πιο αισθητή, ενώ οι ρίζες του στην εγχώρια παράδοση αποκαλύπτονται όλο και πιο βαθιές. Καθώς σήμερα ακριβώς συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του (21 Οκτωβρίου 1907) οι «Νέες Εποχές» τιμούν την επέτειο με το παρόν αφιέρωμα.

Οι επίσημες επετειακές εκδηλώσεις για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου, είκοσι δύο μόλις χρόνια από τον θάνατό του, δείχνουν πόσο γρήγορα το έργο του (ποιητικό και ζωγραφικό) φάνηκε ικανό να επιβάλει την αξία του. Για να μιλήσω για το ποιητικό του έργο: Θα έλεγε κανείς ότι ο θάνατος του Εγγονόπουλου απελευθέρωσε την κριτική από τη διστακτικότητα και τις εμπλοκές της απέναντι στην ποίησή του. Αρκεί να συγκρίνει κανείς, αναλογικά, τον περιορισμένο αριθμό των κριτικών κειμένων που γράφτηκαν όσο ζούσε με το πλήθος των μελετών, βιβλίων και αφιερωμάτων περιοδικών που δημοσιεύτηκαν μετά το 1985 για να αντιληφθεί το μέγεθος της μετά θάνατον ανταπόκρισης στο έργο του· ανταπόκρισης, βέβαια, που κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη είναι, και αυτή, από εμπλοκές και αμηχανίες. Ομως οι αμηχανίες αυτές είναι, όπως θα δούμε, άλλης τάξεως: του είδους εκείνου που μαρτυρεί τη βαθύτερη δυναμική ενός καλλιτεχνικού έργου, μετά την εξοικείωση με αυτό.
Η ποίηση του Εγγονόπουλου φαίνεται, με την πάροδο του χρόνου, να αποδεικνύεται δυναμικότερη από την ποίηση του ετέρου των Διόσκουρων του ελληνικού υπερρεαλισμού, του Ανδρέα Εμπειρίκου. Και τούτο γιατί περιέχει στοιχεία που δεν υπάρχουν στην ποίηση του Εμπειρίκου· στοιχεία που καθιστούν τη σχέση της με τον υπερρεαλισμό τόσο ιδιότυπη ώστε να μπορούμε να πούμε ότι ο Εγγονόπουλος μέσα στις διεθνείς τάξεις των υπερρεαλιστών αποτελεί μια σπάνια, αν όχι μοναδική, περίπτωση.
* Εκφραση πρωτογενής
Εκείνο που διαφοροποιεί τον Εγγονόπουλο από τους άλλους υπερρεαλιστές δεν είναι τόσο η ουσιώδης σχέση του με την εγχώρια πολιτισμική παράδοση (σχέση που, σε συνδυασμό με τη συνομιλία του με την ξενόγλωσση παράδοση, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής του ιδιαιτερότητας) όσο η ιδιοτυπία των αυτοματικών του τρόπων. Διότι ο αυτοματισμός του διαφέρει από τον αυτοματισμό των άλλων υπερρεαλιστών κατά το ότι η ακολουθία των εικόνων του δεν είναι το αποτέλεσμα μιας προαποφασισμένης αυτοματικότητας, δηλαδή δεν είναι μια έκφραση επιφανείας. Και ακριβώς επειδή είναι μια λειτουργία εσωτερική, η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου απολήγει σε στίχους που έχουν την ισχύ εκείνου που ο Ελιοτ αποκαλεί ποίηση της πρώτης έντασης: στην αυθόρμητη, απαλλαγμένη από τη διαμεσολάβηση της διάνοιας, έκφραση της ποιητικής συγκίνησης. Διαφορετικά από τη συνειρμικότητα του Εμπειρίκου, που παρά την εμφανή (θα λέγαμε, διακηρυσσόμενη) ελευθερία της γεννά την αίσθηση του εσκεμμένου, δηλαδή μιας έκφρασης ποιητικά δευτερογενούς, που δίνει ως επί το πολύ την εντύπωση ότι το αίσθημα παράγεται από τη σκέψη (ή μέσω της σκέψης), η συνειρμικότητα του Εγγονόπουλου, επειδή περιέχει το στοιχείο της σκέψης στη ρίζα του ποιητικού του λόγου, συμφυόμενο με το αίσθημα και συναναδυόμενο, ως συγκίνηση, συγκεκραμένο με αυτό, έχει ως αποτέλεσμα μιαν ενδιάθετη υπέρβαση της αυτοματικότητας, αλλά και συγχρόνως μια ποιητική έκφραση άκρας - χάρη στην ένταση αυτής της κράσης - αυθορμησίας.
Αναφέρομαι στο έργο της πρώτης περιόδου των δύο ποιητών, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο αυτοματικός τρόπος γραφής· ο οποίος, παρ' ότι κατά τη δεύτερη περίοδό τους εγκαταλείφθηκε και από τους δύο, δεν έπαψε ποτέ να υπαγορεύει σιωπηρώς την ποιητική τους πράξη, καθορίζοντας τη συγκινησιακή ένταση των στίχων τους· ένταση όχι μόνο εδραιότερη στον Εγγονόπουλο, γιατί πηγάζει, όπως είπαμε, από τις εσωτερικότερες ζυμώσεις των ποιητικών υλικών του, αλλά και συνθετότερη χάρη στη μεγαλύτερη περιεκτικότητα του συγκινησιακού του κράματος.
* Αντικρουόμενες ερμηνείες
Είναι το ασυνήθιστο ειδικό βάρος αυτού του κράματος εκείνο που κάνει σήμερα πολλούς κριτικούς να εμφανίζονται αμήχανοι μπροστά στους στίχους του Εγγονόπουλου. Γιατί τα κριτήριά τους αποδεικνύονται ανεπαρκή για να διακρίνουν τις περίπλοκες διασυνδέσεις και τις ωσμώσεις που τελούνται στο υπέδαφος του ποιητικού του λόγου. Αναφέρομαι κυρίως σε εκείνη την αντίληψη της λογοτεχνικής κριτικής, που εμφανίζεται σήμερα με το ένδυμα της πολιτικής ορθότητας. Ο δυναμισμός της ποίησης του Εγγονόπουλου είναι τέτοιος ώστε να προκαλεί αντιτιθέμενες ερμηνείες ακόμη και μεταξύ των εκπροσώπων αυτού του κριτικού δόγματος. Ετσι, ενώ για έναν εκπρόσωπό του «οι βασικές ιδεολογικές αντιλήψεις» του Εγγονόπουλου «αποτελούν τυπολογικά στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας», για άλλον «η εγκόλπωση της αισθητικής πρότασης του Εγγονόπουλου θα έπρεπε να είναι ο στόχος» της μαχόμενης προοδευτικής σκέψης, γιατί η πρόταση αυτή είναι «πιο συμβατή (απ' ό,τι εκείνη του Σεφέρη και του Ελύτη) με τα στρατηγικά αιτούμενα της Αριστεράς».
Η κύρια πηγή της αμηχανίας της εν λόγω κριτικής απέναντι στην ποίηση του Εγγονόπουλου βρίσκεται στη βαθιά και ιδιοσυγκρασιακή του βίωση της ελληνικής παράδοσης. Σε μιαν εποχή όπου κάθε αναφορά του επιθέτου ελληνικός θεωρείται απόδειξη ελληνοκεντρισμού, όπου κάθε εκδοχή του ελληνοκεντρισμού καταδεικνύεται ως τεκμήριο εθνικισμού ή ουσιοκρατικής αντίληψης, δηλαδή συντηρητικής ιδεολογίας, και όπου ο εξοστρακισμός από ένα λογοτεχνικό έργο κάθε ελληνικού στοιχείου χαιρετίζεται ως συστατικό της καλλιτεχνικής του αξίας, η ποίηση του Εγγονόπουλου θα έπρεπε να είχε γίνει για την πολιτικά ορθή κριτική αντικείμενο επίκρισης σφοδρότερης απ' ό,τι το έργο του Σεφέρη. Αυτό συνέβη μόνο με την πρώτη από τις δύο παραπάνω αντιτιθέμενες τοποθετήσεις. Η δεύτερη, η φιλοεγγονοπουλική, θα έπρεπε, βέβαια, να εξουδετερώσει την ελληνολογία του ποιητή, αν ήθελε να μην αντιφάσκει με αυτό που αποκαλεί στρατηγικά αιτούμενα της - κατ' αυτήν - Αριστεράς.
Η προσπάθεια εξουδετέρωσης αυτής της ελληνολογίας οδηγεί και την τοποθέτηση αυτή στα όρια της φαιδρότητας. Ετσι, έχουμε κι εδώ δύο επιμέρους παραναγνώσεις του Εγγονόπουλου, αναγνώσεις, θα λέγαμε, ταχυδακτυλουργικές, αφού εξαφανίζουν ως διά μαγείας από τους στίχους του τα ελληνικά στοιχεία: ο Εγγονόπουλος, λέει η πρώτη ανάγνωση, «δεν λάτρεψε την ελληνική παράδοση και οι πνευματικές συνδιαλέξεις του είναι κυρίως με ευρωπαϊκά ρεύματα και ποιητές»· οι ελληνικές αναφορές του, λέει η δεύτερη, δεν είναι ελληνικές: ο Εγγονόπουλος τις «διεθνοποιεί» - με την έννοια της αριστερής διεθνικότητας - (δηλαδή τις αποελληνοποιεί), γιατί απεχθάνεται τις πατρίδες και τα έθνη.
Θα πρέπει να διαβάσουμε τον στίχο του Μπολιβάρ, στον οποίο και μόνο η δεύτερη ανάγνωση στηρίζει το πόρισμά της, παραβλέποντας ή παρερμηνεύοντας το πλήθος των ελληνολατρικών εκδηλώσεων που περιέχονται στο ποίημα και σε άλλα κείμενα του Εγγονόπουλου, για να αντιληφθούμε το παραναγνωστικό της μέγεθος. Ο στίχος έχει ως εξής:
Κι αυτά όχι για το ό,τι κι οι δυο τους [ο Μπολιβάρ και ο Αν-
δρούτσος] υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα
σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν...
Οι κριτικοί που διαβάζουν ολόκληρο τον Εγγονόπουλο μέσα από αυτόν τον στίχο υπογραμμίζουν μόνο τις λέξεις πατρίδες και έθνη, αποσιωπώντας τη φράση και τα σύνολα, κι άλλα παρόμοια,Μπολιβάρ είναι ένας ύμνος διαφορετικός από εκείνον των ποιητών της εθνικής ή της πολιτικής ελευθερίας, γιατί αναφέρεται σε μιαν υπέρτερη ελευθερία, που κατακτάται με την υπέρβαση κάθε καταναγκασμού, ακόμη και εκείνων τους οποίους επιβάλλουν οι ανάγκες των συνόλων. Η χρήση εθνικών και πολιτικών συμβόλων, με τα οποία στο συγκεκριμένο ποίημα ταυτίζεται ο ποιητής («Μπολιβάρ! είμαι γιος σου») σημαίνει μετωνυμικά ταύτιση αυτών των συμβόλων με τον ποιητή· όχι με τον ποιητή Εγγονόπουλο, αλλά με τον ποιητή γενικά, δηλαδή με την ποίηση, ως το πεδίο αυτής της υπέρτερης ελευθερίας, το οποίο θα πρέπει να νοήσουμε ως εκείνο το ατομικό πεδίο (εκείνο το «σημείο του πνεύματος») των υπερρεαλιστών, όπου αίρονται και συναίρονται όλοι οι δυϊσμοί και οι αντινομίες της ζωής σε μιαν ανώτερη πραγματικότητα· μια πραγματικότητα που τα σύνολα δεν μπορούν να ανεχτούν, επειδή αισθάνονται ότι τα υπερβαίνει. Αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος που το ποίημα τελειώνει με τους κατοίκους της πόλης (το «σύνολο») να κατεδαφίζουν τον ανδριάντα του Μπολιβάρ. παραβλέποντας δηλαδή το γεγονός ότι με αυτήν ο Εγγονόπουλος εννοεί κάθε συγκρότηση πλήθους, και, βέβαια, και πολιτικά σύνολα. Απωθούν την ιδέα ότι ο «ύμνος εις την Ελευθερίαν» που συνθέτει ο Εγγονόπουλος με τον
Αυτή την άρση των αντινομιών, που χαρακτηρίζει την ποίηση του Εγγονόπουλου, δεν είναι σε θέση να τη διακρίνουν όσοι τη διαβάζουν με ορθοπολιτικές παρωπίδες. Διότι διαφορετικά θα είχαν αντιληφθεί ότι ο Εγγονόπουλος είναι ελληνοκεντρικός (αλλά όχι εθνικιστής) και συγχρόνως υπερεθνικός (αλλά όχι ανερμάτιστος - δίχως εγχώριες ρίζες - κοσμοπολίτης). Θα είχαν, ακόμη, αντιληφθεί ότι η ποίησή του δεν περιέχει μόνο αλλά και υπερβαίνει τον υπερρεαλισμό, αφού εκείνο που τη διαφοροποιεί από αυτόν είναι ένα στοιχείο τραγικότητας που προσγειώνει το εξ ορισμού αισιόδοξο υπερρεαλιστικό όραμα· ένα στοιχείο που δείχνει ότι το λυτρωτικό «σημείο του πνεύματος» βρίσκεται στον Εγγονόπουλο βαθύτερα. Αυτό το κράμα μιας τραγικής αισιοδοξίας, που καθορίζει την ενηλικίωση του υπερρεαλισμού, χαρακτηρίζει το ποιητικό επίτευγμα του Εγγονόπουλου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο ΑθηνώΔιαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=184313&ct=114&dt=21/10/2007#ixzz18Xh5QnFg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου