19.12.10



«Ο Εγγονόπουλος ήταν ον αβυσσαλέο»

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr) - φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

«Η καθημερινότητά του ήταν προγραμματισμένη σαν τα τρένα. Ζωγράφιζε από τις δέκα ώς τη μία και από τις έξι το απόγευμα ώς τις εννιά. Ολα γύρω του ήταν πεντακάθαρα και συγυρισμένα. Ζούσε σαν αριστοκράτης, κι ας μην είχε λεφτά» θυμάται η Νέλλη Ανδρικοπούλου για τον Εγγονόπουλο.
Η συμβουλή ήταν σαφής και προκατειλημμένη: «Μην μπλέξεις με την πρώτη σύζυγο του Εγγονόπουλου. Δίνει ένα πορτρέτο του παραμορφωμένο».

Ο συμβουλάτορας, ωστόσο, πέρα από το έργο του ποιητή, γνώριζε καλά κι αυτό: «Ηταν πολύ περίεργος άνθρωπος. Είχε μέσα του μια μεγάλη, σκοτεινή πλευρά που δύσκολα την άγγιζε κανείς. Μια πλευρά που δεν πατούσε στο παρόν -η σχέση του με τα λεφτά, για παράδειγμα, ήταν ανύπαρκτη. Η Λένα υπήρξε πιο ψύχραιμη μαζί του. Τον αγάπησε, τον λάτρεψε και τον έσωσε. Η Ανδρικοπούλου δεν κατάφερε να τον αντέξει...».

Κι όμως, ήθελα πολύ να «μπλέξω» με τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, πόσω μάλλον που όλοι οι επίσημοι φορείς φέτος την αγνόησαν. Αιτία, η αποκαλυπτική της μαρτυρία στο «Επί τα ίχνη του Νίκου Εγγονόπουλου» («Ποταμός», 2003). Ενα βιβλίο με λιγοστούς, όπως φάνηκε, αποδέκτες, όπου προσέγγιζε με οξυδέρκεια την εικαστική πλευρά του κορυφαίου υπερρεαλιστή δημιουργού, υποκλινόταν στον οίστρο, την ευφυΐα, τη νοικοκυροσύνη και την ευρυμάθειά του και, ταυτόχρονα, περιέγραφε με τα πιο μελανά χρώματα την εξουθενωτική γι' αυτήν τετράχρονη συμβίωσή τους που σημάδεψε ανεξίτηλα την προσωπική της διαδρομή.

Ενα καινούριο βιβλίο της, το «Ταξίδι με το Ματαρόα» που ετοιμάζεται από την «Εστία», και φυσικά η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Εγγονόπουλου, έδωσαν την αφορμή. Και παρά τις επιφυλάξεις της -«μα τι να πω παραπάνω, ό,τι ήταν να πω το έχω γράψει»- η πόρτα του διαμερίσματός της επί της Ομήρου, εκεί όπου νιόπαντρη δεχόταν έναν «συνεχή ψυχοπνευματικό βιασμό», άνοιξε για τα καλά.

Σ' αυτό το διαμέρισμα υπάρχει ένας και μοναδικός πίνακας του Εγγονόπουλου, κι αυτός «κληρονομιά από τους γονείς μου, τους τον είχαν χαρίσει στην τριακοστή επέτειο των γάμων τους». Σύμφωνα με την οικοδέσποινα, μια γυναίκα καλλιεργημένη, με σπινθηροβόλο βλέμμα, όλο ενέργεια και περιέργεια, «ο ίδιος δεν ήθελε ν' αποχωρίζεται τα έργα του κι εγώ δεν τα είδα ποτέ σαν αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης. Γι' αυτό και τα 'δωσα όλα εν ώρα διαζυγίου, άνοιξη του '54, εκατόν τέσσερα τον αριθμό, να τα εκθέσει στην Μπιενάλε των υπερρεαλιστών στη Βενετία όπου μόνος του εκπροσώπησε την Ελλάδα, και δεν τα ξαναείδαμε»...

Ωστόσο, τα ποιήματα και οι ζωγραφιές του ήταν που την έφεραν κοντά του: «Δεν ερωτεύτηκα τον Εγγονόπουλο αλλά τα έργα του. Αυτά μου την έδωσαν!» παραδέχεται. «Δεν κυνηγούσα τους αρσενικούς. Δεν μ' ενδιέφεραν οι ωραίοι άντρες. Μ' ενδιέφεραν οι γνώσεις και το ταλέντο τους. Εναν καλό δάσκαλο έψαχνα, ίσως επειδή ψυχή δασκάλας έχω κι εγώ».

Μια ζωή γεμάτη μαγικά

Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, γεννημένη στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης το 1921, η Νέλλη Ανδρικοπούλου ήταν μωρό όταν ο Εγγονόπουλος, σε απόσταση αναπνοής από το πατρικό της, σπούδαζε με τον αδελφό του στο γαλλικό λύκειο Saint Michel.

Στην Αθήνα ήρθε έφηβη και προσγειώθηκε απότομα στο «συντηρητικό» και «βαρετό» Αρσάκειο Ψυχικού, όπου την τελευταία χρονιά, το 1938, σαν από λάθος, συνέβη το εξής ανατρεπτικό: Εκλήθη μαζί με τις συμμαθήτριές της να γράψουν έκθεση πάνω σ' ένα αλλόκοτο κείμενο -«Βρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μου έφεραν χθες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα....»-, στο ποίημα δηλαδή του Εγγονόπουλου «Πολυξένη», από την ολόφρεσκια συλλογή του «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν».

Αντιμέτωπη μ' αυτήν την «κρουστή τρέλα, την συναισθηματικά φορτισμένη» που τόσο της ταίριαξε, η μετέπειτα φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών έγραψε αβίαστα μια έκθεση στο ίδιο στυλ, που διαβάστηκε στην τάξη πανηγυρικά. «Κάτι τέτοια μαγικά μ' έφεραν κοντά του. Ολη μου η ζωή, σκέφτομαι, είναι γεμάτη μαγικά...».

Ζωγραφική του πρωτοείδε στην Πανελλήνια Εκθεση του Ζαππείου το 1947, μετά την επιστροφή της από το Παρίσι όπου συνέχιζε τις σπουδές της στη γλυπτική. Ηταν κι η ίδια ανάμεσα στους επιβάτες του περίφημου «Ματαρόα», του πλοίου με το οποίο φυγαδεύτηκαν από τη διχασμένη Αθήνα του 1945, χάρη στις ενέργειες του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβ Μερλιέ, μερικά από τα πιο φωτισμένα μυαλά του 20ού αιώνα.

Αυτό το «μουρλό» ταξίδι προς την ελευθερία επιχειρεί να ζωντανέψει στο καινούριο βιβλίο της, μέσα από συνεντεύξεις που της έδωσαν ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός, ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, ο αρχιτέκτονας Κώστας Μανουηλίδης και οι επιχειρηματίες Δ. Μαρινόπουλος και Μ. Νειάδας.

Το 1947 πρωτοσυνάντησε και τον ίδιο τον Εγγονόπουλο, με τον οποίο θα συμπορευτεί στη βραχύβια καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός». Ηταν η εποχή που βρίσκονταν τακτικά στο ατελιέ της γλύπτριας Ναταλίας Μελά και στο «Μπραζίλιαν», ανάμεσα σε «κινούμενους αστερισμούς» όπως ο Τσαρούχης, ο Σαχτούρης, ο Ελύτης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Χατζιδάκις, ο Μόραλης, η Λυμπεράκη...

«Λαχταρούσα να γνωρίσω την ψυχή αυτού του ανθρώπου, και το μυαλό του βεβαίως. Ηθελα πολύ να τον κερδίσω αλλά δεν το έδειχνα. Οι κοπέλες τότε κουβαλούσαμε χίλιες ενοχές...».

Φασαρία για τα σοσόνια

Ο γάμος τους έγινε τον Μάρτιο του '50, έπειτα από έναν αρραβώνα τριών, όλων κι όλων, μηνών: «Στην πραγματικότητα, μες στο σπίτι γνωριστήκαμε. Κι από το γαμήλιο ταξίδι ήδη, στη Ζάκυνθο, φάνηκε πως δεν θα τα πάμε καλά. Μέσα στο καράβι ήταν και μια ομάδα φοιτητών. Με το που έπιασα όμως κουβέντα μαζί τους, ο Εγγονόπουλος έγινε μπαρούτι! Ακόμα και τα σοσόνια που φορούσα τον ενοχλούσαν. Δεν επιτρεπόταν να φορά σοσόνια η κυρία Εγγονοπούλου! Τον θαύμαζα, τον σεβόμουνα, τον αγαπούσα. Και δεν μπορούσα να διανοηθώ πως θα του περνούσε από το μυαλό ότι υπήρχε περίπτωση να φλερτάρω μ' άλλον. Πείτε με προτεστάντισσα, πείτε με συντηρητική, είχα την αντίληψη ότι στον γάμο δεν χωράνε παράλληλες σχέσεις. Κι ήμουν έτοιμη να σεβαστώ όλες τις συμβάσεις. Ομως ο Εγγονόπουλος είχε τέτοια ανασφάλεια που με ήθελε διαρκώς δίπλα του, δεν μου επέτρεπε να πάω μόνη μου πουθενά. Δεν ξέρω αν τα παιδικά του χρόνια ήταν συναισθηματικά στερημένα -ούτε μου ανοιγότανε ούτε μου ζητούσε να του ανοιχτώ. Πώς μπορείς να συνυπάρξεις έτσι; Κι όμως, πίστευα πως η ανοχή μου θα 'ναι ανεξάντλητη. Πως δεν θα χωρίσουμε ποτέ...»

Στη διάρκεια της κοινής τους ζωής, πέρα από τον «Ατλαντικό», άλλο ποίημα ο Εγγονόπουλος δεν δημοσίευσε. «Τα χρόνια εκείνα ήταν δίσεκτα. Οπως είχε γράψει το 1948, «τούτη η εποχή/ του εμφύλιου σπαραγμού/ δεν είναι εποχή για ποίηση/ κι άλλα παρόμοια...». Το 1952, πάντως, με τον γιο τους βρέφος ακόμα, δούλεψαν εντατικά επί ένα δίμηνο, φιλοτεχνώντας δεκαεπτά μεγάλα εικονίσματα για τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στη Νέα Υόρκη.

Η μαθητεία στη βυζαντινή τεχνοτροπία πλάι του υπήρξε πολύτιμη αλλά και «ολέθρια», καθώς στριμώχτηκε σ' ένα καλούπι όπου, ως καλλιτέχνις κι η ίδια, δεν ήθελε να μπει. «Ο Εγγονόπουλος ήταν ον αβυσσαλέο. Ενας οδοστρωτήρας. Ενιωθα πως ανήκει σ' άλλον κόσμο και πιστεύω πως κανείς δεν μπόρεσε να τον βυθομετρήσει. Μιλούν για το χιούμορ του... Οσο ήθελε το είχε. Εκείνη την περίοδο, πάντως, επικρατούσε μεγάλη κατήφεια. Μπροστά στ' αδιέξοδά της, δύσκολα χαμογελούσαν οι άνθρωποι».

Η καθημερινότητά του «ήταν προγραμματισμένη σαν τα τρένα. Ζωγράφιζε από τις δέκα ώς τη μία και από τις έξι το απόγευμα ώς τις εννιά. Ολα γύρω του ήταν πεντακάθαρα και σιγυρισμένα. Ζούσε σαν αριστοκράτης, κι ας μην είχε λεφτά. Τους μποέμ δεν τους χώνευε καθόλου! Ομως η έλλειψη χρημάτων, γι' αυτόν που από αστική οικογένεια προερχόταν, έπαιξε μέγιστο ρόλο στη ζωή του».

Το ίδιο δεν συνέβη και με τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ποίησή του προπολεμικά; «Οση κοινωνική ανασφάλεια είχε ο Εγγονόπουλος, άλλη τόση αυτοπεποίθηση είχε για το καλλιτεχνικό του έργο. Κανείς δεν θα μπορούσε να τον πείσει να προβεί σε διορθώσεις. Δεν τον ψέγω για την πίκρα που κουβαλούσε από την απόρριψη, αλλά κάπου μέσα μου γελάω κιόλας. Ολοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες σε μια πρώτη φάση απορρίπτονται και πικραίνονται. Γιατί όλοι τους είναι πιο μπροστά από την εποχή τους».

Η αίσθηση μιας αφόρητης ασφυξίας και η αδυναμία της να συμπορευτεί με τον άνθρωπο Εγγονόπουλο -«ο ίδιος ο Φρόιντ να κατέβαινε, θα 'ταν αδύνατον να τον ψυχαναλύσει»- οδήγησαν την Ανδρικοπούλου στην απόφαση ν' αποχωρίσει από τον πρώτο και μοναδικό της γάμο και να βγει «στο κλαρί», όπως λέει χαρακτηριστικά, για να βιοποριστεί. Χάρη στ' άπταιστα γαλλικά και γερμανικά της στράφηκε προς το επάγγελμα της ξεναγού.

«Διατροφή για το παιδί αρχικά δεν ζήτησα. Το έκανα το 1959, όταν πληροφορήθηκα πως ο Εγγονόπουλος αγόρασε το διαμέρισμα της Αναγνωστοπούλου, που υπήρξε ώς το τέλος το ατελιέ του. Η αντίδρασή του σ' αυτό το αίτημα ήταν να πάψει να βλέπει το παιδί του. Και οι συνέπειες ήταν οδυνηρές».

Αλλαξε στην πορεία η εικόνα του Εγγονόπουλου στα μάτια της; «Η δημόσια εικόνα του άλλαξε φυσικά. Με το πέρασμα του χρόνου, γινόταν όλο και πιο γνωστός. Θα έλεγα πως δημιουργήθηκε ένα είδωλο, ένα εικόνισμά του για τον κόσμο, που συνέβαλε μ' επιτυχία στην εμπορευσιμότητα των έργων του. Ο ίδιος, εν τούτοις, συνέχισε να είναι πολύ μονήρης, πολύ αποτραβηγμένος. Ούτε κοινωνικές σχέσεις ήθελε, ούτε δημοσιότητα. Δεν είχε ανάγκη κανέναν. Του αρκούσε ο εαυτός του».

7 - 14/10/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου