30.11.10



Σε μια προσπάθεια ανίχνευσης των ατόμων που έλαβαν μέρος στην παρούσα έρευνα παρουσιάζονται παρακάτω συνολικά τα ανθρωποκοινωνικά χαρακτηριστικά του συνόλου των ατόμων που έλαβαν μέρος με βάση το φύλο, τον τόπο κατοικίας, την ηλικία, τον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουν καθώς και το εκπαιδευτικό επίπεδό τους.

1. ΦΥΛΟ















Στη μεταβλητή του φύλου εξετάζεται η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα, αναφορικά με το φύλο. Ο πίνακας 1 παρουσιάζει πως σε σύνολο 70 ερωτηθέντων, η πλειονότητα ήταν άνδρες (37 άτομα), σε ποσοστό 52,9% και ακολουθούν οι γυναίκες με ποσοστό 47,1% (33 άτομα).







2. ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ













Στη μεταβλητή αυτή παρουσιάζεται ο τόπος κατοικίας των υποκειμένων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ο πίνακας και τα γραφήματα παρουσιάζουν πως σε σύνολο 70 ατόμων, η συντριπτική πλειοψηφία προέρχεται από το χωριό Κόμανος, με 21 άτομα και ποσοστό 30%. Ακολουθεί το χωριό Φούφας με ποσοστό 12,9% και 9 άτομα, έπονται τα χωριά Περδίκας και Ολυμπιάδα με ποσοστό 11,4% και ακολουθούν τα υπόλοιπα χωριά με μικρότερα ποσοστά.

3. ΗΛΙΚΙΑ 














Η ηλικία των υποκειμένων της έρευνας κατηγοριοποιήθηκε σε πέντε υποκατηγορίες.  Παρατηρείται, πως σε σύνολο 70 ατόμων, τα περισσότερα άτομα (23) ανήκουν στην ηλικία μεταξύ 66 και 75 ετών, με ποσοστό 32,9%. Ακολουθεί η κατηγορία μεταξύ των 76 και 85 ετών και 21 άτομα, με ποσοστό 30%. Σε ελάχιστα μικρότερο ποσοστό (27,1%) βρίσκεται η κατηγορία μεταξύ 55 και 65 ετών και ακολουθούν στις τελευταίες θέσεις οι κατηγορίες μεταξύ 86 και 95 και νεώτεροι των 55 ετών, που συγκεντρώνουν ποσοστά 5,7% και 4,3% αντίστοιχα.

4. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ










Σχετικά με το επάγγελμα των συμμετεχόντων από τον πίνακα 4 παρατηρείται, πως η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα απασχολούνται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα, με 36 άτομα και ποσοστό 51,4%. Έπονται οι απασχολούμενοι στον αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικό τομέα, με 16 άτομα και ποσοστό 2,9%, όσοι εργάζονται στη Δ.Ε.Η, με 13 άτομα και ποσοστό 18,6%. Τέλος, τα μικρότερα ποσοστά συγκεντρώνουν όσοι απασχολούνται στον κατασκευαστικό και εκπαιδευτικό τομέα, 5,7% και 1,4% αντίστοιχα.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

                                                                                                      








Στα παραπάνω γραφήματα, παρουσιάζεται το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων στην έρευνα. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (26 άτομα), είναι απόφοιτοι Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, με ποσοστό 37,1%. Η κατηγορία των αποφοίτων της Γ’ και Δ’ Δημοτικού συγκεντρώνει το αμέσως μικρότερο ποσοστό (21,4%) με 15 άτομα. Ακολουθούν οι απόφοιτοι της Α’ και Β’ Δημοτικού με 12 άτομα και ποσοστό 17,1% και έπειτα οι υπόλοιπες κατηγορίες με τα μικρότερα ποσοστά.

Β.2.2.  ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΟΛΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ

Ως αντικείμενο έρευνας επιλέχθηκαν οι ρήσεις των συνεντευξιαζόμενων, ενώ ως μονάδα ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε η νοηματικά ολοκληρωμένη φράση, εκείνη η φράση δηλαδή η οποία εμπερικλείει ένα πλήρες νοηματικό περιεχόμενο με βάση τομείς ενδιαφέροντος, όπως π.χ. φράσεις που αφορούν τον πολιτισμό ως καθημερινή πρακτική, άλλες που τον αντιμετωπίζουν ως σύνολο εθιμικών τελετών και ηθολογικών πρακτικών, είτε φράσεις που αφορούν την πολιτική τοποθέτηση του ομιλούντα κ.τ.λ.
Η κάθε συνέντευξη αναλύθηκε κατά την απομαγνητοφώνησή της στις εξής εξαντλητικές θεματικές, οι οποίες ακολούθως υποδιαιρέθηκαν σε κατηγορίες, οι οποίες με τη σειρά τους – όπου κατέστη δυνατό και θεωρήθηκε αναγκαίο – σε υποκατηγορίες. Παράλληλα, λήφθηκε υπόψη μια ανεξάρτητη κατηγοριοποίηση των αναφορών κατά χρονικό διάστημα αναφοράς τους και κατά το αξιολογικό βάρος τους.
Επομένως, από τις συνεντεύξεις προέκυψαν 1500 αναφορές, οι οποίες και αναλύονται ως εξής:
1. ΦΥΛΟ
Όπως παρατηρούμε από τον πίνακα 7, από τις 1500 αναφορές των συμμετεχόντων στην έρευνα, η πλειοψηφία των αναφορών αποδίδεται σε άντρες (839) σε ποσοστό 55,9% και οι 661 αναφορές αποδίδονται σε γυναίκες με ποσοστό 44,1%.
2. ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

Στη μεταβλητή της κατοικίας αναζητούμε την κατανομή των αναφορών με βάση τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων που συμμετείχαν στην έρευνα. Με δεδομένο τον πίνακα 8 και τα παραπάνω γραφήματα, παρατηρούμε ότι σε σύνολο 1500 αναφορών, οι περισσότερες από αυτές προέρχονται από το χωριό του Κομάνου (621) σε ποσοστό 41,4%, ακολουθεί ο Φούφας με 173 αναφορές σε ποσοστό 11.5%, έπειτα το χωριό του Περδίκα με 161 αναφορές και ποσοστό 10,7%, ακολουθεί η Ολυμπιάδα με ποσοστό 9,7% και 145 αναφορές. Έπονται τα υπόλοιπα χωριά με μικρότερα ποσοστά.

3. ΗΛΙΚΙΑ

Στην παρούσα μεταβλητή εξετάζεται η συχνότητα των αναφορών σχετικά με την ηλικία των συμμετεχόντων στην έρευνα. Με βάση επομένως τον πίνακα 9 και τα γραφήματα, παρατηρούμε πως η πλειοψηφία των αναφορών, συγκεκριμένα 543 προέρχονται από την ηλικία των 66 έως 75, με ποσοστό 36,2%. Με ποσοστό 30,5% και 457 αναφορές ακολουθεί η ηλικία των 76 έως 85 και έπειτα η ηλικία των 55 έως 65 με 362 αναφορές και ποσοστό 24,1%. Οι τελευταίες θέσεις ανήκουν στις ηλικίες 86 έως 95 και 30 έως 35, με ποσοστό επί του συνόλου 5,6% και 3,6% αντίστοιχα.

4. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
                                
Στη μεταβλητή του επαγγέλματος εντάσσονται οι αναφορές που σχετίζονται με την επαγγελματική ασχολία των συμμετεχόντων στην έρευνα. Από τους πίνακες του παραρτήματος και τα παραπάνω γραφήματα προκύπτει ότι η πλειοψηφία των αναφορών, 828, προέρχονται από όσους απασχολούνται στο κλωστοϋφαντουργικό τομέα με ποσοστό 55,2%. Ακολουθεί η κατηγορία των εργαζομένων στη Δ.Ε.Η με 304 αναφορές και ποσοστό 20,3% και ο αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικός τομέας με ποσοστό 19% και 285 αναφορές. Οι κατηγορίες του κατασκευαστικού και εκπαιδευτικού τομέα, συγκεντρώνουν τις λιγότερες αναφορές, με ποσοστό 4,5% και 1,1% αντίστοιχα.








5. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Η παρούσα μεταβλητή εξετάζει τη συχνότητα των αναφορών αναλογικά με το εκπαιδευτικό υπόβαθρο των υποκειμένων που συμμετείχαν στην έρευνα. Με βάση τους πίνακες του παραρτήματος και τα παραπάνω γραφήματα παρατηρούμε πως οι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές. Συγκεκριμένα τους αντιστοιχούν 544 αναφορές σε ποσοστό 36,3%. Ακολουθούν οι απόφοιτοι της Α’ και Β’ Δημοτικού, με 314 αναφορές και ποσοστό 20,9% και με μικρότερη διαφορά έπονται οι απόφοιτοι της Γ’ και Δ’ Δημοτικού, με 297 αναφορές και με ποσοστό 19,8%. Αρκετές  επίσης είναι και οι αναφορές των αποφοίτων Γυμνασίου, 149 σε αριθμό και ποσοστό 9,9%. Απομένουν οι κατηγορίες των ανεκπαίδευτων με ποσοστό 6% και των αποφοίτων ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης με ποσοστό 2,6% επί του συνόλου των αναφορών.













6. ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Στη συγκεκριμένη μεταβλητή παρουσιάζεται η ταξινόμηση των αναφορών σχετικά με τρεις χρονικές περιόδους. Συγκεκριμένα, από το παραπάνω γράφημα, καθώς και από τον πίνακα του παραρτήματος παρατηρείται πως η πλειοψηφία των αναφορών (882) αναφέρεται στο χρονικό διάστημα 1922-1939, κατά την εγκατάσταση δηλαδή των προσφύγων, με ποσοστό 58,8%. Ακολουθούν οι αναφορές σχετικά με το χρονικό διάστημα 1940-1949 - περίοδος κυρίως του εμφυλίου πολέμου - με ποσοστό 24,4% και 366 σε αριθμό και οι λιγότερες αναφορές σχετίζονται με το χρονικό διάστημα 1950-παρόν σε ποσοστό 16,8% και 252 αναφορές.

7. ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΟ ΒΑΡΟΣ ΣΤΑΣΗΣ

Το παραπάνω γράφημα παρουσιάζει την αξιολόγηση της στάσης των γηγενών, απέναντι στους πρόσφυγες, αξιολόγηση που προέρχεται από την πλειοψηφία των αναφορών στις συγκεκριμένες κατηγορίες που τέθηκαν. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 1500 αναφορών, οι περισσότερες (512) σκιαγραφούν μια πολύ αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, με ποσοστό 34,1%. Ακολουθούν 426 αναφορές που παρουσιάζουν αρνητική στάση με ποσοστό 28,4% και η ουδέτερη στάση αποτυπώνεται με 287 αναφορές και ποσοστό 19,1%. Αρκετές επίσης είναι και οι αναφορές της θετικής στάσης (210) και ποσοστό 14% και οι λιγότερες (65) σκιαγραφούν μια πολύ θετική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, με ποσοστό 4,3%.

8. ΘΕΜΑΤΙΚΗ


Στη μεταβλητή της θεματικής αναζητείται η πλειονότητα των αναφορών σχετικά με τα πεδία στα οποία έχουν κατηγοριοποιηθεί. Παρατηρούμε επομένως πως σε σύνολο 1500 αναφορών, οι περισσότερες εντάσσονται στο κοινωνικό πεδίο (656) με ποσοστό 43,7%, ακολουθεί το πολιτισμικό πεδίο με 342 αναφορές και 22,8% και στην τρίτη θέση βρίσκεται το κρατικό πεδίο με ποσοστό 13,2% και 198 αναφορές. Τέλος με ποσοστό 12,8% και 7,5% εντάσσονται οι αναφορές στο πολιτικό και εθνικό πεδίο αντίστοιχα.









ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Οι πίνακες του παραρτήματος και το γράφημα παρουσιάζουν την κατανομή των αναφορών στο κοινωνικό πεδίο, σχετικά με το φύλο των συμμετεχόντων στην έρευνα. Παρατηρείται επομένως πως σε σύνολο 656 αναφορών, η πλειοψηφία (381) προέρχονται από άνδρες με ποσοστό 58,1%, ενώ στις γυναίκες αναλογούν 275 αναφορές με ποσοστό 41,9%.

Στο παραπάνω γράφημα καταγράφονται οι αναφορές των συμμετεχόντων αναφορικά με το κοινωνικό πεδίο, σε σχέση με τον τόπο κατοικίας τους. Η πλειοψηφία επομένως των αναφορών εντοπίζεται στο χωριό Κόμανος (280) με ποσοστό 42,7%, έπεται το χωριό Φούφας με 77 αναφορές και ποσοστό 11,7% και στην τρίτη θέση με τις περισσότερες αναφορές βρίσκεται το χωριό Περδίκας, με 66 στον αριθμό και ποσοστό 10,1%. Αρκετά μεγάλο ποσοστό αναφορών επί του συνόλου εμφανίζουν και τα χωριά Ολυμπιάδα και Μαυροπηγή, συγκεκριμένα 9,8% και 6,7% αντίστοιχα.

Οι αναφορές στο κοινωνικό πεδίο κατηγοριοποιήθηκαν επίσης και με βάση την ηλικία των υποκειμένων της έρευνας. Παρατηρούμε πως όσοι εντάσσονται στην ηλικία των 66 έως 75 ετών συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές (235) με ποσοστό 35,8%. Λιγότερες αναφορές (206) εμφανίζουν όσοι ανήκουν στην ηλικία 76 έως 85 ετών, με ποσοστό 31,4%. Ακολουθούν όσοι βρίσκονται μεταξύ 55 και 65 ετών με 160 αναφορές (24,4%) και στις τελευταίες θέσεις με τα μικρότερα ποσοστά βρίσκονται όσοι εντάσσονται στις ηλικίες των 86 έως 95 και οι νεώτεροι των 55 ετών.


Σχετικά με το επάγγελμα των συμμετεχόντων, οι αναφορές στο κοινωνικό πεδίο καταγράφηκαν ακολούθως: Την πλειοψηφία των αναφορών (376) συγκεντρώνουν όσοι απασχολούνται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα, με ποσοστό 57,3%, ακολουθούν όσοι εργάζονται ως υπάλληλοι της Δ.Ε.Η με ποσοστό 20,3% και 133 αναφορές και ποσοστό 17,2% εμφανίζουν όσοι απασχολούνται στον αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικό τομέα. Οι κατηγορίες του κατασκευαστικού και εκπαιδευτικού τομέα εμφανίζουν τις λιγότερες αναφορές, με ποσοστό 4,1% και 1,1% αντίστοιχα.


Στην παρούσα κατηγορία εντάσσονται οι αναφορές στο κοινωνικό πεδίο, αναλογικά με το εκπαιδευτικό υπόβαθρο των συμμετεχόντων στην έρευνα. Η πλειονότητα των αναφορών (238) ανήκει στους αποφοίτους της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, με ποσοστό 36,3%. Ακολουθούν οι απόφοιτοι της Α’ και Β΄Δημοτικού με 155 αναφορές και ποσοστό 23,6%, καθώς και οι απόφοιτοι της Γ’ και Δ΄Δημοτικού με ποσοστό 19,5% και 128 αναφορές. Ακολουθούν οι υπόλοιπες κατηγορίες με τα μικρότερα ποσοστά.


Στο παραπάνω γράφημα ταξινομούνται οι αναφορές ανάλογα με τρεις χρονικές περιόδους: παρατηρούμε πως η πλειοψηφία των αναφορών (307) εντάσσεται στην αρχική περίοδο εγκατάστασης των προσφύγων από το 1922 μέχρι το 1939, με ποσοστό 46,8%. Ακολουθεί το χρονικό διάστημα από το 1950 μέχρι σήμερα, με ποσοστό 31,3% και 205 αναφορές και οι λιγότερες αναφορές (144) σχετίζονται με τη χρονική στιγμή του εμφυλίου, συγκεκριμένα από το 1940 έως το 1949, με ποσοστό 22%.


Οι αναφορές των υποκειμένων της έρευνας σχετικά με το κοινωνικό πεδίο εντάχθηκαν σε πέντε κατηγορίες, προκειμένου να αποτυπωθεί μια γενική αξιολόγηση της στάσης που κράτησαν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Ο παραπάνω πίνακας και το γράφημα παρουσιάζουν την πλειοψηφία των αναφορών (242) να εντάσσεται στην κατηγορία της πολύ αρνητικής, με ποσοστό 36,9%. Λιγότερες αναφορές (168) συγκεντρώνει η κατηγορία της θετικής στάσης με ποσοστό 25,6% και ακολουθεί η κατηγορία της αρνητικής στάσης με ποσοστό 20% και 131 αναφορές. Ελάχιστη απόκλιση στα ποσοστά, 8,8% και 8,7% συγκεντρώνουν η ουδέτερη και η πολύ θετική στάση αντίστοιχα.


Οι αναφορές της θεματικής του κοινωνικού πεδίου ταξινομήθηκαν ανάλογα με τη συχνότητά τους σε τέσσερις κατηγορίες, οι οποίες διαιρέθηκαν αντίστοιχα σε υποκατηγορίες. Συγκεκριμένα, τις περισσότερες αναφορές (283) τις συναντούμε στην κατηγορία των διαπροσωπικών σχέσεων, με ποσοστό 43,1%, ακολουθεί η κατηγορία της συμπεριφοράς των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, με ποσοστό 30,8% και 202 αναφορές και έπειτα η κατηγορία σχετικά με τη συμπεριφορά των προσφύγων απέναντι στους γηγενείς, με ποσοστό 24,5%. Στην κατηγορία του χωροταξικού διαχωρισμού εντάσσεται ο μικρότερος αριθμός αναφορών (10) καθώς και ποσοστού (1,5%).



Οι 656 αναφορές που σχετίζονται με τη θεματική του κοινωνικού πεδίου, ταξινομήθηκαν σε ευρύτερες κατηγορίες, οι οποίες διαιρέθηκαν με τη σειρά τους σε 15 υποκατηγορίες, τις οποίες παρατηρούμε στο παραπάνω γράφημα. Την πλειοψηφία των αναφορών (82) βρίσκουμε στην υποκατηγορία της σωματικής βίας, με ποσοστό 12,5%, ακολουθεί η υποκατηγορία της βελτίωσης σχέσεων με 77 αναφορές και ποσοστό 11,7% και έπεται η υποκατηγορία του αισθήματος φόβου με ποσοστό 11,6%. Μικρότερα ποσοστά παρατηρούμε στις υποκατηγορίες της ύπαρξης προβλημάτων (9,1%), της ύπαρξης επιγαμιών (7,5%), της απόρριψης (7%), καθώς και της ανυπαρξίας σχέσεων (6,1%). Ακολουθούν οι υπόλοιπες υποκατηγορίες, με μικρότερα ποσοστά.








ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Ειδικότερα, για τις επιμέρους κατηγορίες:

11. ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ

Οι αναφορές είναι στο σύνολό τους 10 και αναλύονται ως εξής:
Από τους πίνακες σχετικά με την κατηγορία χωροταξικού διαχωρισμού παρατηρούμε πως συγκεντρώνονται δέκα (10) αναφορές. Συγκεκριμένα, σχετικά με τη μεταβλητή του φύλου των συμμετεχόντων, οι έξι (6) αναφορές προέρχονται από γυναίκες και οι τέσσερις (4) από άνδρες. Αναφορικά με τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων της έρευνας, είναι σημαντικό πως ο συντριπτικός αριθμός των αναφορών (7) συγκεντρώνεται στο χωριό Κόμανος και οι άλλες τρεις (3) επιμερίζονται στα χωριά Εμπόριο, Περδίκας και Φούφας. Το δεδομένο αυτό ερμηνεύεται πιθανότατα από το ότι οι σχέσεις γηγενών και προσφύγων στο χωριό Κόμανος, ήταν περισσότερο τεταμένες, πράγμα που ευνοούσε το χωροταξικό διαχωρισμό τους σε «μαχαλάδες» και «γειτονιές».
Παρατηρούμε επίσης πως τέσσερις αναφορές (4) εντοπίζονται σε όσους ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 66 και 75 ετών και άλλες τέσσερις επιμερίζονται στις ηλικίες 76 έως 85 και 55 έως 65 ετών. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη πως οι αναφορές του χωροταξικού διαχωρισμού εντοπίζονται αποκλειστικά στο χρονικό διάστημα της αρχικής εγκατάστασης των προσφύγων (1922 – 1939), κατανοούμε πως οι μεγαλύτερες ηλικίες θυμούνται πιθανότατα καλύτερα τις συνθήκες εκείνης της περιόδου. Εξάλλου, σύμφωνα με τον πίνακα σχετικά με το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων, οι περισσότερες αναφορές εντοπίζονται κυρίως στους αποφοίτους της Α’ και Β’ Δημοτικού (4) και ακολουθούν οι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού με τρεις (3) αναφορές. Το δεδομένο αυτό συμφωνεί με τον καταμερισμό των αναφορών σχετικά με την ηλικία των συμμετεχόντων, καθώς τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας εκείνη την εποχή, δεδομένων των συνθηκών – φτώχεια και απουσία υποδομών – με δυσκολία αποφοιτούσαν από το δημοτικό, με την πλειοψηφία να σταματά την εκπαίδευση στη Β΄ τάξη του Δημοτικού.
Επίσης, σχετικά με το επάγγελμα των συμμετεχόντων, παρατηρείται πως σε σύνολο δέκα (10) αναφορών, μόνο δύο (2) συγκεντρώνονται σε όσους απασχολούνται στον αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικό τομέα και οι υπόλοιπες επιμερίζονται στις κατηγορίες όσων απασχολούνται στη Δ.Ε.Η και στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα.
Τέλος, όσον αφορά τη γενικότερη στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, στην υποκατηγορία του χωροταξικού διαχωρισμού, πέντε (5) αναφορές κατηγοριοποιούνται στην ουδέτερη στάση, τέσσερις (4) στην αρνητική και μία (1) στη θετική. Παρατηρούμε επομένως πως τα θέματα χωροταξικού διαχωρισμού δεν αποτέλεσαν αρκετά σημαντική παράμετρο για τις σχέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, ωστόσο δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στάθηκαν αμελητέες και δεν επηρέασαν έστω και σε ένα μικρό βαθμό τη συμβίωση μεταξύ των δύο ομάδων, στα συγκεκριμένα χωριά.
12. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΠΡΟΣ ΓΗΓΕΝΕΙΣ


Στη συγκεκριμένη κατηγορία εντάσσονται οι αναφορές σχετικά με τη συμπεριφορά των προσφύγων απέναντι στους γηγενείς. Οι αναφορές διαιρέθηκαν σε τέσσερις υποκατηγορίες. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 161 αναφορών, η πλειοψηφία (82) και με ποσοστό 50,9% παρατηρείται στην υποκατηγορία της σωματικής βίας, ακολουθεί η έκφραση μίσους με ποσοστό 20,5% και 33 αναφορές και με μικρότερα ποσοστά, 15,5% και 13% ακολουθούν οι υποκατηγορίες της λεκτικής βίας και του προσεταιρισμού ιδιοκτησιακών σχέσεων των γηγενών αντίστοιχα.

Οι αναφορές στις παραπάνω κατηγορίες μπορούν να γίνουν ακόμα πιο κατανοητές, αν συσχετιστούν με τα γενικά στοιχεία των συμμετεχόντων της έρευνας.

Συγκεκριμένα, από τους πίνακες συσχέτισης, παρατηρούμε πως σε σύνολο 161 αναφορών, οι περισσότερες αποδίδονται στους άνδρες (85) και οι υπόλοιπες στις γυναίκες. Συγκεκριμένα και τα δύο φύλα συγκλίνουν στην άποψη ότι περισσότερο υφίσταντο σωματική βία από τους πρόσφυγες, παράλληλα με τη λεκτική βία και το μίσος που δέχονταν, ως γηγενείς κάτοικοι.
Επίσης, σε σχέση με τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων της έρευνας, η πλειοψηφία των αναφορών (76) προέρχεται από το χωριό του Κομάνου και ακολουθεί το χωριό Φούφας με 25 αναφορές και ο Περδίκας με 16. Κοινός τόπος σε όλα σχεδόν τα χωριά αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας, εκτός από το χωριό της Ολυμπιάδας, όπου η πλειοψηφία των αναφορών σχετίζεται με τον προσεταιρισμό των ιδιοκτησιακών στοιχείων των γηγενών.
Αν εξεταστούν ακόμα οι αναφορές σε σχέση και με το επάγγελμα των ερωτωμένων, παρατηρούμε πως η πλειοψηφία των αναφορών (84) προέρχεται από όσους απασχολούνται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα και έπειτα από όσους εργάζονται ως υπάλληλοι της Δ.Ε.Η και όσοι απασχολούνται στον αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικό τομέα.
Παράλληλα, 58 αναφορές αποδίδονται και σε όσους είναι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού και ακολουθούν με λιγότερες αναφορές οι απόφοιτοι της Α’ και Β’ Δημοτικού. Αρκετές επίσης είναι και οι αναφορές των αποφοίτων της Γ’ και Δ’ Δημοτικού, 25 σε αριθμό. Επίσης και σε αυτήν τη μεταβλητή, οι αναφορές συγκεντρώνονται στην έκφραση σωματικής βίας και μίσους των προσφύγων εναντίον των γηγενών.
Σε αντίθεση με την κατηγορία του χωροταξικού διαχωρισμού που αναφέρεται κυρίως στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων, στη συγκεκριμένη κατηγορία η πλειοψηφία των αναφορών (70) σχετίζεται με το διάστημα του εμφυλίου πολέμου, κυρίως για τη σωματική βία που υφίσταντο οι γηγενείς. Ωστόσο αρκετές είναι και οι αναφορές (64) για το χρονικό διάστημα κατά την εγκατάσταση των προσφύγων (1922-1939), με τη σωματική βία να δεσπόζει επίσης και οι υπόλοιπες 27 σχετίζονται με το μεταπολεμικό διάστημα (1950 – παρόν), όπου οι αναφορές συγκλίνουν περισσότερο στην έκφραση μίσους που δέχονταν οι γηγενείς από τους πρόσφυγες.
Τέλος μια αξιολόγηση της στάσης των γηγενών σχετικά με τη συμπεριφορά των προσφύγων απέναντί τους, αποτυπώνει ο τελευταίος πίνακας. Σε σύνολο 161 αναφορών, η συντριπτική πλειοψηφία (130) αποτυπώνει μια πολύ αρνητική στάση, δεδομένης της σωματικής βίας που υφίσταντο οι γηγενείς. Η αρνητική στάση συγκεντρώνει 27 αναφορές και επικεντρώνεται στην έκφραση μίσους και στον προσεταιρισμό των ιδιοκτησιακών στοιχείων των γηγενών. Ακολουθούν η ουδέτερη και θετική στάση, με 3 και 1 αναφορές αντίστοιχα.
Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω δεδομένα αποτυπώνεται μια αρνητική στάση και αντίληψη των γηγενών, σχετικά με τη συμπεριφορά των προσφύγων απέναντί τους, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι αναφορές κάνουν λόγο κυρίως για άσκηση σωματικής βίας εναντίον των γηγενών, αλλά και για το μίσος που εισέπρατταν από την αντίθετη πλευρά, παράλληλα με τη διεκδίκηση των περιουσιακών τους στοιχείων. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό λόγω της τεταμένης κατάστασης εκείνη την εποχή, τις απειλές, τις συγκρούσεις, αλλά και το κλίμα του εμφυλίου πολέμου, που καλλιεργούσε την καχυποψία και υποδαύλιζε τα μίση μεταξύ των ατόμων.
13. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΗΓΕΝΩΝ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Η τρίτη κατηγορία της θεματικής του κοινωνικού πεδίου, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εκλάμβαναν οι γηγενείς τη συμπεριφορά τους απέναντι στους πρόσφυγες. Οι 202 αναφορές επιμερίστηκαν σε πέντε (5) υποκατηγορίες, που όπως παρατηρούμε από τον πίνακα και το γράφημα, την πλειοψηφία των αναφορών συγκεντρώνει η υποκατηγορία του αισθήματος φόβου που διακατείχε τους γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Ακολουθεί με 46 αναφορές το αίσθημα της απόρριψης που ένιωθαν οι πρόσφυγες από τους γηγενείς και έπειτα το αίσθημα της αποδοχής που διακατείχε τους τελευταίους απέναντι στους πρόσφυγες. Από τις εναπομείναντες αναφορές, οι 23 αφορούν την παροχή βοήθειας των γηγενών προς τους πρόσφυγες και μόνο 18 σχετίζονται με την επιφυλακτική στάση που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των πρώτων, απέναντι στους δεύτερους.

Οι αναφορές στις παραπάνω υποκατηγορίες μπορούν να γίνουν ακόμα πιο κατανοητές, αν συσχετιστούν με τα γενικά στοιχεία των συμμετεχόντων της  έρευνας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους πίνακες συσχέτισης, οι περισσότερες αναφορές (132) σχετικά με το φύλο των υποκειμένων της έρευνας, εντοπίζονται στους άνδρες και 70 στις γυναίκες. Η πλειοψηφία των αναφορών και στα δύο φύλα σχετίζεται με το αίσθημα φόβου που ένιωθαν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες και ακολουθεί η διαπίστωση ότι οι πρώτοι απέρριπταν τους δεύτερους.
Παράλληλα, σχετικά με τον τόπο κατοικίας των συμμετεχόντων, η συντριπτική πλειοψηφία των αναφορών (86) προέρχεται από το χωριό του Κομάνου και ακολουθούν με 22 αναφορές τα χωριά Ολυμπιάδα και Φούφας. Τα χωριά αυτά, μαζί με τα χωριά του Εμπορίου και Περδίκα, εμφανίζουν περισσότερες αναφορές σχετικά με το φόβο που αισθάνονταν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Ακολουθεί το αίσθημα της απόρριψης που ένιωθαν για αυτούς, κυρίως στα χωριά του Κομάνου και Εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χωριά Ολυμπιάδα, Προάστιο και Φούφας προσέφεραν τη μεγαλύτερη βοήθεια απέναντι στους πρόσφυγες στην αρχική περίοδο της εγκατάστασής τους, ενώ μόνο οι κάτοικοι του Δροσερού, Ολυμπιάδας, Περδίκα και Προαστίου αποδέχτηκαν τους πρόσφυγες, όταν έφτασαν στα χωριά τους. Ειδικά στο χωριό Προάστιο, το αίσθημα της αποδοχής είναι πολύ ισχυρό. Παράλληλα στα χωριά του Αγίου Χριστοφόρου και της Μαυροπηγής παρατηρείται το πιο έντονο αίσθημα απόρριψης, όπως και στο χωριό της Ασβεστόπετρας, όπου οι γηγενείς αντιμετώπισαν τους πρόσφυγες πολύ πιο επιφυλακτικά από τα υπόλοιπα χωριά.
Οι περισσότερες αναφορές εξάλλου (81), ανάλογα με την ηλικία των υποκειμένων της έρευνας, συγκεντρώνονται κυρίως σε όσους ανήκουν μεταξύ 66 και 75 ετών και ακολουθούν με 58 αναφορές όσοι βρίσκονται μεταξύ 76 και 85 ετών. Όπως και στους προηγούμενους πίνακες, έτσι και σχετικά με την ηλικία, οι αναφορές σχετίζονται με το φόβο που ένιωθαν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Το ίδιο κλίμα επικρατεί και στις αναφορές που κατανέμονται σχετικά με το επάγγελμα των συμμετεχόντων, καθώς όσοι απασχολούνται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές (130).
Οι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού χαρακτηρίζονται από τις περισσότερες αναφορές (71) και ακολουθούν οι απόφοιτοι της Γ’ και Δ’ Δημοτικού με 47 αναφορές, που σχετίζονται με το αίσθημα φόβου που ένιωθαν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Σημαντικό είναι πως οι απόφοιτοι της Α’ και Β’ Δημοτικού εστιάζουν περισσότερο στο γενικό κλίμα απόρριψης που επικρατούσε, μαζί και με το αίσθημα φόβου που ένιωθαν, δεδομένο που αντανακλά την άποψη, πως οι μεγαλύτερες ηλικίες στέκονταν πολύ πιο αρνητικά απέναντι στους πρόσφυγες από όσους ανήκαν σε μικρότερη ηλικιακή ομάδα.
Σχετικά με το χρονικό διάστημα στο οποίο αποδίδονται οι αναφορές, παρατηρούμε πως οι περισσότερες (125) εντάσσονται στην αρχική περίοδο εγκατάστασης των προσφύγων (1922-1939), όπου το αίσθημα της απόρριψης τους από τους γηγενείς είναι ισχυρότερο. Το δεδομένο αυτό γίνεται κατανοητό λόγω των δυσκολιών της εποχής, του κλίματος επιφύλαξης και καχυποψίας ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, καθώς δε γνώριζαν ο ένας τον άλλο και οι γηγενείς θεωρούσαν τους εαυτούς τους νόμιμους κατοίκους και διεκδικητές της περιοχής τους.
Τέλος, σχετικά με την αξιολόγηση της στάσης των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, η συντριπτική πλειοψηφία των αναφορών (89) αποτυπώνει μια πολύ αρνητική στάση, ακολουθεί η αρνητική στάση (45) και έπειτα η θετική με 40 αναφορές. Τα αποτελέσματα αυτά συγκλίνουν επίσης στο αίσθημα του φόβου των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, παράλληλα με το αίσθημα απόρριψης που ένιωθαν απέναντί τους.
14. ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ


Η τέταρτη κατηγορία του κοινωνικού πεδίου, σχετίζεται με τις διαπροσωπικές σχέσεις γηγενών και προσφύγων. Το σύνολο 283 αναφορών επιμερίστηκε σε  5 υποκατηγορίες, από τις οποίες τις περισσότερες αναφορές (77) συγκεντρώνει η υποκατηγορία της βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο ομάδων, με ποσοστό 27,2% Ωστόσο, ακολουθεί η διαπίστωση ύπαρξης προβλημάτων με 60 αναφορές (21,2%) και έπεται η υποκατηγορία της ύπαρξης επιγαμιών μεταξύ γηγενών και προσφύγων, με ποσοστό 17,3%. Το 13,1% επίσης συγκλίνει στην ύπαρξη σχέσεων, ενώ μόνο το 7,1% υποστηρίζει πως ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς δεν υπήρχαν επιγαμίες.

Πιο αναλυτικά, από τις παραπάνω υποκατηγορίες, οι οποίες σχετίζονται με τα γενικά περιγραφικά στοιχεία, παρατηρούμε πως στο σύνολο των υποκατηγοριών, οι περισσότερες αναφορές (160) εντοπίζονται στους άνδρες και 123 στις γυναίκες, όπου και οι δύο αναφέρονται πρωτίστως στη βελτίωση των σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ γηγενών και προσφύγων.
Σχετικά με τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων της έρευνας, στις αναφορές πρωτοστατεί το χωριό του Κομάνου (111), ακολουθεί το χωριό του Περδίκα (31) και με λιγότερες αναφορές (29) ισοβαθμούν τα χωριά Ολυμπιάδα και Φούφας. Κοινός τόπος στα περισσότερα χωριά αποτελεί η υποκατηγορία της βελτίωσης σχέσεων, κυρίως μεταπολεμικά. Ωστόσο στα χωριά του Κομάνου και της Μαυροπηγής οι αναφορές εντοπίζονται κυρίως στην ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των δύο πληθυσμών, πριν και μετά τον πόλεμο, πράγμα που δυσχέρανε την ανάπτυξη σχέσεων. Σημαντικό επίσης είναι πως τα χωριά του Αγίου Χριστοφόρου και του Προαστίου κράτησαν μια πιο θετική στάση απέναντι στους πρόσφυγες και τονίζουν πως υπήρχαν σχέσεις και κατά την εγκατάσταση των προσφύγων, αλλά και μεταπολεμικά οι σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων βελτιώθηκαν αρκετά.
Επίσης, με βάση το επάγγελμα και την ηλικία των συμμετεχόντων, τις περισσότερες αναφορές αντίστοιχα συγκεντρώνουν όσοι εργάζονται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα (158) και όσοι ανήκουν στην ηλικία μεταξύ 66 και 75, με 100 αναφορές. Η πλειοψηφία των αναφορών σχετίζεται ακόμα μια φορά με τη βελτίωση σχέσεων μεταξύ γηγενών και προσφύγων, κυρίως μεταπολεμικά.
Αναφορικά με την ηλικία των συμμετεχόντων στην έρευνα, παρατηρούμε πως οι περισσότερες αναφορές (106) αποδίδονται στους αποφοίτους της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού και ακολουθούν οι απόφοιτοι της Γ’ και Δ’ Δημοτικού με 56 αναφορές. Η πλειοψηφία συντάσσεται με την άποψη της βελτίωσης σχέσεων μεταξύ γηγενών και προσφύγων και μόνο στους αποφοίτους της Α’ και Β’ Δημοτικού η πλειονότητα των αναφορών σχετίζεται με την ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι περισσότερες εξάλλου αναφορές (157) σχετίζονται με το μεταπολεμικό διάστημα και ακολουθούν 108  αναφορές για το χρονικό διάστημα της αρχικής εγκατάστασης των προσφύγων. Τα δεδομένα αυτά υποδεικνύουν πως στην αρχική επαφή γηγενών και προσφύγων υπήρχαν προβλήματα που δυσχέραναν τη μεταξύ τους επικοινωνία. Ωστόσο μετά τον πόλεμο οι σχέσεις βελτιώνονται, καθώς το γενικό κλίμα εξομαλύνεται, συνάπτονται επιγαμίες και οι δύο ομάδες έρχονται πιο κοντά.
Εξάλλου αν επιχειρήσουμε μια αποτίμηση της στάσης των γηγενών σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, παρατηρούμε πως η πλειοψηφία των αναφορών (127) συγκλίνει στη θετική στάση, η οποία προκύπτει κυρίως από το δεδομένο της βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο ομάδων. Ακολουθεί η υποκατηγορία της αρνητικής στάσης (55 αναφορές) βασιζόμενη στην ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ γηγενών και προσφύγων και έπεται η υποκατηγορία της πολύ θετικής στάσης (41 αναφορές), η οποία όπως και η θετική, προκύπτει κυρίως από τη βελτίωση των σχέσεων και τη σύναψη επιγαμιών μεταξύ των δύο ομάδων.
Β.2.2.1.1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα δεδομένα που προέκυψαν σχετικά με την πρώτη θεματική, το κοινωνικό πεδίο, με βάση τις κατηγορίες και τις υποκατηγορίες τους, επιτρέπουν μια πρώτη προσπάθεια για σχετικά συμπεράσματα.
Οι απαντήσεις σχετικά με τη θεματική του κοινωνικού πεδίου, καταδεικνύουν μια πολύ αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, δεδομένο που σχετίζεται κυρίως με τις κατηγορίες των διαπροσωπικών σχέσεων και της συμπεριφοράς των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Η πλειοψηφία των αναφορών στις συγκεκριμένες κατηγορίες επικεντρώνεται στη σωματική βία που δέχονταν οι γηγενείς από τους πρόσφυγες, κυρίως το διάστημα του εμφυλίου και της εγκατάστασης των δεύτερων στην περιοχή τους. Σταδιακά οι σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων βελτιώνονται, ωστόσο το αίσθημα του φόβου στις ψυχές των γηγενών δε σταματά να υφίσταται, ακόμα και μετά το χρονικό διάστημα του εμφυλίου.
Είναι ευδιάκριτο από τους πίνακες στατιστικής ανάλυσης, πως μεταξύ του τόπου κατοικίας των συμμετεχόντων στην έρευνα και των απαντήσεων τους υπάρχει αρκετά μεγάλη συσχέτιση, καθώς η γενική κατάσταση που επικρατούσε σε κάθε χωριό, οι δυναμικές, κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές, που καθόριζαν κάθε τοπική κοινωνία, αλλά και η νοοτροπία και ο χαρακτήρας των κατοίκων, επηρέασαν αρκετά την αντιμετώπιση των προσφύγων και σε θέματα συμπεριφοράς, αλλά και σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων.
Ισχυρή συσχέτιση επίσης παρατηρείται μεταξύ του χρονικού διαστήματος στο οποίο αναφέρονται οι αναφορές και στις απαντήσεις των υποκειμένων. Οι τελευταίες διαφοροποιούνται αισθητά, ανάλογα με την κάθε κατηγορία, καθώς τα δεδομένα διαφέρουν από εποχή σε εποχή, το ίδιο επίσης και οι άνθρωποι. Κατ’ επέκταση, παρατηρούμε πως ο χωροταξικός διαχωρισμός μεταξύ των δύο ομάδων είναι πιο έντονος τα πρώτα χρόνια συμβίωσης, με την πλειοψηφία των γηγενών να απορρίπτει τους πρόσφυγες και να μην επιδιώκει τη σύναψη σχέσεων, τα χρόνια κυρίως του εμφυλίου οι γηγενείς εισπράττουν αρνητική συμπεριφορά από την πλευρά των προσφύγων γεγονός που τροφοδοτεί το φόβο τους, αλλά μεταπολεμικά το κλίμα βελτιώνεται, οι σχέσεις καλυτερεύουν, συνάπτονται επιγαμίες και η ζωή κυλά ομαλότερα.
Εξάλλου τη μεγαλύτερη συσχέτιση την παρατηρούμε στην αξιολόγηση της στάσης των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, η οποία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων. Η προδιάθεση των ατόμων σχετικά με ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, οι αναμνήσεις, ο τρόπος ζωής τους στο παρελθόν αλλά και στο παρόν, διαμόρφωσαν τις απαντήσεις τους σε κάθε υποκατηγορία και καθόρισαν τη στάση τους. Επομένως, οι γηγενείς αξιολογούν πολύ αρνητικά τη συμπεριφορά και των δύο ομάδων μεταξύ τους, με τη διαφορά ότι αιτία της αρνητικής συμπεριφοράς των γηγενών υπήρξε το αίσθημα φόβου και καχυποψίας που ένιωθαν απέναντι στους πρόσφυγες, λόγω της άσχημης συμπεριφοράς των δεύτερων απέναντί τους. Επίσης η ύπαρξη προβλημάτων στις μεταξύ τους σχέσεις, επιδείνωσε την καθημερινότητά των δύο ομάδων και καθόρισε τη στάση της μιας απέναντι στην άλλη.
Μικρότερη συσχέτιση εντοπίζουμε μεταξύ της ηλικίας των συμμετεχόντων και των απαντήσεών τους, καθώς οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επηρεάζονται αρκετά στη διαμόρφωση ορισμένων απαντήσεων τους, είτε λόγω του γεγονότος ότι θυμούνται καλύτερα τις καταστάσεις των παλαιότερων ετών, είτε διότι έχουν αλλοιωθεί οι αναμνήσεις τους, λόγω της ηλικιακής τους κατάστασης.
Οι μεταβλητές του φύλου, του επαγγέλματος και του εκπαιδευτικού επιπέδου των συμμετεχόντων, δε δημιουργούν ισχυρή συσχέτιση με τα αποτελέσματα των κατηγοριών, καθώς δεν προκύπτουν ισχυρά συμπεράσματα, αλλά και λόγω του ότι το δείγμα μας δεν είναι τυχαίο, ούτε αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού της Εορδαίας.

















[1]  Για τους αντίστοιχους πίνακες σε κάθε μεταβλητή σε αντίστοιχη κατηγορία και υποκατηγορία, βλ. παράρτημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου