ΑΡΧΑΙΑ-ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1. Νομίσατε τοίνυν ἀσέβημα οὐδέν ἒλαττον εἲναι τῶν μηδέν ἠδικηκότων ἀσεβεῑν καταγνῶναι ἤ τούς ἠσεβηκότας μή τιμωρεῑσθαι.
2. Εἰ μέν, ὦ ἂνδρες, ἐν ἑτέρω τῷ πράγματι οἱ παριόντες μή τήν αὐτήν γνώμην ἒχοντες πάντες ἐφαίνοντο, οὐδέν ἂν θαυμαστόν ἐνόμιζον.
3. Ὣστ᾽ οὐ δεῑ ὑμᾱς ἐκ τῶν λόγων τοῡ κατηγοροῡντος τούς νόμους μαθεῑν εἰ καλῶς ἒχουσιν ἤ μή, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν νόμων τούς τούτων λόγους εἰ ὀρθῶς ὑμᾱς νομίμως τέ διδάσκουσιν ἤ οὐ.
4. Τοσούτων τοίνυν ἡμῑν ὑπαρχόντων οὗτοι, καί συγγενεῑς ὂντες καί οὐδέν δίκαιον εἰπεῑν ἒχοντες, οὐκ αἰσχύνονται καταστήσαντες ἡμᾱς εἰς ἀγῶνα περί τούτων.
5. Εγῶ μέν γάρ οὐ τοῡθ᾽ ἡγοῡμαι μέγιστον εἶναι τῶ παρόντων κακῶν, ὅτι ἀδίκως κινδυνεῡω.
6. Την μέν οὖν τούτων αναισχυντίαν καί την αἰσχροκέρδειαν ἒτι μᾱλλον γνώσεσθε, ἐπειδάν πάντων ἀκούσητε. Ὅθεν δ᾽ οἶμαι τάχιστ᾽ ἂν ὑμᾱς μαθεῑν περί ὧν ἀμφισβητοῡμεν, ἐντεῡθεν ἂρξομαι διδάσκειν.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
- νομίσατε = να θεωρήσετε, να είστε βέβαιοι, τοίνυν = λοιπόν, ἀσέβημα = ασέβεια, οὐδέν = (επίρρ.) καθόλου, ἒλαττον = λιγότερο, ἀδικέω-ῶ = διαπράττω αδικία, ἀσεβέω-ῶ = είμαι ασεβής, καταγιγνώσκω τινός = καταδικάζω κάποιον.
- ἐν ἑτέρω τῷ πράγματι = σε κάποια άλλη υπόθεση, οἱ παριόντες = οι ρήτορες, θαυμαστός = παράδοξος, παράξενος
- οἱ καλῶς κείμενοι νόμοι = οι σωστοί νόμοι, τά μη καλῶς ἒχοντα = αυτά που δεν είναι ορθά, διδάσκω τινά τι = διδάσκω, εξηγώ σε κάποιον κάτι.
- ἒχω + τελικό απαρέμφατο = μπορώ να, αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, οὐκ αἰσχύνονται καταστήσαντες ἡμᾱς εἰς ἀγῶνα = δε ντρέπονται που μας ανάγκασαν σε δικαστικό αγώνα.
- ἡγέομαι-οῡμαι + ειδ. απαρέμφατο = νομίζω, θεωρώ ότι… .
- ἀναισχυντία = αδιαντροπιά, γιγνώσκω = γνωρίζω, ξέρω, αντιλαμβάνομαι, ἀμφισβητέω-ῶ = διαφωνώ, φιλονικώ, (δικαστ. όρος = έχω διεκδικήσεις, αξιώσεις, ἐντεῡθεν = από εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου