21.12.09

ΛΥΣΙΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ



















ΛΥΣΙΑΣ:


ΓΕΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ :

τὸ πλῆθος : οι πολλοί,το δημοκρατικό πολίτευμα .
μισοῦμαι ὑπὸ τινος : είμαι μισητός από κάποιον .
μηνυτής γίγνομαι κατά τινος : γίνομαι κατήγορος κάποιου .
οὐκ ἔχω ὅ,τι : δε γνωρίζω γιατί, δεν έχω τι (να πω) .
ἀναβαίνω : ανεβαίνω στο βήμα .
τὸ πράγμα : η υπόθεση .
ἐξαιτοῦμαί τινα : παρακαλώ κάποιον .
ἀντιβολῶ τινα : ικετεύω κάποιον .
καταγιγνώσκω τινός τι : κατηγορώ,καταδικάζω κάποιον για κάτι .
λαμβάνω τινὰ+κατηγορηματική μετοχή : συλλαμβάνω κάποιον να…
μάχομαι μετά τινος : πολεμώ μαζί με κάποιον .
στρατεύομαι μετά τινος : εκστρατεύω μαζί με κάποιον .
ὁ πολέμιος : ο εχθρός .
τὸ ἁμάρτημα : το αδίκημα .
οὔπω : όχι ακόμα .
ὀλίγου (δεῖν) : σχεδόν .
ὀλίγου παρεδόθη : λίγο έλειψε να παραδοθεί .
ἐλεῶ τινα : λυπούμαι , ευσπλαχνίζομαι κάποιον .
ἀξιῶ + τελικό απαρέμφατο : θεωρώ σωστό (δίκαιο) να…
παρέχω ἐμαυτὸν τοιοῦτον : δείχνω τέτοια διαγωγή , αναδεικνύω τον εαυτόν έτσι .
ἀπάγομαι ὑπό τινος : οδηγούμαι στη φυλακή από κάποιον .
θαυμάζω : απορώ .
καταλέγω : συγκαταλέγω , συμπεριλαμβάνω , στρατολογώ , απαριθμώ .
συνάγω : απαριθμώ .
ὁ κατάλογος : λίστα , κατάλογος .
καταδιαιτῶμαι δίαιτάν τινος : καταδικάζω κάποιον ως διαιτητής .
ἡ πίστις : η εμπιστοσύνη .
ἦ πουνῦν : τώρα βέβαια .
προθυμοῦμαι : είμαι πρόθυμος .
παραχρῆμα (επίρρημα) : αμέσως .
ἡ ἐξουσία : εξουσία , δύναμη , αρμοδιότητα .
χρῶμαι μιᾷ γνώμῃ : έχω την ίδια γνώμη .
τὰ θηρία : τα άγρια ζώα .
βοσκήματα : τα ήμερα ζώα .
κρατοῦμια : εξουσιάζομαι , νικιέμαι .
διαμάχομαι περί τινος : αγωνίζομαι (συνέχεια) για κάτι .
οἰκῶ τὴν ἀλλοτρίαν : κατοικώ ξένη χώρα .
συλλέγομαι : συγκεντρώνομαι .
πανταχόθεν : από παντού .
κτῶμαι + 2 αιτιατικές : αποκτώ κάτι ως…
ἐκβάλλω τὴν δυναστείαν (Ε.Φ.) : ανατρέπω τη μοναρχία .
ἐκπίπτω ἐκ τῶν πραγμάτων (Μ.Φ.) : πέφτω από την εξουσία .
ἡ ψυχή : το φρόνημα .
ὁρίζω : καθορίζω , προσδιορίζω .
ὁ λόγος : η λογική .
ὁ,ἡ ἀπαθής : ο αβλαβής .
ἐξόν : ενώ είναι δυνατόν .
τὰ φύσει πεφυκότα : τα φυσικά εμπόδια .
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος : διαψεύδομαι στην ελπίδα μου .
ἀτιμάζομαι : ντροπιάζομαι, προσβάλλομαι .
ὁ,ἡ ἀπειρος : αμέτρητος,αναρίθμητος .
ἡ πεζὴ στρατιά : το πεζικό στράτευμα .
ἡ διατριβή : η καθυστέρηση .
ἡ πολλὴ διατριβή : η μεγάλη καθυστέρηση .
κατὰ τὸ στενότατόν τινος : μέσα από το πιο στενό μέρος κάποιου .
ποιοῦμαι ὁδόν : κατασκευάζω δρόμο .
ὁ πλοῦς : θαλάσσιο ταξίδι .
διὰ τῆς γῆς : από τη γη .
διὰ τῆς θαλάττης : από τη θάλασσα .
ζεύγνυμι,συνάπτω τί τινι : ενώνω , συνδέω , γεφυρώνω .
διορρύτω : ανοίγω χαντάκι - διώρυγα , σκάβω .
ὑφίσταμαι : αντιστέκομαι , αντιμετωπίζω .
διαφθείρομαι ὑπὸ χρημάτων : διαφθείρομαι από τα χρήματα .
ἕργον ἐστί(ν) , ἄπορόν ἐστι(ν) , χαλεπόν ἐστι(ν) : είναι δύσκολο .
καταφρονῶ τινος : περιφρονώ κάποιον .
ὑπερορῶ τι : περιφρονώ κάτι .
μετέχω τινός : παίρνω μέρος , συμμετέχω σε κάτι .
διατειχίζω τι : χτίζω τείχος κάπου .
ἀγαπῶ τινι,στέργω ἐπί τινι : αρκούμαι σε κάτι .
διανοοῦμαι : σκέφτομαι , σκοπεύω .
γίγνομαι ὑπὸ τοῖς βαρβάροις : υποτάσσομαι στους βαρβάρους .
παραινῶ τινί τι,διακελεύομαι : συμβουλεύω κάποιον για κάτι .
ἡ ἀρχή : η εξουσία .
καίνω , ἀποκτείνω , ἀναιρῶ τινα : φονεύω,σκοτώνω,λεηλατώ .
περιορῶ + αιτιατική + κατηγορηματική μετοχή : ανέχομαι κάποιον να…
ὁ ἀπόρθητος : ο ακυρίευτος .
ἡ ἐπιστήμη περὶ τὸν πόλεμον : η εμπειρία στα πολεμικά .
ὁ τρόπος : η συνήθεια .
προορῶμαι : προβλέπω , προνοώ .
ὁ ἐπιὼν καιρός : η μελλοντική ευκαιρία .
ἕως ἔτι ἔξεστιν : όσο ακόμη είναι δυνατό .
ἡ τιμωρία : εκδίκηση,βοήθεια .
ποιῶ τι φανερὸν (δῆλον) : καθιστώ κάτι φανερό .
χρῆν , ἐχρῆν : έπρεπε .
πράττω ἕνεκα τῆς πόλεως , ποιῶ συμφέροντα τῇ πόλει : ενεργώ για το συμφέρον της πόλης .
πείθω τινὰ χρήμασι : πείθω κάποιον με χρήματα .
μαρτυρῶ τινι : καταθέτω ως μάρτυς για χάρη κάποιου .
οἱ ἐξ Ἀρείου πάγου : οι Αρεοπαγίτες .
παρακαλῶ τινα , ἐξαιτοῦμαί τινα : προσκαλώ κάποιον .
διαγιγνώσκω περὶ τοῦ πράγματος : αποφασίζω για την υπόθεση .
ἡ φυγή : η εξορία .
φεύγω : εξορίζομαι .
ἡ κάθοδος : επάνοδος από την εξορία .
κάτειμι , κατέρχομαι : επιστρέφω στην πατρίδα μου από την εξορία .
ἐκκηρύσσομαι : εξορίζομαι με προκήρυξη .
ὦ βουλή : οι βουλευτές .
δοκιμάζομαι : υφίσταμαι δοκιμασία , (για να αναλάβω δημόσιο αξίωμα) .
τὸ βουλευτήριον : η βουλή .
ἀποφαίνω : φανερώνω , ανακαλύπτω .
ὁ ἀνεπιτήδειος + απαρέμφατο της αναφοράς : ο ακατάλληλος να…
μεταπορεύομαι ἰδίαν ἔχθραν : επιδιώκω να ικανοποιήσω προσωπική έχθρα .
ἐπαίρομαι + δοτική : περηφανεύομαι για κάτι .
λαγχάνω : εκλέγομαι με κλήρο .
ἄπορόν ἐστι , ἔργον ἐστί , χαλεπόν ἐστι : είναι δύσκολο .
ὁ διώκων : ο κατήγορος .
ὁ φεύγων : ο κατηγορούμενος .
κατηγορῶ δεινότερα : διατυπώνω φοβερότερες κατηγορίες .
ἐπιλείπει ὁ χρόνος : τελειώνει ο χρόνος .
ἐξαμαρτάνω τι εἴς τινα : διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου .
ποιοῦμαι παράδειγμά τινα+απαρέμφατο του αποτελέσματος:παραδειγματίζω κάποιον ώστε να…
τιμῶ θανάτου , καταγιγνώσκω τινὸς θάνατον :καταδικάζω κάποιον σε θάνατο .
ὁ ἄκριτος : ο χωρίς δίκη .
δίκην δίδωμι : τιμωρούμαι .
δίκην λαμβάνω : τιμωρώ .
δίδωμι τὴν προσήκουσαν δίκην : τιμωρούμαι όπως μου αρμόζει .
ἄγω εἰς δίκας , καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα , προτίθημι κρίσιν τινί : εισάγω κάποιον σε δίκη .
ὀκνῶ τὶ τινος : διστάζω κάτι από κάτι / κάποιο .
ὁ,ἡ ἀνήκεστος : αθεράπευτος .
ὁ,ἡ ἀνάμεστος : ο πολύ γεμάτος .
ἡ πατρικὴ ἔχθρα : το πατροπαράδοτο μίσος .
ἡγοῦμαι τῆς φύσεως : διακρίνω το χαρακτήρα κάποιου .
ἡ ἀπόνοια : η μωρία , η απελπισία .
προΐεμαι : αφήνω,εγκαταλείπω .
εὖ φρονῶ , φρόνιμόν τι ἔχω : είμαι συνετός .

_______________________



“ Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου Ἀπολογία ” :

περὶ πολλοῦ ἂν ποιοῦμαι : με ενδιαφέρει πολύ .
εὖ γὰρ οἶδ' ὅτι : γιατί ξέρω καλά ότι…
ἡ αὑτὴ γνώμη : η ίδια γνώμη .
ἀγανακτῶ ἐπί τινι : αγανακτώ για κάτι .
ἡγοῦμαι + 2 αιτιατικές : θεωρώ κάτι ως…(η μία αιτιατική κατηγορούμενο της άλλης) .
οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ : δεν υπάρχει κάποιος που να μην…
ἔστιν ὅστις : κάποιος .
οὔκ ἐστιν ὅστις : κανείς .
οὔκ ἐστιν ὅστις οὐκ : ο καθένας .
οἱ ἐπιτηδεύοντες : αυτοί που ασχολούνται .
ἡ ζημία : η τιμωρία , το πρόστιμο .
τιμωρία ἀποδίδοταί τινι πρός τινα : επιβάλλεται τιμωρία από κάποιον σε κάποιον .
τὴν αὑτὴν διάνοιαν ἔχω : έχω την ίδια γνώμη .
ὀλιγώρως διάκειμαι : αδιαφορώ .
ἐν ἀμελείᾳ κατατίθημι : ολιγωρώ .
συγγνώμης τυγχάνω : συγχωρούμαι .
μοιχεύω τινά : έχω παράνομη σχέση με κάποιον .
γίγνομαι πλούσιος ἐκ πένητος : γίνομαι από φτωχός πλούσιος .
οὐδεμία ἔχθρα ἐστί τινι : δεν υπάρχει κανένα μίσος απέναντι σε κάποιον .
παιδίον μοι γίγνεται : αποκτώ παιδί .
προσέχω τὸν νοῦν : δίνω προσοχή στα λεγόμενα .
ἡ οἰκονόμος : η νοικοκυρά .
ἡ γυναικωνῖτις : ο χώρος του σπιτιού , όπου έμεναν οι γυναίκες .
ἡ ἀνδρωνῖτις : ο χώρος του σπιτιού , όπου έμεναν οι άνδρες .
ἡ κλῖμαξ : η σκάλα .
ὑποπτεύω : υποπτεύομαι , υπονοώ .
προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου : με το πέρασμα του χρόνου .
ἀπροσδοκήτως : απροειδοποίητα , ξαφνικά . συνώνυμο : αἰφνιδίως .
τὸ παιδίον βοᾷ : το παιδί κλαίει .
παύομαι + κατηγορηματική μετοχή : σταματώ να…
πειρῶ τινα : “χουφτώνω” κάποιον .
μεθύω : μεθώ .
ἐφέλκομαι τὴν κλεῖν : τραβώ το σύρτη .
ἐπειδὴ δὲ ἦν πρὸς ἡμέραν : όταν ξημέρωσε…
ψοφέω-ῶ : χτυπώ , κάνω θόρυβο .
ταῦτα οὕτως ἔχει : αυτά είναι έτσι (αττική σύνταξη) .
οἴχομαι ἔξω σιωπῇ : βγαίνω έξω σιωπηλά .
ὑβρίζω εἴς τινα : προσβάλλω κάποιον , ατιμάζω .
φοιτῶ παρά τινα : συχνάζω σε κάποιον .
διακονῶ τινι : υπηρετώ κάποιον .
εἰμὶ μεστὸς ὑποψίας : είμαι γεμάτος υποψίες (-ία) .
ἀναμιμνῄσκομαι ὅτι : θυμούμαι ότι…
ἔξαρνός εἰμι : τα αρνούμαι (όλα) .
λαμβάνω πίστιν παρά τινος : παίρνω υπόσχεση από κάποιον .
δίδωμι πίστιν τινί : δίνω υπόσχεση σε κάποιον .
πάντα εἴρηταί τινι : κάποιος τα λέει όλα (αττική σύνταξη) .
διαγίγνονται ἡμέραι (τρεῖς) : περνούν μέρες (τρεις) .
ἡλίου δεδυκότος : με τη δύση του ήλιου .
ἀπαντῶ τινι + κατηγορηματική μετοχή , περιτυγχάνω τινί : συναντώ κάποιον .
ἀποκρίνομαί τινι : απαντώ σε κάποιον .
ὑπολαμβάνω : παίρνω το λόγο .
ἐπεγείρω τινά : ξυπνώ κάποιον .
ὁ κύριος νόμος : ο έγκυρος νόμος .
ἡ παιδίσκη : η υπηρέτρια .
βίᾳ : με τη βία , βιαίως .
ἡ ἐλάττων ζημία : η μικρότερη τιμωρία .
καταγιγνώσκω τινὸς θάνατον : καταδικάζω κάποιον σε θάνατο .
οἱ ἀλλότριοι : οι ξένοι .
οἱ οἰκεῖοι : οι ντόπιοι .
ὁ τιθέμενος τὸν νόμον : αυτός που θεσπίζει το νόμο .
δίκην δίδωμί τινι : τιμωρούμαι .
δίκην λαμβάνω παρά τινος : τιμωρώ .
ἐν ὑμῖν ἐστι : από εσάς εξαρτάται .
ἡμῖν ποιητέον ἐστί(ν) - δεῖ ἡμᾶς πράττειν : πρέπει να γίνει από εμάς– πρέπει εμείς να το κάνουμε.
εἰ δὲ μή : διαφορετικά (ελλειπτική υποθετική πρόταση) .
ἅπτομαί τινος : ασχολούμαι με κάτι , αγγίζω κάτι .
κατηγορῶ τινος ὡς... : κατηγορώ κάποιον για…
τὰ γεγενημένα ἔργα - οἱ εἰρημένοι λόγοι : τα έργα που έχουν γίνει-τα λόγια που έχουν ειπωθεί .
πρόοιδα : γνωρίζω εκ των προτέρων .
ἀνάβητέ μοι τούτων μάρτυρες : παρουσιάστε (φέρτε) μου μάρτυρες γι΄ αυτά .
ἐκβάλλω τινὰ ἐκ τῆς πόλεως : διώχνω κάποιον από την πόλη .
ἐπιβουλεύω θάνατόν τινι : σχεδιάζω για κάποιον το θάνατο .
οἷα τὰ ἄθλα πρόκειται τῶν τοιούτων ἁμαρτημάτων : ποια βραβεία (έπαθλα) προορίζονται γι΄αυτά τα αδικήματα .
οἱ κείμενοι νόμοι : οι θεσπισμένοι νόμοι .
ἐξαλείφω (τοὺς νόμους) : “σβήνω”-καταργώ τους νόμους .
κατὰ τοὺς νόμους : σύμφωνα με τους νόμους .
παρὰ τοὺς νόμους : σε αντίθεση με τους νόμους .
μέντοι (επίρρημα) : ωστόσο .
γράφω : προτείνω ή καταγγέλλω εγγράφως .
ἡ γραφή : η έγγραφη κατηγορία .
γράφομαι : κατηγορούμαι .
γράφομαί τινα : κατηγορώ κάποιον .
γράφω νόμον : προτείνω νόμο .
ἀπογράφομαι : μπαίνει το όνομά μου στη λίστα των κατηγορουμένων .




___________________



“Κατὰ Ἀγοράτου ἐνδείξεως” :

τιμωρῶ τινα : τιμωρώ κάποιον .
τιμωρῶ τινι , ἀρήγω , βοηθῶ τινι : βοηθώ κάποιον .
εὔνους τινί : ευνοϊκός σε κάποιον .
ὁ κηδεστής : ο συγγενής,ο κουνιάδος (εδώ) .
ἐπὶ τῶν τριάκοντα : στην εποχή των Τριάντα τυράννων .
ἀποστερῶ τινά τινος : στερώ από κάποιον κάτι .
εἰμὶ ἐνδεής τινος , ἀπορῶ τινος : στερούμαι κάτι .
ἐξαρχῆς : από την αρχή .
ᾧ τρόπῳ : με ποιον τρόπο .
ἄρχομαι + τελικό απαρέμφατο : αρχίζω να…
ἄρχω + γενική : εξουσιάζω κάποιον .
τὰ πράγματα (τὰ) ἐν τῇ πόλει ἀσθενέστερα γίγνεται : η πολιτική κατάσταση χειροτερεύει
(αττική σύνταξη) .
οὐ πολλῷ χρόνῳ ὕστερον , μετ'οὐ πολὺν χρόνον : λίγο καιρό μετά .
λόγοι περὶ εἰρήνης γίγνονται πρός τινα : γίνονται διαπραγματεύσεις ειρήνης με κάποιον .
εἰμὶ ἐμποδῶν τινι : είμαι εμπόδιο σε κάποιον .
ἐκποδῶν γίγνομαι : βγαίνω από τη μέση .
ποιοῦμαί τινα ἐκποδῶν : βγάζω κάποιον από τη μέση .
ἁμῶς : με κάποιο τρόπο .
διαπράττομαί τι : κατορθώνω,πετυχαίνω κάτι .
ἕτοιμός εἰμι + τελικό απαρέμφατο : είμαι πρόθυμος να…
ἀνέχομαι + κατηγορηματική μετοχή ή τελικό απαρέμφατο : ανέχομαι να…
ἐλαττῶ τινα , κακὰ ἐργάζομαί τινι : βλάπτω κάποιον .
αἱροῦμαι + 2 αιτιατικές : εκλέγω κάποιον ως…
ἐν ἀπορίᾳ : σε δύσκολη (δυσμενή) κατάσταση .
ἔχομαι ἐν ἀπορίᾳ : βρίσκομαι σε δύσκολη θέση .
ποιοῦμαι εἰρήνων : κάνω ειρήνη .
ἡ γνώμη , ἡ διάνοια : ο νους .
τὸ ψιμύθιον : είδος πούδρας .
νομίζω τι : πιστεύω κάτι .
νομίζω + απαρέμφατο : θεωρώ , εκτιμώ ότι…
εὖ πράττω : ευτυχώ .
ἀπογράφομαι : μπαίνει το όνομά μου στη λίστα των κατηγορουμένων .
οἴομαι + ειδικό απαρέμφατο : νομίζω , φαντάζομαι πως…
ἀποκτείνω τινά : σκοτώνω κάποιον .
σχεδόν , ὀλίγου δεῖν : σχεδόν .
ἐπίσταμαι + ειδική πρόταση : γνωρίζω καλά ότι…
σύνοιδά τινι : γνωρίζω καλά , συναισθάνομαι .
αἴτιός εἰμί τινος : είμαι υπεύθυνος για κάτι .
ποιῶ τινα φυγάδα , ἐξελαύνω τινά : εξορίζω κάποιον .
ἐξελαύνομαι ὑπό τινος , ἐκπίπτω,φεύγω : εξορίζομαι από κάποιον .
τοὺς μέν...τοὺς δέ : άλλους μεν…άλλους δε .
ἐνθένδε (επίρρημα) : από εδώ .
ἐνθάδε (επίρρημα) : εδώ , σ’ αυτό το μέρος .
ἔνθα (επίρρημα) : από εκεί .
ἐνθάπερ (επίρρημα) : εδώ ακριβώς .
κατέρχομαι ἔκ τινος τόπου : κατεβαίνω από κάπου .
ὡς δὲ ἀληθῆ λέγω : και για το ότι λέω την αλήθεια .
ὁμολογῶ : παραδέχομαι .
ὁμολογῶ τινι : συμφωνώ με κάποιον .
ὁμολογία : συμφωνία .
μάρτυρας παρέχω : παρουσιάζω μάρτυρες .
πολλὰ καὶ δεινά : πολλά και φοβερά .
εὔνους εἰμί τινι : είμαι ευνοϊκός σε κάποιον .
νυνί (επίρρημα) : τώρα δα .
εἰκότως (επίρρημα) : δικαιολογημένα .
ἀποκτείνω τινὰ ἐπὶ τῶν "30" : σκοτώνω κάποιον στην εποχή των Τριάντα τυράννων .
ἀγαθός εἰμι περὶ τὸ πλῆθος : είμαι ευνοϊκός απέναντι στο πλήθος .
μηνυτὴς κατά τινος γίγνομαι : γίνομαι μηνυτής εναντίον κάποιου .
ζημιῶ τινα μεγάλα : προκαλώ σε κάποιον μεγάλη βλάβη .
καθ'ὅσον : όσο .
ἐξ'ἀρχῆς : από την αρχή .
καταλύεται ἡ δημοκρατία : καταργείται η δημοκρατία .
ἐπισκήπτω τινί : παραγγέλλω σε κάποιον .
καταψηφίζομαί τινος : καταδικάζω κάποιον με την ψήφο μου .
ἀποψηφίζομαι : αθωώνω κάποιον με την ψήφο μου .
ἐκ τοιούτου τρόπου : με τον εξής τρόπο .
ἐπιτίθεμαί τινι : επιτίθεμαι σε κάποιον .
ἐφ'οἷς : με ποιους όρους (στο κείμενο) .
ἀντιλέγω ὡς , ἀντιφωνῶ : φέρω αντιρρήσεις λέγοντας ότι…
άγανακτῶ σφόδρα : αγανακτώ υπερβολικά .
καθαίρω - διαιρῶ τὰ τείχη : γκρεμίζω τα τείχη .
τὰ τείχη κατασκάπτεται : τα τείχη γκρεμίζονται (αττική σύνταξη) .
οὐ φημί + τελικό απαρέμφατο , ἀνένομαι , ἀπόφημι : αρνούμαι να…
ἔξαρνος γίγνομαί τι : αρνούμαι κάτι .
καθίσταμαί τινα εἰς κίνδυνον : θέτω κάποιον σε κίνδυνο .
ἡ διαβολή , ἡ λοιδορία : η συκοφαντία .
ἐπιβουλεύω ἐπιβουλήν : κάνω επιβουλή, μηχανορραφία .
ὁ ἐπιτήδειος : ο κατάλληλος .
αἰσθάνομαι ἔκ τινος : καταλαβαίνω από κάτι .
ἐπιθυμῶ τινος : επιθυμώ κάτι .
ἐπιθυμῶ + τελικό απαρέμφατο : επιθυμώ να…
τὸ τεκμήριον : η απόδειξη .
τὰ ψηφίσματα γίγνεται ἐπ'εὐνοίᾳ : οι αποφάσεις (τα ψηφίσματα) παίρνονται προς εύνοια
(αττική σύνταξη) .
συλλέγομαι : συγκεντρώνομαι, κάνω συγκέντρωση .
ἡ παρασκευή : η προετοιμασία .
ἀπέχομαι , οἴχομαι : φεύγω .
ἀνίσταμαι ἀπὸ τοῦ βωμοῦ : σηκώνομαι από το βωμό .
ἐν κεφαλαίοις : συνοψίζοντας , περιληπτικά .
δέω-ῶ : δένω .
δοῦμαι ὑπό τινος : δένομαι από κάποιον .
συλλήβδην (επίρρημα) : γενικά .
ἕτι (επίρρημα) : ακόμα .
εἰσάγω τινὰ εἰς τὴν βουλήν : καταγγέλλω κάποιον στη βουλή .
ἀναγιγνώσκω τινί τι : διαβάζω κάτι σε κάποιον .
τελευτῶ τὸν βίον : πεθαίνω .
κυέω-ῶ : κυοφορώ , είμαι έγγυος .
ἡ οὐσία , ἡ ἰδία : η περιουσία .
ἡ ζημία : η τιμωρία .
ἡ τιμωρία : η βοήθεια , η εκδίκηση .
ὁ φονεύς , ὁ ἀνδροφόνος : ο δολοφόνος .
ἀξιοῦμαι θανάτου , ἄξιος θανάτου εἰμί , τιμῶμαι θανάτου : αξίζω το θάνατο , καταδικάζομαι
σε θάνατο .
καταγιγνώσκω τινὸς θάνατον , καταψηφίζομαί τινος θάνατον , τιμῶ θανάτου : καταδικά-
ζω κάποιον σε θάνατο .




_______________________



“ Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου” :

οὐ πολλοῦ δέω : δε χρειάζομαι πολύ…
χάριν ἔχω τινί : χρωστώ χάρη σε κάποιον .
ὁ ἀγών , ὁ κίνδυνος : δίκη , δικαστικός αγώνας .
ἡ πρόφασις : αιτία , αφορμή .
ἐπιδείκνυμι , ἐνδείκνυμι : αποδεικνύω , φέρω αποδείξεις .
καίτοι : κι όμως .
ἀπέχομαί τινος : απέχω .
τιμωροῦμαι τινα : εκδικούμαι κάποιον .
τιμωρῶ τινι , ἀρήγω τινί , βοηθῶ τινι , ἀμύνω τινί : βοηθώ κάποιον .
πώποτε : ποτέ ως τώρα .
χρῶμαί τινι φίλῳ : έχω κάποιο φίλο .
χρῶμαι συμφορᾷ , ἐν συμφορᾷ ἐμπέπτωκα : πέφτω σε συμφορά .
τὸ δυστύχημα : ελάττωμα , βλάβη .
τὰ ἐπιτηδεύματα : οι αρετές .
ἰάομαι-ῶμαι : θεραπεύω , εξουδετερώνω (σκεπάζω) .
διὰ βραχέων λόγων : σύντομα .
τῷ σώματι δύναμαι : σωματικά είμαι δυνατός .
τὸ τεκμήριον : η απόδειξη .
σύνειμί τινι , συγγίγνομαί τινι : συναναστρέφομαι κάποιον .
ὁ βίος : οι πόροι ζωής , η περιουσία .
θεραπεύω τινά , γηροτροφῶ τινα : γεροκομώ κάποιον .
βραχέα ὠφελῶ : παρέχω μικρή ωφέλεια (μικρά κέρδη) .
κτάομαι-ῶμαι : αποκτώ .
ὁ ἐλεεινός : ο αξιολύπητος .
προσγίγνομαι : προσθέτομαι .
ἡ ἀντίδοσις : η ανταλλαγή της περιουσίας .
ὁ πονηρός , ὁ ἀσθενέστατος : ο άθλιος (οικονομικά) .
μιμνῄσκομαί τινος πρός τινα : υπενθυμίζω κάτι σε κάποιον .
ὡς ἀλυπότατα : με όσο το δυνατό λιγότερους πόνους .
ἡ ῥαστῴνη : ευκολία , ανακούφιση .
ἡ ὕβρις : η αλαζονεία .
ὁ ὑβριστής : ο αλαζόνας , ο θρασύς .
ὀχέομαι-οῦμαι : ιππεύω , ανεβαίνω στο άλογο .
οἱ ἠττημένοι : οι δανεισμένοι .
διαφέρω τινός τι : υπερτερώ , ξεπερνώ κάποιον σε κάτι .
κληρῶ : εκλέγω (με κλήρο) .
δήπου : βέβαια .
εὖ ποιῶ : καλά κάνω .
εὖ ποιῶ τινα : ευεργετώ κάποιον .
ἀμφισβητῶ τινος : διεκδικώ κάτι , ισχυρίζομαι ότι κάτι μου ανήκει .
διαγιγνώσκω : διακρίνω , καταλαβαίνω .
ἔξεστι(ν) , ἔστι(ν) , ἐγχωρεῖ τινι + τελικό απαρέμφατο : είναι δυνατό…
οἱ ἀπόρως διακείμενοι , οἱ πένητες : οι άποροι, οι φτωχοί .
τὰ ἀναγκαῖα , τὰ ἐπιτήδεια : τα απαραίτητα για τη ζωή .
πιστεύω τινί : έχω εμπιστοσύνη σε…
οἱ χρώμενοι νέαις ταῖς διανοίαις : αυτοί που έχουν νεανικά μυαλά .
ωνέομαι-οῦμαι : αγοράζω .
πιπράσκω : πουλώ .
ἐξωνοῦμαι : εξαγοράζω .
ἐξαμαρτάνω τινός : πέφτω σε σφάλμα .
ἐπιτιμῶ τινι : ψέγω , κατακρίνω κάποιον .
ὑπάρχω τινός : κάνω αρχή .
περιγίγνομαί τινος : είμαι πιο δυνατός από κάποιον , υπερέχω σε σχέση με κάποιον .
παίζω : χωρατεύω .
σπουδάζω περί τινος : μιλώ σοβαρά .
κωμῳδῶ,σκώπτω : διακωμωδώ , περιπαίζω .
ἐπιβουλεύω τί τινι : σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου .
ὁ δημιουργός : ο τεχνίτης .
ἐθίζομαι,εἴωθα + τελικό απαρέμφατο : συνηθίζω, έχω τη συνήθεια .
φοιτῶ παρά τινα : συχνάζω .
τὸ σκυτοτομεῖον : το εργαστήρι του τσαγκάρη .
ὁ σκυτεύς : ο τσαγκάρης .
ἁμουγέπου:κάπου , σε κάποιο μέρος .
ἀκριβῶς : με λεπτομέρειες .
ἡ διάνοια , ὁ νοῦς : η γνώμη .
μεταλαμβάνω τινός , ἀπολαύω τινός : απολαμβάνω κάτι .
κοινῇ : με κοινή απόφαση .
αἱ ἀρχαί : τα δημόσια αξιώματα .
προνοοῦμαί τινος , φροντίζω , κήδομαι : φροντίζω για κάποιον .
τίθεμαι τὴν ψῆφον : ψηφίζω,αποφασίζω .
καθίσταμαι εἰς ἀγῶνα : μπλέκομαι σε δίκη .
ὁ πολυπράγμων : αυτός που ανακατεύεται σε πολλά .
ὁ φιλαπεχθήμων : ο φιλόνικος,ο καβγατζής .
γίγνομαι ἐν δυνάμει : αποκτώ πολιτική δύναμη – επιρροή .
πολιτεύομαι : ζω ως πολίτης .
ἀδεώς : χωρίς φόβο,με ασφάλεια .
ὑπέχω εὐθύνας : λογοδοτώ .
πειρῶμαι + τελικό απαρέμφατο : προσπαθώ να…
ἐπιχειρῶ + τελικό απαρέμφατο : προσπαθώ να…
πειρῶμαί τινος : δοκιμάζω κάποιον ή κάτι .
νῦν : τώρα .
νυνί : τώρα δα .
ἀναλίσκω , δαπανῶ : ξοδεύω .
καταλείπω τινί τι : αφήνω σε κάποιον κάτι .
ἡ πρόσοδος : το έσοδο .
τελευτῶ , ἀποθνῄσκω , ἀπογίγνομαι : πεθαίνω .
ἄτοπόν ἐστι(ν) : είναι παράλογο .
ἀφαιροῦμαι τι , ἀπορῶ τινος : στερούμαι κάτι .
κτῶμαι οὐσίαν : έχω περιουσία .
κωλύω τινά : εμποδίζω κάποιον .



Λυσίας συμπληρωματικό :

οὕτω διάκειμαι : κρατώ τέτοια στάση .
δοκεῖ μοι (απρόσωπο) : μου φαίνεται καλό .
δοκεῖ μοι (σε πολιτικά συμφραζόμενα) : αποφασίζω .
δοκέω-ῶ (προσωπικό) : φαίνομαι .
ἐστὶ έν ἐμή : είναι στο χέρι μου , εξαρτάται από μένα .
ἐν νῷ ἔχω , ἐν νῷ ἐστί : έχω κατά νου .
εἰκότως : φυσικά .
νομίζω : κρίνω βάσει δεδομένων .
οἴομαι : φαντάζομαι .
φυλάττω : προσέχω .
δίδωμι τινί τι : δίνω σε κάποιον κάτι .
προσέχω τὸν νοῦν : έχω στο νου μου .
λυπέω-ῶ : στενοχωρώ .
πιστεύω : έχω εμπιστοσύνη .
ἡγοῦμαι + απαρέμφατο : νομίζω ότι…
πολλῷ χρόνῳ : για πολύ καιρό .
γαμέω-ῶ : παντρεύομαι .
φημὶ + απαρέμφατο : ισχυρίζομαι ότι…
μέλλω + απαρέμφατο μέλλοντα : πρόκειται να…
πέμπω τινί : στέλνω κάποιον να… ή στέλνω μήνυμα .
μάχομαί τινι : αρχίζω μάχη εναντίον κάποιου .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου