23.11.18


ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β'

Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από το θέμα με τις ολικές καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις (καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή). Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος.


α) Ενεργητικός αόριστος β’: ἔπαθον(< ρ. πάσχω).
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
ἔ-παθ-ον
πάθ-ω
πάθ-οιμι
-
παθ-εῖν
παθ-ὼν
παθ-οῦσα
παθ-ὸν
ἔ-παθ-ες
πάθ-ῃς
πάθ-οις
πάθ-ε
ἔ-παθ-ε
πάθ-ῃ
πάθ-οι
παθ-έτω
ἐ-πάθ-ομεν
πάθ-ωμεν
πάθ-οιμεν
-
ἐ-πάθ-ετε
πάθ-ητε
πάθ-οιτε
πάθ-ετε
ἔ-παθ-ον
πάθ-ωσι
πάθ-οιεν
παθ-όντων

β) Μέσος αόριστος β'

β) Μέσος αόριστος β΄: ἐλαβόμην (< ρ. λαμβάνω).
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
Μετοχή
ἐ-λαβ-όμην
λάβ-ωμαι
λαβ-οίμην
-
λαβ-έσθαι
λαβ-όμενος
λαβ-ομένη
λαβ-όμενον
ἐ-λάβ-ου
λάβ-ῃ
λάβ-οιο
λαβ-οῦ
ἐ-λάβ-ετο
λάβ-ηται
λάβ-οιτο
λαβ-έσθω
ἐ-λαβ-όμεθα
λαβ-ώμεθα
λαβ-οίμεθα
-
ἐ-λάβ-εσθε
λάβ-ησθε
λάβ-οισθε
λάβ-εσθε
ἐ-λάβ-οντο
λάβ-ωνται
λάβ-οιντο
λαβ-έσθων


Β. Κανόνες τονισμού
α) Στον ενεργητικό αόριστο β':
1.      Το απαρέμφατο και η μετοχή στο αρσενικό και ουδέτερο γένος των απλών και των σύνθετων ρημάτων τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (σε αντίθεση με τους ονοματικούς τύπους του ενεστώτα). Το απαρέμφατο παίρνει περισπωμένη και η μετοχή οξεία.
π.χ.: βαλεῖν, εἰπεῖν, καταβαλεῖν, ἀπειπεῖν και
βαλών, καταβαλόν, εἰπών, ἀπειπόν.
Αλλά το θηλυκό της μετοχής τονίζεται στην παραλήγουσα και παίρνει περισπωμένη.
π.χ.: βαλοῦσα, εἰποῦσα.

2.      α) Το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β΄ των ρημάτων ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ, όταν είναι απλό, τονίζεται στη λήγουσα:
ἐλθέ, εὑρέ, λαβέ, εἰπέ, ἰδέ.
Όταν όμως είναι σύνθετο, ο τόνος ανεβαίνει.
π.χ.: ἄπελθε, ἄνευρε, παράλαβε, πρόσειπε, πάριδε.

β) Ομοίως, όλα τα σύνθετα ρήματα ανεβάζουν τον τόνο στο β΄ ενικό και πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής.
Π.χ.: βάλε - παράβαλε, πείσε - μετάπεισε.
3.      Ο αόριστος β΄ ἔσχον ανεβάζει τον τόνο στην υποτακτική, ευκτική και προστακική όταν είναι σύνθετος και εφόσον το επιτρέπει η λήγουσα:
σχῶ, σχῇς, σχῇ κ.λπ.
παράσχω, παράσχῃς, παράσχῃ κ.λπ.
σχές, σχέτω κ.λπ.
παράσχες, παρασχέτω κ.λπ.
σχοίην, σχοίης, σχοίη κ.λπ.
παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι κ.λπ.

Παρατήρηση: Ο αόριστος β΄ του ρήματος ἔχω, όταν είναι απλός (ἔσχον), σχηματίζει ευκτική σχοίην.
Όταν, όμως, είναι σύνθετος (παρέσχον) σχηματίζει ευκτική: σχοίμι. Π.χ.: παράσχοιμι.

β) Στο μέσο αόριστο β΄:
1.      Το απαρέμφατο του μέσου αορίστου β΄ των απλών και των σύνθετων ρημάτων τονίζεται πάντα στην παραλήγουσα.
π.χ.: βαλέσθαι, ἐπιλαθέσθαι.

2.      Το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής των απλών και σύνθετων ρημάτων τονίζεται κανονικά στη λήγουσα και περισπάται.
π.χ.: βαλοῦ, αντιλαβοῦ. 

Όταν όμως ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στο β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού.
π.χ.: (ρ. ἔχομαι) ἐσχόμην: σχοῦ
παράσχου,
(ρ. ἕπομαι) ἑσπόμην: σποῦ
ἐπίσπου.

3.      Όταν ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και σύνθετος με μονοσύλλαβη πρόθεση διατηρεί τον τόνο στη λήγουσα:
(ρ. ἔχομαι) ἐσχόμην:
σχοῦ
προσχοῦ.


4.      Τα ρἠματα ἔχω και ἔπομαι, όταν είναι σύνθετα με πρόθεση, ανεβάζουν τον τόνο στην υποτακτική και ευκτική τού μέσου αορίστου β΄, όταν το επιτρέπει η λήγουσα.
Π.χ.: σχῶμαι, σχῇ, σχῆται κ.λπ.
παράσχωμαι, παράσχῃ, παράσχηται κ.λπ.
σχοίμην, σχοίο, σχοίτο κ.λπ.
παρασχοίμην, παράσχοιο, παράσχοιτο κ.λπ.
σπῶμαι, σπῇ, σπῆται κ.λπ.
ἐπίσπωμαι, ἐπίσπῃ, ἐπίσπηται κ.λπ.
σποίμην, σποίο, σποίτο κ.λπ.
ἐπισποίμην, ἐπίσποιο, ἐπίσποιτο κ.λπ. 



Ο παθητικός αόριστος α΄σχηματίζεται από:
την αύξηση (στην οριστική) + το ρηματικό θέμα + το χρονικό πρόσφυμα -θη- (-θε-) + τις καταλήξεις

Ειδικότερα:
Ρήματα με χαρακτήρα:
Σχηματίζονται:
αύξηση-θέμα-θη-ν
Παράδειγμα
φωνήεν
διατηρούν τον χαρακτήρα του θέματος:
αύξηση-θέμα -θη-ν
  • Εξαιρούνται τα ρήματα:
ἀκούομαι, ἕλκομαι, κελεύομαι, σείομαι
ρ. λύομαι ἐλύθην
ρ. ἱδρύομαι
ἱδρύθην
ρ. ἀκούομαι
ἠκούσθην
ρ. ἕλκομαι
εἱλκύσθην
ρ. κελεύομαι
ἐκελεύσθην
ρ. σείομαι
ἐσείσθην
ένρινο ή υγρό (μ, ν, λ, ρ)
διατηρούν τον χαρακτήρα του θέματος:
αύξηση-θέμα -θη-ν
  • Εξαιρούνται τα ρήματα:
κρίνομαι, τείνομαι, τέμνομαι
ρ. ὀξύνομαι ὠξύνθην
ρ. ἀγγέλλομαι
ἠγγέλθην
ρ. ἐγείρομαι
ἠγέρθην
ρ. κρίνομαι
ἐκρίθην
ρ.τείνομαι
ἐτάθην
ρ.τέμνομαι
ἐτμήθην
χειλικό (π, β, φ), ή -πτ-
τρέπουν τον χαρακτήρα π, β, φ, πτ σε φ:
αύξηση-θέμα-φ-θη-ν
ρ. λείπομαι ἐλείφθην
ρ. ἀμείβομαι
ἀμείφθην
ρ. μέμφομαι
ἐμέφθην
ρ. καλύπτομαι
ἐκαλύφθην
ουρανικό (κ, γ, χ), -ττ- , -σσ-
τρέπουν τον χαρακτήρα κ, γ, χ, ττ, σσ σε χ:
αύξηση-θέμα-χ-θη-ν
ρ. διδάσκομαι ἐδιδάχθην
ρ. ἄγομαι
χθην
ρ. ἄρχομαι
ἤρχθην
ρ. πράττομαι
ἐπράχθην
οδοντικό (τ, δ, θ), ή -ζ-
τρέπουν τον χαρακτήρα τ, δ, θ, ζ σε σ:
αύξηση-θέμα-σ-θη-ν
ρ. πείθομαι ἐπείσθην
ρ. ψεύδομαι
ἐψεύσθην
ρ. δικάζομαι
ἐδικάσθην

Παράδειγμα κλίσης: ρ. παιδεύομαι
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
ἐπαιδεύθην
ἐπαιδεύθης
ἐπαιδεύθη
ἐπαιδεύθημεν
ἐπαιδεύθητε
ἐπαιδεύθησαν
παιδευθῶ
παιδευθῆς
παιδευθῇ
παιδευθῶμεν
παιδευθῆτε
παιδευθῶσι(ν)
παιδευθείην
παιδευθείης
παιδευθείη
παιδευθείημεν / -θεῖμεν
παιδευθείητε / -θεῖτε
παιδευθείησαν /-θεῖεν
-
παιδεύθητι
παιδευθήτω
-
παιδεύθητε
παιδευθέντων / -θήτωσαν

Απαρέμφατο
Μετοχή
παιδευθῆναι
παιδευθεὶς
παιδευθεῖσα
παιδευθὲν

Παρατηρήσεις:
1.      Το β΄ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παθητικού αορίστου α΄ είναι προπαροξύτονο και έχει κατάληξη –θητι: παιδεύθητι
2.      Η υποτακτική του παθητικού αορίστου α΄ περισπάται: π.χ. παιδευθῶ, παιδευθτε
3.      Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, το πρόσφυμα -θη- μπροστά από το -ντ- της κατάληξης γίνεται -θε-: παιδευθέντων.


Ορισμένα συμφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν παθητικό αόριστο β΄. Δηλαδή στον παθητικό αόριστο διατηρούν το σύμφωνο του χαρακτήρα τους χωρίς την προσθήκη του -θ-.
π.χ.:
κόπτομαι
ἐκόπην (αντί ἐκόφθην),
γράφομαι
ἐγράφην (αντί ἐγράφθην),
βλάπτομαι
ἐβλάβην (αντί ἐβλάφθην),
φαίνομαι
ἐφάνην (αντί ἐφάνθην).

Παράδειγμα κλίσης παθητικού αορίστου β΄: ἐτράπην (ρ. τρέπομαι)
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
ἐτράπην
ἐτράπης
ἐτράπη
ἐτράπημεν
ἐτράπητε
ἐτράπησαν
τραπῶ
τραπῇς
τραπῇ
τραπῶμεν
τραπῆτε
τραπῶσι(ν)
τραπείην
τραπείης
τραπείη
τραπείημεν / τραπεῖμεν
τραπείητε / τραπεῖτε
τραπείησαν / τραπεῖεν
-
τράπηθι
τραπήτω
-
τράπητε
τραπέντων / τραπήτωσαν

Απαρέμφατο
Μετοχή
τραπῆναι
τραπεὶς
τραπεῖσα
τραπὲν

Παρατηρήσεις:
1.      Ο παθητικός αόριστος β΄ κλίνεται ακριβώς όπως ο παθητικός αόριστος α΄, αλλά στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής ο παθητικός αόριστος β΄ λήγει σε -θι.
π.χ.:
παθητικός αόριστος α΄
παθητικός αόριστος β΄
(ρ. λύομαι) ἐλύθην λύθητι,
(ρ. γράφομαι) ἐγράφην γράφηθι
(ρ. πράττομαι) ἐπράχθην πράχθητι
(ρ. φαίνομαι) ἐφάνην φάνηθι
(ρ. ἀπάγομαι) ἀπήχθην ἀπάχθητι
(ρ. ἀναστρέφομαι) ἀνεστράφην ἀναστράφηθι

2.      Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν -ε- τρέπουν στον παθητικό αόριστο β΄ το -ε- σε -α-.
π.χ.:
τρέπομαι (θ. τρεπ-)
τράπην,
κλέπτομαι (θ. κλεπ-)
κλάπην.

Εξαιρούνται:
Τα σύνθετα του ρ. –λέγομαι.
π.χ.: ρ. συλλέγομαι
συνελέγην, ἐκλέγομαι ἐξελέγην.

3.      Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν -η- τρέπουν στον παθητικό αόριστο β΄ το -η- σε -α-.
π.χ.:
τήκω (θ. τηκ-)
τάκην ,
ἐκπλήττω (θ. πληγ-)
ἐξεπλάγην.

Εξαιρείται:
Το ρήμα πλήττομαι όταν είναι απλό.
π.χ.:
πλήττομαι
ἐπλήγην,
αλλά σύνθετο: ἐκπλήττομαι
ἐξεπλάγην.

4.      Στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της προστακτικής, το χρονικό πρόσφυμα -η- μπροστά από το -ντ- τρέπεται σε -ε-.
π.χ.:
ρ. τρέπομαι
τραπέντων,
ρ. στρέφομαι
στραφέντων.


ΑΣΚΗΣΕΙΣ

1. Να μεταφέρετε καθέναν από τους παρακάτω τύπους στον αντίστοιχο τύπο του αορίστου β΄. 


  • φεύγοι
  • φέρε
  • πεπονθέναι
  • μεμαθηκότες ὦμεν
  • λελοιπὼς ἔστω
  • λέξοιεν
  • λανθάνοντι
  • λάμβανε
  • ἐρωτᾷς (υποτακτική)
  • γενήσεσθαι

2. Να σχηματίσετε τους ζητούμενους τύπους στον αόριστο β΄:

α) ρ. ἄγω: γ΄ πληθυντικό οριστικής
β) ρ. αἱρῶ: β΄ πληθυντικό υποτακτικής
γ) ρ. ἁμαρτάνω: γ΄ ενικό ευκτικής 
δ) ρ. λέγω: β΄ ενικό προστακτικής 
ε) ρ. γίγνομαι: α΄ πληθυντικό υποτακτικής 
ζ) ρ. ἔρχομαι: απαρέμφατο 
η) ρ. ἐρωτῶ: β΄ ενικό οριστικής
θ) ρ. εὑρίσκομαι: β΄ πληθυντικό προστακτικής
ι) ρ. λανθάνομαι: γενική ενικού της μετοχής θηλυκού γένους
κ) ρ. πυνθάνομαι: β΄ενικό υποτακτικής.


3. Να συμπληρωθούν τα κενά των προτάσεων με τους κατάλληλους τύπους του μέσου αόριστου β' 

1. Πῶς ἂν  (γίγνομαι, ευκτ. γ' πληθ.) πονηρότεροι ἄνθρωποι;
2. Ηρακλῆς ἔφηβος  (γίγνομαι, μετχ.) ἐν ἀπορίᾳ ἦν, ποίαν ὁδὸν ἐπὶ τὸν βίον , (τρέπομαι, ευκτ.) τὴν δι’ ἀρετῆς ἢ τὴν διὰ κακίας.  (γίγνομαι, οριστ.) οὖν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐνταῦθα τῷ Διὶ ηὔχετο λέγων· « Ζεῦ πάτερ, (γίγνομαι, προστ.) μοι βοηθός, ἵνα τὴν ἀρίστην  (τρέπομαι, υποτ.) καὶ ὠφέλιμος τοῖς ἀνθρώποις  (γίγνομαι, υποτ.) ».
3.  (ἐπιλανθάνομαι, προστ. β' εςν.) τῶν ἡδέων ταύτης λόγων καὶ  (αἱροῦμαι, β' εν. προστ.) ἐμέ.
4. Τάχιστα  (ἀφικνοῦμαι, οριστ. α' εν.) εἰς τὴν πόλιν ταυτηνί.

4. Να μεταφέρετε καθέναν από τους δοσμένους τύπους στον αντίστοιχο τύπο του παθητικού αορίστου β΄:
                                                            Παθητικός αόριστος β΄
  • ἀπαλλάξεται
  • διαγράφησθε
  • συλλέγειν
  • ἐπίπληξον
  • ἀποτετραμμένοι εἶεν
  • βλαψομένῳ
  • ῥίπτομεν
  • στεῖλαι
  • φανεῖται
  • φθεροῖσθε
5. Να μεταφέρετε τα ρήματα στον παθητικό μέλλοντα α΄ και παθητικό αόριστο α΄:

                            ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ Α'                      ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α'
  • λύομαι
  • παιδεύομαι
  • βουλεύομαι
  • παύομαι
  • πορεύομαι
6. Να μεταφέρετε τα ρήματα στον παθητικό μέλλοντα β΄ και παθητικό αόριστο β΄:

                           ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ B'                           ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ B'
  • γράφομαι
  • ἀλλάττομαι
  • πλήττομαι
  • φαίνομαι
  • φθείρομαι

------------------------------------------------------------------------------
                                                              ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
1. 
  • φεύγοι: γ΄ενικό ευκτικής ενεστώτα του ρ. φεύγω → φύγοι
  • φέρε: β΄ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. φέρω → ἔνεγκε
  • πεπονθέναι: απαρέμφατο παρακειμένου του ρ. πάσχω → παθεῖν
  • μεμαθηκότες ὦμεν: α΄πληθυντικό υποτακτικής παρακειμένου του ρ. μανθάνω → μάθωμεν
  • λελοιπὼς ἔστω: γ΄ενικό προστακτικής παρακειμένου του ρ. λείπω → λιπέτω
  • λέξοιεν: γ΄πληθυντικό ευκτικής μέλλοντα του ρ. λέγω → εἴποιεν
  • λανθάνοντι: δοτική ενικού μετοχής αρσενικού / ουδετέρου του ρ. λανθάνω → λαθόντι
  • λάμβανε: β΄ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρ. λαμβάνω → λαβὲ
  • ἐρωτᾷς: β΄ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρ. ἐρωτάω -ῶ → ἔρῃ
  • γενήσεσθαι: απαρέμφατο μέλλοντα του ρ. γίγνομαι → γενέσθαι

2.α) ρ. ἄγω: γ΄ πληθυντικό οριστικής → ἤγαγον
β) ρ. αἱρῶ: β΄ πληθυντικό υποτακτικής → ἕλητε
γ) ρ. ἁμαρτάνω: γ΄ενικό ευκτικής → ἁμάρτοι
δ) ρ. λέγω: β΄ ενικό προστακτικής → εἰπὲ
ε) ρ. γίγνομαι: α΄πληθυντικό υποτακτικής → γενώμεθα
ζ) ρ. ἔρχομαι: απαρέμφατο → ἐλθεῖν
η) ρ. ἐρωτῶ: β΄ ενικό οριστικής → ἤρου
θ) ρ. εὑρίσκομαι: β΄ πληθυντικό προστακτικής → εὕρεσθε
ι) ρ. λανθάνομαι: γενική ενικού της μετοχής θηλυκού γένους → λαθομένης
κ) ρ. πυνθάνομαι: β΄ ενικό υποτακτικής → πύθῃ.

3. 1. Πῶς ἂν γένοιντο (γίγνομαι, ευκτ. γ' πληθ.) πονηρότεροι ἄνθρωποι;
2. Ηρακλῆς ἔφηβος γενόμενος (γίγνομαι, μετχ.) ἐν ἀπορίᾳ ἦν, ποίαν ὁδὸν ἐπὶ τὸν βίον τράποιτο, (τρέπομαι, ευκτ.) τὴν δι’ ἀρετῆς ἢ τὴν διὰ κακίας. Ἐγένετο (γίγνομαι, οριστ.) οὖν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐνταῦθα τῷ Διὶ ηὔχετο λέγων· « Ζεῦ πάτερ, γενοῦ (γίγνομαι, προστ.) μοι βοηθός, ἵνα τὴν ἀρίστην τράπωμαι (τρέπομαι, υποτ.) καὶ ὠφέλιμος τοῖς ἀνθρώποις γένωμαι (γίγνομαι, υποτ.) ».
3. Ἐπιλαθοῦ (ἐπιλανθάνομαι, προστ. β' εςν.) τῶν ἡδέων ταύτης λόγων καὶ ἑλοῦ (αἱροῦμαι, β' εν. προστ.) ἐμέ.
4. Τάχιστα ἀφικόμην (ἀφικνοῦμαι, οριστ. α' εν.) εἰς τὴν πόλιν ταυτηνί.

4.ἀπηλλάγη
διαγραφῆτε
συλλεγῆναι
ἐπιπλάγηθι
ἀποτραπείησαν / -εῖεν
βλαβέντι
ἐρρίφημεν
στάληθι
ἐφάνη
φθαρείητε / -εῖτε

5.λυ – θή – σομαι          ἐλύ – θη - ν
παιδευ – θή – σομαι ἐπαιδεύ - θη - ν
βουλευ – θή – σομαι ἐβουλεύ – θη - ν
παυ – θή – σομαι          ἐπαύ – θη - ν
πορευ - θή - σομαι          ἐπορεύ – θη - ν

6.γραφ – ή – σομαι          ἐγράφ – η - ν
ἀλλαγ – ή – σομαι          ἠλλάγ – η - ν
πληγ - ή- σομαι          ἐπλήγ – η – ν
φαν – ή – σομαι          ἐφάν – η – ν
φθαρ – ή – σομαι         ἐφθάρ – η - ν

Πηγές:
  •  http://www.study4exams.gr/
  • http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20arxaia/Askiseis%20Grammatikis%20arxaias%20ellinikis.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου