20.3.11

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2010
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ «ΟΜΟΚΕΝΤΡΟ» Α. ΦΛΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ
ΛΥΚΕΙΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργου Ιωάννου
Στου Κεμάλ το Σπίτι
Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που
ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται
τα μούρα ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ’
το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε
όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και
μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει
κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια
αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε
να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να
μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά
το νόημά της: «Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό».
Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.
Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί
να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι
του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό
μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε τα μάτια
και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα
παράξενα. Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε
μούρα απ’ την ντουτιά, όπως άλλωστε δίναμε σ’ όλη τη γειτονιά
και σ’ όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη τα έτρωγε σιγανά,
αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που
της άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας δεν ήταν
από τις συνηθισμένες μουριές, απ’ αυτές που κάνουν εκείνα τα
άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα,
ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν δέντρο
παλιό και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι
μας. Μονάχα ένα κακό είχε. Τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι
μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν,
πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ όλο το Ισλαχανέ κι ακόμα πιο
πέρα.
Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο
κατώφλι μας, δεν σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα,
όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει
το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα
υπόλοιπα τα έβαλε σ’ ένα χαρτί και έφυγε καταχαρούμενη.
Τη δεύτερη φορά θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια,
πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε
και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ’
τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα
έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα
τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να
καρπίσει.
Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ’
τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ’ τη
βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα,
μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι.
Επειδή την είδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε να της
εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει
το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. «Τώρα που σας έφερα
το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι», μας
είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά
εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της
δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που
την έκανε να τιναχτεί: «Θα σου τα έβαζα σ’ ένα κουτί, αλλά δε
βαστάνε για μακριά». Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να
υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από
μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια
ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο
πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά
τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ’ τις πάμπολες εκείνες, που δεν
ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών
είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η
αποκάλυψη αυτή στην αρχή μας τάραξε. Δε μας έφτανε που
είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση
της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να
μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε
από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ’ αυτό δεν απαντήσαμε,
κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια
μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από
συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και
αμπελοχώραφα κει κάτω.
Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς
καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την
είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του
παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και
φώναξε: «η τουρκάλα!» Βγήκαμε στα παράθυρα και την
κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω
στο σπίτι – τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη
νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη
αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει
την ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδεντρο σπίτι,
χωρίς να καταφέρνει να το γκρεμίσει.
Δεν την ξαναείδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο.
Άλλωστε και να ‘ρχότανε δε θα ‘βρισκε πια το κατώφλι με το
αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό
παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του
υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα
ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι
μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το
σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να
εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου
εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα
βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ’ το οικόπεδο του
δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το
ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε
γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι.
Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν
διάφορα σχόλια απ’ την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για
την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια
και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό
καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά.
Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο
σπαραγμό δεν ματαείδα».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:
Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά
του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη
Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των άλλων ανθρώπων. Για
καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα
αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα
πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη
ατομική συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν
να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα
από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (μονάδες 8)
β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά
επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα
σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. (μονάδες 12)
Μονάδες 20
Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές
ματιές (2η παράγραφος), κάθεται κατατσακισμένη στο
κατώφλι (6η παράγραφος), είχε μαλακώσει την καρδιά (6η
παράγραφος), κατάγυμνη αυλή (6η παράγραφος), αφράτο
μάρμαρο (7η παράγραφος). (Μονάδες 10)
β) «ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια
γριά να σιγολέει: ‘Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που
είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν
φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν
ματαείδα’»: Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο το περιεχόμενο
του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)
Μονάδες 25

Δ1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα
του Γ. Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» με το απόσπασμα που
ακολουθεί από την «Απογραφή ζημιών» του ίδιου συγγραφέα.
Μονάδες 20
Δίπλα στο «Ακρόπολις» και μέχρι την οδό Πλάτωνος ήταν στη
σειρά σπίτια μικρά και παμπάλαια, όπου μέχρι και την Κατοχή
κατοικούσανε οικογένειες Εβραίων. Αυτά, με το ξενοδοχείο
μαζί, σχημάτιζαν τη βορινή πλευρά της πλατείας, που σήμερα
ονομάζεται «Μακεδονομάχων». Τα Σάββατα γριές Εβραίισες με
τις πατροπαράδοτες ατλαζένιες1 φορεσιές της Καστίλλιας, για
να περάσει ήσυχα και αναμάρτητα η άγια αργία2. Τα σπίτια
αυτά, αν δεν είχαν προλάβει να τα γκρεμίσουν οι εργολάβοι, θα
τα κατεδάφιζαν τώρα οπωσδήποτε οι στρατιωτικές
μπουλντόζες, σε συνεργασία, βέβαια, με τους πολιτικούς
μηχανικούς και τους άλλους σπουδαίους, που δεν ξέρω τι να
πω, αλλά σαν πολύ εύκολα, προκειμένου για παλαιά σπίτια,
σημειώνουν την ένδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρείς και το
θεωρούν όλοι τους ευκαιρία να εξωραΐσουν την πόλη κατά τα
γούστα τους και τα πρότυπά τους, απαλλάσσοντάς την από τις
ενοχλητικές αυτές παλιατσαρίες3, που πλαισιώνουν, και πολύ
ταιριαχτά μάλιστα, τα βυζαντινά μνημεία και τους χώρους της
παλαιάς ζωής. Έτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, από χρόνια, όλη η
παλιά ελληνική συνοικία της Καμάρας, αυτή που έδινε τον τόνο
και τα επιχειρήματα, και αφέθηκε ο τόπος ελεύθερος για να
φωτογραφίζουν οι τουρίστες με άνεση τη Ροτόντα.
(Γιώργου Ιωάννου, «Απογραφή ζημιών», από τη συλλογή «Το
δικό μας αίμα», 1980)
1 Ατλαζένιες: γυαλιστερές
2 άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους Εβραίους
3 παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Ιωάννου αντλεί τα θέματα των πεζογραφημάτων του
στηριζόμενος στο πλούσιο βιωματικό του υλικό και κυρίως στις
αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Μεγαλωμένος στη
Θεσσαλονίκη, πόλη που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφύγων, έχει
περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια μέσα στη δίνη του πολέμου,
της Κατοχής και των μεταπολεμικών περιπετειών. Η μαρτυρία,
το βίωμα, η εξομολόγηση καταρτίζουν το θεματολόγιό του.
Λειτουργεί ως περιηγητής της γενέτειράς του καταγράφοντας με
ακρίβεια το καθημερινό πρόσωπο των κατοίκων της, των απλών
ανθρώπων.
Παραδείγματα:
Παιδικά χρόνια: «Για να την παρηγορήσουμε … βαστάνε για
μακριά»
Κόσμος προσφυγιάς: «Εμείς ως τότε τη θαρρούσαμε … όχι τη
γλώσσα»
Πόλεμος: «Μια ιταλιάνικη μπόμπα … να το γκρεμίσει»
Θεσσαλονίκη: «Καθόταν ήσυχα για ώρα στο
κατώφλι…παραμελώντας σιγανά».
Τρόπος ζωής απλών ανθρώπων: «Ο σιχαμένος
σπιτονοικοκύρης…στο βαθύ πηγάδι».
Β1.α) Όπως συμβαίνει στα πεζογραφήματα του Ιωάννου, η
αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς),
αυτοδιηγηματική, με εσωτερική εστίαση.
Η εξιστόρηση γίνεται από τη πλευρά του αφηγητή ο οποίος
αποτελεί πρόσωπο του έργου. Η συγκεκριμένη επιλογή
υπαγορεύεται από το βιωματικό χαρακτήρα του
πεζογραφήματος, καθώς ο αφηγητής εκθέτει εμπειρίες μνήμες,
σκέψεις, συναισθήματα. («Το δέντρο μας δεν
ήταν…ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας»). Ένα δεύτερο
στοιχείο που δείχνει την ατομική συνείδηση του αφηγητή είναι
ο χώρος όπου αντλεί ο Ιωάννου το βιωματικό του υλικό.
Πρόκειται για τη Θεσσαλονίκη, το όνομα της οποίας δεν
αναφέρεται ρητά, το αντιλαμβανόμαστε όμως από την αναφορά
στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, όπου σήμερα στεγάζεται το
τουρκικό προξενείο. («Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας…
στα πόδια μας;»)
Β1.β) Οι χρονικοί προσδιορισμοί στο πεζογράφημα είναι
σαφείς, παρά τη συνηθισμένη τακτική του συγγραφέα να
διαπλέκει παρελθόν και παρόν, ακόμη και μέλλον. Μπορούμε
να διακρίνουμε τρία βασικά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία
οργανώνεται η αφήγηση. Συγκεκριμένα σε πρώτο επίπεδο
έχουμε το περιστατικό γύρω από το οποίο στήνεται το
πεζογράφημα, την εμφάνιση δηλαδή της τουρκάλας, που
συμβαίνει την εποχή που γίνονται τα μούρα (άνοιξη), για πρώτη
φορά το 1936. Η δεύτερη φορά είναι το 1938 («Τη δεύτερη
φορά…μούρα στο χαρτί»), η τρίτη λίγο πριν τον πόλεμο (1939-
1940). Η τελευταία επίσκεψη είναι λίγο μετά τον πόλεμο. Οι
επισκέψεις της τουρκάλας μας μεταφέρουν σε προγενέστερο
χρόνο, σε ένα δεύτερο χρονικό επίπεδο, καθώς ανακαλούν στη
μνήμη του αφηγητή την μικρασιατική καταστροφή και την
προσφυγιά του 1922 («Δεν μας έφτανε που είχαμε…στα πόδια
μας;»). Αναφέρεται, ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο έγινε η
ανταλλαγή με κριτήριο τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα και ο
πόνος που προκάλεσε αυτήν στους ξεριζωμένους και από τις
δύο πλευρές. Ένα τρίτο χρονικό επίπεδο έχουμε με την αναφορά
σε «συμμορίες εργολάβων». Μεταφερόμαστε στην περίοδο της
αντιπαροχής τη δεκαετία του 1970, που μεταμόρφωσε
αρχιτεκτονικά και αισθητικά την Ελλάδα καταπατώντας ακόμη
και αρχαιολογικά ευρήματα («Την προηγούμενη
φορά…σταματήσουν οι αρμόδιοι»).
Β2.α) Κλεφτές ματιές (2η παράγραφος): η μεταφορά
υποδηλώνει τη διακριτικότητα και την προσοχή με την οποία η
γυναίκα κοιτάζει το σπίτι για να μην προδοθεί η ταυτότητά της
στους νέους του ιδιοκτήτες.
Κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (6η παράγραφος): εδώ ο
μεταφορικός λόγος περιγράφει τη συντριβή της γυναίκας, όταν
βλέπει ότι το παλιό σπίτι καταστράφηκε από τους
βομβαρδισμούς των Ιταλών.
Είχε μαλακώσει την καρδιά (6η παράγραφος): τα συναισθήματα
του αφηγητή και της οικογένειάς του προς τη γυναίκα αλλάζουν
μόλις συνειδητοποιούν ότι και αυτοί είναι μια ξεριζωμένη, όπως
και αυτοί άλλωστε. Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι η μοίρα
των προσφύγων είναι κοινή.
Κατάγυμνη αυλή (6η παράγραφος): παρουσιάζεται με τον
εικονοπλαστικό λόγο η εικόνα μετά τους βομβαρδισμούς του
σπιτιού. Τίποτα δεν έμεινε για να υπενθυμίζει όσα υπήρχαν εκεί
(το κατώφλι, η μουριά, το πηγάδι).
Αφράτο μάρμαρο (7η παράγραφο): δίνεται η εικόνα του λευκού
και καθαρού μαρμάρου που άλλοτε στόλιζε το κατώφλι του
σπιτιού.
β) Στην 7η παράγραφο εύγλωττα είναι τα ειρωνικά και
αποδοκιμαστικά σχόλια του αφηγητή. Με τις φράσεις «μια
συμμορία εργολάβων», «υψώθηκε μια πολυκατοικία από τις πιο
φρικαλέες», «οι γελοίοι», «το πονηρό μυαλό τους» ο αφηγητής
ευθέως στρέφεται κατά των μηχανικών και των εργολάβων που
είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή παλαιών χτισμάτων και
την αισθητική υποβάθμιση της Θεσσαλονίκης.
Γ1.α) Η άγνωστη γυναίκα σε κάθε επίσκεψή της κάθεται στο
κατώφλι. Τρώει μούρα, πίνει νερό από το πηγάδι και ρίχνει
«κλεφτές ματιές» στο σπίτι. Από διακριτικότητα παραμένει
εκεί, χωρίς να ζητά από τους νέους ιδιοκτήτες να μπει στο
εσωτερικό του. Το κατώφλι επίσης θεωρείται ένα από τα
σημαντικότερα μέρη του σπιτιού γιατί εκεί συγκεντρωνόταν η
οικογένεια τις ώρες της ανάπαυλας, εκεί γίνονταν οι υποδοχές
και οι αποχαιρετισμοί των προσώπων. Ιδιαίτερα για τη γυναίκα
το κατώφλι είναι ένα μέρος που της προκαλεί μεγάλη
συναισθηματική φόρτιση. Είναι το τελευταίο μέρος του σπιτιού
με το οποίο είχε επαφή πριν από τον οριστικό ξεριζωμό της.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της γριάς: «Κυλιόταν κάτω όταν
φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι».

β) Τα λόγια της γριάς δίνουν τη λύση στο μυστήριο. Η
αινιγματική γυναίκα ήταν τελικά η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που
αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει μετά την απόφαση
ανταλλαγής των πληθυσμών. Καταγράφεται η τραγωδία, το
δράμα των προσφύγων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Από
άποψη τεχνικής με τα καταληκτικά λόγια του πεζογραφήματος
ερμηνεύονται όλες οι προοικονομίες που έγιναν από την πρώτη
παράγραφο του κειμένου (τεχνική της ανεστραμμένης
πυραμίδας). Δίνεται εξήγηση στο γιατί η γυναίκα καθόταν στο
κατώφλι, γιατί ζητούσε μούρα και νερό από το πηγάδι, γιατί
καταρρακώθηκε όταν είδε γυμνή την αυλή.
Δ1. Διαβάζοντας συγκριτικά τα δυο κείμενα του Ιωάννου
διαπιστώνονται αρκετές θεματολογικές αναλογίες και στα δύο
κείμενα. Ο τόπος είναι η Θεσσαλονίκη, η γενέτειρα και η
αγαπημένη πόλη του Ιωάννου. Η πόλη δεν κατονομάζεται
απευθείας, αλλά αναφέρονται χαρακτηριστικά σημεία της, όπως
«το σπίτι του Κεμάλ» και η πλατεία «Μακεδονομάχων».
Στην «Απογραφή ζημιών» ο αφηγητής ανακαλεί μνήμες από
την παιδική του ηλικία και τις συγκρίνει με την μεταγενέστερη
εποχή. Στα παιδικά του χρόνια και μέχρι την κατοχή υπήρχαν
«σπίτια μικρά και παμπάλαια» που πλαισίωναν τα βυζαντινά
κτίσματα και που τη θέση τους έχουν πάρει οι ακαλαίσθητες
πολυκατοικίες. Η ίδια ακριβώς τεχνική υπάρχει και στο
πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το σπίτι», όπου περιγράφεται
αναλυτικά η εικόνα του παλιού σπιτιού, με τη μουριά και το
πηγάδι του και στη συνέχεια η σταδιακή καταστροφή του
πρώτα από τους βομβαρδισμούς και μετά από τους εργολάβους.
Ιδιαίτερα πρέπει να σταθούμε στο «κατώφλι» που αποτελεί
κοινό σημείο αναφοράς και στα δύο πεζογραφήματα. Για την
αινιγματική γυναίκα το κατώφλι έχει μεγάλη συναισθηματική
αξία. Αυτό είναι που τη συνδέει με τις ρίζες της. Το ίδιο
συμβαίνει και με τις «γριές Εβραίισες» οι οποίες
«στεκόντουσαν στις εξώπορτες με σταυρωμένα χέρια, για να
περάσει ήσυχα και αναμάρτητα η άγια αργία». Η σημειολογία
που έχει η είσοδος του σπιτιού είναι σημαντική και στα δύο
κείμενα. Το κατώφλι είναι το σύμβολο του σπιτιού και κατ’
επέκταση της οικογένειας, στοιχείο που εξαφανίστηκε όταν τα
παλιά σπίτια γκρεμίστηκαν και τη θέση τους πήραν οι
πολυκατοικίες.
Ως προς τα συναισθήματα του αφηγητή διαπιστώνεται η
αποστροφή του και οι ειρωνικοί σχολιασμοί του τόσο για τις
πολυκατοικίες όσο και για τους εργολάβους και τους
μηχανικούς που είναι άμεσα συνδεόμενοι με την αισθητική
καταστροφή της πόλης. «Γελοίους» τους χαρακτηρίζει ο
Ιωάννου στο πρώτο και «σπουδαίους» στο δεύτερο
πεζογράφημα, με την ειρωνική χροιά να είναι εξαιρετικά
έντονη.
Κάνοντας μια συνολική εκτίμηση και για τα δύο κείμενα
επισημαίνεται ότι ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του έχει την
τάση να εισάγει νέες θεματικές από τους συνειρμούς της
σκέψης του. Η καταστροφή των παλιών σπιτιών ανακινεί στον
Ιωάννου την αγανάκτηση που αισθάνεται κάθε φορά που βλέπει
να χτίζονται νέα μεγάλα και ακαλαίσθητα οικοδομήματα που
αλλοιώνουν την εικόνα της αγαπημένης του πόλης.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ευαγγέλου Μ. – Λάμπρου Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου