18.12.10

Η εγκληματοπροληπτική λειτουργία της ποινής στο έργο "ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ" του Πλάτωνα

Σύγχρονες προεκτάσεις

της Ουρανίας Κυριακοπούλου,
Δικηγόρου, LL.M., υπ. Διδ.
"Ο δε μετά λόγου επιχειρών κολάζειν ου του παρεληλυθότος ένεκα αδικήματος τιμωρείται – ου γαρ αν το γε πραχθέν αγένητον θείη – αλλά του μέλλοντος χάριν, ίνα μη αύθις αδικήση μήτε αυτός ούτος μήτε άλλος ο τούτον ιδών κολασθέντα. Και τοιαύτην διάνοιαν έχων διανοείται παιδευτήν είναι αρετήν, αποτροπής γουν ένεκα κολάζει."

Ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα1 εκφράζει τις απόψεις του για την λειτουργία της ποινής σε μια ευνομούμενη πολιτεία, που σέβεται τα μέλη της ως έλλογα όντα. Θέλοντας να αποδείξει το διδακτό της αρετής, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα τη συμπεριφορά του κράτους, όταν ένα μέλος του δεν συμμορφώνεται με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες της συμβίωσης και παρανομεί. Στην περίπτωση αυτή η πολιτεία το τιμωρεί, όχι για να εκδικηθεί το κακό που συνέβη (ούτως ή άλλως το γεγενημένο δεν ξεγίνεται), αλλά για να καταλάβει αυτό μέσω της τιμωρίας ότι η πράξη του αντίκειται στους νόμους („αγαθών και παλαιών νομοθετών ευρήματα“), κατά τους οποίους η πόλις , αναγκάζει και άρχειν και άρχεσθαι, ος δ’ αν εκτός βάινη τούτων, κολάζει“ (326 d). Με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία διδάσκει την αρετή και στον παρανομήσαντα, ώστε αυτός να μην παρανομήσει ξανά, και στα υπόλοιπα μέλη της, στα οποία διακηρύσσει μέσω των νόμων και της απειλής τιμωρίας από την παράβαση αυτών, τις αρχές της, που πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους.

Η τιμωρία κατά τον Πλάτωνα έχει δηλαδή διττή λειτουργία. Από τη μια αποσκοπεί στην πρόληψη νέων αξιόποινων πράξεων από τον ίδιο τον εγκληματήσαντα και από την άλλη στην πρόληψη διάπραξης εγκλημάτων από το σύνολο των μελών της κοινωνίας. Η ποινή δεν αποκαθιστά μόνο την διαταραχθείσα από το έγκλημα έννομη τάξη με την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου, αλλά προσανατολίζεται στο μέλλον (“oυ γαρ αν το γε πραχθέν αγένητον θείη“, 324 b) και φιλοδοξεί να διδάξει την αρετή και το δίκαιο τόσο στο συγκεκριμένο άτομο ως μέλος της κοινωνίας, το οποίο επιχειρεί να κοινωνικοποιήσει και να διορθώσει („correction“), όσο και στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο παραδειγματίζεται από την τιμωρία του εγκληματήσαντος.

Το μοντέλο αυτό του Πλάτωνα για το ρόλο της τιμωρίας σε μια έλλογη και δίκαιη κοινωνία („όστις μή ώσπερ θηρίον αλογίστως τιμωρείται“, 324 b) συμφωνεί με τις σύγχρονες θεωρίες περί ποινής. Ο Πλάτων αναφέρεται, χρησιμοποιώντας τους σημερινούς όρους, στην ειδική και γενική πρόληψη μέσω της ποινής2.

Με τον όρο γενική πρόληψη εννοούμε τον παραδειγματισμό του συνόλου των κοινωνών μέσω του εκφοβισμού από την ποινική δίωξη και την απειλή τιμωρίας (αρνητική γενική πρόληψη) και την συνειδητή ή ασυνείδητη αποχή από την τέλεση αξιόποινων πράξεων με την ενίσχυση των κοινωνικών αξιακών όρων και την απαξίωση των παράνομων συμπεριφορών (θετική γενική πρόληψη)3. Κατά την θεωρία του ψυχολογικού καταναγκασμού με την απειλή της ποινής – και όχι με την εκτέλεση αυτής, καθώς: "Μπορεί να είναι δίκαιη η επιβολή κακού σε κάποιoν άνθρωπο για τον λόγο και μόνο ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλούμενος πόνος είναι χρήσιμος στο κράτος; Τούτο θα σήμαινε μεταχείριση ενός ανθρώπου ενείδει πράγματος" (Anselm v. Feuerbach)4 - εκμηδενίζεται η "ηδονή" (Anselm v. Feuerbach) που περιμένει ο εν δυνάμει δράστης από την τέλεση του εγκλήματος.

Λέγοντας ειδική πρόληψη εννοούμε την παρεμπόδιση του εγκληματήσαντος ατόμου από την τέλεση νέων αδικημάτων. Αυτό επιτυγχάνεται από τη μία μέσω της φύλαξης του εγκληματία για το διάστημα που αυτός θεωρείται επικίνδυνος (στέρηση της ελευθερίας5) και επομένως την αποκοπή του από τις ευκαιρίες τέλεσης εγκλημάτων για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, και από την άλλη με την κοινωνικοποίησή του, ώστε αυτός να ενστερνισθεί ή έστω αποδεχθεί τις δικαιικές αξίες του κράτους και να τις σεβαστεί στο υπόλοιπο της ζωής του (βλ. θεραπευτικά και κοινωνικά προγράμματα, π.χ. προγράμματα απεξάρτησης).

Ποινές πρόσφορες για τον σκοπό αυτό θεωρεί ο Πλάτων τις χρηματικές ποινές ("χρημάτων δημεύσεις", 325 c), την φυλάκιση ("δεσμά"), τον προπηλακισμό και σε ανίατες περιπτώσεις6 την εκδίωξη από τις πόλεις ή τον θάνατο ("ανίατον όντα τούτον εκβάλλειν εκ των πόλεων ή αποκτείνειν", 325 b) (πρβλ. και Νόμοι, Θ’, 855 Β επ.).

Στα σημερινά συστήματα δικαίου προβλέπονται ανάλογες ποινές (χρηματικές, στερητικές της ελευθερίας, θανατική), για την καταλληλότητα των οποίων ως παραγόντων ειδικής και γενικής πρόληψης έχουν γίνει ποικίλες έρευνες.

Αναφορικά με την χρηματική ποινή, οι έρευνες είναι αριθμητικά περιορισμένες,  συγκριτικά με τις αφορώσες την στερητική της ελευθερίας ποινή. Ενδεικτικά αναφέρεται η έρευνα του H.-J. Albrecht7, όπου εξετάσθηκε τυχαίο δείγμα 1.756 ατόμων καταδικασθέντων το έτος 1972 στο κρατίδιο του Baden-Württemberg για τροχαία αδικήματα, αδικήματα περιουσίας, ιδιοκτησίας και σωματικών βλαβών ή πλημμελήματα των ειδικών ποινικών νόμων. Εξετάσθηκε διάστημα μέχρι πέντε ετών μετά την τελεσιδικία της καταδικαστικής απόφασης με το κριτήριο της αποτυχίας (Misserfolgskriterium = κάθε καταχωρημένη στο Ποινικό Μητρώο καταδίκη ανεξάρτητα από την βαρύτητα του αδικήματος, επομένως και καταδίκες για μικροαδικήματα). Ανευρέθηκε ποσοστό επανακαταδίκης των σε χρηματική ποινή καταδικασθέντων (α) της τάξεως του 26% έναντι του 55% ή του 75% των σε στερητική της ελευθερίας ποινή καταδικασθέντων με (β) ή χωρίς χορήγηση αναστολής εκτέλεσης (γ) αντίστοιχα. Η τελευταία ομάδα (γ) καταδικασθέντων επανακαταδικάσθηκε κατά μέσο όρο δύο φορές έναντι 0,5 φορές για την πρώτη ομάδα (α) και 1,1 για την δεύτερη (β). Επίσης από τους σε χρηματική ποινή καταδικασθέντες αυτοί κατά των οποίων εκτελέσθηκε κατά μετατροπή της χρηματικής, στερητική της ελευθερίας ποινή (Ersatzfreiheitsstrafe), επανακαταδικάσθηκαν κατά τα 2/3 τουλάχιστον μία φορά, έναντι ποσοστού 26% αυτών που πλήρωσαν την χρηματική ποινή σε δόσεις, και 18% αυτών που εξόφλησαν αμέσως.

Αναφορικά με την στερητική της ελευθερίας ποινή αυτή έχει αναμφισβήτητα πρωταρχικά την λειτουργία της παρεμπόδισης από την τέλεση νέων αδικημάτων (τουλάχιστον εκτός καταστήματος κράτησης) με τον εγκλεισμό του εγκληματήσαντος ατόμου. Η αναμορφωτική λειτουργία της ποινής αυτής τόσο στους ενήλικες όσο και στους ανηλίκους αμφισβητείται από στατιστικές σχετικά με τα ποσοστά υποτροπής πρώην κρατουμένων. Τα στατιστικά δεδομένα της Υπηρεσίας Ποινικού Μητρώου της Γερμανίας για παράδειγμα („Rückfallstatistik“ des Bundeszentralregisters) έδειξαν ότι σε διάστημα πέντε ετών από την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή χορήγησης αναστολής κατά τα έτη 1980 και 1981 τα ποσοστά επανακαταδίκης σε στερητική της ελευθερίας ποινή ή σε χρηματική ποινή κυμαίνονται σε 53,19% το 1980 και 53,28% το 1981 – στους άντρες 54,15% το 1980 και 54,34% το 1981, στις γυναίκες 40,45% το 1980 και 39,98% το 1981 -. Από αυτούς οι καταδίκες σε αποκλειστικά χρηματική ποινή ήταν 1/3, ενώ αν είχε προηγηθεί ποινή περιορισμού σε Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων μόνο ¼ 8 . Αυτό αποδίδεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα άτομα που καταλήγουν σε κατάστημα κράτησης υιοθετούν για τον εαυτό τους την εικόνα του αντικοινωνικού και πλέον αδιόρθωτου ατόμου („self-fulfilling prophecy”) και συμπεριφέρονται με βάση την αντίληψη αυτή και μετά την αποφυλάκισή τους τόσο τα ίδια όσο και οι μηχανισμοί της ποινικής δικαιοσύνης9. Επιπλέον με βάση την ανωτέρω αναφερόμενη έρευνα του H.-J. Albrecht, όσο αυξάνεται ο χρόνος κράτησης αυξάνονται και τα ποσοστά υποτροπής10.

Από την άλλη μεριά, ειδικά για το Ποινικό Δίκαιο Ανηλίκων διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος ποινικής δίωξης και τιμωρίας ελάχιστα βαραίνει γενικοπροληπτικά σε σύγκριση με άλλους παράγοντες στην απόφαση για την τέλεση αδικήματος11. Έρευνα με ερωτηματολόγια στη Γερμανία αναφορικά με πράξεις βίας μεταξύ ανηλίκων, που απευθύνθηκαν σε καταδικασμένους για ακροδεξιές πράξεις βίας ανηλίκους, έδειξε ότι η απειλή ποινής δεν έπαιξε κανένα ρόλο τόσο στο άμεσο προστάδιο πριν την πράξη όσο και κατά την εκτέλεση αυτής12.

Όσον αφορά την θανατική ποινή αυτό που ενδιαφέρει είναι η γενικοπροληπτική της  επίδραση, καθώς για ειδική πρόληψη και επανακοινωνικοποίηση δεν μπορεί σε αυτήν την περίπτωση να γίνει λόγος. Το ερώτημα εάν η κατάργηση ή η πρόσκαιρη αναστολή της θανατικής ποινής έχει άμεση επίδραση στην αύξηση των εγκλημάτων κατά της ζωής, απαντάται αρνητικά13. Από την άλλη αναφέρεται ότι ορισμένα εγκλήματα όχι μόνο δεν αυξήθηκαν με την κατάργηση της θανατικής ποινής, αλλά και μειώθηκαν, ενώ η εκτέλεση της θανατικής ποινής θα μπορούσε να επιφέρει αύξηση των εγκλημάτων κατά της ζωής (θεωρία της βιαιοποίησης14). Σε πολιτείες της Αμερικής επίσης δεν αποδεικνύεται  γενικοπροληπτική λειτουργία της θανατικής ποινής15.

Επομένως, η γενική πρόληψη επιτυγχάνεται κυρίως μέσω γενικότερων μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και όχι τόσο μέσω των ποινικών νόμων. Ούτως ή άλλως οι ποινικοί νόμοι βασίζονται και πηγάζουν πρωταρχικά από άλλα κανονιστικά συστήματα και μόνο περιορισμένα μπορούν να διαμορφώσουν ως ανεξάρτητοι μηχανισμοί ηθικές και εθιμοτυπικές αρχές και να γίνουν αισθητοί ως τέτοιες από το κοινωνικό σύνολο. Παραδοσιακά αναφέρεται το παράδειγμα του κλέφτη, που με αφορμή τη δημόσια εκτέλεση ενός άλλου κλέφτη, περιφέρεται ανάμεσα στους θεατές και διαπράττει κλοπές16.

Όσον αφορά την ειδική πρόληψη μέσω της ποινικής διαδικασίας και της ποινής γίνεται ευρέως δεκτό ότι η επιτυχία ή αποτυχία της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ώστε να μην μπορεί να αποδειχθεί ευθύς συσχετισμός μεταξύ ειδικής παρέμβασης και αποτελέσματος17. Έτσι σημαντικό ρόλο παίζουν εκτός από την ποινή καθεαυτή και οι παράγοντες υποστήριξης μετά την αποφυλάκιση, οι δυνατότητες οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής επανένταξης και η (αν)αποτελεσματική κρατική βοήθεια του αποφυλακισμένου (βλ. στην Ελλάδα Ν.Π.Ι.Δ. „ΕΠΑΝΟΔΟΣ“, ά. 81 επ. Σ.Κ.), παράγοντες που διαφοροποιούνται από έγκλημα σε έγκλημα και από άτομο σε άτομο.

Λόγω των ανωτέρω αμφισβητήσεων προτείνεται από τη μια μεριά η αποποινικοποίηση συμπεριφορών όπως τα άνευ χρήσης βίας εγκλήματα περιουσίας και ιδιοκτησίας μικρής βλαπτικότητας και η υποβάθμισή τους σε κατώτερη του εγκλήματος βαθμίδα18. Εντός των πλαισίων της ποινικής διαδικασίας υπάρχει από την άλλη η τάση επέκτασης των δυνατοτήτων αναστολής της ποινικής δίωξης από την εισαγγελική αρχή με παράλληλη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου19. Αναφορικά με τις ποινές προτείνεται η αντικατάσταση των στερητικών της ελευθερίας ποινών κατά ενηλίκων και κυρίως κατά ανηλίκων, με άλλες εναλλακτικές ποινές, καθώς μετά την εκτέλεση των ποινών φυλάκισης διαπιστώνονται μεγαλύτερα ποσοστά υποτροπής από ότι στις χρηματικές ποινές – χωρίς βέβαια να μπορεί να διεξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα, κατά τα ανωτέρω, για τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την υποτροπή. Κατά τον Γαρδίκα άλλωστε, η φυλάκιση "ενέχει δύο οξύμωρα: ένθεν μεν επιζητούσα την αγωγήν του ατόμου εις βίον κοινωνικόν απομακρύνει τούτο του κοινωνικού βίου, ένθεν δε επιδιώκουσα την ηθικήν βελτίωσιν του ατόμου φέρει τούτο εις κοινήν συμβίωσιν μετά των εγκληματιών"20. Έτσι θα έπρεπε να γίνεται κατ’ αρχήν ευρύτερη χρήση των δυνατοτήτων αναστολής εκτέλεσης της ποινής με όρους.

Από της απόψεως αυτής ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξελίξεις στο Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων, το κατεξοχήν δίκαιο ειδικής πρόληψης και εφαρμογής του προνοιακού προτύπου τόσο στην ποινική διαδικασία όσο και στην επιλογή των ποινών. Έτσι αποφεύγονται οι στερητικές της ελευθερίας ποινές κατά ανηλίκων (ultima ratio) και εισάγονται κατά παρέκλλιση διαδικασίες (Diversions-Programme). Ο σκοπός του δικαίου αυτού είναι καθαρά παιδαγωγικός, καθώς η τιμωρία κάνει κάποιον ευθύ («και όνομα τη κολάσει ταύτη και παρ’ υμίν και άλλοθι πολλαχού, ως ευθυνούσης της δίκης, ευθύναι», Πρωταγόρας, 326 e), πολλώ μάλλον τους νέους, αφού «τώνδε (των υιών) δε ούπω άξιον τούτο κατηγορείν, έτι γαρ εν αυτοίς εισίν ελπίδες, νέοι γαρ» (Πρωταγόρας, 328 d). Σε αυτό αποσκοπούσε και το πρόγραμμα "Brücke", που εφαρμόστηκε στο Μόναχο το 1978, κατά το πρότυπο του αγγλικού Community Service Order-System, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η στέρηση της ελευθερίας των νέων παραβατών μέσω της συνεργασίας των οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης, των εμπλεκομένων μερών (δράστης, θύμα) και διαφόρων εργοδοτών (π.χ. Βαυαρικός Ερυθρός Σταυρός, Οργανώσεις Ατόμων με κινητικές δυσκολίες, Βαυαρικός Σύνδεσμος Νεότητας)21. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν κατά περίπτωση να εφαρμοσθούν και στο ποινικό δίκαιο των ενηλίκων προς την κατεύθυνση μιας ουσιαστικής ειδικής πρόληψης. Αξιόλογο βήμα στα πλαίσια αυτά από ελληνικής πλευράς αποτελούν τα προγράμματα «Εν Δράσει» και «Στροφή» του ΚΕΘΕΑ στα πλαίσια του σωφρονιστικού συστήματος, τα οποία στοχεύουν όχι μόνο στην ψυχοκοινωνική  υγεία αλλά και στην επανένταξη των αποφυλακισμένων γυναικών22.

Επίσης προτάθηκε ο προσανατολισμός της ποινικής διαδικασίας και του συστήματος των ποινών στην προσωπικότητα του δράστη (βλ. "Νέα Κοινωνική Άμυνα")23. Σημασία δίδεται περαιτέρω στη σχέση θύματος και δράστη στα πλαίσια της επανορθωτικής δικαιοσύνης (restorative justice) με προτεινόμενη την αποζημίωση ως αυτοτελή ποινή24  ή την συνδιαλλαγή δράστη – θύματος (Täter-Opfer-Ausgleich). Από ευρωπαϊκής απόψεως το α. 9 του Corpus Juris25  προβλέπει εκτός από τις παραδοσιακές ποινές σε χρήμα ή στέρησης της ελευθερίας μεταξύ άλλων και την δικαστική εποπτεία για παραβάσεις νομικών προσώπων ή τον αποκλεισμό τους από μελλοντικές επιχορηγήσεις και συνάψεις συμβολαίων.

Επομένως διαπιστώνεται μια γενικότερη προσπάθεια εξέλιξης του συστήματος των ποινών και του οπλοστασίου του ποινικού δικαστή προς μια πιο ευέλικτη και σύγχρονη κατεύθυνση, που θα εξυπηρετεί την ειδική πρόληψη, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται η γενικοπροληπτική λειτουργία της ποινής ως μέσου διδασκαλίας της αρετής σε μια κοινωνία.

1 Πλάτων, Πρωταγόρας, 324 b.
2 Βλ. και Πλάτωνος Γοργίας, 525 b σχετικά με την οιονεί ιατρική επίδραση της ποινής: „Όμως δε δι’ αλγηδόνων και οδυνών γίγνεται αυτοίς η ωφελία και ενθάδε και εν Άιδου, ου γαρ οιόν τε άλλως αδικίας απαλλάττεσθαι“.
3 Πρβλ. Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 42 Rn. 1.
4 Πρβλ. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, 2000, σελ. 42.
5 Δες και Sicherungsverwahrung (Ασφαλιστική κράτηση), § 66 επ. Γερμανικού ΠΚ.
6 Βλ. και την διάκριση των εγκληματιών από τον Franz v. Liszt σε: βελτιώσιμους και χρήζοντες βελτιώσεως (α), μη χρήζοντες βελτιώσεως „εκ περιστάσεως“ εγκληματίες (β) και αβελτίωτους (γ).
7 Albrecht, H.-J., Legalbewährung bei zu Geldstrafe und Freiheitsstrafe Verurteilten, 1982, σελ. 169 επ.
8 Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 42, Rn. 31.
9 Πρβλ. Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 42, Rn. 45.
10 Albrecht, H.-J., Legalbewährung bei zu Geldstrafe und Freiheitsstrafe Verurteilten, 1982, σελ. 204 επ.
11 Πρβλ. Eisenberg, Kriminologie, 2005 § 41 Rn. 13.
12 Heitmeyer/ Müller, Fremdenfeindliche Gewalt junger Menschen, 1995, S. 177.
13 Eisenberg, Kriminologie, 2005 § 41 Rn. 14, πρβλ. Bailey, W.C., Disaggreation in Deterrence and Death Penalty Research, in: JCrim 74, 1983.
14 Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 41, Rn. 14, υποσημείωση 6.
15 Πρβλ. για την Καλιφόρνια Ramirez/ Crane, Deterrence and Incapacitation, in: JapplSocPsych 33, 2003, S. 117 ff.
16 Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 41, Rn. 9.
17 Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 42, Rn. 3.
18 Βλ. τις „παραβάσεις τάξεως“ (Ordnungswidrigkeiten) του Γερμανικού Ποινικού Δικαίου.
19 Πρβλ. Wolter, Aspekte einer Strafprozessreform bis 2007, 1991, 35 ff., 53 ff.
20 Γαρδίκας, Εγκληματολογία, τ. Γ΄ (Σωφρονιστική), 1965, πρόλογος, σ. γ΄, αναφερόμενο σε: Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2000, σελ. 83.
21 Eisenberg, Kriminologie, 2005, § 43, Rn. 47.
22 Κανελλοπούλου, Η απεξάρτηση στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος, http://www.theartofcrime.gr, τεύχος 4. Παναγιωτόπουλου, Το πρόγραμμα "ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ" του ΚΕ.Θ.Ε.Α., http://www.theartofcrime.gr, τεύχος 1.
23 Για κριτική στο θεωρητικό αυτό ρεύμα βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2000, σελ. 80 επ.
24 Πρβλ. Eisenberg, Kriminologie, 2005 § 43 Rn. 29 επ.
25 Delmas-Marty, Mireille (Hrsg.), Corpus Juris der strafrechtlichen Regelungen zum Schutz der finanziellen Interessen der Europäischen Union, 1998.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Albrecht, H.-J.: Legalbewährung bei zu Geldstrafe und Freiheitsstrafe Verurteilten, Freiburg, 1982.
• Bailey, W.C., Disaggreation in Deterrence and Death Penalty Research: The Case of Murder in Chicago, in: Journal of Criminal Law and Criminology, Chicago, 74, 1983.
• Delmas-Marty, Mireille   [Hrsg.] : Corpus Juris der strafrechtlichen Regelungen zum Schutz der finanziellen Interessen der Europäischen Union / Corpus juris portant dispositions pénales pour la protection des intérêts financiers de l΄Union Européenne, Dt. Übers. von Yvonne Kleinke und Marc Tully, Köln [u.a.], 1998.
• Eisenberg, Ulrich: Kriminologie, München, 2005.
• Heitmeyer, W./ Müller J.: Fremdenfeindliche Gewalt junger Menschen, Bonn, 1995.
• Ramirez, J.R./ Crane W.D.: Deterrence and Incapacitation: An Interrupted time-series analysis of California`s three-strikes law, in: Journal of applied social psychology, 33, 2003.
• Wolter J.: Aspekte einer Strafprozessreform bis 2007, München, 1991.
• Ανδρουλάκης, Ν.: Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Αθήνα, 2000.
• Γαρδίκας, Εγκληματολογία, τ. Γ΄ (Σωφρονιστική), Αθήνα, 1965.
• Κανελλοπούλου Χ.: Η απεξάρτηση στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος, http://www.theartofcrime.gr, τεύχος 4.
• Παναγιωτόπουλου Π.: Το πρόγραμμα "ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ" του ΚΕ.Θ.Ε.Α., http://www.theartofcrime.gr, τεύχος 1.
http://theartofcrime.gr/?pgtp=1&aid=1225799904

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου