20.12.10

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Νίκος Εγγονόπουλος
Ποίηση 1948
τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια:
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι' αυτό καί
τα ποιήματά μου
ειν' τόσο πικραμένα
(και πότε- άλλωστε - δεν ήσαν;)
κι είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα
(ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948(
Μανόλης Αναγνωστάκης
Στόν Νίκο Έ.... 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,

Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;).
(Παρενθέσεις, 1949)
Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Και τα δύο ποιήματα έχουν γραφτεί την εποχή του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. Πως αντιλαμβάνεται το ρόλο της τέχνης σε μία τέτοια περίοδο ο Νίκος Εγγονόπουλος και πως ο Μανόλης Αναγνωστάκης; Συμφωνούν οι απόψεις που εκφράζονται εδώ με τη γενικότερη στάση ζωής των δύο ποιητών;
(μονάδες 20)
2. α. Ποίηση 1948: Να ερμηνεύσετε την παρομοίωση, να εξηγήσετε το ρόλο της στη δομή του ποιήματος.
β. Στόν Νίκο Έ.... 1949: Να παρουσιάσετε την παρομοίωση και να ερμηνεύσετε τη συνυποδήλωση που εμπεριέχει.
(μονάδες 20)
3. Και στα δύο ποιήματα κάποιες σκέψεις των ποιητών βρίσκονται σε παρένθεση. Τι προσπαθεί να εκφράσει ο καθένας τους, σε ποιον απευθύνεται και γιατί επιλέγει αυτό τον τρόπο;
(μονάδες 20)
4. α. Ποίηση 1948: Να χαρακτηρίσετε το ύφος και να τεκμηριώσετε την άποψή σας με παραπομπές από το ποίημα.
β. Στόν Νίκο Έ.... 1949: Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε την αντίθεση και τα στοιχεία που δίνουν συνοχή στο ποίημα.
(μονάδες 20)
5. Παράλληλο κέιμενο
Τάσος Λειβαδίτης
Και αιώνας πολλαπλότητας
... Συλλογιέμαι τους συντρόφους μου στη φυλακή
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά,
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του, τα μακρόσυρτα βλέμματα απ’ το παράθυρο
και κείνους τους αδάκρυτους σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθανάτους. Άνθρωποι μεγαλόψυχοι ή τιποτένιοι ανυπεράσπιστοι
ή δυνατοί
αφίνοντας ο ένας μέσα στον άλλο, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες, τόσα πρόσωπα
μέσα μου

που πια δεν είμ’ εγώ...
Να συγκρίνετε το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη με εκείνο του Μανόλη Αναγνωστάκη ως προς το περιεχόμενο.
(μονάδες 20)
Επιμέλεια θεμάτων: Μαρίνα Ευαγγέλου


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Στο ποίημά του «Ποίηση 1948» ο Νίκος Εγγονόπουλος εκφράζει την άποψη ότι η ποίηση, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, δεν μπορεί να διαδραματίσει κανένα ρόλο σε περιόδους κρίσης. Η ενασχόληση με την τέχνη, γενικότερα, φαντάζει πολυτέλεια, τη στιγμή που οι άνθρωποι δοκιμάζονται σκληρά, πεθαίνουν ή βλέπουν τους συνανθρώπους τους να χάνονται. Σε προτεραιότητα τότε τίθενται άλλοι στόχοι και όχι η αναπαράσταση της πραγματικότητας ή η αποτύπωση του ωραίου που αποτελούν τους βασικούς στόχους κάθε μορφής τέχνης. Η θέση του για την ποίηση είναι ξεκάθαρη από τους πρώτους κιόλας στίχους: «τούτη η εποχή / του εμφυλίου σπαραγμού / δεν είναι εποχή για ποίηση». Με την αναφορά του όμως στους στίχους του Καβάφη: «κι άλλα παρόμοια» γενικεύει σε όλες τις μορφές τέχνης. Στη συνέχεια, η ταύτιση της ποίησης με τα αγγελτήρια θανάτου καθρεφτίζει το βάθος της κρίσης που αισθάνεται ότι περνά ως πνευματικός άνθρωπος που καλείται να δημιουργήσει σε περίοδο που πρωταγωνιστεί ο θάνατος. Το αίσθημα αδυναμίας για δημιουργία κορυφώνεται στη δεύτερη στροφή, όπου ο ποιητής παρουσιάζει το λόγο για τον οποίο τα έργα του είναι απαισιόδοξα και φτωχά σε ποσότητα: ο πόλεμος και οι διαρκείς δοκιμασίες είναι που καθορίζουν το στίγμα του ποιητικού του λόγου. Για να ενισχύσει την άποψη αυτή, το ποίημα είναι φτωχό σε εκφραστικά μέσα και λιτό στο ύφος.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης αντίθετα, περιγράφει με παρασταστικές - οπτικές και ακουστικές - εικόνες την ατμόσφαιρα του εμφυλίου σπαραγμού και μας μεταφέρει το κλίμα του θανάτου, της προδοσίας και του αλληλοσκοτωμού, της απόγνωσης. Στο τέλος του ποιήματός του τονίζει την ανάγκη να «μιλήσουν» γι’ αυτά οι ποιητές, εκφράζει την αντίθετη άποψη σχετικά με το ρόλο των ποιητών υποστηρίζοντας ότι αποτελεί ευθύνη τους η απεικόνιση της ζοφερής πραγματικότητας μέσω της έργου τους. Με την έκφραση «Μα ποιός» μάλιστα υποδηλώνει ότι οι ποιητές, οι καλλιτέχνες γενικότερα, είναι οι πιο κατάλληλοι από όλους· αν δεν καταθέσουν το βίωμα και τον «πόνο» τους εκείνοι, ποιος άραγε θα μπορούσε καλύτρα και πιο αποτελεσματικά; Ταυτόχρονα εκφράζει και την αγωνία του να είναι αληθινή και πιστή η απόδοση της πργματικότητας.
Οι τοποθετήσεις των δύο ποιητών είναι απόλυτα σύμφωνες με την κοσμοθεωρία και τη στάση ζωής τους. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, πρωτοπόρος του υπερρεαλισμού, ανήκει στους ποιητές που αρνούνται τη στράτευση και δεν συμμερίζεται τη θέση για κοινωνικό ρόλο της τέχνης. Αν και ένα από τα κορυφαία έργα του (Μπολιβάρ, 1944), κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είχε αντιστασιακό χαρακτήρα, ως εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού πρεσβεύει την απόλυτη ελευθερία στην καλλιτεχνική δημιουργία, χωρίς κοινωνική, πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη δέσμευση. Τελικά καταλήγει στην ποιητική δημιουργία με σκοπό να εξωτερικεύσει το έντονο βίωμά του όμως, και όχι από αίσθημα χρέους έναντι του κοινωνικού συνόλου· δεν είναι η ταύτιση με την κοινωνική ποίηση τον ωθεί σε αυτήν, αλλά η απλή ανάγκη για έκφραση.

Και η στάση του Μανόλη Αναγνωστάκη συνάδει με τις υπόλοιπες επιλογές του, καθώς σε όλη τη ζωή υποστηρίζει την κοινωνική ευθύνη και συμμετοχή. Την υποστηρίζει αλλά και την κάνει πράξη και ως άνθρωπος, αφού και ίδιος αγωνίστηκε και τιμωρήθηκε για τους κοινωνικούς του αγώνες – χαρακτηριστικό το γεγονός ότι φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο – αλλά και ως ποιητής που αποτυπώνει τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς του για τα κοινωνικά θέματα. Η αντίληψή του για τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης, χωρίς να φτάνει μέχρι τη στράτευση του Γ. Ρίτσου (την οποία απορρίπτει), έχει κυρίαρχη θέση στην ποίησή του.
Κοινό στοιχείο και των δύο ποιημάτων παραμένει η καταγγελία του πολέμου. Στο πρώτο με έμμεσο και στο δεύτερο με άμεσο τρόπο.
2. α. Η παρομοίωση «ως αν / να γράφονταν / από την άλλη μεριά / αγγελτηρίων θανάτου» αποδίδει την τραγικότητα της εποχής στην οποία βασιλεύει ο θάνατος και συσσωρεύονται αγγελτήρια για τα αμέτρητα θύματα. Η παρουσία του θανάτου είναι τόσο κυρίαρχη που καλύπτει οτιδήποτε και, φυσικά, ακόμα και την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ως προς τη δομή, η παρομοίωση συνδέει την α’ με τη β’ στροφή – ενότητα. Ενώνει, επομένως, την αναφορά στον εμφύλιο σπαραγμό με το αποτέλεσμά του, δηλαδή την αδυναμία του ποιητή να δημιουργήσει. Δικαιολογεί το αίσθημα ανημπόριας που εκείνος νοιώθει, γι αυτό και απομακρύνεται από την ποιητική του πέννα.
β. «Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες»: Οι ελληνικές σημαίες είναι τρυπημένες από τις σφαίρες και εκείνοι που τις τρύπησαν είναι οι ίδιοι οι Έλληνες που μάχονται και σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Ο εθνικός διχασμός παρουσιάζεται μέσα από τις πληγές που προξενεί στο εθνικό σύμβολο και με αυτό τον τρόπο τονίζεται η πληθώρα συνεπειών ενός εμφυλίου πολέμου και η ιδιαίτερη σκληρότητα που τον χαρακτηρίζει. Ταυτόχρονα υποδηλώνεται η κατάρρευση αξιών, ιδανικών και η ματαίωση όλων των αγώνων.
3. Στο πρώτο ποίημα, στην παρένθεση «(και πότε – άλλωστε - δεν ήσαν;)» παρουσιάζεται με σύντομο και έμμεσο σχόλιο η ιστορία της Ελλάδας το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Οι βαλκανικοί και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία του Μεταξά αλλά και άλλες δύσκολες για τον ελληνικό λαό στιγμές χαρακτηρίζουν την εποχή εκείνη και καθιστούν την ποίηση του Εγγονόπουλου και όλη την καλλιτεχνική δημιουργία, πικρή και απαισιόδοξη. Τα ερεθίσματα που διαρκώς εισπράττει και μετουσιώνει σε ποιητική δημιουργία έχουν όλα μαύρο χρώμα, καθώς γύρω του κυριαρχεί ο πόνος και η θλίψη. Είναι άλλωστε τα ίδια ερεθίσματα που οδηγούν μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών στην απαισιοδοξία.
Η εξομολόγηση λοιπόν αυτή του ποιητή γίνεται κάτι σαν δικαιολόγηση για το πικρό περιεχόμενο αλλά και για το πικρό ύφος του ποιήματος, σαν διάθεση για απενοχοποίηση. Η παρένθεση, με την οποία απευθύνεται στον αναγνώστη, χρησιμοποιείται για να τον απομακρύνει από το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο και να τον βοηθήσει να κατανοήσει την αιτία που καθορίζει το σταθερό στίγμα της ποίησης του Εγγονόπουλου.
Στο ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη η ερώτηση φαίνεται να απευθύνεται στο Νίκο ‘Ε... Στο Νίκο Εγγονόπουλο, ως απάντηση για την «Ποίηση 1948» σύμφωνα με κάποιους, στο φίλο του και πολιτικό συνοδοιπόρο Νίκο Ευστρατιάδη, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του ποιητή. Όποιο και να είναι το πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ως παραλήπτη ο ποιητής, στην πραγματικότητα απευθύνει μήνυμα προς όλους τους δημιουργούς να ανταποκριθούν στο ρόλο τους, όπως τουλάχιστον εκείνος τον αντιλαμβάνεται. Να καταγγείλουν τον αλληλοσκοτωμό και να μεταφέρουν στο χαρτί τις δοκιμασίες των συνανθρώπων τους. Τελικά, απευθύνεται και στον ίδιο του τον εαυτό για να ακούσει και εκείνος δυνατά ποια είναι η ευθύνη του, να θέσει την ίδια του την ποιητική πλευρά στην υπηρεσία του πανανθρώπινου σκοπού, της ειρήνης – ως άνθρωπος ήταν ήδη ενεργός και, γι’ αυτό το λόγο, φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο.
Χρησιμοποιεί την παρένθεση λοιπόν για να υποδηλωθεί ο μονόλογος με τον εαυτό του, η αναρώτηση και ο προβληματισμός ως μέσο για να παρουσιαστεί με πιο πολλή ευκρίνεια ο μονόδρομος που αποτελεί για τον ίδιο η ποιητική δραστηριοποίηση σε μία στιγμή κοινωνικής κρίσης.
4. α. Το ύφος του ποιήματος είναι εξαιρετικά απλό και σαφές, στερείται εκφραστικών μέσων (υπάρχουν ωστόσο μεταφορές, παρομοίωση και επαναλήψεις), έχει απλή γλώσσα χωρίς πολλές ποιητικές εκφράσεις. Έχει εξομολογητικό χαρακτήρα, καθώς ο ποιητής προσπαθεί να δικαιολογηθεί για τη δυσκολία που αισθάνεται να δημιουργήσει λόγω της περιπέτειας που περνά η χώρα του. Είναι επίσης, χαμηλόφωνο, για να τονιστεί και με αυτό τον τρόπο η ενοχή για την δυστοκία του, αλλά και ο σεβασμός στους ανθρώπους που δοκιμάζονται. Η απουσία ιδιαίτερης συναισθηματικής έκφρασης και λυρισμού, η έλλειψη κορύφωσης, ο κοφτός λόγος, η χρήση μόνο πεζών γραμμάτων, ο ανολοκλήρωτος, και μονολεκτικός σε κάποιες περιπτώσεις μονοσύλλαβος στίχος, όλα εργάζονται με αρμονία για το τελικό αποτέλεσμα.
β. Στους στίχους «Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα.» ο Αναγνωστάκης χρησιμοποιεί μεταφορά, η οποία αποτελεί οξύμωρο σχήμα και νοηματική αντίθεση, αφού δηλώνει το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα: το φως τα ξημερώματα αυξάνεται. Το φως σε αυτή την περίπτωση δεν το φως του ήλιου αλλά το φως της ζωής. Ο ποιητής βρίσκεται στη φυλακή του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη καταδικασμένος σε θά νατο και κατά πάσα πιθανότητα έχει δει πολλές φορές την ίδια σκηνή την ώρα που ο ήλιος ανεβαίνει στον ουρανό. Είναι η ώρα που παίρνουν τους μελλοθάνατους από τα κελιά και τους οδηγούν στον τόπο της εκτέλεσής τους. Το φως του ήλιου γίνται περισσότερο, το φως της ζωής λιγότερο.
Φίλοι, φωνές, ερείπια, εφιάλτες είναι οι λέξεις – αρμοί που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να δώσει την εικόνα της χώρας την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Οι συνδετικές αυτές λέξεις ξεδιπλώνονται στη συνέχεια σε εικόνες που είναι αντιπροσωπευτικές των γεγονότων που χαρακτηρίζουν την εποχή αλλά και την ατμόσφαιρα στις πόλεις. Έτσι, οι εικόνες αποκτούν συνοχή, εντάσσονται σε ένα εναίο σύνολο. Οι λέξεις – αρμοί αποτελούν ένα στίχο, μόνο εκεί άλλωστε έχουμε μονοσύλλαβο στίχο, και έτσι γίνεται πιο σαφής η λειτουργία τους.
5. Και στα δύο ποιήματα οι δημιουργοί εκφράζουν το προσωπικό τους βίωμα, τη δοκιμασία στην οποία βρέθηκαν όταν η χώρα μοιράστηκε σε δύο στρατόπεδα και εκείνοι βρέθηκαν στη μεριά του ηττημένου και τιμωρημένου. Η οδυνηρή εμπειρία της φυλακής και η ακόμα πιο δυσβάσταχτη επίγνωση του γεγονότος ότι κάποιοι δεν θα υπάρχουν μετά το τέλος αυτού του παραλογισμού, αποτελούν βασικούς άξονες και στις δύο περιπτώσεις.
Στον Αναγνωστάκη οι σύντροφοι φεύγουν και χάνονται. Το μοτίβο συναντάται συχνά στην ποίησή του, ειδικά στα πιο νεανικά έργα. Στο Λειβαδίτη, επίσης, είναι έντονη η μνήμη του αποχαιρετισμού με τους μελλοθάνατους. Και στους δύο κυριαρχεί ο πληθυντικός, αφού τα θύματα ήταν πολλά. Στον πρώτο το ρήμα φεύγουν και στο δεύτερο η λέξη μοναξιά τονίζουν την ερήμωση της ζωής, της ανθρωπιάς. Η ζωή και των δύο ποιητών έχει σφραγιστεί από την παρουσία – απουσία των συναγωνιστών με τους οποίους μοιράστηκαν οράματα και επικοινώνησαν έστω και την ύστατη στιγμή.
Η διαφορά τους έγκειται στο ότι ο Μ. Αναγνωστάκης παρουσιάζει ολοκληρωμένη εικόνα του εμφυλίου πολέμου κάνοντας στους συναγωνιστές αυτούς την τιμή να τους αναφέρει πρώτους, ενώ ο Τ. Λειβαδίτης επικεντρώνει στους συντρόφους από τη φυλακή χωρίς άλλη αναφορά στην εποχή. Επίσης, στην πρώτη περίπτωση το ποίημα λειτουργεί ως αφορμή για να εκφραστεί η αγωνία του δημιουργού για την ευθύνη που έχει να καθρεφτίσει τη σκοτεινή πραγματικότητα. Στην περίπτωση του «Αιώνα πολλαπλότητας» όμως ο δημιουργός επιδιώκει να μας μεταφέρει το κλίμα συντροφικότητας, το μεγάλο βαθμό σύνδεσης των ανθρώπων μεταξύ τους, των ανθρώπων που τους ενώνει η ίδια μοίρα και ζουν ο ένας μέσα στον άλλο.
Επιμέλεια απαντήσεων: Μαρίνα Ευαγγέλου








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου