30.11.10


1. ΦΥΛΟ

Το γράφημα παρουσιάζει την κατανομή των αναφορών στο κρατικό πεδίο, σχετικά με το φύλο των συμμετεχόντων στην έρευνα. Παρατηρείται επομένως πως σε σύνολο 198 αναφορών, η πλειοψηφία (106) προέρχονται από άνδρες με ποσοστό 53,5%, ενώ στις γυναίκες αναλογούν 92 αναφορές με ποσοστό 46,5%.
2. ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Στο γράφημα καταγράφονται οι αναφορές των συμμετεχόντων αναφορικά με το κρατικό πεδίο, σε σχέση με τον τόπο κατοικίας τους. Η πλειοψηφία επομένως των αναφορών εντοπίζεται στο χωριό Κόμανος (80) με ποσοστό 40,4%, έπεται το χωριό Φούφας με 24 αναφορές και ποσοστό 12,1% και στην τρίτη θέση με τις περισσότερες αναφορές βρίσκεται το χωριό Ολυμπιάδα, 20 στον αριθμό και ποσοστό 10,1%. Αρκετά μεγάλο ποσοστό αναφορών επί του συνόλου εμφανίζουν και τα χωριά Περδίκας και Μαυροπηγή, συγκεκριμένα 9,6% και 5,1% αντίστοιχα.

3. ΗΛΙΚΙΑ
Οι αναφορές στο κρατικό πεδίο κατηγοριοποιήθηκαν επίσης και με βάση την ηλικία των υποκειμένων της έρευνας. Όσοι εντάσσονται στην ηλικία των 66 έως 75 ετών συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές (71) με ποσοστό 35,9%. Λιγότερες αναφορές (62) εμφανίζουν όσοι ανήκουν στην ηλικία 76 έως 85 ετών, με ποσοστό 31,3%. Ακολουθούν όσοι βρίσκονται μεταξύ 55 και 65 ετών με 48 αναφορές (24,2%) και στις τελευταίες θέσεις με τα μικρότερα ποσοστά βρίσκονται όσοι εντάσσονται στις ηλικίες των 86 έως 95 και οι νεώτεροι των 55 ετών.
4. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

Τις περισσότερες επίσης αναφορές σχετικά με το επάγγελμα των ατόμων, συγκεντρώνει ο κλωστουφαντουργικός τομέας με ποσοστό 52,5%, ακολουθεί ο τομέας όσων εργάζονται στη Δ.Ε.Η (23,2%) και αγροτο-γεωργο-κτηνοτροφικός τομέας κατέχει το 19,7%.
5. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Οι αναφορές κατηγοριοποιήθηκαν και κατά το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων. Παρατηρούμε επομένως πως τις περισσότερες αναφορές (65) συγκεντρώνουν οι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, με ποσοστό 32,8%. Ακολουθούν οι απόφοιτοι της Α’ –Β- και Γ’ - Δ΄Δημοτικού με 49 και 38 αναφορές και ποσοστό 24,7% και 19,2% αντίστοιχα, καθώς και οι απόφοιτοι Γυμνασίου με ποσοστό 10,6%. Ακολουθούν οι υπόλοιπες κατηγορίες με μικρότερα ποσοστά.

6. ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Στο γράφημα ταξινομούνται οι αναφορές ανάλογα με τρεις χρονικές περιόδους: παρατηρούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των αναφορών (192) εντάσσεται στην αρχική περίοδο εγκατάστασης των προσφύγων από το 1922 μέχρι το 1939, με ποσοστό 97%. Οι αναφορές είναι ελάχιστες για τα επόμενα χρονικά διαστήματα.
7. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Οι αναφορές των υποκειμένων της έρευνας σχετικά με το κρατικό πεδίο εντάχθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες, προκειμένου να αποτυπωθεί μια γενική αξιολόγηση της στάσης που κράτησαν οι γηγενείς απέναντι στους πρόσφυγες. Ο πίνακας και το γράφημα παρουσιάζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των αναφορών (100) να εντάσσεται στην κατηγορία της ουδέτερης στάσης, με ποσοστό 50,5%. Λιγότερες αναφορές (75) συγκεντρώνει η κατηγορία της αρνητικής στάσης με ποσοστό 37,9%. Αντίθετα, η πολύ αρνητική και η θετική στάση συγκεντρώνουν 8,6% και 3% αντίστοιχα.
1. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Οι αναφορές της θεματικής του κρατικού πεδίου ταξινομήθηκαν ανάλογα με τη συχνότητά τους σε πέντε κατηγορίες. Συγκεκριμένα, τις περισσότερες αναφορές (141) τις συναντούμε στην κατηγορία της διανομής γαιών με ποσοστό 71,2%, ακολουθεί η κατηγορία της άρνησης των γηγενών απέναντι στον κρατικό μηχανισμό με ποσοστό 16,2% και η κατηγορία της γενικότερης υποστήριξης κράτους προς τους πρόσφυγες, η οποία  συγκεντρώνει 15 αναφορές και ποσοστό 7,6%.
2. ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Οι 198 αναφορές που σχετίζονται με τη θεματική του κρατικού πεδίου, ταξινομήθηκαν σε πέντε ευρύτερες κατηγορίες, από τις οποίες μόνο μία, αυτή της διανομής γαιών, επιμερίστηκε σε τέσσερις υποκατηγορίες. Σε σύνολο λοιπόν 141 αναφορών των υποκατηγοριών, η συντριπτική πλειοψηφία εντάσσεται στην υποκατηγορία σχετικά με τη διανομή γαιών μόνο σε πρόσφυγες με ποσοστό 31,8% , ακολουθεί η υποκατηγορία της ανυπαρξίας προστριβών σχετικά με τη διανομή γαιών με ποσοστό 20,2%. Οι υποκατηγορίες σχετικά με την ύπαρξη προστριβών και τη διανομή γαιών στις δύο ομάδες, συγκεντρώνουν ποσοστά 11,1% και 8,1% αντίστοιχα.








Αναλυτικότερα, έχουμε:

1.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ

2.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ







3.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ

4.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ





5.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

6.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ




7.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Στην τελευταία θεματική της έρευνάς μας, το κρατικό πεδίο, οι 198 αναφορές επιμερίστηκαν σε πέντε ευρύτερες κατηγορίες,  οι οποίες σχετίζονται με τη μέριμνα που έδειξε το κράτος απέναντι σε γηγενείς και πρόσφυγες, από την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων έως και σήμερα.
Από τους  πίνακες και τα γραφήματα διαπιστώνεται ότι σχετικά με το φύλο, οι άνδρες συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές (106) ενώ οι γυναίκες 92, οι οποίες συγκεντρώνονται στην πρώτη κατηγορία, αυτή της γενικής διανομής των γαιών σε γηγενείς και πρόσφυγες. Ωστόσο ακολουθεί η κατηγορία σχετικά με τον αρνητισμό που επέδειξαν οι γηγενείς απέναντι στο κράτος, πιθανότατα διότι αισθάνονταν αδικημένοι, από τη μέριμνα που αυτό επέδειξε απέναντί τους.
Το ίδιο δεδομένο προκύπτει και σχετικά με τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων της έρευνας, με την πλειοψηφία των αναφορών να συγκεντρώνεται στο χωριό Κόμανος, Φούφας και Ολυμπιάδα. Με την ίδια άποψη συντάσσονται επίσης και όσοι βρίσκονται μεταξύ 66 και 75 ετών, παράλληλα με όσους εργάζονται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα και τους αποφοίτους κυρίως της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού.
Σχετικά εξάλλου με το χρονικό διάστημα στο οποίο αποδίδονται οι αναφορές, η συντριπτική πλειοψηφία (141) σχετίζεται με την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων, από το 1922 έως το 1939 και εστιάζει στο ζήτημα διανομής των γαιών και μετέπειτα στην αρνητική στάση που κράτησαν οι γηγενείς απέναντι στον κρατικό μηχανισμό. Σε μια προσπάθεια, τέλος, αποτίμησης της στάσης των γηγενών απέναντι στην κρατική μέριμνα, παρατηρείται ότι υπερισχύει η ουδέτερη στάση με 100 αναφορές. Σημαντικό είναι όμως και το δεδομένο της αρνητικής στάσης, η οποία συγκεντρώνει 75 αναφορές.
Συμπερασματικά, από τις πέντε κατηγορίες του κρατικού πεδίου, καθίσταται φανερό ότι οι γηγενείς θεώρησαν πολύ σημαντικό στοιχείο κρατικής μέριμνας τη διανομή των γαιών στους ίδιους και στους πρόσφυγες. Ωστόσο, παρατηρείται και μια αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στον κρατικό μηχανισμό, πιθανότατα για μεροληψία από την πλευρά του κράτους απέναντί στους πρόσφυγες ή και από το αίσθημα αδικίας που πιθανότατα να αισθάνονταν οι γηγενείς σχετικά με την πρόνοια και φροντίδα που επέδειξε η πολιτεία απέναντι τους.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη διανομή γαιών  έχουμε τα εξής:
1.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΟ



2.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ





3.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ



4.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ


5.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ


6.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ


7.   ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ


Στη θεματική του κρατικού πεδίου, η κατηγορία η οποία επιμερίστηκε σε ευρύτερες υποκατηγορίες είναι αυτή της διανομής των γαιών, που εκ των πραγμάτων συγκεντρώνει και τις περισσότερες αναφορές (141).
Από τους πίνακες παρατηρούμε πως σχετικά με το φύλο των συμμετεχόντων, 76 αναφορές αποδίδονται στους άνδρες και 65 στις γυναίκες. Κοινή άποψη και των δύο φύλων αποτελεί η διανομή γαιών μόνο σε πρόσφυγες και ακολουθεί η υποκατηγορία της ανυπαρξίας προστριβών και συγκρούσεων σχετικά με τη διανομή. Αναφορικά με τον τόπο κατοικίας των υποκειμένων της έρευνας δεν υπάρχει διαφορά στο αποτέλεσμα, καθώς η πλειοψηφία των χωριών συντάσσεται με την παραπάνω άποψη.
Παρομοίως θεωρούν, όσοι ανήκουν στην ηλικία μεταξύ 66 και 75 ετών και εργάζονται στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα. Σχετικά επίσης με το εκπαιδευτικό επίπεδο των συμμετεχόντων, την πλειοψηφία των αναφορών συγκεντρώνουν οι απόφοιτοι της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού. Εξάλλου οι αναφορές στη συγκεκριμένη υποκατηγορία σχετίζονται αποκλειστικά με την περίοδο εγκατάστασης των προσφύγων, όπου ήταν απαραίτητη η αστική και αγροτική αποκατάσταση, προκειμένου οι πρόσφυγες να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σώμα.
Από τις παραπάνω αναφορές προκύπτει και η ουδέτερη στάση της πλειοψηφίας των γηγενών σχετικά με τη διανομή των γαιών στην περιοχή τους, καθώς συμφωνούν με την άποψη ότι για το ζήτημα αυτό δε σημειώθηκαν προστριβές ανάμεσα στις δύο ομάδες. Ωστόσο δε δύναται να παραβλεφθεί και ο αρκετά σημαντικός αριθμός αναφορών, ο οποίος συγκλίνει σε μια αρνητική στάση των γηγενών, καθώς υπήρξαν προστριβές και συγκρούσεις μεταξύ των ιδίων και των προσφύγων.
Η θεματική του κρατικού πεδίου συγκεντρώνει 198 αναφορές οι οποίες σχετίζονται με τη μέριμνα που επέδειξε το κράτος, απέναντι σε γηγενείς και πρόσφυγες, κυρίως στην περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων. Οι αναφορές επιμερίστηκαν σε πέντε κατηγορίες, των οποίων τα δεδομένα μας επιτρέπουν να επιχειρήσουμε ορισμένα συμπεράσματα.
Η πλειοψηφία των αναφορών σχετίζεται με τη διανομή των γαιών, που όπως προαναφέρθηκε, σχετίζεται με τη διανομή τους κυρίως σε πρόσφυγες, που ωστόσο δεν αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα στις σχέσεις γηγενών και προσφύγων, καθώς δε σημειώθηκαν προστριβές και συγκρούσεις. Παρόλα αυτά, παρατηρείται και ένας αρκετά σημαντικός αριθμός αναφορών, ο οποίος σχετίζεται με μια αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στον κρατικό μηχανισμό, πιθανότατα διότι αισθάνονταν αδικημένοι από τη στάση της πολιτείας απέναντί τους. Αρκετές επίσης αναφορές κάνουν λόγο για μια γενικότερη υποστήριξη του κράτους απέναντι στους πρόσφυγες, δεδομένο που ίσως συνέβαλε στην αρνητική στάση που διαμορφώθηκε.
Σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία των συμμετεχόντων, παρατηρούμε πως δεν υπάρχει ισχυρή συσχέτιση με τις απαντήσεις, καθώς το δείγμα των ατόμων της έρευνας δεν είναι τυχαίο, αλλά και ούτε αντιπροσωπευτικό του συνολικού πληθυσμού των γηγενών της Εορδαίας.
Ωστόσο το χρονικό διάστημα αναφοράς σχετίζεται άμεσα και επηρεάζει τις απαντήσεις των ατόμων, καθώς η κρατική μέριμνα απέναντι στις δύο ομάδες έγινε περισσότερο εμφανής την περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων, όπου έπρεπε να γίνουν αποφασιστικά βήματα, από την πλευρά της πολιτείας και για την αποκατάσταση των προσφύγων, αλλά και για την ομαλή ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο.
Εξάλλου η ανυπαρξία προστριβών και συγκρούσεων μεταξύ των δύο ομάδων, οδήγησε τους γηγενείς σε μια ουδέτερη στάση, σχετικά με τη μέριμνα της πολιτείας. Το δεδομένο αυτό ερμηνεύεται πιθανότατα από την ανάγκη που είχαν και οι δύο ομάδες να αποκατασταθούν γρήγορα και να συμβιώσουν ομαλά, χωρίς διενέξεις. Ωστόσο είναι έκδηλη και μια αρνητική στάση, καθώς οι γηγενείς θεώρησαν ότι το κράτος μεροληπτούσε υπέρ των προσφύγων σε όλους τους τομείς, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται αδικημένοι και περιφρονημένοι.









Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να παρουσιάσει τις στάσεις των γηγενών Σλαβοφώνων της Εορδαίας, απέναντι στους πρόσφυγες, από τις αρχές του 1922 έως σήμερα. Ως αντικείμενο έρευνας επιλέχθηκαν οι ρήσεις των συνεντευξιαζόμενων, ενώ ως μονάδα ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε η νοηματικά ολοκληρωμένη φράση, εκείνη η φράση δηλαδή, η οποία εμπερικλείει ένα πλήρες νοηματικό περιεχόμενο με βάση τομείς ενδιαφέροντος, όπως π.χ. φράσεις που αφορούν τον πολιτισμό ως καθημερινή πρακτική, άλλες που τον αντιμετωπίζουν ως σύνολο εθιμικών τελετών και ηθολογικών πρακτικών, είτε φράσεις που αφορούν την πολιτική τοποθέτηση του ομιλούντα κ.τ.λ.
Η κάθε συνέντευξη αναλύθηκε κατά την απομαγνητοφώνησή της σε εξαντλητικές θεματικές, οι οποίες ακολούθως υποδιαιρέθηκαν σε κατηγορίες, οι οποίες με τη σειρά τους – όπου κατέστη δυνατό και θεωρήθηκε αναγκαίο – σε υποκατηγορίες. Παράλληλα, λήφθηκε υπόψη μια ανεξάρτητη κατηγοριοποίηση των αναφορών κατά το χρονικό διάστημα αναφοράς τους και κατά το αξιολογικό βάρος τους. Οι αναφορές των υποκειμένων της έρευνας, 1500 σε σύνολο, κατανεμήθηκαν σε πέντε θεματικές, που αφορούν το κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτικό, εθνικό πεδίο και το πεδίο της κρατικής μέριμνας, αντίστοιχα.
Μέσω της στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων, με το στατιστικό πρόγραμμα SPPS, προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, συγκεντρώνονται κυρίως στις θεματικές του κοινωνικού και του πολιτισμικού πεδίου. Οι συγκεκριμένες θεματικές σχετίζονται με τη συμπεριφορά των δύο ομάδων μεταξύ τους, τις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και τη διαφοροποίηση που χαρακτήριζε γηγενείς και πρόσφυγες, σε όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτιστικής τους δραστηριότητας, αντίστοιχα.
Ειδικότερα, στο κοινωνικό πεδίο, οι γηγενείς επικεντρώνονται στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων, οι οποίες, ενώ αρχικά είναι ανύπαρκτες, βελτιώνονται σταδιακά, κυρίως από το 1950 και μετά. Επίσης τονίζεται η συμπεριφορά των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, η οποία χαρακτηριζόταν από φόβο στην αρχή και κατά το διάστημα του εμφυλίου, αποδοχή μετέπειτα, όταν εξομαλύνθηκε η κατάσταση.
Είναι σημαντικό πως το χρονικό διάστημα με το οποίο σχετίζονται οι αναφορές, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις απαντήσεις των υποκειμένων της έρευνας. Το σύνολο των αναφορών εντοπίζεται στην αρχική περίοδο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Εορδαία, όπου η κοινωνική-πολιτική-οικονομική κατάσταση ήταν πιο ρευστή και ασαφής, καθώς η εγκατάσταση των προσφύγων δημιούργησε σύγχυση και άλλαξε τα δεδομένα στη ζωή της περιοχής.
Παρομοίως, στη θεματική του κοινωνικού πεδίου, στη κατηγορία της συμπεριφοράς των προσφύγων απέναντι στους γηγενείς, η πλειοψηφία των αναφορών εντοπίζεται κατά το χρονικό διάστημα της εγκατάστασης των προσφύγων και κατά τον εμφύλιο, όπου οι γηγενείς υφίσταντο σωματική βία από τους πρώτους, βία η οποία καθόρισε και το αίσθημα μίσους που διακατείχε τους γηγενείς απέναντί τους και μεταπολεμικά.
Εξάλλου και στην κατηγορία των διαπροσωπικών σχέσεων, οι απαντήσεις των συμμετεχόντων διαφοροποιούνται, ανάλογα με το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται. Κατ’ επέκταση, οι σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων στο διάστημα της εγκατάστασης των προσφύγων είναι ελάχιστες μέχρι και ανύπαρκτες, επιδεινώνονται κατά τον εμφύλιο, αλλά μεταπολεμικά, λόγω των συναπτόμενων επιγαμιών, βελτιώνονται και η κατάσταση εξομαλύνεται.
Στο πολιτισμικό πεδίο οι γηγενείς τονίζουν κυρίως τη γλωσσική αλλά και τη γενική διαφοροποίηση τους από τους πρόσφυγες στον τομέα των καθημερινών ασχολιών και εθίμων. Εστιάζουν στη γλωσσική καταπίεση που υφίσταντο από τους πρόσφυγες, γεγονός που καθόρισε και τη στάση τους απέναντί τους. Αναφέρουν πως ενώ κατά την εγκατάσταση των προσφύγων, οι δύο ομάδες χαρακτηρίζονταν από διαφορετικό γλωσσικό κώδικα, κατά τον εμφύλιο καταπιέζονταν γλωσσικά, ενώ μεταπολεμικά επικρατεί ελευθερία στη χρήση της γλώσσας και από τις δύο ομάδες.
Στο πολιτικό πεδίο εξάλλου, όλες οι αναφορές εντάσσονται στο χρονικό διάστημα του εμφυλίου, όπου οι γηγενείς χαρακτηρίζουν τους πρόσφυγες ως μέλη ανταρτών και επιρρεπείς σε φαινόμενα δοσιλογισμού, με αποτέλεσμα την καταπίεση των αυτοχθόνων, τις βίαιες συγκρούσεις, ακόμα και περιπτώσεις δολοφονιών, εις βάρος των γηγενών.
Είναι χαρακτηριστικό επίσης, πως στις θεματικές του εθνοτικού πεδίου και της μέριμνας κράτους, οι αναφορές σχετίζονται με το χρονικό διάστημα της εγκατάστασης των προσφύγων. Ειδικότερα οι γηγενείς τονίζουν τη πολλαπλή χρήση εθνοτικών χαρακτηρισμών από τους πρόσφυγες, οι οποίοι οδηγούσαν σε ένα σαφή εθνοτικό διαχωρισμό, μεταξύ των δύο ομάδων, περιφρονητικό κυρίως για τους γηγενείς. Παρομοίως, η μέριμνα του κράτους, έγινε περισσότερο αισθητή κατά την εγκατάσταση των προσφύγων, μέριμνα την οποία οι γηγενείς αποδίδουν μόνο στους πρόσφυγες, χωρίς ωστόσο αυτό να δημιούργησε ιδιαίτερες προστριβές μεταξύ των δύο ομάδων.
Σημαντική επίσης συσχέτιση παρατηρείται μεταξύ των απαντήσεων των υποκειμένων της έρευνας και της αξιολόγησης της στάσης τους, ανάλογα στο πεδίο στο οποίο αναφέρονται, αλλά και σε γενικό πλαίσιο. Το δεδομένο αυτό τονίζει πως οι απαντήσεις των συμμετεχόντων καθόρισαν τη γενική τους στάση απέναντι στα ζητήματα που σχετίζονται με τους πρόσφυγες.
Σε γενικό πλαίσιο, παρατηρείται μια πολύ αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Η στάση αυτή εμφανίζεται αρχικά στο κοινωνικό πεδίο, όπου οι χαλαρές ή ανύπαρκτες σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων, η κακοποίηση των γηγενών από τους πρόσφυγες, ιδιαίτερα στην περίοδο του εμφυλίου, αλλά και το γενικό αίσθημα του φόβου και της απόρριψης που διακατείχε τους γηγενείς απέναντι στους «ξένους», διαμόρφωσε ένα πολύ αρνητικό κλίμα μεταξύ τους και καθόρισε και τη μετέπειτα στάση των γηγενών κατοίκων.
Εξάλλου και η θεώρηση των γηγενών ότι οι πρόσφυγες υστερούσαν και διαφοροποιούνταν από τους ίδιους σε θέματα πολιτισμικά και θρησκευτικά, η καταπίεση και ο φόβος που ένιωθαν σχετικά με την ελευθερία στη χρήση της γλώσσας τους, ιδιαίτερα στο διάστημα του εμφυλίου πολέμου, σκιαγραφεί την πολύ αρνητική στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες.
Είναι χαρακτηριστικό, πως την πολύ αρνητική στάση των γηγενών καθόρισε ουσιαστικά το πολιτικό και το εθνοτικό πεδίο. Παρόλο που το χρονικό διάστημα στο οποίο σε κάθε πεδίο επικεντρώνονται οι αναφορές - κατά τον εμφύλιο και κατά την εγκατάσταση των προσφύγων αντίστοιχα – διαφοροποιείται, ωστόσο είναι έκδηλη η αρνητική εικόνα των προσφύγων στη συνείδηση των γηγενών και η αρνητική στάση που τους χαρακτηρίζει.
Συγκεκριμένα, την περίοδο του εμφυλίου οι γηγενείς τονίζουν το φόβο, την καταπίεση και το ότι οι ίδιοι αποτέλεσαν τα περισσότερα θύματα των ανταρτών, αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε από το δοσιλογισμό των προσφύγων, αλλά και από την ένταξη των τελευταίων σε ανταρτικές ομάδες, οι οποίες απειλούσαν και σε πολλές περιπτώσεις δολοφονούσαν γηγενείς. Αξιοσημείωτη είναι και η άποψη των γηγενών πως οι συνθήκες τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν τόσο δύσκολες, ώστε οι ίδιοι αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε ανταρτικές ομάδες, προκειμένου να σωθούν από το μίσος των προσφύγων.
Σχετικά με το εθνοτικό πεδίο, οι γηγενείς τονίζουν πως κυρίως τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων, χρησιμοποιούνταν από τους τελευταίους εθνοτικοί χαρακτηρισμοί, προσβλητικοί και υποτιμητικοί για τους γηγενείς. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί παράλληλα με την αίσθηση εθνοτικής ανωτερότητας, που εισέπρατταν οι γηγενείς εκ μέρους των προσφύγων, συνέτειναν σε ένα κλίμα εθνοτικού διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο ομάδες. Ο διαχωρισμός αυτός καταπίεζε ψυχολογικά τους γηγενείς, καλλιεργούσε την πίκρα και το μίσος τους απέναντι στους πρόσφυγες και εν τέλει καθόρισε και διαμόρφωσε την αρνητική στάση τους απέναντί τους.
Οι απόψεις των γηγενών σκιαγραφούν επίσης και μια ουδέτερη στάση, κυρίως στο πεδίο της κρατικής μέριμνας. Οι γηγενείς τονίζουν ότι αυτή έγινε περισσότερο αισθητή και συγκεκριμενοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή τους. Η κρατική μέριμνα έλαβε τη μορφή της διανομής των γαιών κυρίως, όπου η πλειοψηφία των γηγενών τονίζει ότι έγινε μόνο σε πρόσφυγες. Το δεδομένο αυτό, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις, κυρίως στα χωριά του Κομάνου και του Φούφα, δεν προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ των δύο ομάδων και η διαδικασία ολοκληρώθηκε ομαλά.
Στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων επίσης, αναφορικά με το κοινωνικό πεδίο, παρατηρείται μια σχετικά θετική στάση των γηγενών, καθώς τονίζουν πως οι σχέσεις μεταξύ των δύο ομάδων βελτιώθηκαν αισθητά, κυρίως στο μεταπολεμικό διάστημα, από το 1950 και έπειτα. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή, ήταν η γενική επιθυμία ομαλής συμβίωσης γηγενών και προσφύγων, οι συναπτόμενες επιγαμίες και η εξομάλυνση της γενικής και πολιτικής κατάστασης του κράτους.
Με βάση τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι γενικά εμφανίζεται μια αρνητική στάση των γηγενών, απέναντι στους πρόσφυγες και σε όσα ζητήματα τους αφορούν. Η μη αντιπροσωπευτικότητα και τυχαιότητα του δείγματός μας ωστόσο, δεν επέτρεψε τη δημιουργία ισχυρής συσχέτισης μεταξύ των απαντήσεων των υποκειμένων της έρευνας και των προσωπικών, περιγραφικών τους στοιχείων, καθώς και τη δημιουργία ασφαλών και γενικών συμπερασμάτων για το σύνολο των Σλαβοφώνων κατοίκων της Εορδαίας.
Επομένως, με βάση την πλειοψηφία των αναφορών στις απαντήσεις των συμμετεχόντων, έγινε μια προσπάθεια να αποτυπωθούν οι τάσεις, οι οπτικές και γενικά η στάση που χαρακτηρίζει τους γηγενείς της Εορδαίας, απέναντι στους πρόσφυγες.
Παρατηρούμε πως το σύνολο των γηγενών, στην έρευνά μας, αντιμετωπίζει αρνητικά τους πρόσφυγες στα περισσότερα ζητήματα, κυρίως όσον αφορά τα χρόνια της εγκατάστασης τους στην περιοχή, αλλά και στα χρόνια του εμφυλίου. Είναι χαρακτηριστική η τάση των γηγενών να εμφανίζουν τον εαυτό τους ως τον πιο αδικημένο, σχετικά με τη στήριξη του κράτους στον εμφύλιο, απειλούμενο σχετικά με την ελευθερία χρήσης της γλώσσας του αλλά και κατατρεγμένο, κυρίως από την εμφάνιση των προσφύγων στην περιοχή τους.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός, πέρα από τη στατιστική επεξεργασία του δείγματος και την προσπάθεια κατηγοριοποίησης των δεδομένων, της γενικής αίσθησης φόβου, πίκρας και παραπόνου των γηγενών, που αποκόμισε η ερευνήτρια κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων αρχικά εκδήλωσε έντονη άρνηση, φόβο και δυσαρέσκεια, όταν τους ζητήθηκε να εκθέσουν τις απόψεις τους για τους πρόσφυγες, κατάλοιπα των καταστάσεων που βίωσαν κυρίως στα χρόνια του εμφυλίου, γεγονότα που είναι έντονα αποτυπωμένα στη μνήμη τους και συνδεδεμένα με αισθήματα φόβου και καταπίεσης.
Οι πιο «σκληροπυρηνικοί» στις απόψεις τους, επικεντρώθηκαν στη γενική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ομάδων και στη γλωσσική καταπίεση που υφίσταντο οι ίδιοι από τους πρόσφυγες, τονίζοντας πως η κατάσταση εξομαλύνθηκε μεταπολεμικά, λόγω της αναγκαστικής συμβίωσης γηγενών και προσφύγων στην περιοχή. Ωστόσο ισχυρίστηκαν πως σε μία ενδεχόμενη περίοδο κρίσης ή διατάραξης της πολιτικής κατάστασης της περιοχής, το μίσος μεταξύ των δύο ομάδων, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα επανέλθει στο προσκήνιο.
Ωστόσο, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, πέρα από τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, επικεντρώθηκε στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ γηγενών και προσφύγων, λόγω των επιγαμιών και της γενικότερης βελτίωσης της κατάστασης στην περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό, πως επικρατεί μια γενική τάση των γηγενών, προκειμένου να λησμονήσουν τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος και να συμβιώσουν αρμονικά με τους πρόσφυγες στην περιοχή τους. Φράσεις όπως «τέτοια χρόνια να μην ξανάρθουν, ούτε να δούνε τα παιδιά μας», λεκτικοποιούν σε μεγάλο βαθμό τις άσχημες εμπειρίες και την επιθυμία τους να υπάρχει ομαλότητα και αρμονία στις σχέσεις τους με τους πρόσφυγες.
Η παρούσα εργασία, πέρα από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που τη χαρακτηρίζουν προκειμένου την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αποτυπώνει την οπτική και άποψη των γηγενών, σχετικά με τη συμβίωσή τους με τους πρόσφυγες, στην περιοχή της Εορδαίας. Η επέκταση της έρευνας και η γενικότερη αποτίμηση της στάσης και των σχέσεων μεταξύ των δύο ομάδων, στο σύνολο των κατοίκων – γηγενών και προσφύγων – της Εορδαίας, επαφίεται στην επιθυμία και ευχέρεια μελλοντικών ερευνητών.














ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ
Γ.Α.Κ. Νομού Κοζάνης

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Εφ. Επαρχιακή Φωνή Πτολεμαΐδας, 11.08.1929

ΕΛΛΗΝOΓΛΩΣΣΗ

Αδάμου, Γ., (1994), Η Κοζάνη μέσα από τα ανέκδοτα αρχεία του Ελληνικού Προξενείου Ελασσόνος 1882 – 1912, Κοζάνη, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης,.
Βάμβουκας, Μ., (1998), Εισαγωγή στην Ψυχοπαιδαγωγική Έρευνα και μεθοδολογία, Αθήνα, Γρηγόρης.
Ε.Α.Π., Κατάλογος των Προσφυγικών συνοικισμών Μακεδονία με τας νέας ονομασίας, Θεσσαλονίκη, 1928.
Ιστορικός Τουριστικός Λαογραφικός Οδηγός Νομού Κοζάνης, Κοζάνη, 1970.
Κρητικός, Γ., (2008) «Κοινωνική δικαιοσύνη και εκπαιδευτική πολιτική στον ελληνικό χώρο (1922-1932)», 5ο Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορίας Εκπαίδευσης με θέμα: «Εκπαίδευση και Κοινωνική Δικαιοσύνη», Πάτρα.
Κυριαζή, Ν., (1998) Η κοινωνιολογική έρευνα, κριτική επισκόπηση των μεθόδων και τεχνικών, Αθήνα, Ελληνικές Επιστημονικές Εκδόσεις.
Κυριαζή, Ν., (2002). Η Κοινωνιολογική έρευνα, Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών, 4η  έκδοση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Κωστούλα-Μακράκη, Ν., (2001), Γλώσσα και Κοινωνία, Βασικές Έννοιες, Αθήνα, Μεταίχμιο.
Λαμπίρη – Δημάκη, Ι., (1990), Η Κοινωνιολογία και η Μεθοδολογία της, 7η έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Μητσικοπούλου Β., (2000), Λόγος: Η έννοια του όρου λόγος (discourse στην αγγλική και discours  στη γαλλική γλώσσα), Πύλη για την Ελληνική γλώσσα.
Μανάδης, Ν., Χρ., (2000), Εορδαία, Ένας Αιώνας, Πτολεμαΐδα, Δήμος Πτολεμαΐδας.
Παπαστάμου Στ., (1995), Σύγχρονες Έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία. Κοινωνικές Αναπαραστάσεις,  Μαντόγλου Α. (επιμ.), Αθήνα, Οδυσσέας.
Πελαγίδης Ε. (1994), Η αποκατάσταση των προσφύγων στη δυτική Μακεδονία 1923-1930, Αφοί Κυριακίδη.
Ροζάνης, Σ. (2002), Φασισμός-Ρατσισμός, Ξενοφοβία και Γλώσσα, Ο Αδιανόητος Θάνατος, Αθήνα, Ερατώ.
Ρόκος, Δ., (2000), «Τεχνολογία, Πολιτισμός και Αποκέντρωση. Μια απόπειρα ολοκληρωμένης θεώρησης των πολυδιάστατων σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων τους στα επίπεδα της πολιτικής και της κοινωνίας» , Οὐτοπία, 41 σσ. 121135.
Σακαλάκη, Μ., (2001), Η ανάλυση περιεχομένου στο Παπαστάμου Σ. Εισαγωγή στη Κοινωνική Ψυχολογία, Κεφάλαιο 7, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα,.
Σπουρδαλάκης, Μ., (1990), Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, Αθήνα: Εξάντας.
Τσολάκης, Π., (2002), Από τις χαμένες πατρίδες στην Μητροπολιτική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης.
Τσομπάνογλου, Α., (2000), Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτισης. Αθήνα, ΖΗΤΗ.
Φίλιας, Β. (1993) Εισαγωγή στη μεθοδολογία και τεχνικές των κοινωνικών ερευνών, Αθήνα, Gutenberg, Συνεργάτες: Σπουδαστήριο Κοινωνιολογίας ΠΑΣΠΕ και Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών
Φωτιάδης Κ., (2009), Οι πρόσφυγες στη Μακεδονία, στο Οι πρόσφυγες στη Μακεδονία, από την τραγωδία στην εποποιία Αθήνα, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
Ψωμιάδη, Α., (2006), Οι Κοινωνικές Αναπαραστάσεις στην Κοινωνική Ψυχολογία στο Δ.Δ. Τοπικές Κοινωνίες χωρίς Τόπο Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Antaki, C. and Rapley, M. (1996), Quality of life” talk: the liberal paradox of psychological testing, Discourse and society, 7 (3), 293-316.
 Austin & S. Worchel (Eds.), The social psychology of intergroup relations, Monterey, CA: Brooks/Cole.
Baker, C., (1992), Attitudes and Language, Clevedon, Philadelphia, Adelaide: Multilingual Matters
Bell Judith (1997), Μεθοδολογικός σχεδιασμός παιδαγωγικής και κοινωνικής έρευνας. Gutenberg, Ελληνική απόδοση: Ρήγα, Α. Β.
Berg, B.L., (2001), Qualitative Research Methods for the Social Sciences, Boston: Allyn and Bacon.
Bernd Εstel (2002), Nation and national iden­tity, Westdeutscher Verlag.
Blommaert, J. (2005). Discourse: A critical introduction, Cambridge University Press.
Bloom, William (1990), Personal Identity, National Identity and International Relations. Cam­bridge: Cambridge University Press.
Brown, G., Yule George (1983), Discourse analysis, United Kingdom, Cambridge University Press,
Cannell, C. F. and Kahn, R. L. (1968), Interviewing, in G. Lindzey and A. Aronson (eds.), The handbook of social psychology, vol. 2, research Methods, New York, Addison Wesley.
Cicourel, A. V. (1964) Method and measurement in Sociology, New York, The free press.
Cohen, L. and Manion, L. (1992) Research methods in education (3rd edition). London, Routledge.
De Wever, B., Schellens, T., Valcke, M., & Van Keer, H. (2006), Content analysisschemes to analyze transcripts of online asynchronous discussion groups: A review. Computer & Education, 46, 6-28.
Denzin, K. Norman, Lincoln, S. Yvonna. The Landscape of Qualitative Research, SAGE Publications, 1998.
Doise W., (1978), Groups and Individuals: Explanation in social psychology, Cambridge : Cambridgde University Press
Fairclough, N. (1989), Language and Power, London: Longman.
Fasold, R. W. (1990), The Sociolinguistics of Language, Oxford: Blackwell.
Frazer, Ε.,Citizenship Education: Anti-Political Culture and Political Education in Britain, Political Studies, 48 (2000) σελ. 88-103.
Glaser, B.G., & Strauss, A.L. (1967), The Discovery of Grounded Theory: Strategies for Qualitative Research, New York: Aldine.
Hogg, M. A., & Vaughan, G. M. (2002), Social Psychology (3rd ed.). London: Prentice Hall.
Hsieh, H.-F., & Shannon, S.E., (2005), Three approaches to qualitative content analysis, Qualitative Health Research, 15(9).
Jodelet Denise (1989), Kοινωνική Αναπαράσταση. Φαινόμενα, Έννοια και Θεωρία, στο Σύγχρονες ‘Έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία, Κοινωνικές Αναπαραστάσεις (1995), Παπαστάμου Στ.-Μαντόγλου Α. (επιμ.), Αθήνα, Οδυσσέας.  
Kress, G. (1989), Linguistic processes in sociocultural practice (2nd ed.), London: Oxford University Press
Lincoln, Y.S., & Guba, E.G. (1985), Naturalistic Inquiry, Beverly Hills, CA: Sage Publications.
Malinowski, B. (1953). La sexualitι et sa rιpression dans les sociιtιs primitives, London, Routledge στο Ράνυ Καλούρη-Αντωνοπούλου, Εκπαίδευση και Πολιτισμός, Ίδρυμα Πολιτισμού & Εκπαίδευσης «ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΕΝΤΑΚΗΣ», 6 (2006), σ. 4. 
Mayring, P., (2000), Qualitative content analysis. Forum: Qualitative Social Research, 1(2), from http://217.160.35.246/fqs-texte/2-00/2-00mayring-e.pdf.
Mertens, M. D. (1998) Research methods in education and psychology, integrating diversity with quantitative and qualitative approaches, London, SAGE publications
Miles, M., & Huberman, A.M. (1994), Qualitative Data Analysis, Thousand Oaks, CA: Sage Publications.
Minichiello, V., Aroni, R., Timewell, E., & Alexander, L. (1990), In-Depth Interviewing: Researching People, Hong Kong: Longman Cheshire.
Mishler G. Elliot, 1996, Συνέντευξη Έρευνας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Moscovici, S., (1981), On social representation στο J.-F. Forgas (Ed), Social cognition. Perspectives on every day understanding, pp. 181-209. London, Academic Press.
Μoscovici S. (1976) Η Ψυχανάλυση, η Εικόνα της και το Κοινό της, Μαντόγλου Α. (επιμ.), Κολώνιας Μ. (μετ.), Αθήνα, Οδυσσέας, 1999.
Μoscovici S., La Psychanalyse, son Image et son Public. Αναφορά στο Σύγχρονες Έρευνες στην Κοινωνική Ψυχολογία, Κοινωνικές Αναπαραστάσεις (1995), Παπαστάμου Στ.-Μαντόγλου Α. (επιμ.), Αθήνα, Οδυσσέας.
Moser, C. A. and Kalton, G. (1971), Survey Methods in Social Investigation. London, Heinemann, Κεφάλαιο 12, Methods of collecting the information III-Interviewing.
Oppenheim, A., N., (1992), Questionnaire design, interviewing and attitude measurement, London, Pinter.
Patton, M.Q., (2002), Qualitative Research and Evaluation Methods, Thousand Oaks, CA: Sage.
Randall, V., Waylen, G. (eds), Gender, Politics and the State, London: Routledge. Lenk, Chr., Hoppe, N., Andorno, R., (2007), Ethics and law of intellectual property: current problems in politics science and technology, Aldershot, Hampshire, England: Burlington
Rotheram, M., J., & Phinney, J., S., (1987),Introduction: definitions and perspectives in the study of children’s ethnic socialization in J. Phinney & M. Rotheram (Eds.), Children’s Ethnic Socializaton: Pluralism and Development, California: Sage Publications.
Rubin, J. H. and Rubin, S. I. (1995) Qualitative Interviewing, The art of hearing data. London, SAGE Publications.
Schilling, J., (2006), On the pragmatics of qualitative assessment: Designing the process for content analysis, European Journal of Psychological Assessment, 22(1), 28-37.
Schutz, Α. (1967) Τhe phenomenology of the social world. Evanston, IL: Northwestern University Press.
Silverman, D. (2000) Doing qualitative research, a practical handbook, London, SAGE publications.
Silverman, D. (2000) Doing qualitative research, a practical handbook. London, SAGE publications, σ. 321
Strauss, A. and Corbin, J. (1994) Grounded theory methodology: An overview  στο N. K. Denzin and Y. S. Lincoln (eds.), Handbook of qualitative research (σελ. 117-142). Thousand Oaks, CA: SAGE.
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict,In W.
Tajfel, H., & Turner, J. C. (1986),The social identity theory of intergroup behavior in S. Worchel & L. W. Austin (Eds.), Psychology of Intergroup Relations. Chigago: NelsonHall 
Tesch, R., (1990), Qualitative Research: Analysis Types & Software Tools, Bristol, PA: Falmer Press.
Tuckman, B. W. (1972) Conducting educational research, New York, Harcourt Brace Jovanovich.
Tylor  (1871), Primitive culture, London. Murray.
Weber, R.P., (1990), Basic Content Analysis, Newbury Park, CA: Sage Publications.




ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ιστοσελίδα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κοζάνης:
http://www.kozani.gr/.
Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα:
http://www.greek- language.gr/greekLang/studies/discourse/1_1/index.html.

ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΒΡΙΤΑΝΝΙΚΑ English Version:


1 σχόλιο:

  1. κα Γκέκα, πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το μεταπτυχιακό σας.
    Επειδή ενδιαφέρομαι για πολιτικές ταυτότητες στην περιοχή (δες και :http://kafkasios-pontokomitis.blogspot.com/2010/06/blog-post_05.html) θα ήθελα να σας ρωτήσω αν θα μπορούσα να είχα ένα αντίγραφο της μελέτης σας...
    Λέγομαι Αθανασιάδης Ανδρέας, δάσκαλος στο ΔΣ ποντοκώμης, mail: adreas4a@gmail.com, (οποιαδήποτε έξοδα -αναπαραγωγής αοστολής- ασφαλώς θα βαρύνουν εμένα)
    Με σεβασμό
    Ανδρέας

    ΑπάντησηΔιαγραφή