30.11.10




Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου έχει οριστεί, ως «μια ερευνητική μέθοδος για την υποκειμενική ερμηνεία του περιεχομένου των στοιχείων κειμένων, μέσω της συστηματικής διαδικασίας ταξινόμησης και αναγνώρισης παρόμοιων θεμάτων ή μοτίβων λόγου» (Hsieh & Shannon, 2005: 1278). Κατά τον Mayring (Mayring, 2000: 2), η ανάλυση περιεχομένου προσεγγίζεται μέσω της εμπειρικής, μεθοδολογικής ελεγχόμενης ανάλυσης των κειμένων, όσον αφορά το περιεχόμενο, ακολουθώντας τους κανόνες της ανάλυσης περιεχομένου και μέσα από σταδιακά βήματα, χωρίς βιαστική ποσοτικοποίηση των δεδομένων.
Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου δεν περιορίζεται μόνο στην απλή καταγραφή λέξεων ή την εξαγωγή του αντικειμενικού περιεχομένου των κειμένων για να εξετάσει τις έννοιες, τα θέματα και τα μοτίβα που μπορούν να είναι προφανή ή λανθάνοντα σε ένα συγκεκριμένο κείμενο. Επιτρέπει στον ερευνητή να καταλάβει την κοινωνική πραγματικότητα κατά τρόπο υποκειμενικό αλλά επιστημονικό.
Σύμφωνα με τον B. Berelson (1952), η ανάλυση περιεχομένου είναι «μια τεχνική έρευνας που εφαρμόζεται για να επιτευχθεί η αντικειμενική, συστηματική και ποσοτική περιγραφή του εμφανούς περιεχομένου των επικοινωνιών με τελικό στόχο την ερμηνεία τους» (Λαμπίρη – Δημάκη, 1990: 76). Είναι μια πολύμορφη μέθοδος ελεγχόμενης και συστηματικής περιγραφής και ερμηνείας του γραπτού και του προφορικού λόγου. Εξαιτίας των ευρηματικών και επαληθευτικών λειτουργιών και των δυνατοτήτων για συναγωγή συμπερασμάτων ως προς τις συνθήκες παραγωγής, αλλά και της αποδοχής του επικοινωνιακού μηνύματος που την χαρακτηρίζουν, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη ως εργαλείο. Είτε ως κύριο εργαλείο της έρευνας, είτε ως βοηθητικό, δίπλα σε άλλες τεχνικές, όπως στα μη δομημένα ερωτηματολόγια και στις συνεντεύξεις (Σακαλάκη στο Παπαστάμου, 2001: 477).
Με την ανάλυση περιεχομένου επιτυγχάνεται η μετατροπή του ποιοτικού υλικού σε ποσοτικό και μετρήσιμο. Η ανάλυση περιεχομένου μπορεί να είναι ποιοτικού ή ποσοτικού τύπου. Στην ποσοτική ανάλυση ενδιαφέρει πόσο συχνά εμφανίζεται η ενότητα ανάλυσης, ενώ στην ποιοτική ανάλυση ενδιαφέρει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό.
Η τεχνική αυτή μετατρέπει δευτερογενές υλικό ποιοτικής φύσης σε μορφή ποσοτικών δεδομένων. Αν και επί το πλείστον έχει συνδεθεί με την ανάλυση του γραπτού και του προφορικού λόγου στο πλαίσιο των μέσων μαζικής επικοινωνίας, μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε επικοινωνιακό λόγο ή μήνυμα, σε όποια μορφή και αν εμφανίζεται (Κυριαζή, 2002:283). Λόγου χάρη, σε άρθρα του Τύπου, σε διαφημίσεις, επικοινωνίες στο πλαίσιο επιχειρήσεων, νοσοκομείων, πανεπιστημίων, σε μικρές αγγελίες, λογοτεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, πολιτικοί λόγοι, υλικό συνεντεύξεων (Σακαλάκη στο Παπαστάμου, 2001: 478).
Η σύγκριση της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου με το μάλλον γνωστό ποσοτικό αντίστοιχό της μπορεί να ενισχύσει την κατανόησή μας σχετικά με τη μέθοδο. Κατ' αρχάς, οι ερευνητικοί τομείς από τους οποίους αναπτύχθηκαν είναι διαφορετικοί. Η ποσοτική ανάλυση περιεχομένου χρησιμοποιείται ευρέως στη μαζική επικοινωνία ως τρόπος μέτρησης των προφανών κειμενικών στοιχείων, μια πτυχή αυτής της μεθόδου που επικρίνεται συχνά για την απώλεια των συντακτικών και σημασιολογικών πληροφοριών που ενσωματώνονται στο κείμενο (Weber, 1990). Αντίθετα, η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου αναπτύχθηκε πρώτιστα στην ανθρωπολογία, την ποιοτική κοινωνιολογία και την ψυχολογία, προκειμένου να ερευνηθούν οι έννοιες που κρύβονται κάτω από τα φυσικά μηνύματα.
Δεύτερον, η ποσοτική ανάλυση περιεχομένου είναι παραγωγική, σκοπεύοντας να εξετάσει τις υποθέσεις ή τις ερωτήσεις που παράγονται από τις θεωρίες ή από προηγούμενη εμπειρική έρευνα. Σε αντίθεση, η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου είναι κυρίως επαγωγική, στηριζόμενη στην εξέταση των αντικειμένων και των θεμάτων, καθώς επίσης και τις αναφορές που σκιαγραφούνται από τα δεδομένα. Σε μερικές περιπτώσεις, η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου προσπαθεί να παράγει τη θεωρία.
Τρίτον, οι τεχνικές δειγματοληψίας στοιχείων που απαιτούνται από τις δύο προσεγγίσεις είναι διαφορετικές. Η ποσοτική ανάλυση περιεχομένου απαιτεί ότι τα στοιχεία επιλέγονται χρησιμοποιώντας την τυχαία δειγματοληψία ή άλλες πιθανολογικές προσεγγίσεις, ώστε να εξασφαλιστεί η ισχύς του στατιστικού συμπεράσματος. Σε αντίθεση, τα δείγματα για την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου συνήθως αποτελούνται από σκόπιμα επιλεγμένα κείμενα που μπορούν να ενημερώσουν τις ερευνητικές ερωτήσεις που ερευνώνται.
Τέλος, τα προϊόντα των δύο προσεγγίσεων είναι διαφορετικά. Η ποσοτική προσέγγιση παράγει τους αριθμούς που μπορούν να απεικονιστούν με διάφορες στατιστικές μεθόδους. Σε αντίθεση, η ποιοτική προσέγγιση παράγει συνήθως περιγραφές ή τυπολογίες, μαζί με τις εκφράσεις από τα θέματα που απεικονίζουν τον τρόπο αντίληψης της κοινωνίας. Με αυτά τα μέσα, η οπτική των παραγωγών του κειμένου μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή από τον ερευνητή καθώς επίσης και τους αναγνώστες των αποτελεσμάτων της έρευνας (Βerg, 2001).
Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου δίνει προσοχή σε μοναδικά θέματα που απεικονίζουν το εύρος των εννοιών ενός φαινομένου παρά τη στατιστική σημασία του περιστατικού των ιδιαίτερων κειμένων ή των εννοιών.
Ως τεχνική της εκπαιδευτικής και κοινωνιολογικής έρευνας, η μέθοδος αυτή περιλαμβάνει τρεις φάσεις. Την προανάλυση, την ανάλυση του υλικού και την επεξεργασία και ερμηνεία των συμπερασμάτων. Η πρώτη φάση, αυτής της προανάλυσης περιλαμβάνει μια πρώτη εξερευνητική ανάγνωση που εξοικειώνει τον ερευνητή με το υλικό. Πρόκειται δηλαδή για την επιλογή του υλικού η οποία είτε είναι δεδομένη, είτε εξαρτάται από το αντικείμενο της έρευνας. Επίσης, σε αυτή την φάση εμπεριέχονται ο ορισμός του αντικειμένου της έρευνας, καθώς και η διατύπωση των υποθέσεων, των προσωρινών δηλαδή απαντήσεων που δίνονται από τον ερευνητή. Από την άλλη πλευρά, η φάση της ανάλυσης του υλικού περιλαμβάνει την κωδικοποίηση και κατηγοριοποίηση του υλικού. Τέλος, στη φάση επεξεργασίας και ερμηνείας των αποτελεσμάτων επιχειρείται η ερμηνεία των δεδομένων βάση του θεωρητικού πλαισίου που έχει επιλεχτεί και των υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί (Σακαλάκη στο Παπαστάμου, 2001: 481 - 488).
Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου περιλαμβάνει μια διαδικασία σχεδιασμένη να συμπυκνώσει τα ακατέργαστα στοιχεία σε κατηγορίες ή θέματα βασισμένα σε έγκυρα συμπεράσματα και ερμηνείες. Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιεί τον επαγωγικό συλλογισμό, από τον οποίο τα θέματα και οι κατηγορίες προκύπτουν από τα στοιχεία μέσω της προσεκτικής εξέτασης του ερευνητή και τη συνεχή σύγκριση. Αλλά η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου δεν πρέπει να αποκλείσει τον παραγωγικό συλλογισμό (Patton, 2002). Η παραγωγή των εννοιών ή των μεταβλητών από τη θεωρία ή τις προηγούμενες μελέτες είναι επίσης πολύ χρήσιμη για την ποιοτική έρευνα, ειδικά στα βήματα της ανάλυσης στοιχείων (Βerg, 2001).
Η διαδικασία της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου συχνά αρχίζει κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της συλλογής δεδομένων. Αυτή η πρόωρη συμμετοχή στη φάση ανάλυσης βοηθά τον ερευνητή να ελίσσεται μεταξύ της ανάπτυξης της έννοιας και της συλλογής των δεδομένων, και μπορεί να τον βοηθήσει να κατευθυνθεί προς πηγές που είναι πιο χρήσιμες για τις ερευνητικές ερωτήσεις του (Miles & Huberman, 1994).
Για να υποστηρίξει τα έγκυρα και αξιόπιστα συμπεράσματα, η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου περιλαμβάνει ένα σύνολο συστηματικών και διαφανών διαδικασιών για τα στοιχεία. Μερικά από τα βήματα επικαλύπτουν με τις παραδοσιακές ποσοτικές διαδικασίες ανάλυσης περιεχομένου (Tesch, 1990), ενώ άλλα είναι μοναδικά σε αυτήν την μέθοδο. Ανάλογα με τους στόχους της μελέτης, η ανάλυση περιεχομένου μπορεί να είναι πιο εύκαμπτη ή τυποποιημένη, αλλά γενικά μπορεί να διαιρεθεί σε ακόλουθα βήματα, αρχίζοντας με την προετοιμασία των στοιχείων και τη διαδικασία της καταγραφής των συμπερασμάτων σε μια έκθεση.
Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναλύσει τους διάφορους τύπους στοιχείων, αλλά γενικά τα στοιχεία πρέπει να μετασχηματιστούν σε γραπτό κείμενο προτού να αρχίσει η ανάλυση. Εάν τα στοιχεία προέρχονται από τα υπάρχοντα κείμενα, η επιλογή του περιεχομένου πρέπει να δικαιολογηθεί από το ζητούμενο της έρευνας (Patton, 2002). Κατά τη έντυπη καταγραφή συνεντεύξεων, προκύπτουν οι ακόλουθες την ερωτήσεις: (1) θα καταγραφούν όλα τα θέματα του ερευνητή ή μόνο οι κύριες ερωτήσεις από τον οδηγό συνέντευξης; (2) θα καταγραφούν οι διατυπώσεις αναλυτικά ή μόνο σε περίληψη; και (3) πρέπει οι παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (π.χ., ήχοι, μικρές διακοπές, και άλλες ευδιάκριτες συμπεριφορές) να μεταγραφούν ή όχι (Schilling, 2006: 31-33); Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις πρέπει να βασιστούν στα ερευνητικά ερωτήματα.
Η μονάδα της ανάλυσης αναφέρεται στη βασική μονάδα του κειμένου που ταξινομείται κατά τη διάρκεια της ανάλυσης περιεχομένου. Τα μηνύματα πρέπει να κατηγοριοποιηθούν προτού να μπορέσουν να κωδικοποιηθούν, και οι διαφορές στον καθορισμό των θεμάτων μπορούν να επηρεάσουν την κωδικοποίηση καθώς επίσης και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων με άλλες παρόμοιες μελέτες (De Wever και λοιποί, 2006). Επομένως, ο καθορισμός της μονάδας κωδικοποίησης είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις και σημαντικές αποφάσεις (Weber, 1990).
Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου χρησιμοποιεί συνήθως τα μεμονωμένα θέματα ως μονάδα για την ανάλυση, παρά τις φυσικές γλωσσικές μονάδες (π.χ., λέξη, πρόταση, ή παράγραφος) που χρησιμοποιούνται συχνότερα στην ποσοτική ανάλυση περιεχομένου. Μια περίπτωση ενός θέματος μπορεί να εκφραστεί σε μια μεμονωμένη λέξη, μια φράση, μια πρόταση, μια παράγραφο ή σε ένα ολόκληρο έγγραφο. Κατά τη χρησιμοποίηση του θέματος ως μονάδα κωδικοποίησης, αρχικά ερευνώνται οι εκφράσεις μιας ιδέας (Minichiello και λοιποί, 1990). Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να οριστεί ένας κώδικας σε ένα κομμάτι κειμένων οποιουδήποτε μεγέθους, εφ' όσον αντιπροσωπεύει εκείνο το ενιαίο θέμα ή ζήτημα σχετικό με τα ερευνητικά ερωτήματα.
Απαραίτητη διαδικασία είναι όμως η ανασύνθεση των τεκμηρίων σε ενότητες, προκειμένου να μπορέσει ο ερευνητής να αναδιοργανώσει τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχονται σε αυτά, ώστε να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό της έρευνας.
Είναι πολύ σημαντικό ο ερευνητής να έχει σαφείς στόχους, να ξέρει τι ακριβώς θέλει να ερευνήσει, για να προβεί έτσι στον κατάλληλο τεμαχισμό του υλικού σε ενότητες ανάλυσης σύμφωνα με το σκοπό της έρευνας. Ο προσδιορισμός των ενοτήτων ανάλυσης είναι πολύ σημαντική διαδικασία, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται το πόσο λεπτή θα είναι η ανάλυση, βοηθά στο να γίνουν συγκρίσιμα τα στοιχεία του υλικού που μελετάται και επιτρέπει την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων. Όσο πιο μικρή είναι η ενότητα ανάλυσης, τόσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός τους και βέβαια η ανάλυση γίνεται πιο λεπτομερής.
Απαραίτητη διαδικασία κατά την ανάλυση περιεχομένου είναι η δημιουργία ενός συστήματος κατηγοριών. Η δημιουργία κατηγοριών επιτρέπει την λεπτομερή ανάλυση του περιεχομένου και την ποσοτικοποίηση του. Η κάθε κατηγορία αποτελείται από καταστάσεις, πράγματα, αντικείμενα που έχουν κοινές ιδιότητες ή κοινά χαρακτηριστικά. Η κάθε κατηγορία δηλαδή δημιουργείται με κριτήρια ποιοτικά. Οι κατηγορίες επιτρέπουν τη συστηματική ταξινόμηση του υλικού που αναλύεται και από το πόσο επιτυχές είναι αυτό το σύστημα κατηγοριών εξαρτάται και η επιτυχία της ανάλυσης και κατά συνέπεια η εγκυρότητα της έρευνας.
Κατά την ανάλυση περιεχομένου τα στοιχεία του υλικού που μελετάται ταξινομούνται σ’ ένα προκαθορισμένο σύστημα κατηγοριών, κατατάσσονται δηλαδή σε κάποιες κατηγορίες. Έτσι το υλικό που μελετάται χαρακτηρίζεται από την ποσότητα των στοιχείων που υπάρχουν σε κάθε κατηγορία.
Οι κατηγορίες και ένα σχέδιο κωδικοποίησης μπορούν να προέλθουν από τρεις πηγές: τα στοιχεία, οι προηγούμενες σχετικές μελέτες, και τις θεωρίες. Τα σχέδια κωδικοποίησης μπορούν να αναπτυχθούν και επαγωγικά και αφαιρετικά. Στις μελέτες όπου καμία θεωρία δεν είναι διαθέσιμη, πρέπει οι κατηγορίες να παραχθούν επαγωγικά από τα στοιχεία. Η επαγωγική ανάλυση περιεχομένου είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για τις μελέτες που σκοπεύουν να αναπτύξουν τη θεωρία, παρά εκείνους που σκοπεύουν να περιγράψουν ένα ιδιαίτερο φαινόμενο ή να ελέγξουν μια υπάρχουσα θεωρία. Όταν αναπτύσσονται οι κατηγορίες επαγωγικά από τα ακατέργαστα στοιχεία, ο ερευνητής ενθαρρύνεται να χρησιμοποιήσει τη συνεχή συγκριτική μέθοδο (Glaser & Strauss, 1967), δεδομένου ότι είναι ικανή να υποκινήσει τις αρχικές ιδέες, αλλά είναι επίσης ικανή να καταστήσει προφανείς τις διαφορές μεταξύ των κατηγοριών.
Η ουσία της συνεχούς συγκριτικής μεθόδου είναι αφενός η συστηματική σύγκριση κάθε κειμένου που ορίζεται σε μια κατηγορία με κάθε έναν από τους παράγοντες που προσδιορίστηκαν ήδη σε εκείνη την κατηγορία, προκειμένου να γίνουν κατανοητές πλήρως οι θεωρητικές ιδιότητες της κατηγορίας και αφετέρου ενσωματώνει τις κατηγορίες και τις ιδιότητές τους μέσω της ανάπτυξης των ερμηνευτικών υπομνημάτων.
Για μερικές μελέτες, υπάρχει ένα προκαταρκτική πρότυπο ή μια θεωρία στην οποία μπορεί να βασιστεί η έρευνα. Μπορεί να παραχθεί ένας αρχικός κατάλογος κατηγοριών κωδικοποίησης από το πρότυπο ή τη θεωρία, και να τροποποιηθεί  το πρότυπο ή η θεωρία στην πορεία της ανάλυσης καθώς οι νέες κατηγορίες προκύπτουν επαγωγικά (Miles & Huberman, 1994). Η υιοθέτηση των σχεδίων κωδικοποίησης που αναπτύσσονται σε προηγούμενες μελέτες προσφέρουν το πλεονέκτημα της υποστήριξης των υποθέσεων και τη σύγκριση των ερευνητικών συμπερασμάτων μέσω διαφόρων μελετών.
Στην ποσοτική ανάλυση περιεχομένου, οι κατηγορίες πρέπει να είναι αποκλειστικές επειδή οι μεταβλητές θα παραβίαζαν τις υποθέσεις μερικών στατιστικών διαδικασιών (Weber, 1990). Εντούτοις, στην πραγματικότητα, ο ορισμός ενός ιδιαίτερου κειμένου σε μια ενιαία κατηγορία μπορεί να είναι πολύ δύσκολος. Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένου επιτρέπει να ταξινομηθεί μια μονάδα του κειμένου σε περισσότερες από μια κατηγορίες ταυτόχρονα (Tesch, 1990). Ακόμα κι έτσι, οι κατηγορίες στο σχέδιο κωδικοποίησής πρέπει να καθοριστούν με τέτοιο τρόπο ώστε ότι είναι εσωτερικά όσο το δυνατόν πιο ομοιογενείς και εξωτερικά όσο το δυνατόν πιο ετερογενής (Lincoln & Guba, 1985).
Για να εξασφαλιστεί η συνέπεια της κωδικοποίησης, ειδικά όταν εμπλέκονται πολλαπλάσιοι κωδικοποιητές, επιβάλλεται να αναπτυχθεί ένα εγχειρίδιο κωδικοποίησης, το οποίο να περιέχει συνήθως από τα ονόματα των κατηγοριών, τους ορισμούς ή τους κανόνες για τους κώδικες, και τα παραδείγματα (Weber, 1990). Μερικά εγχειρίδια κωδικοποίησης έχουν έναν πρόσθετο τομέα για τη λήψη των σημειώσεων καθώς η κωδικοποίηση προχωρά. Χρησιμοποιώντας τη συνεχή συγκριτική μέθοδο, το εγχειρίδιο κωδικοποίησής χρησιμοποιείται σε όλη τη διαδικασία της ανάλυσης στοιχείων.
Για να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα του συστήματος κατηγοριών, πρέπει να θεμελιώνεται στους εξής κανόνες:
α) Της αντικειμενικότητας, που σημαίνει η ταξινόμηση κάποιου στοιχείου σε κάποια κατηγορία πρέπει να είναι αντικειμενική, να μην εξαρτάται από την άποψη, την προσωπικότητα του ερευνητή. Δηλαδή να μην υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των ερευνητών για την καταχώρηση κάποιου στοιχείου σε συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά να συμφωνούν όλοι στο ότι το συγκεκριμένο στοιχείο πρέπει να καταχωρηθεί στη συγκεκριμένη κατηγορία. Για να εξασφαλιστεί όμως αυτό, απαιτείται τα χαρακτηριστικά των κατηγοριών να είναι ορισμένα με σαφήνεια και ακρίβεια ώστε να είναι αντιληπτή ξεκάθαρα η διαφορά της μιας κατηγορίας απ’ την άλλη (Βάμβουκας, 1998 : 269- 275). Βασικό χαρακτηριστικό της μεθόδου είναι η προσπάθεια να περιοριστεί η υποκειμενικότητα του ερευνητή κατά τη διεξαγωγή της έρευνας και την καταγραφή και κατηγοριοποίηση του υλικού ( Κυριαζή, 1998, σ. σ. 284-285 ).
β) Της εξαντλητικότητας, που σημαίνει ότι όλες οι ενότητες ανάλυσης πρέπει να καταχωρούνται σε κάποια κατηγορία και να μην υπάρχει καμιά ενότητα ανάλυσης που να μην καταχωρείται σε κάποια κατηγορία. Για να επιτευχθεί πολλές φορές ο κανόνας της εξαντλητικότητας στο σύστημα κατηγοριοποίησης, μπορεί να δημιουργηθεί μια κατηγορία με την ονομασία «διάφορα».
γ) Της καταλληλότητας, που σημαίνει ότι οι κατηγορίες πρέπει να είναι κατάλληλες, δηλαδή να είναι συνάρτηση των στόχων της έρευνας. Ο ερευνητής επινοεί τις κατάλληλες κατηγορίες που ταιριάζουν στο σκοπό και τους στόχους της έρευνας. Δεν υπάρχουν προκαθορισμένες κατηγορίες που να είναι κατάλληλες σε κάθε τύπο έρευνας, παρά μόνο κάποιες γενικές κατηγορίες που μπορούν να γίνουν κατάλληλες με κάποια προσαρμογή.
δ) Του αμοιβαίου αποκλεισμού, που σημαίνει ότι κάθε ενότητα ανάλυσης πρέπει να καταχωρείται σε μια και μόνο κατηγορία. Δεν πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να μπορεί να καταχωρηθεί και σε άλλη κατηγορία. Η καταχώρησή της δηλαδή σε μια κατηγορία πρέπει να αποκλείει την καταχώρησή της και σε άλλη κατηγορία.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η εγκυρότητα και η αποτελεσματικότητα της έρευνας εξαρτάται από το πόσο έγκυρες είναι οι κατηγορίες. Βέβαια η διατύπωση των κατηγοριών προχωρεί σε τρία στάδια:
α) Προσδιορισμός των υποθέσεων της έρευνας: Οι υποθέσεις της έρευνας πρέπει να προσδιοριστούν με ακρίβεια και σαφήνεια γιατί σε αυτές θα βασιστεί η ανάλυση.
β) Διατύπωση ενός προσωρινού συστήματος κατηγοριών: Σ΄ αυτό το στάδιο οι μεταβλητές και οι τιμές που παίρνουν ή στις συνθήκες που βρίσκονται, αποτελούν ένα προσωρινό σύστημα κατηγοριών, αποτελούν τις αρχικές κατηγορίες.
γ) Διατύπωση οριστικού συστήματος κατηγοριών: Με αφετηρία το προσωρινό σύστημα κατηγοριών, επιχειρείται ανάλυση μερικών τεκμηρίων κι έτσι οι αρχικές κατηγορίες αναθεωρούνται, εμπλουτίζονται και βελτιώνονται, μέχρι που διατυπώνεται ένα οριστικό σύστημα κατηγοριών με λεπτομέρεια και σαφήνεια, ώστε οι καθορισμένες κατηγορίες να κατανοούνται απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο.
Όταν οι υποθέσεις της έρευνας είναι σαφώς διατυπωμένες και ακριβείς, τότε μπορούν να υπάρξουν εκ των προτέρων προκαθορισμένες κατηγορίες. Για να υπάρξουν σαφώς διατυπωμένες υποθέσεις, μπορεί να βοηθήσει μια προκαταρκτική έρευνα. Όταν δεν υπάρχουν ακριβείς υποθέσεις διατυπωμένες με σαφήνεια, τότε η δημιουργία, η επιλογή των κατηγοριών είναι δύσκολη. Η συστηματική μελέτη του υλικού σ’ αυτή την περίπτωση, βοηθά σημαντικά για τον εντοπισμό των στοιχείων που έχουν σχέση με το στόχο της έρευνας. Τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται μπορούν να υποδείξουν κάποια κατηγορία την οποία μπορούν να δημιουργήσουν και να υπαχθούν.
Η συγκρότηση των κατηγοριών είναι ιδιαίτερα λεπτή και δύσκολη διαδικασία. Ιδιαίτερα για εξασφαλιστεί η αρχή της εξαντλητικότητας πρέπει ο αριθμός των κατηγοριών να είναι πολύ μεγάλος που ωστόσο κάνει πολύ δύσκολο μέχρι ανεφάρμοστο το σύστημα παρατήρησης και ταξινόμησης. Σ’ αυτή την περίπτωση ο ερευνητής μπορεί να δημιουργήσει πολύ λεπτές κατηγορίες όπου η κάθε ενότητα ανάλυσης θα έχει μικρή συχνότητα εμφάνισης και θα δημιουργηθεί όμως έτσι μεγάλος αριθμός κατηγοριών ή πιο γενικές κατηγορίες που θα μειώνεται έτσι ο συνολικός αριθμός κατηγοριών, όμως που ίσως θα χάνονται ουσιώδεις πληροφορίες. Πολλές φορές ο ερευνητής δημιουργεί ένα αναλυτικό και ένα συμπυκνωμένο πίνακα ο οποίος αποτελεί μια ομαδοποίηση του αναλυτικού πίνακα. Η ομαδοποίηση για να γίνει προϋποθέτει ότι οι ενότητες ανάλυσης παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά.
Για να εξασφαλιστεί ο κανόνας του αμοιβαίου αποκλεισμού μπορεί να γίνει μείωση των ενοτήτων ανάλυσης έτσι ώστε η κάθε ενότητα να περιέχει λιγότερα στοιχεία κι έτσι να διαφοροποιείται πιο πολύ απ’ τις άλλες. Ακόμα ο ερευνητής μπορεί να δημιουργήσει μια  κατηγορία με την ονομασία «διάφορα» οπότε μπορούν να καταχωρούνται σ’ αυτήν, όσες ενότητες ανάλυσης ενδέχεται να ταξινομούνται σε μια ή περισσότερες κατηγορίες.
Κάθε κατηγορία ανάλυσης θεωρείται εξαρτημένη μεταβλητή και μπορεί να χαρακτηρίζεται από μία η περισσότερες τιμές. Όταν χαρακτηρίζεται μόνο από μια τιμή, χρησιμοποιείται η ονοματική κλίμακα (παρουσία – απουσία) εκτίμησης για την ποσοτικοποίηση ενός δεδομένου.
Όταν χαρακτηρίζεται από περισσότερες τιμές, τότε χρησιμοποιείται η τακτική κλίμακα εκτίμησης, δηλαδή κωδικογραφείται και η ένταση του χαρακτηριστικού που μελετάται.
Πάντα υπάρχει η κατηγορία «διάφορα» όπου αποτελείται απ’ τις ενότητες ανάλυσης οι οποίες δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε κάποια κατηγορία, ή που ταξινομούνται σε κάποια κατηγορία όμως παρουσιάζουν χαμηλή συχνότητα εμφάνισης (Βάμβουκας, 1998 : 276- 281).
Η ανάλυση περιεχομένου είναι μια αξιόπιστη μέθοδος αφού είναι δυνατό το υλικό να αναλυθεί επανειλημμένα, και να εξασφαλίσει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων. Ο τεμαχισμός του υλικού σε ενότητες ανάλυσης και στη συνέχεια η καταχώρησή τους σε κατηγορίες επιτρέπουν μια συνοπτική παρουσίαση του υλικού που όμως παρουσιάζονται εξαντλητικά όλες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με το θέμα της έρευνας. Βέβαια όταν η ανάλυση περιεχομένου στηρίζεται σε δείγματα, είναι δύσκολο να παρουσιαστούν εξαντλητικά όλες οι πληροφορίες χωρίς να παραλειφθεί καμιά, γιατί οι κατηγορίες δεν καλύπτουν το 100% των ενοτήτων ανάλυσης.
Σε αντίθεση με την απλή ανάγνωση του υλικού, η ανάλυση περιεχομένου δίνει τη δυνατότητα α) για συστηματική διερεύνηση του υλικού ώστε να εξετάζεται στην ολότητά του κι όχι αποσπασματικά, β) την επανάληψη και τον έλεγχο της διαδικασίας με την προϋπόθεση βέβαια οι κατηγορίες για την ταξινόμηση των δεδομένων να έχουν οριστεί με ακρίβεια και γ) την ποσοτικοποίηση των δεδομένων. Σε αντίθεση λοιπόν με την απλή ανάγνωση του κειμένου, «η ανάλυση περιεχομένου επιτρέπει τη συστηματική διερεύνηση του κειμένου». Οδηγεί στη συστηματική κωδικοποίηση του γραπτού και του προφορικού λόγου κι ως εκ τούτου αντιστοιχεί στην ποσοτικοποίηση του περιεχομένου των μη τυποποιημένων συνεντεύξεων (Κυριαζή, 1998 : 284-285).
Αυτήν την διαδικασία εφαρμόσαμε και εμείς, ορίζοντας ως μονάδα ανάλυσης το συνολικό κείμενο των απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων, αντιπαραθέτοντας τα δεδομένα μας με αρχικές, δοκιμαστικές κατηγορίες οι οποίες τροποποιούνταν κατά την ερευνητική διαδικασία ώστε να πάρουν την τελική τους μορφή. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Κυριαζή, «αναλόγως με το πόσο κατάλληλες αποδεικνύονται οι κατηγορίες στη πράξη, τροποποιούνται ή οριστικοποιούνται» (Κυριαζή, 1999: 293).
Η Ανάλυση Περιεχομένου στην ουσία είναι διαδικασία κατηγοριοποίησης, ως εκ τούτου, αφορά τη μετατροπή του κειμένου σε κατηγορίες, που εκφράζουν ένα συγκεκριμένο σύστημα κωδικοποίησης. Στην αρχική διαμόρφωση των κατηγοριών στην παρούσα έρευνα, συντέλεσαν οι ισχύουσες γνώσεις για το υπό έρευνα θέμα, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο θεωρητικό μέρος της εργασίας. Αυτές δοκιμάστηκαν στα δεδομένα και ανάλογα με το πόσο κατάλληλες κρίθηκαν τροποποιήθηκαν, προστέθηκαν νέες και οριστικοποιήθηκαν. Η τελική τους μορφή είναι αποτέλεσμα της συνεχούς διαπλοκής θεωρίας και δεδομένων. Έτσι η μέθοδος ανάλυσης που επιλέχθηκε συνδυάζει στοιχεία ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης περιεχομένου.
Από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο των συνεντεύξεων, οι αναφορές που συγκεντρώθηκαν, κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα με τη συχνότητά τους σε πέντε θεματικές ενότητες:
Προσπαθώντας να ορίσουμε τον όρο κοινωνία ξεκινούμε από την παραδοχή ότι ο άνθρωπος για να πραγματοποιήσει το νόημα της ύπαρξής του χρειάζεται τη συμβίωση με άλλους ανθρώπους. Αυτή η συμβίωση κατ’ ανάγκη σημαίνει αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Η αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση εξωτερικεύονται με συνεργασίες σε διάφορα επίπεδα: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό κλπ. Μέσα από τις συνεργασίες αναφύονται αντιθέσεις, οι οποίες προέρχονται είτε από διαφορετικά συμφέροντα, είτε από διαφορετικές ιδεολογίες ή αντιλήψεις για τη ζωή.
Με τον όρο κοινωνία νοείται το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε κάποιον τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο και έχει ευρεία (ανθρωπότητα) ή στενή εφαρμογή (ομάδες ανθρώπων στο χώρο και τον χρόνο) ως έννοια. Σε έναν εναλλακτικό ορισμό, ως κοινωνία φέρεται η διαρκής στο χρόνο συνεργατική ομάδα, τα μέλη της οποίας ανέπτυξαν οργανωμένα πρότυπα σχέσεων μέσω της διαρκούς αλληλεπίδρασής τους (BRITANNICA)
Συνεπώς, η έννοια κοινωνία στην ειδική μορφή της συσχετίζεται με ιδιαίτερες δομές που υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή. Η μεταβολή μπορεί να είναι γραμμική ή κυκλική. Το μεγαλύτερο τμήμα της συνήθους κοινωνικής ζωής οργανώνεται βάσει κυκλικών εναλλαγών -χρόνος, εβδομάδα, έτος- οι οποίες θεωρούνται αναγκαίες συνθήκες σταθερότητας της κοινωνικής δομής. Σε ό,τι αφορά στη γραμμική μεταβολή, τη διαρκή ευθύγραμμη εξέλιξη της κοινωνίας μέσα στο χρόνο με σχέσεις αιτίου αιτιατού, η ιδέα θεμελιώθηκε κυρίως από τους κοινωνικούς εξελικτικιστές Αύγουστο Κόμτ και Χέρμπερτ Σπένσερ και υποδηλώνει ότι η κοινωνική εξέλιξη σε ιδανικές μορφές κοινωνίας είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης επιλογής.
Σχετική με την επικοινωνία ατόμων ή ομάδων μέσα σε μια κοινωνία, είναι η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, ιδιαίτερα γόνιμη για την κοινωνική ψυχολογία.
Η κοινωνική αναπαράσταση προσδιορίζεται εννοιολογικά χρησιμοποιούμενη από τον Serge Moscovici και περικλείει οτιδήποτε σχετίζεται με την κοινή σκέψη. Σύμφωνα με το Moscovici (Moscovici στο Ψωμιάδη, 2006: 4), οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αποτελούν ένα «οργανωμένο corpus γνώσεων», μία «ψυχική δραστηριότητα» και ορίζονται ως: «το αποτέλεσμα μιας κοινωνικά επεξεργασμένης και κοινά αποδεκτής γνώσης, [...] μετάφραση της πραγματικότητας, ανοικοδόμηση του αντικειμένου με τρόπο ώστε να γίνεται από όλους κατανοητό, [...] εργαλείο με τη βοήθεια του οποίου ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα αντιλαμβάνεται και ιδιοποιείται τον περιβάλλοντα κόσμο, [...] κοινωνική πρόσληψη που παίζει σημαντικό ρόλο στο επίπεδο της επικοινωνίας και της συμπεριφοράς, [...] κοινωνιο-γνωστική διεργασία μέσα από την οποία το υποκείμενο πλησιάζει το αντικείμενο, το οποίο μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα, ένα γεγονός, μια ιδέα, μια θεωρία».
Η Denise Jodelet (Jodelet στο Ψωμιάδη, 2006: 5), εξετάζοντας την κοινωνική αναπαράσταση «ως προϊόν και διαδικασία μιας ψυχολογικής και κοινωνικής επεξεργασίας της πραγματικότητας», δίνει τον εξής ορισμό: «Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις είναι τρόποι της πρακτικής σκέψης που προσανατολίζονται προς την επικοινωνία, την κατανόηση και τον έλεγχο του κοινωνικού, υλικού και ιδεατού περιβάλλοντος. Σαν τέτοιες, παρουσιάζουν ειδικά χαρακτηριστικά στο επίπεδο της οργάνωσης των περιεχομένων, των νοητικών εγχειρημάτων και της λογικής. Το κοινωνικό σφράγισμα των περιεχομένων ή των διαδικασιών της αναπαράστασης πρέπει να ανάγεται στις συνθήκες και στα πλαίσια μέσα από τα οποία αναδύονται οι αναπαραστάσεις, στις επικοινωνίες μέσω των οποίων κυκλοφορούν, στις λειτουργίες στις οποίες χρησιμεύουν στην αλληλεπίδραση με τον κόσμο και τους άλλους».
Ένας συνδυασμός όπου αναμειγνύονται η τεχνική και η τεχνολογία, οι κοινωνικές σχέσεις, η γλώσσα ως ουσιαστικό και μοναδικό στοιχείο της επικοινωνίας, αλλά και ως προϊόν και εργαλείο για εννοιολογικές και πνευματικές παραγωγές αποτελεί για τον Malinowski (Malinowski, 1953, στο Καλούρη-Αντωνοπούλου, 2006: 4), τον ορισμό του πολιτισμού και της κουλτούρας. Τέσσερα στοιχεία υποστηρίζει ότι αποτελούν και συστήνουν την κουλτούρα ως έννοια και ως ουσία: τα υλικά αγαθά που προέρχονται από τις τεχνολογικές δραστηριότητες, η κοινωνική δομή, η ανάπτυξη και η εξέλιξη της γλώσσας και το σύστημα των πνευματικών αξιών. Η κουλτούρα συνυπάρχει με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, υπάρχει και χαρακτηρίζει κάθε άτομο και κάθε ανθρώπινη ομάδα
Σύμφωνα με τον Tylor (Tylor, 1871: 12) ο όρος πολιτισμός ή κουλτούρα με την πιο ευρεία εθνογραφική του έννοια, περιγράφει αυτό το σύνθετο όλο που περιέχει τη γνώση, την επιστήμη, την τέχνη, τα ήθη, τους νόμους, τα έθιμα και οποιεσδήποτε άλλες δυνατότητες και συνήθειες έχει αποκτήσει ο άνθρωπος ως μέλος της κοινωνίας.
Κατά τον Urevbu (Urevbu, 1997, στο Ρόκος, 2000: 121) «Σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν δίκτυα αξιών και τρόπων σκέψης, εθίμων και προτύπων συμπεριφοράς, τα οποία προσδιορίζουν τον τρόπο ζωής και τον κόσμο στον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες δρουν, αποφασίζουν και λύνουν τα προβλήματα, εξασφαλίζουν την τροφή, την ένδυση, τη στέγη και οποιαδήποτε αγαθά και υπηρεσίες χρειάζονται».
Έτσι, ένα πολιτισμικό σύστημα κάποιου είδους, το οποίο επηρεάζεται καθοριστικά από τα εθνικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τις οικονομικές συνθήκες και τις αντίστοιχες ιδιαιτερότητες και διαφορές κάθε ανθρώπινης κοινότητας, αλλά και από τις γεωμορφολογικές, φυσικές, κλιματικές και γενικότερα περιβαλλοντικές συνθήκες των συγκεκριμένων περιφερειών στις οποίες αυτά αναπτύσσονται, μπορεί να αναγνωρισθεί και να «ορισθεί» ως το συγκεκριμένο πολιτισμικό σύστημα της συγκεκριμένη κοινωνίας.
Συνεπώς, κάθε ανθρώπινη κοινωνία στο χώρο και το χρόνο, διαθέτει το δικό της διακριτό πολιτισμό, έτσι ώστε τα μέλη της να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε ορισμένα σημαντικά πεδία από τα μέλη οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας.
Πολιτική είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία ομάδες ανθρώπων λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις. Ο όρος εφαρμόζεται γενικά στη συμπεριφορά μέσα στις αστικές κυβερνήσεις, αλλά η πολιτική έχει παρατηρηθεί σε άλλες αλληλεπιδράσεις ομάδας, συμπεριλαμβανομένων των εταιρικών, ακαδημαϊκών και θρησκευτικών οργάνων. Περιγράφει τις κοινωνικές σχέσεις που περιλαμβάνουν την αρχή ή τη εξουσία και τις μεθόδους και την τακτική που χρησιμοποιούνται από μια πολιτική ομάδα προκειμένου να διατυπώσει και να εφαρμόσει την πολιτική της.
Η σημασία της πολιτικής διαδι­κασίας εξαρτάται ευθέως από το περιεχόμενο των ζητημάτων για τα οποία καλούνται τα άτομα να λαμβάνουν αποφάσεις. Με άλλα λόγια, ακόμη και εάν είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε περίπου ιδανικές διαδικαστικές συνθήκες για να διαλεχθούμε και να λά­βουμε τις αποφάσεις μας, ο βαθμός στον οποίο η όλη διαδικασία έχει σημασία για τον καθένα από εμάς, εξαρτάται και από το είδος των αποφάσεων που είμαστε σε θέση να λάβουμε, τη φύση των κοινωνικών πεδίων στα οποία οι αποφάσεις μας θα ασκήσουν επιρροή. (FRAZER, 2000: 88-103).
Σήμερα η πολιτική μπορεί να νοηθεί με τέσσερις βασικούς τρόπους. Ως πολιτική μπορεί να ορισθεί: α) ο συνολικός τρόπος με τον οποίο οργανώνεται μια κοινωνία, β) η κατανομή των αγαθών και των εργασιών, γ) το σύνολο της δραστηριότητας του κράτους, δ) ο αγώνας για την εξουσία (Lenk 1990:25-26).
Οι πιο πάνω ορισμοί της πολιτικής παρέχουν αντίστοιχα μια διευρυμένη ή συρρικνωμένη εικόνα των πολιτικών φαινομένων. Σύμφωνα με τους δύο τελευταίους ορισμούς που αντιστοιχούν στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση (Σπουρδαλάκης 1990: 197) οι εννοιολογήσεις του πολιτικού επικεντρώνονται κυρίως στο θεσμικό εξουσιαστικό φαινόμενο και το κράτος, ενώ σύγχρονες ριζοσπαστικές πολιτολογικές θεωρήσεις αντιμετωπίζουν την πολιτική ως ένα ευρύ σύνολο δομών και διαδικασιών που αφορούν στη διαχείριση (διατήρηση ή μεταβολή) του κοινωνικού συστήματος εν γένει. Σχετικά με την ευρύτητα της εννοιολόγησης της πολιτικής η Vicky Randall χαρακτηριστικά σημειώνει ότι η πολιτική, εκτός από εμπρόθετη κοινωνική δράση ή διαδικασία, συνιστά και «άρθρωση των εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων» (Randall 1987:10).
Καθοριστικός υπήρξε ο ορισμός του πολιτικού κοινωνιολόγου Max Weber, ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα όρισε την πολιτική ως την «επιδίωξη συμμετοχής στην εξουσία ή άσκησης επιρροής στην κατανομή της εξουσίας είτε στο εσωτερικό ενός κράτους, ή στις ανθρώπινες ομάδες που υπάρχουν μέσα στο κράτος» (Lenk 1990: 26).
Επομένως, βασικό στοιχείο για τον προσδιορισμό του πολιτικού χαρακτήρα των ιδεών και των πράξεων των υποκειμένων συνιστά η συνείδηση της επίτευξης ενός σκοπού, δηλαδή η συνειδητή επιλογή ενός σχεδιασμένου και προσανατολισμένου προς τη δημόσια ζωή στόχου μέσω του οποίου τα υποκείμενα επιθυμούν τη διατήρηση ή την ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης (Lenk 1990: 28).
Έθνος ορίζεται το σύνολο των ανθρώπων τα οποία διακρίνονται και θέλουν να διακρίνονται, ως σύνολο από άλλα σύνολα, υπερσύνολα και υποσύνολα προσώπων βάσει αμφιλεγόμενων κριτηρίων (φυλετικών, γλωσσικών, ιστορικών, λαογραφικών, πολιτιστικών, πολιτικών, εδαφικών) των οποίων η εναλλακτική κατά περίσταση εφαρμογή καθιστά αδύνατη τη διατύπωση ενός σαφούς ορισμού κοινής αποδοχής (Εγκυκλ. Πάπυρος L. B., τόμ. 18: 495).
Η εθνική ταυτότητα είναι μια ειδική περίπτωση συλλογικής ταυτότητας. Αυτό δε σημαίνει μια συστηματική για παράδειγμα ένωση ατόμων, αλλά αποτελεί παρουσίαση από τα μέλη μιας συλλογικής έννοιας, η οποία πρέπει να είναι κοινωνικά μοιραζόμενη και το σημείο κλειδί αποτελεί η γνώση αυτού του δεσμού από τα άτομα (Estel, 2002: 108).
Η θεωρία της ταυτότητας νοείται ως μια βαθιά ψυχολογική σχέση μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού περιβάλλοντός του και την εσωτερίκευση των κοινωνικών συμπεριφορών. Περιλαμβάνει τα ανθρώπινα συναισθήματα, τις ανθρώπινες συμπεριφορές και την ανθρώπινη πίστη από μια ψυχολογική σκοπιά, χωρίς να αποκλείεται η επίδραση κοινωνικοοικονομικών ή πολιτικών παραγόντων (Bloom, 1990: 4).
Πιο συγκεκριμένα, ο όρος εθνοτική ταυτότητα χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση του ανήκειν σε μια εθνοτική ομάδα καθώς και τις αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που απορρέουν από τη συμμετοχή του ατόμου στην ομάδα αυτή (Rotheram & Phinney, 1987: 17).
Κατά την προσέγγιση της κοινωνικής ψυχολογίας, η εθνοτική ταυτότητα αποτελεί μια από τις διαστάσεις της κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου. Η κοινωνική ταυτότητα είναι εκείνο το μέρος της αυτοαντίληψης του ατόμου, που απορρέει από τη γνώση ότι είναι μέλος μιας κοινωνικής ομάδας (ή ομάδων) σε συνδυασμό με την αξία και τη συναισθηματική σπουδαιότητα που αποδίδεται στη συμμετοχή του στην κοινωνική ομάδα (Tajfel, 1986: 255). Είναι δηλαδή η αυτοαντίληψη που απορρέει από την ένταξη του ατόμου σε κοινωνικές ομάδες και διαμορφώνεται σε σχέση με το «εμείς» και τα υπόλοιπα μέλη της έσω-ομάδας (Hogg & Vaughan, 2002, 23).
Η αυτό-κατηγοριοποίηση και ο προσδιορισμός του ατόμου ως μέλους της έσω-ομάδας ενισχύει τις προκαταλήψεις σε βάρος της έξω-ομάδας. Αυτές οι προκαταλήψεις δύνανται να οδηγήσουν σε αρνητική συμπεριφορά απέναντι στα μέλη της έξω-ομάδας και εξαρτώνται από τρεις παράγοντες: (α) τη σχέση μεταξύ αυτοαντίληψης και ένταξης στην έσω-ομάδα, (β) το βαθμό στον οποίο το περιβάλλον ενισχύει τη σύγκριση μεταξύ των ομάδων και (γ) τη σχετική αξία που αποδίδεται στην ομάδα σύγκρισης (Tajfel & Turner, 1979: 124).
Με τον όρο μέριμνα κράτους, εννοούμε την κοινωνική πολιτική του Ελληνικού κράτους απέναντι σε γηγενείς και πρόσφυγες την περίοδο της άφιξης και εγκατάστασης των προσφύγων. Μια πρώτη μορφή μέριμνας αποτελεί και η διανομή των γαιών στους πρόσφυγες, μέσα στο πλαίσιο αποκατάστασής τους. Συγκεκριμένα στη Δυτική Μακεδονία το 1924, μετά την άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων, άρχισαν οι εργασίες καταμέτρησης και χαρτογράφησης των χωραφιών και προχώρησαν σημαντικά, μέχρι τη διάλυση της ΕΑΠ, το Δεκέμβριο του 1930. Ανοιχτό παρέμενε το πρόβλημα της διανομής των χωραφιών στους πρόσφυγες, διαδικασία που θα απαιτούσε μερικά ακόμη χρόνια (4-5) για να ολοκληρωθεί. Επίσης η ΕΑΠ, πέρα από την εξασφάλιση και διανομή των ανταλλάξιμων τουρκικών ή βουλγαρικών σπιτιών, που ήταν σε καλή κατάσταση, φρόντισε να κάνει και τις απαραίτητες επισκευές σε αρκετά από αυτά που ήταν ετοιμόρροπα (Πελαγίδης, 1994: 111).
Επαρκές στοιχείο για την αγροτική αποκατάσταση θεωρείται κυρίως η απόκτηση κλήρου και όχι η εξασφάλιση του σπιτιού. Όσο για την έκταση του αγροτικού κλήρου που θα έπαιρναν οι δικαιούχοι πρόσφυγες, αυτή ορίστηκε για την περιφέρεια Κοζάνης σε 35 στρέμματα. Οι διανομές όμως διαμορφώνονταν ανάλογα με τον αριθμό των μελών μιας οικογένειας ως εξής: (α) 1 κλήρος σε οικογένεια με 2-3 μέλη, (β) 1 1/3 κλήρος σε οικογένεια με 4-5 μέλη και (γ) 1 1/2 κλήρος σε οικογένεια με 6 μέλη και άνω.
Μέχρι το 1930 η διαδικασία της διανομής ολοκληρώνεται, ενώ παράλληλα συντάσσονται τα πρώτα κτηματολόγια. Στην περιοχή Εορδαίας διανεμήθηκαν 190.867 κλήροι και 13.391 οικόπεδα (Πελαγίδης, 1994:122-133). Συγκεκριμένα, σε ένα σύνολο 29 συνοικισμών προσφύγων, με 5.270 οικογένειες, αποκαταστάθηκαν 21.543 άτομα (Φωτιάδης, 2009: 62).
Ωστόσο, η διαδικασία διανομής δεν έγινε χωρίς εμπόδια. Δημιουργούνταν πρόσθετα προβλήματα, γιατί συχνά δημιουργούνταν διαμάχες μεταξύ γηγενών και προσφύγων από τη διεκδίκηση των χωραφιών, των οποίων δεν ήταν ξεκάθαρη η νομική κατάσταση (αν ήταν ανταλλάξιμα ή όχι) (Πελαγίδης, 1994: 123).
Άλλοτε παρατηρούνται και αιματηρές συμπλοκές ή έντονες αντιδράσεις, γιατί οι πρόσφυγες ήθελαν να καταλάβουν κτήματα που από καιρό τα κατείχαν και τα καλλιεργούσαν οι ντόπιοι. Η περίπτωση των προστριβών, λόγω διεκδίκησης κτημάτων πότε από τους ντόπιους και πότε από τους πρόσφυγες, είναι πολύ συνηθισμένη και θίγεται συχνά ως γενικότερο πρόβλημα που απασχολεί τις εποικιστικές υπηρεσίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις το θέμα δημιουργείται από καθαρή υπαιτιότητα κάποιου εποικιστικού γραφείου ή οργάνου (Πελαγίδης, 1994: 189-190).
Στη συγκεκριμένη θεματική εστιάζουμε επίσης στη βοήθεια που δέχτηκαν οι πρόσφυγες της Δυτικής Μακεδονίας σε είδη τροφίμων, κλινοσκεπασμάτων και ρουχισμού. Τα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας πραγματοποιούνται κυρίως στη διετία 1924-1925, τότε που ο προσφυγικός κόσμος βρίσκεται σε πλήρη ένδεια και η κοινωνικοοικονομική του στάθμη είναι πολύ χαμηλή (Πελαγίδης, 1994: 143).
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα, πέρα από τα προβλήματα ενσωμάτωσης, στέγασης και σίτισης, έθεσε, ως επιτακτικό αίτημα των προσφύγων και το πρόβλημα της εκπαίδευσης. Αντιπροσωπευτικές της απόγνωσής τους ήταν οι φωνές των προσφύγων κοινοβουλευτικών. Ο πρόσφυγας βουλευτής Λ. Ιασονίδης μετέφερε την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι συμπατριώτες του, λέγοντας ότι ξεσπούν αν τους μιλούσε κανείς για το θέμα αυτό: «Τι θα κάμωμεν τα παιδιά μας; Σχολεία δεν υπάρχουν. Άνθρωποι οι οποίοι είχον στα χωριά τους τουλάχιστον ημιγυμνάσιον, ήλθον εις την Ελλάδα και δεν έχουν ούτε μονοτάξιον μικτόν δημοτικόν σχολείον» (Εφημερίς των Συζητήσεων της Δ’ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως στο Κρητικός: 4).
Το 1924 δίνεται στην ΕΑΠ το δικαίωμα να λαμβάνει ορισμένα μέτρα ίδρυσης σχολείων σε προσφυγικά χωριά. Στη Μακεδονία, μέχρι τον Αύγουστο του 1928 έχουν ανεγερθεί 266 σχολικά κτίρια, σε 65 χωριά προσφύγων ισάριθμα σπίτια έχουν μεταβληθεί σε σχολεία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα σχολεία λειτούργησαν κάτω από αυτοσχέδιες στέγες, ακόμη και σε καλύβες. (Πελαγίδης, 1994: 151).
Η κυβέρνηση Βενιζέλου στις 4 Ιουνίου 1930, υπέγραψε συμβόλαιο με μια Σουηδική εταιρία (Aktiebolager Kreuger & Toll) με σκοπό την λήψη δανείου 1.000.000 λιρών Αγγλίας αποκλειστικά και μόνο για την κατασκευή σχολικών κτιρίων. Η κυβέρνηση Βενιζέλου περηφανευόταν ότι ένα από τα σημαντικότερα έργα της ήταν η κατασκευή 3.167 σχολικών κτιρίων μέσα σε μια περίοδο 4 μόλις ετών (1928-1932) (Κρητικός :5).
Η κοινωνική πολιτική εξάλλου της κυβέρνησης επέτρεπε στους πρόσφυγες φοιτητές - και όχι στους γηγενείς - δωρεάν εγγραφή στο πανεπιστήμιο, δωρεάν συγγράμματα, κλπ. Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε δωρεάν σίτιση σε 600-700 πρόσφυγες φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, των οποίων οι γονείς δεν έμεναν στην ίδια πόλη, ή εναλλακτικά τους δίνονταν 500 δραχμές ως επίδομα (Κρητικός: 6).
Τέλος η παρούσα θεματική αναφέρεται επίσης στη διεκδίκηση από τους πρόσφυγες, θέσεων δημοσίου και την πρόοδο τους σε ιεραρχικά αξιώματα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου