8.8.10

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Α. ΚΕΙΜΕΝΟ
Γ. Βιζυηνού «Το ἁμάρτημα της μητρός μου».
«Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
Τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νὰ φωτίζῃ αὐτὸ καὶ τὰς πρὸ αὐτοῦ βαθμίδας, καθίστα τὸ περὶ ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καὶ φοβερώτερον, παρὰ ἐὰν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τὰ σκοτεινὰ.
Ὁσάκις τὸ φλογίδιον μιᾶς κανδύλας ἔτρεμε, μοὶ ἐφαίνετο, πῶς ὁ ἅγιος ἐπὶ τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νὰ ζωντανεύῃ, καὶ ἐσάλευε, προσπαθῶν ν' ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὰς σανίδας, καὶ καταβῇ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μὲ τὰ φαρδυὰ καὶ κόκκινά του φορέματα, μὲ τὸν στέφανον περὶ τὴν κεφαλὴν, καὶ μὲ τοὺς ἀτενεὶς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ καὶ ἀπαθοῦς προσώπου του.
Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρὸς ἄνεμος ἐσύριζε διὰ τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τὰς μικρὰς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περὶ τὴν ἐκκλησίαν νεκροὶ ἀνερριχῶντο τοὺς τοίχους καὶ προσεπάθουν νὰ εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καὶ τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἔνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νὰ θερμάνῃ τὰς ἀσάρκους του χείρας ἐπὶ τοῦ μαγκαλίου, τὸ ὁποῖον ἔκαιε πρὸ ἡμῶν.
Καὶ ὅμως δὲν ἐτόλμων νὰ δηλώσω οὐδὲ τὴν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. Διότι ἠγάπων τὴν ἀδελφήν μου, καὶ ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νὰ ἤμαι διαρκῶς πλησίον της καὶ πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρὶς ἄλλο θὰ μὲ ἀπέστελλεν εἰς τὸν οἴκον, εὐθὺς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῇ ὅτι φοβούμαι.
Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις ἐκείνας μετὰ ἀναγκαστικῆς στωικότητος καὶ ἐξετέλουν προθύμως τὰ καθήκοντά μου, προσπαθῶν νὰ καταστῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρεστότερος.
Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερὸν καὶ ἐσκούπιζα τὴν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τὰς ἑορτὰς καὶ Κυριακάς, κατὰ τὸν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν τὴν ἀδελφὴν μου, νὰ σταθῇ κάτω ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἀνεγίγνωσκεν ὁ λειτουργὸς ἀπὸ τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατὰ τὴν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαὶ τὸ χράμι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενὴς πρόμυτα, διὰ νὰ περάσουν τὰ ἅγια ἀπὸ ἐπάνω της. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόλυσιν, ἔφερον τὸ προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διὰ νὰ γονατίζῃ ἐπ' αὐτοῦ, ὡς ποῦ νὰ ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της καὶ νὰ τῆς σταυρώσῃ τὸ πρόσωπον μὲ τὴν Λόγχην, ψιθυρίζων τὸ “Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθρού, κτλ”.
Καὶ εἰς ὅλα ταῦτα μὲ παρηκολούθει ἡ πτωχὴ μου ἀδελφὴ μὲ τὴν ὠχρὰν καὶ μελαγχολικήν της ὄψιν, μὲ τὸ ἀργὸν καὶ ἀβέβαιον βήμα της, ἐλκύουσα τὸν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καὶ προκαλοῦσα τὰς εὐχὰς αὐτῶν ὑπὲρ ἀναρρώσεώς της• ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νὰ ἐπέλθῃ.
Ἀπ' ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τὸ ψῦχος, τὸ ἀσύνηθες καί, μὰ τὸ ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ τώρα τοὺς ἐσχάτους φόβους.
Ἡ μήτηρ μου τὸ ἠννόησε, καὶ ἤρχησε, καὶ ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ νὰ δεικνύῃ θλιβερὰν ἀδιαφορίαν πρὸς πᾶν ὅ,τι δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ ἀσθενὴς. Δεν ἤνοιγε τὰ χείλη της πρὸς οὐδένα πλέον, εἴ μὴ πρὸς τὴν Ἀννιῶ καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο.
Μίαν ἡμέραν τὴν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετὴς πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος.
- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι. Τὸ βλέπω πῶς εἶνε γιὰ νὰ γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, καθ' ἥν τὰ δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπὶ τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καὶ ἔπειτα ἐπρόσθεσεν
- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!
Ὅταν ἤκουσα τὶς λέξεις ταῦτας, παγερὰ φρικίασις διέτρεξε τὰ νεῦρα μου καὶ ἤρχησαν τὰ αὐτία μου νὰ βοΐζουν. Δὲν ἠδυνήθην ν' ἀκούσω περιπλέον. Καθ' ἥν στιγμὴν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου, καταβληθεῖσα ὑπὸ φοβερὰς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανῆς ἐπὶ τῶν μαρμάρων, ἐγὼ ἀντὶ νὰ δράμω πρὸς βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τὴν εὐκαιρίαν νὰ φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καὶ ἐκβάλλων κραυγὰς, ὡς ἐὰν ἠπείλει νὰ μὲ συλλάβῃ ὁρατὸς αὐτὸς ὁ θάνατος.
Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπὸ τοῦ τρόμου, καὶ ἐγὼ ἔτρεχον, καὶ ἀκόμη ἔτρεχον. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, εὐρέθην ἔξαφνα μακρὰν, πολὺ μακρὰν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νὰ πάρω τὴν ἀναπνοήν μου, κ' ἐτόλμησα νὰ γυρίσω νὰ ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανεὶς δὲν μ' ἐκυνήγει.
Ἤρχησα λοιπὸν νὰ συνέρχωμαι ὀλίγον κατ' ὀλίγον, καὶ ἤρχησα νὰ συλλογίζομαι.
Ἀνεκάλεσα εἰς τὴν μνήμην μου ὅλας τὰς πρὸς τὴν μητέρα τρυφερότητας καὶ θωπείας μου. Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καὶ μοῖ ἐφάνη ὅτι ἐνόησα, διατὶ ὁ πατήρ μου ἐσυνείθιζε νὰ μὲ ὀνομάζη τὸ ἀδικημένο του. Καὶ μὲ ἐπῆρε τὸ παράπονον καὶ ἤρχησα νὰ κλαίω. Ὦ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δὲν μὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν μὲ θέλει! Ποτέ, ποτὲ πλέον δὲν πηγαίνω εἰς τὴν ἐκκλησίαν! Και διηυθύνθην πρὸς τὴν οἰκίαν μας, περίλυπος καὶ ἀπηλπισμένος.
Ἡ μήτηρ μου δὲν ἤργησε νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ μετὰ τῆς ἀσθενοῦς. Ἐπειδὴ ὁ ἱερεύς, ὅστις, ταραχθεὶς ὑπὸ τῶν κραυγῶν μου, ἐμβῆκεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅταν εἶδε τὴν ἀσθενή, συνεβούλευσε τὴν μητέρα μου νὰ τὴν μετακομίσῃ.
- Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος, θυγατέρα, τῇ εἶπε, καὶ ἡ χάρις του φθάνει εἰς ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂν εἶναι γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ παιδί σου θὰ τὸ γιάνῃ καὶ στὸ σπίτι σου.
Δυστυχὴς ἡ μήτηρ ἥ τὸν ἤκουσε! Διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ τυπικοὶ λόγοι μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἱερεῖς ἀποπέμπουσι συνήθως τοὺ ἐτοιμοθανάτους, διὰ νὰ μὴ ἐκπνεύσουν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ βεβηλωθῇ ἡ ἱερότης τοῦ τόπου.
Ὅταν ἐπανεῖδον τὴν μητέρα μου, ἦτον ὑπέρ ποτε θλιβερά. Ἀλλὰ πρὸς ἐμὲ ἰδίως ἐφέρθη μὲ πολλὴν γλυκύτητα καὶ προσήνειαν. Μὲ ἔλαβεν εἰς τὴν ἀγκάλην της, μ' ἐθώπευσε καὶ μ' ἐφίλησε τρυφερὰ καὶ ἐπανειλημμένως. Ἐνόμιζες ὅτι προσεπάθει νὰ μ' ἐξιλέωσῃ.
Ἐν τούτοις ἐγὼ τὴν νύκτα ἐκείνην οὔτε νὰ φάγω εἰμπόρεσα, οὔτε νὰ κοιμηθῶ. Ἐκοιτόμην εἰς τὸ στρῶμα μὲ καμμυομένους ὀφθαλμοὺς, ἀλλ' ἔτεινον τὰ ὦτα προσεκτικὰ πρὸς πᾶσαν κίνησιν τῆς μητρὸς μου, ἡ ὁποία, ὅπως πάντοτε, ἠγρύπνει παρὰ τὸ προσκεφάλαιον τῆς ἀσθενοῦς.
Θὰ ἦτον ἴσως μεσάνυκτα ὅταν ἤρχησε νὰ πηγαινοέρχηται εἰς τὸ δωμάτιον. Ἐνόμιζον ὅτι ἔστρωνε νὰ κοιμηθῇ, ἀλλ' ἠπατώμην. Διότι μετ' ὀλίγον ἐκάθησε καὶ ἤρχησε νὰ μοιρολογῇ χαμηλοφώνως.
Ἦτο τὸ μοιρολόγι τοῦ πατρός μας. Πρὶν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιῶ, τὸ ἔψαλλε πολὺ συχνὰ, ἀλλ' ἀφ' ὅτου ἀσθένησε, τὸ ἤκουον διὰ πρώτην φορὰν.
Τὸ μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου, κατὰ παραγγελίαν αὐτῆς, ἡλιοκαὴς ρακένδυτος Γύφτος, γνωστὸς εἰς τὰ περίχωρά μας διὰ τὴν δεξιότητα εἰς τὸ στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως.
Μοὶ φαίνεται, ὅτι βλέπω ἀκόμη τὴν μαύρην καὶ λιγδερὰν κόμην, τοὺς μικροὺς καὶ φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τ' ἀνοιχτὰ καὶ τριχωμένα στήθη του.
Ἐκάθητο ἔνδοθεν τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας, περιστοιχισμένος ὑπὸ τῶν χαλκῶν ἀγγείων, ὅσα ἐσύναζε διὰ νὰ γανώσῃ. Καὶ, μὲ τὴν κεφαλὴν κεκλιμένην ἐπὶ τοῦ ὦμου, συνώδευε τὸν πένθιμον αὐτοῦ σκοπὸν μὲ τοὺς κλαυθμηροὺς ἤχους τῆς τριχόρδου του λύρας.
Πρὸ αὐτοῦ ἡ μήτηρ μου ὀρθία ἐβάσταζε τὴν Ἀννιῶ εἰς τὴν ἀγκάλην της καὶ ἤκουε προσεκτικὴ καὶ δακρύουσα.
Ἐγὼ τὴν ἐκράτουν σφιγκτὰ ἀπὸ τοῦ φορέματος καὶ ἔκρυπτον τὸ πρόσωπόν μου εἰς τὰς πτυχὰς αὐτοῦ, διότι ὅσον γλυκεῖς ἦσαν οἱ ἤχοι ἐκείνοι, τόσον φοβερὰ μοι ἐφαίνετο ἡ μορφὴ τοῦ ἀγρίου των ψάλτου.
Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἔμαθε τὸ θλιβερὸν αὐτῆς μάθημα, ἔλυσεν ἀπὸ τὸ ἄκρον τῆς καλύπτρας της καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀθίγγανον δύο ρουμπιέδες. -Τότε εἴχομεν ἀκόμη ἀρκετοὺς. - ἔπειτα παρέθηκεν εἰς αὐτὸν ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὅ,τι προσφάγιον εὐρέθη πρόχειρον. Ἐνῶ δὲ ἐκεῖνος ἔτρωγε κάτω, ἡ μήτηρ μου εἰς τὸ ἀνώγι ἐπανελάμβανε τὸ ἐλεγεῖον κατ' ἰδίαν διὰ νὰ τὸ στερέωσῃ εἰς τὴν μνήμην της. Και φαίνεται ὅτι τὸ εὔρε πολὺ ὡραῖον. Διότι καθ' ἥν στιγμὴν ὁ Κατσίβελος ἀνεχώρει, ἔδραμε κατόπιν του καὶ τῷ ἐχάρισεν ἐν ἀπὸ τὰ σαλιβάρια τοῦ πατρός μου.
- Θεὸς σχωρέσοι τὸν ἄνδρα σου, νύφη! Ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδὸς καὶ φορτωθεὶς τὰ χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐλεγεῖον ἐμοιρολόγει κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα ἡ μήτηρ μου.
Ἐγὼ ἤκουον, καὶ ἄφηνα τὰ δάκρυα μου νὰ ρέωσι σιγαλὰ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμων νὰ κινηθὼ. Αἴφνης ἠσθάνθην εὐωδίαν θυμιάματος!
- Ὦ! εἶπον, ἀπέθανε τὸ καϋμένο τὸ Ἀννιῶ μας! -Και ἐτινάχθην ἀπὸ τὸ στρῶμα μου.
Τότε εὐρέθην ἐνώπιον παραδόξου σκηνῆς.
Ἡ ἀσθενὴς ἀνέπνεε βαρέως, ὅπως πάντοτε. Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρικὴ ἐνδυμασία, καθ' ἥν τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον μὲ μαῦρον ὕφασμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε σκεῦος πλῆρες ὕδατος καὶ ἐκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι. Ἡ μήτηρ μου γονυπετὴς ἐθυμίαζε τ' ἀντικείμενα ταῦτα προσέχουσα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὔδατος.
Φαίνεται ὅτι ἐκιτρίνισα ἀπὸ τὸν φόβον μου. Διότι ὡς μὲ εἶδεν, ἔσπευσε νὰ μὲ καθησυχάσῃ.
- Μὴ φοβείσαι, παιδάκι μου, μὲ εἶπε μυστηριωδῶς, εἶναι τὰ φορέματα τοῦ πατρός σου. Ἔλα, παρακάλεσέ τον καὶ σὺ νὰ ἔλθῃ νὰ γιατρέψῃ τὸ Ἀννιῶ μας.
Και μὲ ἔβαλε νὰ γονατίσω πλησίον της.
- Ἔλα πατέρα -νὰ μὲ πάρῃς ἐμένα - γιὰ νὰ γιάνῃ τὸ Ἀννιῶ! -ἀνεφώνησα ἐγὼ διακοπτόμενος ὑπὸ τῶν λυγμῶν μου. Καὶ ἔρριψα ἐπὶ τῆς μητρός μου παραπονετικὸν βλέμμα, διὰ νὰ τῇ δείξω πὼς γνωρίζω, ὅτι παρακαλεῖ ν' ἀποθάνω ἐγὼ ἀντὶ τῆς ἀδελφῆς μου. Δὼν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της! Πιστεύω νὰ μ' ἐσυγχώρησεν. Ἤμην πολὺ μικρὸς τότε, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμὰς βαθείας σιγῆς, ἐθυμίασεν ἐκ νέου τὰ πρὸ ἡμῶν ἀντικείμενα, καὶ ἐπέστησεν ὅλην αὐτῆς τὴν προσοχὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, τὸ ὁποῖον εὐρίσκετο εἰς τὸ ἐπὶ τοῦ σκαμνίου εὐρύχωρον σκεῦος.
Αἴφνης μικρὰ χρυσαλὶς, πετάξασα κυκλικῶς ἐπ' αὐτοῦ, ἤγγισε μὲ τὰ πτερά της, καὶ ἐτάραξεν ἐλαφρῶς τὴν ἐπιφάνειάν του.
Ἡ μήτηρ μου ἔκυψεν εὐλαβῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ὅπως ὅταν διαβαίνουν τὰ ἅγια ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ.
- Κάμε τὸ σταυρό σου, παιδὶ μου! ἐψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη καὶ μὴ τολμῶσα νὰ ὑψώσῃ τὰ ὄμματα.
Ἐγὼ ὑπήκουσα μηχανικῶς.
Ὅταν ἡ μικρὰ ἐκείνη χρυσαλὶς ἐχάθη εἰς τὸ βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρὰ καὶ εὐχαριστημένη, καὶ - Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου! - εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τὴν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μὲ βλέμματα στοργῆς καὶ λατρείας. Ἐπειτα ἔπιεν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἔδωκεν καὶ εἰς ἐμὲ νὰ πίω.
Τότε μοῦ ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι καὶ ἄλλοτε μᾶς ἐπότιζεν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σκεύους, εὐθὺς ὡς ἐξυπνοῦμεν. Καὶ ἐνθυμήθην, ὅτι ὁσάκις ἔκαμνε τοῦτο ἡ μήτηρ μας, ἦτο καθ' ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν ζωηρὰ καὶ περιχαρής, ὡς ἐὰν εἶχεν ἀπολαύσει μεγάλην τινὰ πλὴν μυστικὴν εὐδαιμονίαν.
Ἀφοῦ μ' ἐπότισεν ἐμὲ, ἐπλησίασεν εἰς τὸ στρῶμα τῆς Ἀννιῶς μὲ τὸ σκεῦος ἀνὰ χείρας.
Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἐκοιμᾶτο, ἀλλὰ δὲν ἦτο καὶ ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τὰ βλέφαρα της ἦσαν ἡμίκλειστα• οἱ δὲ ὀφθαλμοί της, ἐφ' ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξον τινὰ λάμψιν διὰ μέσου τῶν πυκνῶν καὶ μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
Ἡ μήτηρ μου ἀνεσήκωσε τὸ ἰσχνὸν τοῦ κορασίου σώμα μετὰ προσοχῆς• καὶ ἐνὼ διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς ὑπεστήριξε τὰ νῶτα του, διὰ τῆς ἄλλης προσέφερε τὸ σκεῦος εἰς τὰ μαραμένα του χείλη.
- Ἔλα, ἀγάπη μου, τῆς εἶπε. Πιὲ ἀπ' αὐτὸ τὸ νερό, νὰ γιάνῃς. -Ἡ ἀσθενὴς δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἤκουσε τὴν φωνὴν καὶ ἐννόησε τὰς λέξεις. Γλυκὺ καὶ συμπαθητικὸν μειδίαμα διέστειλε τὰ χείλη της. Ἔπειτα ἐρρόφησεν ὀλίγας σταγόνας ἀπὸ τοῦ ὕδατος ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει. Διότι μόλις τὸ κατάπιε ἤνοιξε τους ὀφθαλμοὺς καὶ προσεπάθησε ν' ἀναπνεύσῃ. Ἐλαφρὸς στεναγμὸς διέφυγε τὰ χείλη της, καὶ ἐπανέπεσε βαρεία ἐπὶ τῆς ὠλένης τῆς μητρός μου.
Τὸ καϋμένο μας τὸ Ἀννιῶ! ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ βάσανά του!»
Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1. Ο Βιζυηνός εντάσσεται στην παράδοση της ηθογραφίας. Όμως έχει επισημανθεί πως αποκλίνει από τους άλλους πεζογράφους της γενιάς του και υπερβαίνει τη συνηθισμένη και ρηχή ηθογραφία. Να επισημάνετε τα στοιχεία του αποσπάσματος που επιβεβαιώνουν την παραπάνω κρίση. Μονάδες 20
2. Έχει επισημανθεί ότι ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί με συχνές αντιθέσεις. Να εντοπίσετε την αντίθεση «κλειστός χώρος-ανοιχτός χώρος» στο παραπάνω απόσπασμα υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σημεία.
Μονάδες 20
3. Να εντοπίσετε τις αναδρομές που διακόπτουν την ευθύγραμμη ροή του αφηγημένου χρόνου και να σχολιάσετε σύντομα τη λειτουργία τους. Μονάδες 20
4. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» υπάρχουν φράσεις που «αποβλέπουν στο να υπογραμμίσουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα». Ποιες φράσεις του αποσπάσματος επιβεβαιώνουν την επισήμανση αυτή; Να δικαιολογήσετε την επιλογή του Βιζυηνού. Μονάδες 15
5. Αφού διαβάσετε το ποίημα που ακολουθεί, να το συγκρίνετε με το διήγημα του Βιζυηνού ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του. Μονάδες 25
«Επί του τάφου του Πατρός μου»
Ξύπνα πατέρα! Χαραυγή - Περνά το δόλιο τ’ ορφανό!
τον ουρανό χρυσώνει, - Δεν γνώρισε πατέρα!
κι όλη ξυπνά τη μαύρη γη. - Τον έχασε τριώ χρονώ!
Ξύπνα και συ με την αυγή, ν’ ακούσουμε τα αηδόνι. - Μοιάζει σαν έρημο πτηνό! – Ας το χαρεί η μητέρα!
Είναι το όνειρο μακρό Πες μου πατέρα την αυγή,
που βλέπεις αυτού πέρα; που καίει το λιβάνι
Κοιμήθηκες κι ήμουν μικρό, η μάνα και μοιρολογεί
Κι ως να τελειώσει το πικρό ετράνεψα πατέρα! η μυρωδιά περνά τη γή; Μπορεί να σε ζεστάνη;
Θυμάσαι; Μ’ έκλεψες φιλί το βράδυ πόρχομαι γοργό
μια μέρα παιχνιδιάρη, κι ανάφτω το κανδήλι,
και μ’ είπες : «Άφτερο πουλί, το ξέρεις που τ’ ανάφτω γω;
χρειάζεσαι καιρό πολύ να γένεις παλικάρι». Ξύπνα πατέρα, θα καγώ σα λυχναριού φυτίλι!
Έρθε ο καιρός. Να με τρανό! Με φώναζες να κοιμηθώ
Διέ με καλέ πατέρα, στο σπλαχνικό πλευρό σου.
Σου τράνεψα μα …….ορφανό «έλα μικρό να ζεσταθώ».
Στο δρόμο που συχνά περνώ με είπανε μια μέρα. Κι εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.
Γεωργίου Βιζυηνού
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
1. Η πραγματικότητα των παραδόσεων, των λαϊκών ηθών και εθίμων της πατρικής θρακιώτικης υπαίθρου, αποτελεί πρώτη ύλη της θεματογραφίας του Βιζυηνού. Ωστόσο, η ηθογραφία του Βιζυηνού διαφοροποιείται από την απλοϊκή και ρηχή ηθογραφία που αναπαριστά επιφανειακά τα ήθη και τα έθιμα της υπαίθρου, καθώς ο ρεαλισμός του δεν περιορίζεται στην απλή περιγραφή μιας αναμφισβήτητης πραγματικότητας αλλά εμπλουτίζεται και από ψυχογραφικές παρατηρήσεις. Έτσι οι ήρωές του δεν είναι γραφικές απεικονίσεις προσώπων της υπαίθρου, αλλά μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που χαρακτηρίζονται από δραματικότητα. Ιδίως ο αφηγητής και η μητέρα που κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο διήγημα, παρουσιάζονται ως χαρακτήρες σφαιρικοί και πολυδιάστατοι που εξελίσσονται ανάλογα με τις συνθήκες.
Επιπλέον, τα ηθογραφικά/λαογραφικά στοιχεία δε δίνονται ως απλή και σχολαστική καταγραφή στοιχείων της υπαίθρου στο συγκεκριμένο ιστορικό χωροχρόνο. Αντίθετα, ο Βιζυηνός τα επεξεργάζεται προβάλλοντας τους ήρωές του στο λαογραφικό τους υπόβαθρο, ώστε να παρουσιάσει τελικά τον ψυχισμό των χαρακτήρων του.
Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ψυχογραφείται τόσο η μητέρα που κατά λάθος σκότωσε το παιδί της, όσο και ο Γιωργής που αγωνιωδώς προσπαθεί να εξακριβώσει και να διεκδικήσει τη μητρική αγάπη («Έλα πατέρα…καρδίαν της»)
Επομένως ο Βιζυηνός, διαφοροποιείται από τη ρηχή ηθογραφία αφενός επειδή έχει την τάση να ερμηνεύσει κι όχι να περιγράψει την πραγματικότητα και αφετέρου επειδή προωθεί την ηθογραφία του στην κατεύθυνση της ψυχογραφίας.
Επιπλέον, διαφοροποιείται ως προς τη θεματολογική πρωτοτυπία του που οφείλεται στην αλληλοδιαπλοκή των θεματικών μοτίβων και στην πανανθρώπινη διάσταση που αποκτούν οι χαρακτήρες. Αξιοποιώντας το λαογραφικό θησαυρό αποκαλύπτει έναν ολόκληρο μικρόκοσμο μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που τον αποτελούν, με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον, (για παράδειγμα το λαϊκό δρώμενο με την επίκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα). Συχνά επίσης το λαογραφικό στοιχείο στον Βιζυηνό είναι οργανικά συνδεδεμένο με το σώμα της αφήγησης και τις τεχνικές της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αναδρομική αφήγηση του μοιρολογιού που συνέθεσε ο Γύφτος.
Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι η ηθογραφία του Βιζυηνού δεν είναι ειδυλλιακή αλλά νατουραλιστική, καθώς αποδίδει το χαμηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο της κοινωνίας της Θράκης που κινείται στο χώρο της πρόληψης και της δεισιδαιμονίας, χωρίς να μπορεί να στηρίξει ούτε βιολογικά ούτε ψυχικά τα μέλη της. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του λαογραφικού στοιχείου που σχετίζεται με τον «εξορκισμό» των δαιμονίων ακόμα κι αν προέρχεται από το χώρο της Εκκλησίας.
2. Στα διηγήματα του Βιζυηνού ο χώρος λειτουργεί με συνεχείς και πολλαπλές αντιθέσεις (πόλη – χωριό / μέσα – έξω/ πάνω – κάτω κ.τ.λ.). Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ο «κλειστός χώρος» βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα, αφού εγγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή ως χώρος κατεξοχήν αρνητικός, συνδεδεμένος με δυσάρεστα γεγονότα, ενώ, αντίθετα ο «ανοιχτός χώρος» συνδέεται συνειρμικά με ευχάριστα γεγονότα ή ανακαλεί ευχάριστες μνήμες, γι’ αυτό και σημασιοδοτείται θετικά. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η θετική ή αρνητική σημασία, που αποκτά ο ανοιχτός ή κλειστός χώρος αντίστοιχα, αναπτύσσεται και εννοείται όχι τόσο ως σταθερά, όσο μέσα από την αντιθετική σχέση μεταξύ τους καθώς διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Εντοπίζουμε τα σχετικά χωρία:
√ «Ενθυμούμαι … έτρεχον»: Η αρνητική επίδραση του «κλειστού χώρου» τον οποίο συνιστά κατεξοχήν η εκκλησία ιδιαίτερα τη νύχτα, αποτυπώνεται στο συναίσθημα του φόβου, εξαιτίας του οποίου ο αφηγητής βιώνει εφιαλτικές στιγμές, παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Στη συνέχεια, ο φόβος του θανάτου συνδέει τον «κλειστό χώρο» της εκκλησίας με την πραγματικότητα πλέον, γιατί ο ήρωας ακούει τη μητέρα του να προσφέρει τη ζωή του ως αντάλλαγμα για τη ζωή της αδελφής του, με συνέπεια να πανικοβληθεί. Ταυτόχρονα το περιστατικό αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση – ρήξη με τη μητέρα του.
√ «Και χωρίς να το εννοήσω … θωπείας μου». Αντίθετα ο «ανοιχτός χώρος» σημασιοδοτείται θετικά: ο αφηγητής της συνέρχεται, ηρεμεί, συλλογίζεται και αναπολεί ευχάριστες στιγμές με τη μητέρα του.
√ «Εν τούτοις εγώ την νύκτα … δια πρώτην φοράν».Με την επιστροφή στο σπίτι ο αφηγητής εισάγεται και πάλι στον «κλειστό χώρο» με κυρίαρχα συναισθήματα το φόβο και την υποψία.
√ «Το μοιρολόγιον τούτο … της αυλής μας». Ο αφηγητής με τη μνήμη του αποδρά στον «ανοιχτό χώρο», στην αυλή, στο παρελθόν, όπου συντελείται η σύνθεση του μοιρολογιού. Αν και πένθιμο γεγονός, το επεισόδιο φαίνεται να έχει θετικές συνδηλώσεις – ο Γύφτος αποτελεί προβολή του τεχνίτη / καλλιτέχνη, του ίδιου του συγγραφέα.
√ «Αυτό λοιπόν του ελεγείον … βάσανα του». Η αναδρομή ολοκληρώνεται και ο αφηγητής επανέρχεται στον «κλειστό χώρο» του σπιτιού του, όπου η προσευχή – εκδίκηση του ήρωα, η σημαδιακή εμφάνιση του νεκρού πατέρα ως προάγγελος θανάτου, η μυστηριακή τελετή που θύμιζε μνημόσυνο και τελικά ο θάνατος της Αννιώς, κορυφώνουν τη δραματική ένταση και αποτελούν δυσάρεστες εμπειρίες, ενώ, παράλληλα, τα συναισθήματα που κυριαρχούν στην ψυχή του αφηγητή είναι φορτισμένα αρνητικά (παράπονο, λύπη, φόβος).
3. Η λειτουργία του ‘’χρόνου’’ στον Βιζυηνό μπορεί να θεωρηθεί καθαρά μυθιστορηματικό στοιχείο. «Ο χρόνος, πανίσχυρος σ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, μοιρασμένος σε μικρές ή μεγάλες ενότητες, με συχνές αναδρομές, ρωγμές και συντμήσεις, προορίζεται μόνο να οργανώνει λογικά και αιτιακά γεγονότα στο παρελθόν». (Π. Μουλλάς)
Στο παραπάνω απόσπασμα η χρονική σειρά των γεγονότων αναδεικνύει αναχρονίες που έχουν τη μορφή της αναδρομικής αφήγησης, διακόπτοντας έτσι την ευθύγραμμη ροή του αφηγηματικού χρόνου. Οι λειτουργίες που επιτελεί η αφηγηματική αυτή τεχνική γενικά είναι οι εξής: Συμπληρώνει κάποια κενά της ιστορίας δίνοντας απαραίτητες πληροφορίες για το παρελθόν και διευκολύνοντας την εξέλιξη της πλοκής, σπάζει τη μονοτονία της αφήγησης, υπηρετεί τη δραματική αποφόρτιση προσφέροντας μια ανάπαυλα, προσφέρει πλαστικότητα στο χρόνο της ιστορίας και ταυτόχρονα επιμηκύνει το χρόνο της αφήγησης αποτελώντας έτσι ένα είδος επιβράδυνσης με σκοπό να παραταθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη· τέλος, με την ανατροπή της χρονικής ακολουθίας η αναδρομή αναδεικνύει τις αιτιατικές σχέσεις των γεγονότων, οι οποίες συγκροτούν το νόημα ενός αφηγήματος,
και παράλληλα εξυπηρετούνται δυο νόμοι της παραδοσιακής πλοκής – που χρησιμοποιεί ο Βιζυηνός σ’ όλα τα διηγήματα του – αυτοί της έκπληξης και της αγωνίας.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα εντοπίζονται οι παρακάτω αναδρομές:
√ «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου… το αδικημένο του». Η μικρή αυτή αναδρομή που διακόπτει το χρόνο της αφήγησης των γεγονότων τα οποία διαδραματίστηκαν μέσα στην εκκλησία, αναφέρεται στην έλλειψη αγάπης προς το Γιωργή από μέρους της μητέρας του. Ξεκινώντας από μια διάθεση αυτοκριτικής ο αφηγητής καταλήγει σε κριτική εναντίον της μητέρας του ρόλος της αναδρομής αυτής, λοιπόν, είναι να αιτιολογήσει το περιεχόμενο της προσευχής της μητέρας.
√ «Το μοιρολόγιον τούτο εσυνέθεσεν… της αυλής μας». Η αναδρομή αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση και έκταση στο «μοιρολόγι» του πατέρα, βασικό στοιχείο «προσήμανσης» του θανάτου της Αννιώς, πληροφορώντας τον αναγνώστη για το ιστορικό της σύνθεσης του. Εξυπηρετεί, ωστόσο, πέρα από την «πλοκή» και την «ατμόσφαιρα» προσφέροντας μια ευκαιρία για δραματική αποφόρτιση αλλά και εντείνοντας την αγωνία – μέσω της τεχνικής της επιβράδυνσης.
√ «Τότε μου ήλθεν εις τον νου …ευδαιμονίαν». Η αναδρομή υπογραμμίζει το δρώμενο ως οικογενειακή συνήθεια, προσφέροντας παράλληλα στοιχεία ηθογραφικά.
4. Οι φράσεις που υπογραμμίζουν τη διάσταση ώριμου – αφηγητή και αφηγητή – παιδιού είναι οι εξής:
«Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν …… διανυκτέρευσις», «Δέν ᾐσθανόμην ὁ ἀνόητος …… νά ἐννοήσω τήν καρδίαν της», «Εγώ αντί να δράμω …… ο θάνατος»
« …. Στα περισσότερα διηγήματα η αφήγηση είναι σαφώς μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να είναι συγχρονική με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Τούτο είναι εμφανές στο «Αμάρτημα της μητρός μου» όπου ο αφηγητής είναι ο ώριμος Γιώργης ενώ αυτός που εστιάζει είναι το παιδί – Γιώργης και έτσι το αίνιγμα του αμαρτήματος παρατείνεται μέχρι τέλους ενισχυμένο από τους υπαινιγμούς της μητέρας. …… Έτσι ο αναγνώστης υποχρεώνεται να ακολουθήσει την παιδική συνείδηση στην αναζήτηση της λύσης του μυστηριώδους αμαρτήματος. Όταν επομένως, ο αφηγητής λέγει «τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλάς πράξεις της μητρός μου», τούτο ισχύει και για τον αναγνώστη. Ο Βιζυηνός δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την ένταση και το ενδιαφέρον για το μυστήριο της ιστορίας του δίχως να υιοθετήσει την παιδική προοπτική και έτσι βλέπουμε ότι οι επιταγές της πλοκής επιβάλλουν και κάποια συγκεκριμένη μορφή εστίασης.» [Δημήτρης Τζιόβας, «Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης»]
5. Ο Γ. Βιζυηνός, αν και περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δράση ως ποιητής. Έτσι, τα δύο παραπάνω κείμενα παρουσιάζουν κοινά σημεία αλλά και διαφορές. Πιο συγκεκριμένα:
Ως προς τη μορφή: Το ένα είναι ποίημα σε τετράστιχες στροφές και πλεχτή ομοιοκαταληξία ενώ το άλλο πεζό, και μάλιστα ηθογραφικό διήγημα. Το πρώτο είναι γραμμένο σε δημοτική γλώσσα με φυσικότητα και λυρικά στοιχεία ενώ το δεύτερο σε λόγια (καθαρεύουσα) με παράλληλη χρήση της δημοτικής-ιδιωματικής στους διαλόγους. Στο ποίημα ο συγγραφέας απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο στο νεκρό πατέρα του, ανατρέχει στα βιώματα του παρελθόντος, χρησιμοποιεί ευθύ λόγο και διάλογο, πολλά σημεία στίξης και πλούσια εκφραστικά μέσα (παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις κ.τ.λ.) για να δώσει ζωντάνια και αμεσότητα. Στο διήγημα ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος (συμμετέχει στα γεγονότα), αφηγείται σε α΄ πρόσωπο, διαθέτει ποικίλες αφηγηματικές τεχνικές (περιγραφή, διάλογο, αναδρομικές και πρόδρομες αφηγήσεις κ.τ.λ.) έτσι και αυτό το κείμενο χαρακτηρίζεται από αληθοφάνεια και παραστατικότητα.
Ως προς το περιεχόμενο: Τα δύο κείμενα έχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν και στο διήγημα βασικό πρόσωπο είναι η μητέρα ενώ στο ποίημα ο πατέρας. Ωστόσο και από τα δύο πληροφορούμαστε ότι ο Βιζυηνός ορφάνεψε νωρίς (σε παιδική ηλικία) από πατέρα. Άλλωστε και στα δύο ο λογοτέχνης περιγράφει με παραστατικότητα τη συναισθηματική και ψυχολογική του κατάσταση. Στο απόσπασμα από το διήγημα δίνονται ανάγλυφα τα συναισθήματα που βιώνει ο ήρωας στην εκκλησία, τόσο στη σκηνή με τις εικόνες όσο και τη στιγμή της προσευχής. Εκείνο όμως που δίνεται έντονα και στα δύο κείμενα είναι η έλλειψη – στέρηση της γονικής (μητρικής και πατρικής) φροντίδας, στοργής και αγάπης προς τον μικρό Γιωργή, γεγονός που φαίνεται να σημάδεψε τον συγγραφέα για όλη του τη ζωή. Κοινά σημεία αποτελούν επίσης και η αναφορά στο μοιρολόι της μάνας για το νεκρό πατέρα και τα λαϊκά δρώμενα που σχετίζονται με τους νεκρούς. Άλλωστε και το ίδιο το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας θρήνος του παιδιού για τον πατέρα του. Παράλληλα, περιγράφονται τελετουργίες και ταφικές συνήθειες (κανδήλι, λιβάνι στο ποίημα) ενώ υπάρχει και επίκληση στο νεκρό πατέρα (με δρώμενο στο διήγημα, όπου μάλιστα η ψυχή του νεκρού εμφανίζεται ως «χρυσαλίς»). Ένα ακόμα κοινό σημείο ανάμεσα στα δυο κείμενα αποτελεί η τρυφερή σχέση του πατέρα με το γιο του.
Τέλος, μια διαφορά που αξίζει να σημειωθεί είναι η εξής: Στο διήγημα η γονική αγάπη και στοργή (της μητέρας του αφηγητή) στρέφεται προς την Αννιώ προξενώντας έτσι ψυχικά τραύματα στον αφηγητή, ιδιαίτερα στο σημείο όπου εξαιτίας της προσευχής της μάνας μέσα στην εκκλησία ο Γιωργής βιώνει έντονα την απόρριψη, την πίκρα και το παράπονο. Αντίθετα στο ποίημα η σχέση γονέα (πατέρα) – παιδιού δε φαίνεται να υφίσταται παρόμοιους κλυδωνισμούς, είναι διαπιστωμένη και αμφίδρομη: πατέρα και γιο τους χωρίζει μόνο ο θάνατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου