7.8.10

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
ΘΕΜΑ:
Το έργο «Πρωταγόρας» αποτελεί έμμεσο αφηγηματικό διάλογο, δηλαδή ο Σωκράτης διηγείται σε έναν ανώνυμο φίλο του όλα όσα διεξήχθησαν κατά τη συνάντησή του με το σοφιστή Πρωταγόρα. Διηγείται, λοιπόν, ότι, πολύ πριν ξημερώσει εκείνη η μέρα, έφτασε στο σπίτι του ο νεαρός Ιπποκράτης, προσωπικός του φίλος, για να τον παρακαλέσει να μεσολαβήσει στο μεγάλο σοφιστή που έφτασε στην Αθήνα και φιλοξενείται στο σπίτι του Καλλία, να τον δεχτεί στον όμιλο των μαθητών του. Ο Σωκράτης του επισημαίνει ότι δεν γνωρίζει τις προθέσεις και τους ανώτερους σκοπούς αυτού του ανθρώπου, δέχεται όμως να τον βοηθήσει. Στο σπίτι του Καλλία εκτός του Πρωταγόρα, παραβρίσκονται οι σοφιστές Ιππίας και Πρόδικος, ο Αλκιβιάδης και άλλοι φιλοπερίεργοι που ήρθαν για να μαθητεύσουν στο μεγάλο δάσκαλο. Στην ερώτηση του Σωκράτη, τι μπορεί ο Πρωταγόρας να προσφέρει ως μάθηση στο νεαρό Ιπποκράτη, ο σοφιστής απαντά «ευβουλία» και αυτό δημιουργεί την ένσταση του Σωκράτη στο κατά πόσο μπορεί να διδαχτεί η πολιτική αρετή. Από το σημείο αυτό ξεκινά ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στους δύο άνδρες, που μέσα από πολλά επιχειρήματα, καταλήγει στο συμπέρασμα της αμοιβαίας υποχώρησης, αφού και οι δύο σπουδαίοι συνομιλητές εκτιμώνται και κερδίζουν το θαυμασμό και το σεβασμό ο ένας του άλλου.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ:
Κάποτε υπήρχαν μόνο οι θεοί, οι οποίοι, όταν ήρθε ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος, έπλασαν στο εσωτερικό της γης τα ζώα με βασικά υλικά το χώμα και τη φωτιά. Πριν τα φέρουν στο φως έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να μοιράσουν στο καθένα διάφορες ιδιότητες και εφόδια για την επιβίωσή τους, δηλαδή για την άμυνα τους, για την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες, για την εξασφάλιση της τροφής τους και για τη διαιώνιση του είδους τους. Ο Επιμηθέας ζήτησε από τον Προμηθέα να κάνει εκείνος, μόνος του, τη μοιρασιά κι ο δεύτερος να έρθει ύστερα για επιθεώρηση. Έτσι, ανέλαβε το έργο ο Επιμηθέας, εφοδιάζοντας άλλα ζώα με δύναμη, άλλα με ταχύτητα, άλλα με φτερά, άλλα με πυκνά τριχώματα, με σκληρά δέρματα, με πολυγονία, κτλ. Χωρίς όμως να το καταλάβει, ξόδεψε όλα τα εφόδια που είχε στη διάθεση του και δεν έμεινε στο τέλος τίποτα για να κοσμήσει τον άνθρωπο. Όταν το διαπίστωσε αυτό ο Προμηθέας, που ήρθε για επιθεώρηση, βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αποφάσισε να κλέψει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις από τον Ήφαιστο και την Αθηνά, και να τις δώσει στον άνθρωπο. Έτσι εξασφάλισε γι’ αυτόν πλούσια εφόδια για τη ζωή του, ωστόσο ο άνθρωπος δεν είχε ακόμα την πολιτική τέχνη. Αυτή την κρατούσε ο Δίας, στην κατοικία του οποίου δεν μπορούσε να μπει ο Προμηθέας, λόγω των φρουρών (Κράτος και Βία).
(Συνέχεια στην 4η ενότητα)

ΕΝΟΤΗΤΑ 1Η
• Ο Πρωταγόρας ύστερα από ερωτήσεις του Σωκράτη δέχεται ότι διδάσκει τους μαθητές του την πολιτική τέχνη, τη συνετή διαχείριση και διοίκηση των ιδιωτικών και δημόσιων πραγμάτων. Ο αληθινός άντρας και καλός πολίτης , σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη έπρεπε να είναι «μύθων ρητήρ και έργων πρηκτήρ». Προφανώς ό,τι προβάλλει ως αντικείμενο διδασκαλίας του ο Πρωταγόρας φαίνεται ότι ανταποκρίνεται πλήρως στο πάγιο αίτημα των Αθηναίων να γίνουν ικανοί στα λόγια και στα έργα.
• Η πολιτική αρετή που επαγγέλλεται ότι διδάσκει ο Πρωταγόρας αφορά τη δράση του ‘‘ατόμου – πολίτη’’ στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο κι επομένως, η σχετική αγωγή αποσκοπεί στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης και στη σφυρηλάτηση τέτοιου ήθους και φρονήματος, ώστε ο ποιητής να συμβάλει θετικά και στους δυο αυτούς τομείς της ζωής. Για τους Έλληνες η ‘‘πόλη’’ αποτελεί το πρώτιστο μέλημα του ανθρώπου, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί το άτομο να καταξιωθεί ως προσωπικότητα, να ακεραιωθεί ως χαρακτήρας και να δράσει γόνιμα και ενεργητικά για τον εαυτό του και το σύνολο.
• Από την πρώτη κιόλας φράση του κεφαλαίου είναι αισθητή η ειρωνεία του Σωκράτη παρά την τυπική ευγένεια που προσπαθεί αυτός να δείξει στο συνομιλητή του. Σκόπιμα ο Σωκράτης χρησιμοποιεί τη διφορούμενη λέξη ‘‘τέχνημα’’ και δημιουργεί ερωτηματικά στον αναγνώστη. Ο Σωκράτης μπαίνει ‘‘εξ’ εφόδου’’ στο θέμα του επιχειρώντας να δείξει ότι γι’ αυτόν η πολιτική αρετή είναι κάτι που δε διδάσκεται κι ούτε μεταδίδεται από τον έναν άνθρωπο στον άλλον.
• Η Αθήνα χαρακτηριζόταν τότε ως η πνευματική εστία της Ελλάδας, ‘‘πρυτανειον σοφίας’’, ‘‘παίδευσιν Ελλάδος’’. Πάντως η φράση του Σωκράτη για τη σοφία των Αθηναίων έχει μάλλον ειρωνική απόχρωση, αν ληφθούν υπόψη όσα υποτιμητικά λέει ο ίδιος γι’ αυτούς στην ‘‘Απολογία’’ του.

Τα Επιχειρήματα του Σωκράτη
Α. Πρώτη αποδεικτέα θέση: Η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται
Επιχείρημα: Οι Αθηναίοι που είναι σοφοί αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα σε κάθε συμπολίτη τους να δίνει στην Εκκλησία του Δήμου συμβουλές σε πολιτικά ζητήματα χωρίς να έχει διδαχτεί από πουθενά και χωρίς να έχει δάσκαλο.
Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι δεν θεωρούν διδακτή την πολιτική αρετή.

Β. Δεύτερη αποδεικτέα θέση: Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μεταδώσουν την πολιτική αρετή σε άλλους ανθρώπους.
Επιχείρημα: Ακόμα κι οι πιο σοφοί και οι άριστοι των πολιτών δεν μπορούν να μεταβιβάσουν σε άλλους την πολιτική αρετή που έχουν οι ίδιοι (π.χ. ο Περικλής)
Συμπέρασμα: Δεν θεωρεί ότι η αρετή είναι διδακτή.

• Παρατηρούμε ότι αυτό το δεύτερο συμπέρασμα είναι όχι μόνο σχετικό με την αποδεικτέα θέση άλλα κοινό - ισχύει και για την πρώτη θέση: η αρετή δεν είναι διδακτή και παρουσιάζεται σε σχήμα ‘‘εν δια δυοίν’’.

• Τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητικά, όμως:
 Δεν είναι πειστικός όταν στο πρώτο επιχείρημά του χαρακτηρίζει τους Αθηναίους σοφούς στο σύνολό τους.
 Δεν είναι πειστικός όταν ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχθεί την πολιτική αρετή από πουθενά όταν γνωρίζουμε ότι από τη νεαρή ηλικία ζούσαν καθημερινά μέσα στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας κι η συμμέτοχή τους στα κοινά ήταν καθημερινό βίωμα.
 Τα επιχειρήματά του είναι περιγραφικά και εμπειρικά, δίνονται με παραδείγματα κι όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων όπως θα περιμέναμε από το Σωκράτη.
 Παρουσιάζει την εξής αντίφαση: από τη μία προβάλλει τη θέση ότι την πολιτική αρετή την έχουν όλοι κι από την άλλη υποστηρίζει ότι υπάρχουν κάποιοι (οι γιοί του Περικλή) που δεν την έχουν.

• Ο Πρωταγόρας προτείνει δύο εναλλακτικούς τρόπους για ν’ αποδείξει το διδακτό της αρετής: τη διήγηση ενός μ ύ θ ο υ ή την παράθεση των επιχειρημάτων του με δ ι ά λ ε ξ η.
Ο μεγάλος σοφιστής χειρίζεται έτσι το θέμα επιδεικνύοντας την αυτοπεποίθηση και την άνεση με την οποία μπορούσε να χειριστεί όλους τους τρόπους ανάπτυξης ενός θέματος. Ο σεβασμός των θεατών λειτουργεί από την αρχή και αφήνουν τον ίδιο τον Πρωταγόρα να επιλέξει τον τρόπο ανάλυσης της θέσης του, κι ο ίδιος επιλέγει το μύθο, ως χαριέστερο.

Μύθος: Είναι μια φανταστική αφήγηση, που προέρχεται από την παράδοση ή είναι δημιούργημα κάποιου διανοητή. Ένας μύθος έχει χαρακτήρα ποιητικό και συμβολικό. Μπορεί βέβαια ο μύθος να είναι ελκυστικός, όμως δεν είναι επαρκής ως αποδεικτικό στοιχείο και δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα.


ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η
• Ο μύθος που διηγείται εδώ ο Πρωταγόρας προέρχεται από το σύγγραμμα του ‘‘Περί της εν αρχη καταστάσεως’’ που δεν έχει σωθεί.
Ξεκινάει με αναφορά στους θεούς¬. Είναι δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι αυτή η αναφορά αποσκοπεί στη θεμελίωση της πολιτικής αρετής, αφού εξ’ άλλου ο Πρωταγόρας ήταν αγνωστικιστής σε θέματα θρησκείας. Η παρουσία των θεών στο μύθο του έχει μάλλον αλληγορική σημασία. Ο Δίας, δηλαδή, είναι ο λόγος, η λογική, η νομοτέλεια που διέπει τη φύση. Οι άλλοι θεοί (Επιμηθέας, Ερμής) είναι τα όργανα αυτής της νομοτέλειας, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις των όντων, εξισορροπεί τις ελλείψεις και τις ανάγκες τους και εξασφαλίζει τα μέσα για την επιβίωσή τους. Σύμφωνα με κάποιους κοσμογονικούς μύθους, οι πρώτοι άνθρωποι προήλθαν από τη μήτρα της Μητέρας Γης. Κατά την κοσμολογία του Παρμενίδη, οι άνθρωποι και τα άλλα όντα έγιναν από τη μείξη φωτιάς και χώματος. Κατά τον Εμπεδοκλή προήλθαν από τη σύνθεση φωτιάς, χώματος, νερού και αέρα.
Προμηθεύς: αυτός που σκέφτεται πριν ενεργήσει
Επιμηθεύς: αυτός που σκέφτεται μετά την ενέργεια
Ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας ήταν Τιτάνες, γιοί του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης. Ο Προμηθέας από αγάπη προς τον άνθρωπο έκλεψε τη φωτιά από τον Όλυμπο και του την πρόσφερε, με αποτέλεσμα αυτός να αναπτύξει τον τεχνικό πολιτισμό και ο Προμηθέας να αναδειχθεί ευεργέτης και προστάτης του ανθρώπινου γένους. Η φωτιά και η έντεχνος σοφία βοήθησαν τον άνθρωπο να κυριαρχήσει στη φύση και να αναδειχθεί κατασκευαστής και δημιουργός (homo faber).
Ο Επιμηθέας ήταν αδερφός του Προμηθέα. Οι θεοί του έδωσαν σύζυγο την Πανδώρα, η περιέργεια της οποίας επέφερε πολλά δεινά στο ανθρώπινο γένος.
Ο Επιμηθέας, λοιπόν, ανέλαβε το δύσκολο έργο να διανείμει τις ιδιότητες στα διάφορα έμβια όντα, προικίζοντας άλλα με δύναμη χωρίς ταχύτητα στην κίνηση, άλλα με ταχύτητα, εφοδιάζοντας άλλα με εξοπλισμό κατάλληλο για την επιβίωσή τους, κάνοντας κάποια ικανά να πετούν και κάποια να τρυπώνουν μέσα στη γη. Η βασική μέριμνα του ήταν να προικίσει όλα τα έμβια όντα με τέτοια εφόδια, ώστε να επιβιώσουν και να μην εξαφανιστεί το είδος τους από τη γη. Μολονότι ο Επιμηθέας έλαβε κάθε πρόνοια να μην αλληλοεξοντωθούν τα ζώα, έκανε την παραχώρηση σε μερικά από αυτά να τρέφονται με άλλα ζώα. Η παραχώρηση αυτή αντισταθμίστηκε με την εξής πρόβλεψη: όσα ζώα χρησιμεύουν ως τροφή σε άλλα προικίστηκαν με το προσόν της πολυγονίας, ενώ όσα ζώα είναι σαρκοβόρα παρουσιάζουν ολιγογονία. Με αυτό τον τρόπο επιτεύχθηκε η διατήρηση των ειδών και η ισορροπία ανάμεσά τους.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3Η
• Ο Επιμηθέας, τελικά, ενήργησε με τρόπο απερίσκεπτο, αφού σπατάλησε όλες τις ιδιότητες, χωρίς να φροντίσει για την προστασία όλων των έμβιων όντων. Έτσι, εξαιτίας της απρονοησίας του δεν έμεινε κανένα εφόδιο για τον άνθρωπο. Ο Προμηθέας που ήρθε να επιθεωρήσει τη διανομή που έκανε ο Επιμηθέας, διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έμεινε γυμνός, ανυπόδητος, χωρίς στρώμα και άοπλος. Αντίθετα ο Αριστοτέλης στο ‘‘Περί ζώων μορίων’’, διατείνεται ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν τέλεια και όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο σφάλλουν.
Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή παρεμβαίνει αποφασιστικά ο Προμηθέας, ο οποίος κλέβει τις τεχνικές γνώσεις του Ηφαίστου και της Αθηνάς μαζί με τη φωτιά, και τα δίνει στον άνθρωπο. Έτσι του παρέχει τη δυνατότητα όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να διαφοροποιηθεί από τα άλλα όντα δημιουργώντας τεχνικό πολιτισμό, να γίνει ανώτερη μορφή ζωής. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τεχνικές γνώσεις εννοούνται εδώ χορηγημένες στον άνθρωπο ως ολοκληρωμένο σύνολο a prori και όχι ως θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες.
Οι άνθρωποι όμως δεν είχαν πολιτική τέχνη (πολιτικές γνώσεις) για να οργανώσουν πολιτική και κοινωνική ζωή και να αναπτύξουν πνευματικό πολιτισμό, αφού αυτή στην κατοχή του Δία, πράγμα που δείχνει τη μεγάλη αξία και σημασία της. Φύλακες της πολιτικής τέχνης ήταν το Κράτος και η Βία, φοβεροί παραστάτες του Δία. Η κλοπή που επιχείρησε ο Προμηθέας εξόργισε υπερβολικά το Δία, ο οποίος τιμώρησε σκληρά τον Τιτάνα. Τον έδεσε με αλυσίδες σ’ ένα βράχο στον Καύκασο κι έστειλε ένα γυπαετό να του κατασπαράζει κάθε μέρα το συκώτι του, που όμως ξαναγινόταν τη νύχτα. Από αυτό το φριχτό μαρτύριο τον γλίτωσε ο Ηρακλής που σκότωσε το όρνιο, ελευθέρωσε τον Προμηθέα και τον συμφιλίωσε με τον Δία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4Η
• Η έντεχνος σοφία συν πυρί που απέκτησε ο άνθρωπος χάρη στην αυτοθυσία του Προμηθέα, του επέτρεψαν να δημιουργήσει τον τεχνικό του πολιτισμό και αποτέλεσαν τη βασική υποδομή και κινητήρια δύναμη της προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Έτσι ο άνθρωπος, αφού έλαβε μέρος με τα στοιχεία αυτά στη θεϊκή ουσία, ‘‘συγγένεψε’’ με τους θεούς, αναδείχτηκε αυτός, μόνος απ’ όλα τα ζώα, συγγενής των θεών (Από μερικούς ερμηνευτές, αυτή η άποψη θεωρείται πλατωνική, γιατί ο Πρωταγόρας ήταν αγνωστικιστής, δηλαδή ολωσδιόλου αβέβαιος για την ύπαρξη των θεών). Έτσι άρχισε να λατρεύει τους θεούς, οργάνωσε λατρευτικές τελετές και κατασκεύασε αντικείμενα βοηθητικά της λατρείας, όπως αγάλματα (<αγάλλομαι) και βωμούς (<βαίνω).

• Η γλώσσα ανέκαθεν αποτέλεσε τον κυριότερο κώδικα επικοινωνίας των ανθρώπων και βασικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού τους. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γλώσσα υπήρξε δημιούργημα του ανθρώπου που επιτεύχθηκε με μακροχρόνια εξέλιξη κι όχι δώρο δοσμένο από την αρχή στον άνθρωπο εκ μέρους των θεών. Αντίθετη με την άποψη αυτή ήταν η θεοκρατική αντίληψη με κύριο υποστηρικτή τον Ηρόδοτο, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα υπάρχει ‘‘φύσει’’, δηλαδή την χάρισαν οι θεοί στον άνθρωπο μόλις τον δημιούργησαν. Στη φράση ‘‘φωνήν και ονόματα’’ μάλλον υπολανθάνει η διπλή άρθρωση της γλώσσας, η άρθρωση των φθόγγων με την οποία σχηματίζονται οι λέξεις και η άρθρωση των λέξεων, δηλαδή η σύνταξη, με την οποία σχηματίζονται οι προτάσεις.

• Παράλληλα με τον πνευματικό πολιτισμό ο άνθρωπος δημιούργησε, και πάλι χάρη στην τέχνη, στοιχεία του υλικοτεχνικού πολιτισμού. Αιτία υπήρξε η ανάγκη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της φύσης και για την προστασία του από τις καιρικές συνθήκες, καθώς και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του.
Έτσι, άποψη του Πρωταγόρα είναι, ότι η κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων ήταν αποτέλεσμα του φόβου προς τα θηρία, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη που πιστεύει ότι ο άνθρωπος είναι ‘‘φύσει ζωον πολιτικόν’’. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πόση σημασία δίνεται στο θεσμό της πόλης ως ανώτερης κοινωνικής μονάδας. Η πόλη αναδείχτηκε πράγματι στην αρχαία Ελλάδα εστία δημοκρατικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής.
Όμως παρά την προσπάθεια συμβίωσης προέκυψαν νέα προβλήματα, που οφείλονταν στην έλλειψη πολιτικής οργάνωσης, αφού ο ένας αδικούσε τον άλλο, με αποτέλεσμα και πάλι τον κίνδυνο για τον αφανισμό τους.

• Ο Δίας, ως υπέρτατος ρυθμιστής των πάντων, αποφασίζει να σταματήσει τον αφανισμό των ανθρώπων και να τους σώσει. Έτσι, μέσω του Ερμή, στέλνει ‘‘τήν αιδω καί τήν δίκην’’, ώστε να γίνει δυνατή η οργάνωση των κοινωνιών και να αναπτυχθεί παραπέρα ο πολιτισμός.
 Αιδώς: Εκφράζει το συναίσθημα της ντροπής που αισθάνεται ο κοινωνικός άνθρωπος για κάθε αντικοινωνική του πράξη. Αποτελεί περίπλοκη ιδιότητα και αποδίδεται ποικιλότροπα: ηθική συνείδηση, ηθικότητα, σωφροσύνη, σεβασμός άγραφων νόμων, φιλοτιμία, κοσμιότητα.
 Δίκη: Η Δίκη (ή Νέμεσις) ήταν θεότητα, κόρη του Δία και της Θέμιδος και η Αιδώς σύντροφος της Δίκης. Εδώ η δίκη είναι το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η αντίληψη του δικαίου και του άδικου, ο σεβασμός των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων.
Αυτά τα δύο συναισθήματα εξασφαλίζουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τον εμποδίζουν να συμπεριφέρεται εγωιστικά, μισαλλόδοξα και ατομιστικά, και συμβάλλουν στην εμπέδωση της πολιτικής ενότητας και της κοινωνικής αρμονίας.

• Ο προβληματισμός του Ερμή και η αφελής και κωμική, ως ένα σημείο, ερώτησή του προκαλούν θυμηδία και αποσκοπούν να δημιουργήσουν μια προσωρινή χαλάρωση, τώρα που ο μύθος βαίνει προς το τέλος και θα χρειαστεί να ακουστεί το συμπέρασμα με ενταμένη προσοχή. Έχουμε παραστατικότητα στην αφήγηση, εισαγωγή διαλόγου και μετάβαση από τον πλάγιο στον ευθύ λόγο.

• Οι δύο αρετές, κατά το Δία, πρέπει να μοιραστούν σε όλους ανεξάρτητα τους ανθρώπους, γιατί διαφορετικά, δεν είναι δυνατόν να συσταθούν πόλεις. Προϋπόθεση λοιπόν των πόλεων είναι η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, που πρέπει να υπάρχουν σε όλο το σώμα των πολιτών, για να γίνεται δυνατή η επιβίωση και η ανάπτυξη της οργανωμένης καθημερινής ζωής. Ο Δίας μάλιστα θεσμοθετεί νόμο που επιβάλλει το θάνατο σε περιπτώσεις ανυπακοής, για να εξασφαλίσει την καθολικότητα των δύο αρετών στους ανθρώπους. Η απόφαση αυτή μπορεί να φαίνεται αμείλικτη και απάνθρωπη, δείχνει όμως τη σημασία των δύο αρετών και προλειαίνει τη θέση του Πρωταγόρα ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν συμμετοχή στην πολιτική αρετή.

• Μετά την ολοκλήρωση από τον Πρωταγόρα του μύθου του Προμηθέα ακολουθεί σαν επιμύθιο το συμπέρασμα, το οποίο σηματοδοτείται στην αρχή με τις χαρακτηριστικές λέξεις ‘‘ούτω δή’’.
Οι Αθηναίοι, επομένως, έχουν όλοι την πολιτική αρετή, αφού αυτή είναι πρωταρχική προϋπόθεση για την ύπαρξη πόλης. Έτσι ο Πρωταγόρας δέχεται την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής, όμως δεν αποδεικνύει ακόμα ότι αυτή είναι διδακτή. Πάντως καταλήγει να αιτιολογεί ότι η πολιτική αρετή δόθηκε στον άνθρωπο αργότερα, αφού είχε ήδη αρχίσει η πολιτισμική του πορεία, άρα δεν είναι έμφυτη.

• Αξιοσημείωτο είναι ότι για πρώτη φορά ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τους εναλλακτικούς όρους ‘‘δικαιοσύνη’’ (δίκη) και ‘‘σωφροσύνη’’ (αιδώς). Η σύγχυση αυτή θα συνεχιστεί και παρακάτω, οπότε θα δοθεί η ευκαιρία στο Σωκράτη να ζητήσει διεξοδικότερη διερεύνηση της έννοιας της αρετής.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η
• Ο Πρωταγόρας φέρνει μια επιπλέον εμπειρική απόδειξη, για να πείσει το Σωκράτη ότι όλοι οι άνθρωποι ανεξαίρετα έχουν συμμετοχή στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή. Έτσι παρουσιάζει τους Αθηναίους να χλευάζουν και να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη οργή κάθε άνθρωπο που διατείνεται επιδεξιότητα σε κάποιον τεχνικό τομέα , στον οποίο αποδεικνύεται τελικά ανίκανος. Μάλιστα φτάνει στο σημείο της υπερβολής να παρουσιάζει τους συγγενής του να τον θεωρούν τρελό.
Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας, περιγράφοντας με ρεαλισμό την κοινωνική πραγματικότητα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι Αθηναίοι θεωρούν ότι το να ομολογεί κάποιος άδικος δημόσια την αλήθεια (ότι είναι δηλαδή άδικος) θεωρείται παραφροσύνη, επειδή αυτό αμαυρώνει την κοινωνική του εικόνα και επειδή ενδέχεται να του δημιουργήσει προβλήματα με τη δικαιοσύνη. Τα πράγματα λοιπόν δεν εξετάζονται με βάση την ηθική δεοντολογία ή τη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, αλλά με βάση το συμφέρον και την εικόνα που οι άνθρωποι θέλουν να πλασάρουν (το φαίνεσθαι).

• Τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη διδαξιμότητα της αρετής είναι:
1. Η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη· ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτεί το θεϊκό μερίδιο που πήρε, καθώς και το πολύτιμο ζευγάρι των ηθικών όπλων που του έστειλε ο Δίας, την αιδώ και τη δίκη, για να γίνει κάτοχος της πολιτικής αρετής και να μπορέσει να οργανώσει πολιτισμένες κοινωνίες. Είναι λοιπόν ζήτημα διδασκαλίας και προσπάθειας.
2. Οι Αθηναίοι μολονότι πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος κατέχει ως ένα βαθμό την πολιτική αρετή, δεν τη θεωρούν αυτόματη, αλλά αποτέλεσμα μόχθων και κατάλληλου καθοδηγητικού περιβάλλοντος.
Όσον αφορά στη σπουδαιότητα της ‘‘αιδούς’’ και της ‘‘δίκης’’, το άτομο αυτοελέγχεται, συγκρατεί τον εαυτό του στα όρια του κοινωνικά επιτρεπτού, ρυθμίζονται τα ακανθώδη προβλήματα της πολιτείας που προκύπτουν αναπόδραστα από τη συνύπαρξη ανθρώπων, κατοχυρώνεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ευνοείται η οργάνωση δημοκρατικών κοινωνιών.

• Ο μύθος του Πρωταγόρα από την άποψη του περιεχομένου, αποτελεί μια ποιητική και συμβολική παράσταση της γένεσης και εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Εμφανής είναι η θεωρία για μια τελεολογική τάση στη φύση, που μεριμνά ώστε να εφοδιάσει όλα τα έμβια όντα με προστατευτικά μέσα για τη διαιώνιση των ειδών. Ο άνθρωπος, λοιπόν, με τη θεϊκή σπίθα του λογικού που πήρε και με τα δώρα του Προμηθέα και του Δία, κατάφερε να ξεφύγει από τη ζωώδη κατάσταση και να δημιουργήσει πολιτισμό. Ο μύθος του Πρωταγόρα δίνει αισιόδοξη εικόνα της πορείας του ανθρώπινου πολιτισμού, εν αντιθέσει προς τον Ησίοδο που προβλέπει παρακμή και φθορά του ανθρώπινου γένους και αναφέρει ότι η αιδώς και η δίκη υπήρχαν στον άνθρωπο, αλλά τον εγκατέλειψαν και ξανανέβηκαν στον ουρανό.

• Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας προτάσσει στην αποδεικτική διαδικασία την αποδεικτική θέση, κάνοντας όμως μια προσθήκη· πρώτα θα αποδείξει από πού δεν προέρχεται η αρετή και στη συνέχεια από πού προέρχεται. Έτσι με το σχήμα της άρσης – θέσης και με τα δύο σκέλη, η απόδειξη είναι πιο πειστική. Ο Πρωταγόρας δέχεται την ύπαρξη τελεολογικής αρχής στη φύση· για το σοφιστή υπάρχει βέβαια σκοπιμότητα στη φύση, όχι ωστόσο απεριόριστη, γιατί έχουμε και τον παράγοντα τύχη. Έτσι κάνει λόγο για τα καλά και τα κακά που προέρχονται από τη φύση και την τύχη και είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου. Αναφέροντας ως παραδείγματα φυσικών ή τυχαίων μειονεκτημάτων την ασχήμια, το μικρό ανάστημα και το ασθενικό σώμα, παρατηρεί ότι κανείς δεν οργίζεται με τους ανθρώπους που τα έχουν, απεναντίας όλοι τους λυπούνται.
Ο Πρωταγόρας εδώ αποστασιοποιείται καθαρά από θεοκρατικές ερμηνείες· δέχεται την ύπαρξη τελεολογικής στη φύση, ωστόσο προβάλλει και τον αστάθμητο παράγοντα του τυχαίου· όλα οφείλονται σε μια μηχανιστική αιτιοκρατία και εξελίσσονται αυτόνομα· πουθενά δε γίνεται λόγος για παρουσία ή επέμβαση του θείου, για θεία πρόνοια.

• Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα επίκτητα αγαθά, τα οποία θεωρεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει με τις τρεις βασικές μορφές αγωγής: την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία (παραλείπεται η τέταρτη μορφή αγωγής, η μίμηση, ίσως γιατί μπορεί να οδηγήσει και αρνητικά αποτελέσματα). Επιπλέον αναφέρονται η τιμωρία και η νουθεσία ως βοηθητικά στοιχεία, που αποβλέπουν στην ενίσχυση της μαθησιακής διαδικασίας.
Αφού λοιπόν η αιδώς και η δίκη αποτελούν τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της πολιτικής αρετής και αφού οι ηθικές αξίες δεν υπάρχουν στον ίδιο βαθμό σε όλους τους ανθρώπους ούτε μπορούν μόνες τους να οδηγήσουν στην αρετή χωρίς την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία, είναι φανερό πως η παιδεία είναι η κινητήριος δύναμη που θα μετατρέψει τον άνθρωπο από ‘‘δυνάμει’’ σε ‘‘ενεργεία’’ πολιτικό όν.

• Η αδικία, η ασέβεια και οτιδήποτε είναι αντίθετο προς την αρετή δεν είναι ‘‘φυσικά ελαττώματα’’, ώστε να αντιμετωπίζεται κανείς με συμπάθεια και κατανόηση· αντίθετα, αυτά επισύρουν την οργή και τη νουθεσία, γιατί δείχνουν ότι ο άνθρωπος αδιαφόρησε για κάτι που είχε υποχρέωση και δυνατότητα να διδαχθεί.
Η απόδειξη του Πρωταγόρα δεν είναι ιδιαίτερα πειστική, αφού η αποδεικτέα θέση χρησιμοποιείται παράλληλα και ως αποδεικτικό επιχείρημα. Αυτός ο τρόπος απόδειξης είναι ένα είδος σοφίσματος που λέγεται ‘‘ληψις του ζητουμένου’’.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6Η
• Η πρώτη φράση της ενότητας αποτελεί το συμπέρασμα της προηγούμενης απόδειξης για το διδακτό της αρετής. Έτσι συμπεραίνουμε ότι στην περίπτωση των ελαττωμάτων που δεν οφείλονται στην τύχη ή στη φύση, αλλά είναι επίκτητα, το ότι ο καθένας θυμώνει με όσους δεν έχουν αρετή και τους νουθετεί, αποδεικνύει πως αυτή την αποκτούμε με την επιμέλεια και τη μάθηση.

• Το δεύτερο επιχείρημα που θα χρησιμοποιήσει ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι η αρετή διδάσκεται είναι η σκοπιμότητα της τιμωρίας. Αρχικά αισθάνεται την ανάγκη να ξεκαθαρίσει τη σημασία του ‘‘κολάζειν’’. Δηλαδή η έννοια της τιμωρίας δε θα χρησιμοποιηθεί εδώ με τη σημασία της άλογης και τυφλής εκδίκησης για την ανταπόδοση ενός αδικήματος που έχει συμβεί σε στο παρελθόν, πράγμα που συμβαίνει μόνο στα άγρια ζώα, αλλά έχει παιδευτικό, σωφρονιστικό σκοπό. Η θέση αυτή του Πρωταγόρα αποτελεί πράγματι ρηξικέλευθη καινοτομία για την εποχή του, δεδομένου ότι η τιμωρία θεωρείται κατά την κοινή αντίληψη ως ανταπόδοση για την αδικία ή το έγκλημα που διαπράχθηκε. Η τιμωρία δηλαδή επιβάλλεται ως μέσο διορθωτικό, για να συνετιστεί ο άδικος και να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι.
Τιμωρουμαι: τιμωρώ για να πάρω εκδίκηση
Κολάζω: τιμωρώ για επανόρθωση ή διόρθωση

• Για να διορθωθεί η αντίφαση που πιθανόν να παρατηρείται στις απόψεις του Πρωταγόρα περί τιμωρίας και στη ρήτρα (νόμο) που είχε θέσει ο Δίας (Εν. 4), επισημαίνεται ότι στην ενότητα 7 τονίζει ότι η θανάτωση ή η αποπομπή επιβάλλονται, όταν ακόμα και μετά τη διδασκαλία και την τιμωρία δε φαίνονται να υπάρχουν θετικά αποτελέσματα στην προσωπικότητα του ατόμου.

• Τελικά ο σοφιστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εφόσον κάποιος χρησιμοποιεί την τιμωρία ως στοιχείο σωφρονισμού και παραδειγματισμού, αυτό αποδεικνύει ότι η αρετή είναι διδακτή.

• Το συμπέρασμα αυτό το γενικεύει σε όλους τους ανθρώπους, και στον ιδιωτικό βίο (στους γονείς και παιδαγωγούς που τιμωρούν τα παιδιά τους και τους μαθητές τους), και στο δημόσιο βίο (στα όργανα του κράτους που επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους). Στη συνέχεια αναφέρεται στους συμπολίτες του Σωκράτη με έναν τόνο αυταρέσκειας και έπαρσης, τονίζοντας ότι κι εκείνοι δέχονται ότι η αρετή διδάσκεται. Κλείνει λοιπόν το α’ μέρος της επιχειρηματολογίας του ικανοποιημένος και πεπεισμένος ότι έχει πείσει.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7Η
• Ο Πρωταγόρας ως τώρα έχει αποδείξει την καθολικότητα της αρετής και έχει ανασκευάσει τη θέση του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή, αποδεικνύοντας το αντίθετο και χρησιμοποιώντας το μύθο. Τώρα, χρησιμοποιώντας το λόγο θα ανασκευάσει την άλλη άποψη του Σωκράτη, ότι οι άριστοι άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν στους γιούς τους την αρετή. Πριν αρχίσει την ανασκευή της αντίρρησης του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι θα αλλάξει μέθοδο, εγκαταλείποντας το μύθο και χρησιμοποιώντας το λόγο, τη λογική σκέψη, τα λογικά επιχειρήματα που αναφέρονται στην πραγματικότητα.

• Ο Σωκράτης είχε διατυπώσει το επιχείρημα ότι οι άριστοι πολιτικοί ηγέτες δεν μπορούν να μεταδώσουν στους γιούς τους την πολιτική αρετή που διακρίνει τους ίδιους. Ο Πλάτωνας βάζει τον Πρωταγόρα να αλλοιώνει το επιχείρημα αυτό, αφού θα θεωρήσει δεδομένη τη δική του αντίθετη θέση (=μπορούν οι άριστοι άντρες και διδάσκουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή) και θα την αιτιολογήσει. Η αναφορά του σε σπουδαίους άντρες υπονοεί τους μεγάλους πολιτικούς Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Θουκυδίδη, Περικλή. Εξάλλου σε άλλο έργο του Πλάτωνα παρουσιάζονται οι γιοί του Αριστείδη και του Θουκυδίδη να μέμφονται τους γονείς τους ότι τους έδωσαν ελλιπή αγωγή.

• Ο Πρωταγόρας ξεκινά την απόδειξη του διατυπώνοντας μια βέβαιη προϋπόθεση, ότι είναι αναγκαία η καθολικότητα της πολιτικής αρετής για να υπάρχει πόλη. Η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα συναποτελούν κατά τον Πρωταγόρα την αρετή. Υπάρχουν κάποιοι ωστόσο που δεν έχουν μερίδιο στην αρετή, τους οποίους είμαστε υποχρεωμένοι με τη διδασκαλία και την τιμωρία να τους οδηγούμε στην αρετή, βελτιώνοντας τους. Αν, ωστόσο, δεν προσαρμόζονται, πρέπει να εκδιώκονται από την πόλη ή να θανατώνονται. Ο θάνατος ήταν βέβαια και τότε η εσχάτη των ποινών, όμως και η εξορία για τον αρχαίο Έλληνα πολίτη είναι και αυτή, πέρα από την ατίμωση, μια μορφή θανάτου, αφού η ζωή του πολίτη μπορεί να νοηθεί μόνο στο πλαίσιο της πόλης. Αλλά και η δήμευση της περιουσίας ή η κατεδάφιση του σπιτιού, που θα ανάγκαζαν τον πολίτη να περιφέρεται ανέστιος και πένης, ήταν όχι μόνο οδυνηρές οικονομικά, άλλα και κατεξοχήν ατιμωτικές.

• Η απόδειξη της θέσης ότι οι άριστοι άνδρες μπορούν να διδάξουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή γίνεται με τη χρήση μιας ρητορικής ερώτησης και επτά διαδοχικών προτάσεων, οι οποίες διατυπώνονται μόνο ρητορικά ως υποθέσεις και δημιουργούν την εντύπωση ανανταπόδοτου, ενώ νοούνται ως προτάσεις αποφαντικές, ως δεδομένες θέσεις. Σκοπός βέβαια είναι να γίνει πιο εντυπωσιακός. Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι ο Πλάτωνας θέλει να παρουσιάσει έναν Πρωταγόρα που βρίσκεται σε αμηχανία και δυσκολεύεται να διατυπώσει την απόδειξή του, γι’ αυτό φλυαρεί και έχει ανακόλουθα και επαναλήψεις.

• Το συμπέρασμα, λοιπόν, των συλλογισμών του είναι ότι, αφού υπάρχει κίνδυνος οι γιοί των άριστων ανδρών να τιμωρηθούν με βαρύτατες ποινές, αν δε μετέχουν στην αρετή, είναι αδιανόητο να μην τους τη διδάσκουν οι πατέρες τους.

• Ο Πρωταγόρας, όπως παρουσιάζεται σ’ αυτό το τμήμα του κειμένου, φέρνει επιχειρήματα που δεν απορρέουν από τη λογική αναγκαιότητα και δεν είναι απόλυτα πειστικά, ενώ ο λόγος του παρεκκλίνει από το στοχαστικό ύφος και έχει ρητορικά στοιχεία εντυπωσιασμού. Αλλοιώνει τη θέση του Σωκράτη, για να αποδείξει αυτό που θέλει ο ίδιος και όχι αυτό που πρέπει. Προχωρεί στην αποδεικτική διαδικασία με δεοντολογικές διατυπώσεις, οι οποίες δεν είναι πειστικές, ούτε έχουν αποδεικτική ισχύ. Δεν αποδεικνύει την αντίθετη δική του θέση, αλλά τη θεωρεί δεδομένη και την αιτιολογεί, μάλιστα με τρόπο όχι απόλυτα πειστικό. Τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής των άξιων πολιτικών προς τα παιδιά τους τη θεωρεί κατά κάποιο τρόπο γεγονός συναγόμενο από τις επικρεμάμενες αυστηρές ποινές που έχει θεσπίσει η πολιτεία σε όσους παραμελούν την αρετή.

• Τα διδάγματα και ο τρόπος ζωής και αποδοχής της θανατικής ποινής εκ μέρους του Σωκράτη αποδεικνύουν ότι ο φιλόσοφος αποδέχεται την ποινή και ταυτίζεται με το κύρος των νόμων, ενώ οι απόψεις του Πρωταγόρα είναι σχετικές με τη σκοπιμότητα της τιμωρίας και σχετίζονται με την πολιτική αρετή.

• Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας μας παρουσιάζει συνοπτικά το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Αναφέρονται οι βαθμίδες και οι βασικοί φορείς της αγωγής, σκιαγραφείται η φιλοσοφία του συστήματος και επισημαίνονται οι επιμέρους στόχοι και τα παιδευτικά μέσα. Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανοιχτό, χωρίς αυστηρά, προκαθορισμένα όρια, που έχει αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η μόνη παρέμβαση της πολιτείας είναι ο έλεγχος της συμπεριφοράς των παιδιών και των πολιτών, ο έλεγχος δηλαδή των αποτελεσμάτων της αγωγής.

• Συγκεκριμένα, στη νηπιακή ηλικία, οι γονείς, η παραμάνα και ο παιδαγωγός δίνουν στο παιδί τις βάσεις της ηθική συμπεριφοράς. Στην παιδική και στην εφηβική ηλικία οι δάσκαλοι φροντίζουν περισσότερο για την διαμόρφωση της ηθικής προσωπικότητας του παιδιού παρά για την παροχή γνώσεων. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην παιδαγωγική διαδικασία υιοθετείται επίσημα η τιμωρία, η οποία μάλιστα μπορεί να είναι πολύ σκληρή. Τέλος, η πολιτεία υποχρεώνει τους πολίτες να μαθαίνουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με τις επιταγές τους, είτε ασκούν δημόσια αξιώματα είτε όχι.
(σημ.: Δάσκαλοι: γραμματιστής, κιθαριστής, παιδοτρίβης, σοφιστής, φιλόσοφος, ρητοροδιδάσκαλος)

• Πρότυπο παιδείας στην Αθήνα ήταν η διάπλαση ανθρώπων που ήταν ικανοί να μιλούν ωραία και πειστικά, αλλά ταυτόχρονα να ενεργούν έγκαιρα και αποτελεσματικά. Ο αληθινός άντρας πρέπει να είναι συγχρόνως ‘‘μύθων ρητήρ και λόγων πρηκτήρ’’. Επίσης η μουσική αγωγή είχε περισσότερο σημασία παιδευτική, παρά αισθητική. Συνέβαλλε στη δημιουργία αρμονικού και εύρυθμου χαρακτήρα, συντελούσε στην ημέρωση της ψυχής και μετάδιδε την αίσθηση του μέτρου και της ισορροπίας σε όλες τις εκδηλώσεις της.

• Το συμπέρασμα του Πρωταγόρα είναι ότι αυτή η τόσο πλατιά και μακρόχρονη προσπάθεια δεν είναι δυνατό να καταβάλλεται από τόσους ανθρώπους και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, χωρίς να αποδίδει καρπούς. Η ίδια λοιπόν η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθεί. Το συμπέρασμα του διατυπώνεται με τρόπο έντονο και σχεδόν θριαμβικό, με μορφή ρητορικής ερώτησης. Έτσι ο σοφιστής παρουσιάζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία την απόδειξη για την ορθότητα της θέσης του. Ενώ πράγματι το συμπέρασμά του είναι πειστικό, ως ασθενές σημείο θα μπορούσε να του καταλογιστεί ότι στηρίζεται σε όσα πρέπει να αποδειχτούν.

• Το εκπαιδευτικό σύστημα στην αρχαία Αθήνα, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, στηρίζεται σε τρία στάδια αγωγής:
1. Πρώτο στάδιο: Νηπιακή ηλικία
Φορείς: Γονείς
Τροφός: Βοηθούσε στην ανατροφή των παιδιών κατά την προσχολική ηλικία. Ειδικότερα, η γυναίκα που αναλάμβανε το θηλασμό λεγόταν τίτθη, ενώ εκείνη που φρόντιζε το παιδί κατά την προσχολική ηλικία λεγόταν τροφός, ή τιθήνη. Οι γυναίκες αυτές ήταν συνήθως δούλες ή ελεύθερες φτωχές.
Παιδαγωγός: Ήταν κατά κανόνα δούλος, ο οποίος συνόδευε το παιδί στο σχολείο, στους περιπάτους, κλπ. Ο παιδαγωγός συμβούλευε και βοηθούσε το παιδί σε κάθε περίπτωση. Επίσης, πρόσεχε τη συμπεριφορά του, τις συναναστροφές του και όλη γενικά τη ζωή του· σπάνια τιμωρούσε το παιδί με ξυλοδαρμό και άλλους τρόπους για διόρθωση και φρονηματισμό. Ευνόητο είναι ότι παιδαγωγούς είχαν μόνο οι εύποροι Αθηναίοι.
Περιεχόμενο: Ηθοπλαστικό
Στόχος: Η βελτίωση του παιδιού στην αρετή
Μέθοδοι: Νουθεσίες, διδασκαλία, απειλές, χτυπήματα

2. Δεύτερο στάδιο: Παιδική/ εφηβική ηλικία
Φορείς: Δάσκαλος (στους δασκάλους έστελναν τα παιδιά τους οι Αθηναίοι από το 6ο ή 7ο έτος της ηλικίας τους). Οι δάσκαλοι της βαθμίδας ήταν:
Ο γραμματιστής: δίδασκε ανάγνωση και γραφή, αριθμητική και φρόντιζε για την ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Δίδασκε στα διδασκαλεία.
Ο κιθαριστής: δίδασκε μουσική(τραγούδι,αυλό,λύρα,κιθάρα),στα διδασκαλεία.
Ο παιδοτρίβης: ο γυμναστής, που παρακολουθούσε τα παιδιά στη γύμναση και στα αθλήματα, στις παλαίστρες.
Την ανώτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης είχαν αναλάβει οι σοφιστές, οι φιλόσοφοι και οι ρητοροδιδάσκαλοι.
Οι έφηβοι ασκούνταν στα δημόσια γυμναστήρια, τα λεγόμενα γυμνάσια.
Περιεχόμενο: Ηθοπλαστικό και γνωστικό
Στόχος: Η ‘‘ευκοσμία’’ των παιδιών
Μέθοδοι: Διδασκαλία, μίμηση (αρχαίων ηρώων)

3. Τρίτο στάδιο: Αντρική ηλικία
Φορείς: πολιτεία, κοινωνία
Περιεχόμενο: πολιτικό (εκμάθηση των νόμων)
Στόχος: Η πολιτική αγωγή· να ζουν οι πολίτες σύμφωνα με τους νόμους, μαθαίνοντας να άρχουν και να άρχονται.
Μέθοδοι: Κυρώσεις στους παραβάτες των νόμων (ευθυναι)

• Τα παιδαγωγικά μέσα που χρησιμοποιούνταν στην ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες:
A) Οι νουθεσίες και η προβολή παραδειγμάτων για μίμηση βοηθούν το παιδί στη διάπλαση της προσωπικότητάς του και στην κατάκτηση της αρετής. Τα μέσα υιοθετεί και η σύγχρονη παιδαγωγική.
B) Οι απειλές, τα χτυπήματα και η καθοδήγηση στην αποστήθιση ποιημάτων ανήκουν στις σωφρονιστικές μεθόδους. Από τις μεθόδους αυτές, οι ραβδισμοί συνιστούν ολοφάνερα άσκηση σωματικής βίας, ενώ οι εκφοβιστικές απειλές και ο κάθε λογής καταναγκασμός συνιστούν άσκηση ψυχολογικής βίας. Αυτές οι μέθοδοι προσβάλλουν την προσωπικότητα του παιδιού και δημιουργούν στην ψυχή του ανεπούλωτα τραύματα, γι’ αυτό και απορρίπτονται από τη σύγχρονη παιδαγωγική.

• Ευθυναι ονομαζόταν η λογοδοσία στην οποία ένας άρχοντας ήταν υποχρεωμένος να κάνει ενώπιον ειδικών ελεγκτών για τα πεπραγμένα του, όταν τελείωνε ο χρόνος της εξουσίας του. Έτσι ονομαζόταν και οι κυρώσεις που του επιβάλλονταν, αν διαπιστωνόταν κατάχρηση της εξουσίας ή παραλείψεις.

• Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν την πολιτική και την προσωπική αρετή, επειδή ο πολίτης της αρχαίας πόλης – κράτους δε νοείται παρά μόνο ως μέλος του συνόλου. Εξάλλου η πολιτική αρετή ενός ανθρώπου εκδηλώνεται με τη στάση του απέναντι στα δημόσια πράγματα, που αντανακλούν στο σύνολο γενικά των ανθρώπων μέσα στο οποίο ζει και ο ίδιος, ενώ η προσωπική αρετή ενός ανθρώπου εκδηλώνεται στη συμπεριφορά του κάθε φορά απέναντι σε ένα ή πολύ λίγα από αυτά τα πρόσωπα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου