6.9.09

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΡΑΜΑ


Ι. ΤΟ ΔΡΑΜΑ:
Αρχαίος Ελληνικός Ποιητικός Λόγος

Έπος ------------------- Λυρική ποίηση --------------- Δράμα
1. Μυθολογικό. (=μουσική και όρχηση) 1. Τραγωδία.
2. Διδακτικό. 2. Σατυρικό δράμα.
3. Φιλοσοφικό. 3. Κωμωδία.
4. Ηρωικό.

α) Έπος (=λόγος): μεγάλη ακμή 11ος – 8ος αιώνας π.Χ. (Γεωμετρική εποχή). Τα Ομηρικά Έπη χρονολογούνται στο β΄μισό του 8ου αιώνα π.Χ., αλλά αναφέρονται σε γεγονότα του 1200 π.Χ.

β) Λυρική ποίηση: μεγάλη ακμή τον 7ο – 6ο αιώνα π.Χ. (Αρχαϊκή εποχή).

γ) Δράμα: σύζευξη των δύο προηγούμενων ειδών. Μεγάλη ακμή κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. (κλασική εποχή). Δημιουργήθηκε για παράσταση. Είναι η μίμηση δρωμένων μπροστά στα μάτια των θεατών (<από το ρήμα δράω = πράττω).

Προέλευση:
Το δράμα προέρχεται από τις θρησκευτικές τελετές (δρώμενα), που αναπαριστούσαν γεγονότα από τη ζωή των θεών. Τέτοια δρώμενα συνέβαιναν στα Ελευσίνια μυστήρια και κυρίως στη διονυσιακή λατρεία. Από τη λατρεία του θεού Διονύσου προήλθε λοιπόν το δράμα, όπως σε γενικές γραμμές αποδέχονται όλοι οι μελετητές σήμερα.

Διόνυσος (ή Βάκχος):
Ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης (κόρης του Κάδμου). Η λατρεία του ήρθε από τη Φρυγία μέσω της Θράκης και πήρε γρήγορα πανελλήνιο χαρακτήρα. Ο θεός της βλάστησης, του κρασιού, των παραγωγικών δυνάμεων της φύσης ήταν κοντά στους ανθρώπους της αγροτικής ζωής.

Διονυσιακή λατρεία:
Οι θιασώτες (οπαδοί) του θεού Διονύσου τον λάτρευαν σε κατάσταση ιερής μανίας και έξαλλου ενθουσιασμού. Έπιναν πολύ κρασί και συνέθεταν τραγούδια προς τιμήν του.
Χαρακτηριστικό της λατρείας αυτής ήταν η έκσταση, δηλαδή ο έλεγχος της προσωπικότητας του πιστού από το πνεύμα του λατρευόμενου θεού. Η κατοχή αυτή ονομάζεται και θεοληψία. Την έκσταση των πιστών υποβοηθούσε το κρασί, η μεταμφίεση και η χρήση συμβόλων λατρείας. Δέρματα ζώων, στεφάνια κισσού (ιερού φυτού του Διονύσου), κατακάθι του μούστου (τρυγία), φύλλα δέντρων και φαλλικά σύμβολα ήταν μερικά από τα απαραίτητα αντικείμενα της εν λόγω λατρείας. Οι πιστοί ακόλουθοι του Διονύσου και συμμετέχοντες στις οργιαστικές τελετές της λατρείας του ονομάζονταν σάτυροι.

Διθύραμβος:
Χορικό άσμα αφιερωμένο στο θεό Διόνυσο, με περιεχόμενο που παρέπεμπε στη ζωή και τα παθήματα του θεού. Ήταν πιθανό να περιείχε μία τέτοια σχετική αφήγηση, η οποία είχε το χαρακτηριστικό του αυτοσχεδιασμού και την αναλάμβανε ο πρώτος του Χορού, ο κορυφαίος. Ο υπόλοιπος Χορός τραγουδούσε κάποιες συμβατικές επωδούς.
Ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη, ότι το δράμα προήλθε από αυτούς ακριβώς τους αυτοσχεδιασμούς των πρωτοτραγουδιστών, δηλαδή «των εξαρχόντων τον διθύραμβον».

ΙΙ. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ:
Το δράμα χωρίζεται σε τρία (3) είδη:
α) Τραγωδία: «ωδή τράγων»  χορικό άσμα των λατρευτών του Διονύσου, που φορούσαν δέρματα τράγων ή χορικό άσμα σε διαγωνισμό με έπαθλο έναν τράγο. Οι προηγούμενες απόψεις για την προέλευση της λέξης «τραγωδία» θεωρούνται σήμερα αυθαίρετες και αντιεπιστημονικές.
β) Σατυρικό δράμα: ευχάριστο λαϊκό θέαμα, που είχε σκοπό να προκαλέσει το γέλιο κι όχι να διδάξει. Ήταν πιο κοντά στη διονυσιακή λατρεία, αφού το Χορό αποτελούσαν σάτυροι, με κορυφαίο το γέροντα Σειληνό. Το σατυρικό δράμα ονομαζόταν και «παίζουσα τραγωδία».
γ) Κωμωδία: είχε σκοπό να προκαλέσει το γέλιο, αλλά μέσα από τη φάρσα και την ευθυμία επιδίωκε να ασκήσει και κριτική στην εκάστοτε πραγματικότητα και στα πρόσωπα της εποχής. Άρα, η κωμωδία αντλούσε θέματα από την καθημερινή ζωή, αλλά τα έντυνε με μύθους και πλαστές εικόνες. Τα πρόσωπα ήταν σύγχρονα κι αντιπροσώπευαν τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της πόλης.

Αρίων:
Καταγόταν από τη Μήθυμνα της Λέσβου και τον 6ο αιώνα π.Χ. είχε εγκατασταθεί στην αυλή του Περίανδρου, τυράννου της Κορίνθου. Θεωρείται ο θεμελιωτής του διθυράμβου, ο οποίος εξαιτίας του πέρασε από τον πρωτόγονο αυτοσχεδιασμό στην τεχνική μορφή. Θεωρείται επίσης «ευρετής του τραγικού τρόπου». Συνέθετε δηλαδή τους στίχους και τη μουσική των διθυράμβων του και ασκούσε στις χορευτικές κινήσεις κύκλιο χορό 50 ατόμων. Ο Χορός ήταν μεταμφιεσμένος σε σατύρους και έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από το βωμό του Διονύσου με τη συνοδεία κιθάρας.
Το περιεχόμενο του διθυράμβου στην αρχή ήταν αποκλειστικά διονυσιακό. Αργότερα, αντλούσε το περιεχόμενό του και από μύθους άλλων θεών ή ηρώων.

Θέσπης:
Μία καινοτομία του Θέσπιδος, στην ήδη διαμορφωμένη χορική παράσταση του Αρίωνα, οδήγησε στη γέννηση της τραγωδίας. Ο Θέσπης καταγόταν από τον αττικό – αγροτικό δήμο της Ικαρίας (σημερινός Διόνυσος). Το καθοριστικό βήμα που πραγματοποίησε ήταν να αποσπάσει τον κορυφαίο από το Χορό του διθυράμβου και να τον βάλει απέναντί του, ώστε να διαλέγεται με το Χορό, υποδυόμενος ένα ρόλο. Έτσι, γεννήθηκε ο 1ος υποκριτής (=ηθοποιός), που δεν τραγουδούσε πια μια ιστορία, αλλά άρχισε να την αφηγείται και να την παριστάνει.
Η παραπάνω καινοτομία φαίνεται ότι έλαβε χώρα στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και ο ευρηματικός Θέσπης ίδρυσε ένα μικρό θίασο, το γνωστό «άρμα Θέσπιδος» και περιόδευε στα χωριά της Αττικής. Για πρώτη φορά μάλιστα δίδαξε δράμα στα μέσα της 61ης Ολυμπιάδας, δηλαδή το 534 π.Χ.
Από την καινοτομία του Θέσπιδος προήλθε το αφηγηματικό – διαλογικό μέρος του δράματος και προστέθηκε στο λεγόμενο λυρικό στοιχείο (που κυριαρχούσε μέχρι τότε) το επικό στοιχείο. Από το επικό στοιχείο προήλθαν σιγά σιγά και τα επιμέρους αφηγηματικά μέρη, τα οποία θα δούμε ευθύς αμέσως.

Η δομή της τραγωδίας:
Κατά ποσόν μέρη:
α) Επικό – διαλογικό στοιχείο.

Πρόλογος:
Εισάγει το θεατή στην υπόθεση του έργου (μονόλογος ή διάλογος). Στα παλιότερα έργα δεν υπήρχε.

Επεισόδια:
Τα τμήματα ανάμεσα στα άσματα του Χορού, όπως οι πράξεις του σημερινού θεάτρου. Προωθούσαν τη σκηνική δράση (δρώμενα).

Έξοδος:
Μετά το τελευταίο άσμα του Χορού. Έκλεινε με το εξόδιο άσμα. Το τελευταίο διαλογικό μέρος, με το οποίο έκλεινε η τραγωδία.

Στο διαλογικό μέρος ο διάλογος είναι είτε συνεχής είτε διεξάγεται με στιχομυθίες (δηλαδή στίχο – στίχο). Καμιά φορά παρουσιάζονται και αντιλαβές (=κόψιμο του στίχου σε 2 ή 3 μέρη).
Μέτρο  ιαμβικό τρίμετρο (ή και τροχαϊκό τετράμετρο). Γλώσσα  αττική διάλεκτος (με στοιχεία από την ιωνική και τη γλώσσα του έπους).
Ιαμβικό τρίμετρο  x – υ – , x – υ – , x – υ – .
Τροχαϊκό τετράμετρο  – υ – x , – υ – x , – υ – x , – υ –.

β) Λυρικό στοιχείο.

Πάροδος:
Το πρώτο τραγούδι του Χορού, καθώς έμπαινε με ρυθμικό βηματισμό στην ορχήστρα.

Στάσιμα:
Άσματα που ψάλλει ο Χορός μετά από κάθε επεισόδιο και κάποιες φορές εμπνέονται ως προς το περιεχόμενο απ’ αυτά. Ήταν ευχάριστα διαλείμματα στην εξέλιξη της υπόθεσης και το τραγούδι συνοδευόταν από όρχηση.

Κομμοί:
Θρηνητικά άσματα που τραγουδούσαν αμοιβαία ο Χορός και ένας ή δύο ηθοποιοί.

Υπόρχημα:
Ζωηρό και χαρούμενο άσμα ηθοποιού που συνοδεύεται από το Χορό.
Μονωδίες – Διωδίες:
Αντίστοιχα τραγούδι ενός και δύο ηθοποιών.

Στο λυρικό μέρος παρουσιάζονται μετρικά σχήματα της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης (βασική μετρική μονάδα: – υ – κρητικός).

Κατά ποιόν μέρη:

Μύθος:
Πρόκειται για την υπόθεση του έργου, δηλαδή για το σενάριο.

Ήθος:
Ο χαρακτήρας του τραγικού ήρωα, ο ψυχικός του κόσμος, οι σκέψεις και ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά σε κάθε περίπτωση.

Λέξη:
Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο κάθε τραγικός ποιητής. Πρόκειται για το σημερινό ύφος.

Διάνοια:
Οι ιδέες που διατυπώνουν τα πρόσωπα για τον κόσμο και τη ζωή και τα επιχειρήματα με τα οποία τις υποστηρίζουν.

Μέλος:
Τα μουσικά στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Η μουσική της επένδυση. Είναι το μέρος που για μας σήμερα είναι εξ’ ολοκλήρου άγνωστο.

Όψη:
Ο σκηνικός κόσμος της τραγωδίας. Η σκηνογραφία και η ενδυματολογία.

Περιεχόμενο της τραγωδίας:
Οι τραγωδίες αρχικά είχαν περιεχόμενο αποκλειστικά διονυσιακό. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν κι άλλοι μύθοι, που είχαν σχέση με άλλους θεούς ή ήρωες. Τελικά, οι τραγικοί ποιητές αντλούσαν το περιεχόμενο των έργων τους από 3 μυθολογικούς κύκλους: α) αργοναυτικός, β) θηβαϊκός, γ) τρωικός.

Η έννοια του τραγικού στην τραγωδία:
Πολύ σημαντική στην τραγωδία είναι η έννοια του τραγικού ήρωα. Η κατάσταση της τραγικότητας υποδηλώνει σύγκρουση με υπέρμετρες δυνάμεις (μοίρα, θεία δίκη), αλλά και με ανθρώπους ίσως, και με τον ίδιο τον εαυτό του ήρωα. Ο αγώνας αυτός δε διεξάγεται για το υλικό κέρδος, αλλά για ηθικές αξίες και αποδίδει ηθικό μεγαλείο. Η τραγικότητα συμπεριλαμβάνει επίσης το ζεύγος άγνοια – γνώση, διάφορες αντιφατικές καταστάσεις, διλήμματα, αδιέξοδα, ενοχές, ψυχική οδύνη, μοναξιά, συντριβή – λύτρωση. Το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας σύγκρουσης είναι πάντα η ηθική ελευθερία του τραγικού ήρωα.

Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της τραγωδίας:
Βασικό γνώρισμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ήταν ο θρησκευτικός της χαρακτήρας. Ο χαρακτήρας αυτός στην τραγωδία είναι εξωτερικός και εσωτερικός.
Εξωτερικός, αφού το δράμα παριστανόταν στις γιορτές ενός θεού (του Διονύσου) και αποτελούσε τμήμα της λατρείας του. Στην Αθήνα οι παραστάσεις γίνονταν στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, στον ιερό χώρο του Ελευθερέως Διονύσου. Την πιο τιμητική θέση εκεί είχε ο ιερέας του θεού. Οι νικητές των δραματικών αγώνων στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου.
Εσωτερικός, αφού στο μύθο, το ήθος και το διάνοια των τραγωδιών πέρασαν έννοιες που επαληθεύουν την παντοδυναμία των θεών (π.χ. ύβρις  αλαζονική συμπεριφορά, νέμεσις  θεία δίκη, οργή θείου, τίσις  εκδίκηση θείου, «πληρωμή ανθρώπου»).

Ο ορισμός της τραγωδίας (κατά τον Αριστοτέλη):
Ο Αριστοτέλης δίνει στο βιβλίο του «Ποιητική» τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας: «Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἔχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Μεταφραστική απόπειρα: «Είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης, έχει μέγεθος συγκεκριμένο, λόγο φροντισμένο (ρυθμικό), χωρίς όμως αυτά τα στοιχεία να είναι διασκορπισμένα με το ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα, με δράση κι όχι με απαγγελία, περνώντας μέσα από τη συμπάθεια και το φόβο οδηγεί το θεατή στην κάθαρση (λύτρωση) από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών».

Έννοια της κάθαρσης στην τραγωδία:
Η έννοια της κάθαρσης στην τραγωδία είναι πρωταρχικής σημασίας και έχει περιεχόμενο ηθικό, ψυχολογικό και αισθητικό. Ο θεατής συμμετέχει λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα του έργου και βιώνει τη λεγόμενη «οικεία» της τραγωδίας, δηλαδή τη χαρακτηριστική ηδονή του φόβου και του ελέου (=συμπάθεια, ευσπλαχνία). Τελικά, ανακουφίζεται και ηρεμεί ψυχικά, διαπιστώνοντας στο τέλος την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα και την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Η συναισθηματική αυτή συμμετοχή του θεατή στα τεκταινόμενα του δράματος συμπληρώνει την εμπειρία του, διευρύνει τα βιώματά του και η απόληξή της ονομάζεται κάθαρση.

Η ακμή της τραγωδίας:
Η τραγωδία απέκτησε το μεγαλείο και τη σοβαρότητα που αναφέρει ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο της δημοκρατίας του Κλεισθένη και γνώρισε τη μεγάλη της ακμή στην εποχή του Περικλή. Η ακμή της τραγωδίας συμβαδίζει με την ακμή της δημοκρατίας.

ΙΙΙ. Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:
Το αρχαίο θέατρο:
Οι γνώσεις μας για το αρχαίο θέατρο στηρίζονται σε τρεις πηγές: α) ανασκαφές στα αρχαία θέατρα και αγγειογραφίες, β) πραγματείες για θέματα θεάτρου (π.χ. «Ποιητική» του Αριστοτέλη) και αναφορές ρητόρων και ιστορικών, γ) σωζόμενα δραματικά κείμενα.
Κατά την περίοδο ακμής του το θέατρο διακρίνεται σε τρία (3) βασικά μέρη: α) το κυρίως θέατρο ή κοίλον, β) την ορχήστρα, γ) τη σκηνή.

α) Το κυρίως θέατρο ή κοίλον (ονομασία από το σχήμα του): είναι ο αμφιθεατρικά διαμορφωμένος χώρος, που περιβάλλει την ορχήστρα σε σχήμα ημικυκλίου. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν χώρο των θεατών. Τα καθίσματα (εδώλια) ήταν ξύλινα τον 5ο αιώνα π.Χ. κι έγιναν λίθινα κατά τον 4ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκε στην Αθήνα λιθόκτιστο θέατρο. Ένας ή δύο οριζόντιοι διάδρομοι (διαζώματα) χώριζαν το κοίλο σε επάλληλες ζώνες, διευκολύνοντας την κυκλοφορία των θεατών. Ανάμεσα στα καθίσματα υπήρχαν κάθετες προς την ορχήστρα σκάλες (κλίμακες). Το σφηνοειδές τμήμα εδωλίων, το οποίο οριζόταν από δύο κλίμακες (αριστερά και δεξιά), ονομαζόταν κερκίδα.

β) Η ορχήστρα: είναι ο κυκλικός χώρος στο κέντρο του θεάτρου κι ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν χώρο του Χορού, στον οποίο πάνω εκείνος ωρχείτο. Στη μέση του σαφώς περιγραμμένου κυκλικού δαπέδου της ορχήστρας υπήρχε βωμός του θεού Διονύσου (θυμέλη), στο πίσω μέρος του οποίου κάθονταν κατά τη διάρκεια της παράστασης ο αυλητής και ο υποβολέας.

γ) Η σκηνή: είναι το ξύλινο και ορθογώνιο παράπηγμα, που τοποθετείται πίσω από την ορχήστρα και είχε την πρόσοψή του προς τους θεατές. Ήταν διώροφο ή τριώροφο και παρίστανε την πρόσοψη ανακτόρου ή ναού (με τρεις θύρες ή καμιά φορά και μία) ως βασικό σκηνικό της παράστασης. Χρησιμοποιούταν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους, καθώς και για να αλλάζουν κουστούμια και προσωπεία (καμαρίνια). Μπροστά από τη σκηνή και κατά μήκος του τοίχου της πρόσοψής της, χτίστηκε ένα υπερυψωμένο δάπεδο (λογείο), πάνω στο οποίο έπαιζαν οι υποκριτές, που χωρίστηκαν έτσι από το Χορό. Ο τελευταίος άλλωστε βρισκόταν τώρα ένα επίπεδο χαμηλότερα. Στη στέγη της σκηνής κατασκευάστηκε υπερυψωμένη εξέδρα, πάνω στην οποία εμφανιζόταν οι θεοί (το μέρος ονομάστηκε θεολογείο).
Εκτός των θυρών της σκηνής, υπήρχαν και δύο (2) διάδρομοι – προσβάσεις στο χώρο του θεάτρου, οι λεγόμενες πάροδοι (αριστερά και δεξιά, όπως κάθονταν οι θεατές). Από αυτούς τους διαδρόμους έμπαινε στην ορχήστρα ο Χορός και στη σκηνή όσα πρόσωπα δεν προέρχονταν από το κτίσμα που εκείνη παρίστανε. Κατά θεατρική σύμβαση, η αριστερή πάροδος (πάντα ως προς τους θεατές) οδηγούσε στους αγρούς ή την ξενιτιά και η δεξιά στην πόλη ή το λιμάνι.
Το λογείο πρέπει να χτίστηκε μετά την κλασική εποχή. Εκτός του ανακτόρου ή ναού, η σκηνή μπορούσε να αναπαριστά και άλλου είδους πρόσοψη, ανάλογα με τις σκηνικές ανάγκες του έργου. Αργότερα, οι σκηνικές απαιτήσεις της παράστασης ρυθμίζονταν ευκολότερα με τη χρήση των περίακτων (βλ. παρακάτω).

Βασικά μηχανήματα του αρχαίου θεάτρου:
1. Το εκκύκλημα: τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσίαζαν ομοιώματα νεκρών. Οι αρχαίοι δεν παρουσίαζαν θανάτους και βιαιότητες μπροστά στα μάτια των θεατών, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο δε συνάδει με το καλλιτεχνικό και παιδευτικό μεγαλείο του δράματος.
2. Οι περίακτοι: ξύλινοι πρισματικοί δοκοί, τοποθετημένοι στις άκρες της σκηνής. Χρησίμευαν στη σκηνογραφία. Πάνω τους τύλιγαν ζωγραφικούς πίνακες, ανάλογα με τις σκηνικές ανάγκες κάθε έργου.
3. Η μηχανή ή αιώρημα: είδος γερανού στη στέγη της σκηνής, με τη βοήθεια του οποίου εμφανίζονταν οι θεοί («από μηχανής θεοί»).
4. Το θεολογείο: σχολιάστηκε προηγουμένως (βλ. παρατηρήσεις για τη σκηνή).
5. Οι χαρώνειες κλίμακες: είδος καταπακτής που επέτρεπε την άνοδο στη σκηνή των νεκρών, όταν το απαιτούσε η εξέλιξη του έργου.
6. Το βροντείο: μηχανή που χρησίμευε για την απομίμηση της βροντής.

Οι συντελεστές της παράστασης:
1. Ο ποιητής: ήταν ο πιο βασικός συντελεστής της παράστασης και δημιουργός του δράματος. Συγκέντρωνε πολλούς ρόλους: σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χοροδιδάσκαλος, μουσικοσυνθέτης, σκηνογράφος, διανομέας ρόλων και στα πρώτα έργα ερμηνευτής.
2. Οι ηθοποιοί: η τραγωδία ξεκίνησε με έναν υποκριτή – ηθοποιό. Ο Αισχύλος πρόσθεσε και δεύτερο και ο Σοφοκλής και τρίτο (αντίστοιχα: πρωταγωνιστής, δευτεραγωνιστής, τριταγωνιστής). Όλοι οι υποκριτές και τα μέλη του Χορού ήταν άνδρες. Τα γυναικεία πρόσωπα υποδύονταν πάλι άνδρες. Μόνο τους ρόλους των παιδιών έπαιζαν παιδιά, αλλά ήταν πάντα βουβοί, μιμικοί ρόλοι. Τον 3ο αιώνα π.Χ. οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων ενώθηκαν σε συντεχνία («κοινόν των περί τον Διόνυσον τεχνιτών»).
3. Η σκευή των υποκριτών: η σκηνική παρουσία και η ενδυμασία των υποκριτών στο αρχαίο θέατρο ονομάζεται σκευή. Η ενδυμασία των υποκριτών ήταν ανάλογη με το ρόλο που υποδύονταν. Σε γενικές γραμμές ήταν μεγαλοπρεπής, όπως επέβαλε ο τελετουργικός χαρακτήρας του αρχαίου θεάτρου και η ίδια η φύση των ρόλων. Οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με μακρύ χιτώνα (ποδήρη) και από πάνω φορούσαν βαρύτερο ιμάτιο (π.χ. μάλλινο ένδυμα – αγρηνόν – οι μάντεις). Φορούσαν ακόμη υποδήματα με ψηλά κατύμματα, τους λεγόμενους κοθόρνους, καθώς και διάφορα παραγεμίσματα κάτω από τα ρούχα τους, προκειμένου να φαίνονται μεγαλόσωμοι. Ηθοποιοί και χορευτές φορούσαν μάσκες, τα λεγόμενα προσωπεία, φτιαγμένα από λινό ύφασμα ή άλλο εύκαμπτο υλικό, ενισχυμένα με γύψο και βαμμένα με διάφορα χρώματα.
4. Ο Χορός: τα μέλη του Χορού ήταν 12 την εποχή του Αισχύλου και ο Σοφοκλής τα αύξησε σε 15. Ήταν ντυμένος απλούστερα από τους ηθοποιούς και τραγουδούσε το λυρικό μέρος του δράματος. Μόνο ο κορυφαίος του Χορού διαλεγόταν με τους ηθοποιούς. Η άποψη του Χορού συνήθως απηχούσε την κοινή γνώμη. Έμπαινε στην ορχήστρα (συνήθως από τη δεξιά πάροδο) σε ένα παραλληλόγραμμο σχηματισμό (ή κατά ζυγά 5x3 ή κατά στοίχους 3x5), εκτελώντας ρυθμικούς βηματισμούς και έχοντας επικεφαλής τον αυλητή. Το τραγούδι του Χορού κατά την είσοδό του στην ορχήστρα ονομάζεται στην αρχαία τραγωδία πάροδος και ελλείψει προλόγου σε κάποια παλαιά δράματα, ήταν το λυρικό ξεκίνημα της παράστασης. Κατά τη διεξαγωγή του δράματος ο Χορός είχε στραμμένα τα νώτα προς τους θεατές (κάτι που σήμερα δεν τηρείται για ευνόητους λόγους).

ΙV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ:
Οι αθηναϊκές γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου:
Σημείωση: οι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα ήταν αναπόσπαστο μέρος των λατρευτικών εορτών προς τιμήν του θεού Βάκχου – Διονύσου. Με τον τρόπο αυτό το δράμα συνδεόταν με τη θρησκευτική του προέλευση.

Διονυσιακές εορτές:
1. Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια: υπεύθυνος ο Επώνυμος άρχοντας των Αθηνών. Ήταν η πιο σημαντική γιορτή του Διονύσου. Τελούνταν τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα (μέσα Μαρτίου – Απριλίου). Διαρκούσαν 6 μέρες, από τις οποίες οι 3 τελευταίες ήταν αφιερωμένες στους δραματικούς αγώνες. Παίζονταν καινούρια δράματα.
2. Μικρά ή κατ΄αγρούς Διονύσια: τελούνταν τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα (μέσα Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου). Παίζονταν επαναλήψεις πετυχημένων δραμάτων. Ονομαστά ήταν τα αγροτικά Διονύσια στο περίφημο Διονυσιακό θέατρο του Πειραιά.
3. Λήναια: υπεύθυνος ο Άρχων βασιλεύς των Αθηνών. Τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα (μέσα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου). Στη διάρκεια της γιορτής παρουσιάζονταν νέες τραγωδίες και κωμωδίες.
4. Ανθεστήρια: τελούνταν τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα (μέσα Φεβρουαρίου – Μαρτίου). Ήταν γιορτή της ανθοφορίας στην αρχή της άνοιξης. Παλιότερα δε γίνονταν δραματικοί αγώνες. Πολύ αργότερα προστέθηκαν κι αυτοί ως μέρος της γιορτής.

Σημείωση: τα Μεγάλα Διονύσια τελούνταν στις αρχές της άνοιξης για πολιτικούς και πρακτικούς λόγους:
1. Η ναυσιπλοΐα ήταν δυνατή και επέτρεπε την παρουσία ξένων στην Αθήνα.
2. Οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και η συμμετοχή των Αθηναίων αυξημένη.
3. Ο καιρός βελτιωνόταν και διευκόλυνε τις υπαίθριες παραστάσεις.
4. Η εικόνα της φύσης ταίριαζε με τον οργιαστικό χαρακτήρα της διονυσιακής λατρείας.

Η προετοιμασία των αγώνων:
Ξεκινούσε σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών από την έναρξη των αγώνων. Οι ποιητές υπέβαλλαν υποψηφιότητα (με 3 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα  τετραλογία) και «ήτουν χορόν». Οι άρχοντες, τελικά, επέλεγαν τρεις (3).

Ορισμός χορηγού: το επόμενο βήμα ήταν η ανεύρεση πλούσιων ιδιωτών, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την τετραλογία του κάθε ποιητή. Αυτοί ονομάζονταν χορηγοί και οι δαπάνες ήταν μία πολύ τιμητική διαδικασία γι’ αυτούς (χορηγία), η οποία ανήκει στις λεγόμενες λειτουργίες του αθηναϊκού κράτους. Οι χορηγοί ορίζονταν με κλήρο (εννοείται ότι στην κλήρωση συμμετείχαν οι πιο εύποροι Αθηναίοι) και ο κάθε ποιητής είχε το δικό του χορηγό (πρβλ. σημερινοί σπόνσορες).

Οι δοκιμές – προάγωνας: ο Περικλής είχε κτίσει στην Αθήνα στεγασμένο θέατρο, το λεγόμενο Ωδείο. Εκεί γινόταν ο προάγωνας των παραστάσεων, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων. Ήταν η γενική δοκιμή (πρόβα) των δραμάτων, που θα παρουσιάζονταν στο κοινό. Κάθε ποιητής (από τους 3 που προκρίθηκαν) με το θίασο και το χορηγό του, έδινε πληροφορίες για το περιεχόμενο των έργων του.

Οι κριτές: 10 κάλπες με 50 ονόματα η καθεμιά (από τις 10 φυλές των Αθηναίων) φυλάσσονταν στον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Την ημέρα της γιορτής κληρωνόταν ένα όνομα από κάθε κάλπη. Έτσι, καταρτιζόταν δεκαμελής κριτική επιτροπή. Στο τέλος των παραστάσεων κάθε κριτής έγραφε την απόφασή του για το νικητή σε πινακίδα και την έριχνε σε μία κάλπη. Από τις δέκα (10) πινακίδες κληρώνονταν τελικά οι πέντε (5) και απ’ αυτές έβγαινε το τελικό αποτέλεσμα και η σειρά κατάταξης των συμμετεχόντων ποιητών.

Το κοινό: έχει αμφισβητηθεί η παρουσία γυναικών και παιδιών στο θέατρο. Διάφοροι υπαινιγμοί όμως των κωμικών φαίνεται ότι προϋποθέτουν και τις δύο αυτές ομάδες. Πάντως κανένας νόμος δεν απαγόρευε την είσοδο των γυναικών, όπως συνέβαινε στους Ολυμπιακούς αγώνες (εκεί οι άνδρες αγωνίζονταν γυμνοί).

Θεωρικά: νόμος του Περικλή. Πρόκειται για αποζημίωση 2 οβολών ως αντίτιμο εισιτηρίου του θεάτρου για τους άπορους Αθηναίους. Το εισιτήριο ονομαζόταν σύμβολον και το εισέπραττε ο οργανωτής του θεάτρου, ο θεατρώνης. Ο νόμος των θεωρικών έδειξε φανερά το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας και την κοινωνική πρόνοια του κράτους. Περισσότερο όμως πιστοποίησε για άλλη μία φορά τη μεγάλη σημασία που είχε το θέατρο στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων, ως δημιούργημα υψηλής καλλιτεχνικής και παιδευτικής αξίας.

Ραβδούχοι: ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα στο θέατρο, κρατώντας μεγάλα ραβδιά. Εξασφάλιζαν την τάξη και τοποθετούσαν τους θεατές στις θέσεις τους.

Προεδρίες: ήταν καθίσματα στην πρώτη σειρά του κοίλου, τα οποία προορίζονταν για τα επίσημα πρόσωπα. Την πιο κεντρική κι επίσημη θέση είχε ο ιερέας του θεού Διονύσου, αφού από τη λατρεία του προήλθε ολόκληρο το δράμα και μέρος των εορτών προς τιμήν του ήταν οι δραματικοί αγώνες.

Οι τιμητικές διακρίσεις: οι νικητές των αγώνων, ποιητής και χορηγός, κέρδιζαν ως έπαθλο ένα διονυσιακό στεφάνι κισσού κι έναν τρίποδα. Τον τελευταίο είχαν το δικαίωμα να τον στήσουν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης, απ’ όπου περνούσε η περίφημη οδός των τριπόδων. Το μεγάλο όμως έπαθλο των αγώνων ήταν η τεράστια δόξα που κέρδιζαν οι νικητές. Τα ονόματα των ποιητών, των χορηγών, οι τίτλοι των έργων και το αποτέλεσμα της κρίσης χαράζονταν σε πλάκες (διδασκαλίες), που φυλάσσονταν στο δημόσιο αρχείο. Διδασκαλία ονομαζόταν επίσης και η παρουσίαση ενός έργου μπροστά στο κοινό.

Πρόδρομοι των μεγάλων τραγικών:
1. Θέσπης (έγινε αναφορά και προηγουμένως): δε σώζονται έργα του. Καινοτομίες  α) εισήγαγε τον 1ο υποκριτή, β) χρησιμοποίησε το κατακάθι του κρασιού (τρυγία) και το ψιμμύθιο (=πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο).
2. Χοιρίλος (ο Αθηναίος): δε σώζονται έργα του. Καινοτομίες  α) στα προσωπεία, β) στις ενδυμασίες των υποκριτών.
3. Φρύνιχος (ο Αθηναίος): σωζόμενα έργα του  α) «Μιλήτου Άλωσις», άλωση της Μιλήτου από τους Πέρσες (494 π.Χ.), β) «Φοίνισσαι», ο αντίκτυπος στην Περσία της νίκης των Ελλήνων στη Σαλαμίνα (το έργο παρουσιάστηκε το 476 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο). Για το «Μιλήτου Άλωσις» ο ποιητής υποχρεώθηκε σε πρόστιμο 1000 δραχμών, γιατί θύμισε στους Αθηναίους «οικεία κακά». Καινοτομίες  α) εισήγαγε στο δράμα γυναικεία προσωπεία, β) σκηνοθέτησε τραγωδίες με ιστορικό θέμα (τουλάχιστον 2, με θέμα εμπνευσμένο από τους Μηδικούς πολέμους).
4. Πρατίνας (ο Φλειούσιος): δε σώζονται έργα του. Θεωρείται ο ευρετής (κατ’ άλλους ο αναμορφωτής) του σατυρικού δράματος.

V. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ:
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Σωζόμενα έργα τους:
(τα παρακάτω έργα σώζονται ακέραια)

Αισχύλος (7): «Πέρσαι»  η πρώτη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου, με θέμα όμοιο με τις «Φοίνισσες» του Φρύνιχου. Είναι το αρχαιότερο ακέραια σωζόμενο ιστορικό δράμα. «Επτά επί Θήβας», «Προμηθεύς Δεσμώτης», «Ικέτιδες», «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες» (οι τρεις τελευταίες τραγωδίες αποτελούν μία τριλογία με τίτλο «Ορέστεια»).

Σοφοκλής (7): «Αίας»  το αρχαιότερο ακέραια σωζόμενο δράμα. «Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Φιλοκτήτης», «Τραχίνιαι», «Οιδίπους Τύραννος», «Οιδίπους επί Κολωνώ». Αποσπάσματα από το σατυρικό του δράμα «Ιχνευταί».

Ευριπίδης [18 τραγωδίες (με το αμφισβητούμενο δράμα «Ρήσος») και 1 σατυρικό του δράμα «Κύκλωψ»]: «Άλκηστις», «Μήδεια», «Ιππόλυτος», «Ηρακλείδαι», «Εκάβη», «Ικέτιδες», «Ηρακλής», «Τρωάδες», «Ανδρομάχη», «Ηλέκτρα», «Ελένη», «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», «Ίων», «Φοίνισσαι», «Ορέστης», «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» και «Βάκχαι». Η τραγωδία «Ρήσος» δεν είναι σίγουρο αν ανήκει στον Ευριπίδη. Σώζεται και 1 σατυρικό του δράμα «Κύκλωψ».

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΡΑΓΙΚΩΝ

ΑΙΣΧΥΛΟΣ:

Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Γεννήθηκε το 525/4 π.Χ. στην Ελευσίνα. Καταγόταν από διακεκριμένη γενιά. Έλαβε μέρος στους Περσικούς πολέμους και συγκεκριμένα στη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Έζησε τη γέννηση της δημοκρατίας στην Αθήνα με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Έγινε λοιπόν κοινωνός του ανανεωτικού κλίματος που άρχισε να επικρατεί στην Αθήνα από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και μέχρι την ολοκλήρωση της δημοκρατίας με τον μεγάλο Περικλή. Όλα αυτά τον έστρεψαν προς την τραγική ποίηση, που έγινε ο φορέας και το κατεξοχήν τέκνο της δημοκρατίας.
Η συμβολή του στην ολοκλήρωση της τραγωδίας είναι τεράστια. Παρουσίασε τη διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας, δηλαδή τριών τραγωδιών με κοινό μύθο. Αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο. Περιόρισε τη σημασία του Χορού, μειώνοντας τα μέλη του από 50 σε 12 και δίνοντας προτεραιότητα στο διάλογο. Βελτίωσε, τέλος, τη χορογραφία και τη σκευή.
Η γλώσσα του είναι μεγαλόπρεπη, επίσημη και σεμνή, ανάλογη με τις σοβαρές ιδέες που εκφράζει. Στα διαλογικά του μέρη παρουσιάζεται απλός και λιτός, ενώ στα λυρικά αποκτά μεγαλοπρέπεια ανάλογη με τους χαρακτήρες του.
Παρουσιάζει τους ήρωές του υπερφυσικούς, σχεδόν τέλειους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στα έργα του εμφανίζονται υπεράνθρωποι. Πάντως, ακόμη κι αυτοί οι ήρωες υποτάσσονται στη θεία βούληση, χωρίς να είναι παίγνια στα χέρια των θεών.
Το σχήμα που ερμηνεύει τα περισσότερα έργα του Αισχύλου είναι αυτό της ύβρης και της άτης. Οι πρωταγωνιστές υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια με τα λόγια, τις πράξεις ή το φρόνημά τους και διαπράττουν ύβρη. Αυτή ακολουθεί μια νοητική ή ηθική τύφλωση (άτη), που είναι αποτέλεσμα της θείας παρέμβασης και οδηγεί σε κάποια ανόητη πράξη. Η ανατροπή της κοινωνικής και ηθικής ισορροπίας που επέρχεται, επιφέρει την οριστική τιμωρία και πτώση του δυνατού.
Ο Χορός του Αισχύλου ποτέ δεν αποξενώνεται τελείως από το θρησκευτικό του χαρακτήρα. Έτσι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον αρχέγονο Χορό. Επιχειρεί να δημιουργήσει θρησκευτική συγκίνηση στους θεατές και να τους επιβάλει μια ευγενέστερη θρησκεία. Δικαιολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο την παρατήρηση, ότι τον Αισχύλο, αν τον χαρακτήριζε ένα πράγμα ιδιαίτερα, αυτό ήταν η έντονη θρησκευτικότητά του.
Ο μεγάλος τραγικός πέρασε τα τελευταία του χρόνια στη Σικελία. Πέθανε το 456/5 π.Χ. στη Γέλα. Οι αρχαίες πηγές μιλούν για 90 τίτλους έργων του ποιητή, η χειρόγραφη όμως παράδοση διέσωσε μόνο επτά (7): Πέρσαι, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Ἱκέτιδες, Ἀγαμέμνων, Χοηφόροι, Εὐμενίδες (τα τρία τελευταία έργα αποτελούν την τριλογία "Ὀρέστεια") και Προμηθεὺς Δεσμώτης.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ:

Γεννήθηκε το 497/6 π.Χ. στον αττικό δήμο του Κολωνού. Έλαβε αριστοκρατική αγωγή και παιδεία. Ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Περικλής, ο Ηρόδοτος, ο Σωκράτης και ο Αισχύλος. Επηρεάστηκε πολύ απ’ αυτές και αξιοποίησε όσο το δυνατόν καλύτερα τις ευκαιρίες που του έδωσε ο στενός κύκλος της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής.
Ο Σοφοκλής ήταν «φιλαθήναιος», αγαπούσε δηλαδή υπερβολικά την Αθήνα. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά μόνο για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπως ο Σωκράτης. Υπηρέτησε την πατρίδα του από πολύ υψηλές δημόσιες θέσεις: υπήρξε Ελληνοταμίας, υπηρέτησε ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαμιακού πολέμου (440 π.Χ.) και χρημάτισε επίσημος απεσταλμένος της Αθήνας πολλές φορές.
Σαν τραγικός ποιητής εμφανίζεται το 468 π.Χ., χρονολογία κατά την οποία κερδίζει την πρώτη του νίκη με αντίπαλο μάλιστα τον ήδη παλαίμαχο Αισχύλο. Από τότε η παράδοση του καταλογίζει τουλάχιστον 20 πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια.
Η συμβολή του στην εξέλιξη της τραγωδίας υπήρξε καταλυτική. Εγκατέλειψε τη συνεχόμενη τριλογία και επέφερε σημαντικές αλλαγές στη δομή της τραγωδίας, αύξησε τον αριθμό των μελών του Χορού από 12 σε 15, εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή και καθιέρωσε τα έγχρωμα σκηνικά.
Στα αρχαιότερα δράματά του η γλώσσα του περιέχει χαρακτηριστικά της έκφρασης του Αισχύλου και δάνεια από τον Όμηρο και τη λυρική ποίηση. Στα έργα όμως της ωριμότητάς του αυτή γίνεται πιο απλή και αποκτά πιο γρήγορο ρυθμό. Τα χορικά του είναι κομψά, περίτεχνα, γεμάτα μεγαλοπρέπεια και χάρη. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως το στόμα του «μέλιτι κεχρισμένον ἦν».
Κατά το Σοφοκλή ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στη θεία βούληση, έχοντας συναίσθηση της προσωρινότητας και της αδυναμίας του. Ενώ στον Αισχύλο το τραγικό πραγματώνεται με την απέλπιδα πάλη του ανθρώπου εναντίον της παντοδύναμης μοίρας, στο Σοφοκλή η μοίρα κατευθύνει ως ένα σημείο τον άνθρωπο, αλλά δε δεσμεύει απόλυτα την εσωτερική του ελευθερία και δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη της επιλογής.
Η τραγική πορεία των ηρώων του Σοφοκλή αρχίζει τις περισσότερες φορές με την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης δύναμης, κλιμακώνεται με την αντιμετώπιση ενός διλήμματος και κορυφώνεται με την πλήρη απομόνωση που καταλήγει στην καταστροφή.
Ο Σοφοκλής δεν πλάθει τους ήρωές του υπερφυσικούς, όπως ο Αισχύλος, ούτε καθημερινούς, όπως ο Ευριπίδης, αλλά ιδανικούς, όπως πρέπει να είναι, ακολουθώντας το μέτρο.
Χρησιμοποιεί το Χορό με το δικό του τρόπο. Από «προφητικός», όπως προβάλλει στα έργα του Αισχύλου, μετατρέπεται στο Σοφοκλή σε ανθρώπινο δραματικό πρόσωπο, που αφομοιώνει το δραματικό γεγονός και του δίνει καθολικό χαρακτήρα.
Ο Σοφοκλής θεωρήθηκε ως ο τελειότερος των τραγικών ποιητών. Ο Ξενοφών για τις αρετές του τον χαρακτηρίζει ακριβώς έτσι: «τελειότατον τῶν τραγικῶν», ενώ ο Αριστοτέλης από αυτόν έλαβε τις αρχές και τους κανόνες της τραγικής τέχνης, που διατύπωσε στην «Ποιητική» του.
Η παράδοση αναφέρει 123 δράματα του Σοφοκλή, από τα οποία σώζονται μόνο επτά (7) και αποσπάσματα από το σατυρικό του δράμα «Ἰχνευταί». Είναι τα εξής: Αἴας, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ.
Πέθανε το 406/5 π.Χ. και θάφτηκε σε οικογενειακό τάφο στο δρόμο προς τη Δεκέλεια.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ:

Γεννήθηκε το 485 π.Χ. στη Σαλαμίνα. Η καλή κοινωνική και οικονομική του κατάσταση συνέβαλαν στην πνευματική του καλλιέργεια και ανάπτυξη. Υπήρξε ο καινοτόμος και αναμορφωτής της τραγικής ποίησης. Δεν έμεινε προσκολλημένος στην παράδοση και στο δρόμο που είχαν χαράξει ήδη οι προκάτοχοί του Αισχύλος και Σοφοκλής, αλλά έθεσε την προσωπική του σφραγίδα στην εξέλιξη του δράματος, ανεξίτηλη και μοναδική.
Ο Ευριπίδης εμφανίστηκε στο κοινό για πρώτη φορά το 455 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο το 441 π.Χ. Πέρασε πολλά χρόνια στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας το 406 π.Χ.
Στην εξέλιξη της δραματικής ποίησης συνέβαλε με ποικίλους τρόπους: μονιμοποίησε τον αφηγηματικό πρόλογο, εισήγαγε τον «από μηχανής θεό» για τη λύση του δράματος, καινοτόμησε με την τόλμη στη χρήση των μύθων και χρησιμοποίησε τον αφηγηματικό επίλογο. Ακόμη μείωσε δραστικά την έκταση των χορικών και υποβάθμισε την παρουσία του Χορού ως δραματικού οργάνου. Ο Ευριπίδης δεν κάνει το Χορό ηθικό ή θρησκευτικό δάσκαλο, όπως ο Αισχύλος, ούτε τον μετατρέπει σε ιδανικό θεατή, όπως ο Σοφοκλής, αλλά τον φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο.
Σύγχρονος των σοφιστών ο Ευριπίδης έζησε το συναρπαστικό και προοδευτικό κίνημά τους. Το αντιμετώπισε όμως με τρόπο παραγωγικό. Σε καμιά περίπτωση δεν έγινε κήρυκας των ιδεών του, αλλά δημιουργικός δέκτης τους. Γι’ αυτό θεωρήθηκε «ποιητής του ελληνικού διαφωτισμού» και ονομάστηκε «από σκηνής φιλόσοφος».
Στα έργα του Ευριπίδη η δράση καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι απόλυτα κύριος του εαυτού του και της μοίρας του (όπως π.χ. συμβαίνει με την «Ελένη» στο ομώνυμο έργο). Σε σύγκριση με τους δύο άλλους τραγικούς ποιητές, ο Ευριπίδης έδωσε στους ήρωες των έργων του νέα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τους παρουσιάζει με τρόπο ρεαλιστικό, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, όπως ήταν αυτοί στην πραγματικότητα.
Ο Ευριπίδης χειρίστηκε τους μύθους με μεγάλη ελευθερία. Καθώς ήταν ανήσυχο πνεύμα από τη φύση του δεν έπαψε ούτε στιγμή να προβληματίζεται και να ασκεί κριτική στις καθιερωμένες αξίες. Ενδιαφέρθηκε για τη γυναίκα περισσότερο από τους άλλους δύο μεγάλους τραγικούς ποιητές και την αντιμετώπισε με το πνεύμα ενός προοδευτικού διανοητή.
Η ποιητική παραγωγή είναι πλουσιότατη. Έγραψε 92 δράματα από τα οποία σώζονται δεκαοκτώ (18) τραγωδίες του (με το αμφισβητούμενο δράμα «Ῥῆσος») και το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ». Τα έργα του που σώζονται είναι τα εξής: Ἄλκιστις, Μήδεια, Ἱππόλυτος, Ἡρακλεῖδαι, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἀνδρομάχη, Ἠλέκτρα, Ἑλένη, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι και Βάκχαι.


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ο πατέρας του Αισχύλου ονομαζόταν Ευφορίων. Κέντρο της θρησκευτικής σκέψης του μεγάλου τραγικού είναι η φράση «πάθει μάθος» (=τα παθήματα μαθήματα).

2. Ο πατέρας του Σοφοκλή ονομαζόταν Σοφίλος. Η γυναίκα του Σοφοκλή ονομαζόταν Νικοστράτη και είχαν μαζί 4 γιους. Τα έργα ωριμότητας του Σοφοκλή συγκεντρώνουν τα δραματικά γεγονότα γύρω από ένα μοναδικό πρόσωπο, πράγμα που δε συμβαίνει στα έργα της νεότητας του ποιητή. Στα έργα του Σοφοκλή κυρίαρχο ρόλο παίζει η «προαίρεση» των ανθρώπων.

3. Ο πατέρας του Ευριπίδη ονομαζόταν Μνήσαρχος και η μητέρα του Κλειτώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου