6.9.09

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΕΥΡΙΠΙΔΗ
«ΕΛΕΝΗ»
Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Ο. Ε. Δ. Β.
(Σελίδες 7 – 33 σχολικού εγχειριδίου)

I. ΤΟ ΔΡΑΜΑ

Ο αρχαίος ελληνικός ποιητικός λόγος διακρίνεται σε τρία μεγάλα γραμματειακά είδη: α) το έπος, β) τη λυρική ποίηση και γ) το δράμα. Τα δύο πρώτα προηγούνται χρονικά, ενώ θα λέγαμε ότι ο συνδυασμός τους δημιούργησε το δράμα, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. Τρία είναι τα βασικά στοιχεία του δράματος, τα οποία του κληροδοτήθηκαν από το έπος και τη λυρική ποίηση. Το πρώτο είναι ο λόγος (βασική και αρχική σημασία του έπους) και τα άλλα δύο είναι η μουσική και η όρχηση (προερχόμενα από τη λυρική ποίηση). Το κύριο όμως χαρακτηριστικό του δράματος είναι το ότι δημιουργήθηκε για παράσταση. Είναι ένα δρώμενο, μια ζωντανή πραγματικότητα. Άλλωστε το φανερώνει και το όνομά του: δράμα<δράω-ῶ: πράττω.
Το δράμα συνδέεται με τις θρησκευτικές τελετές που αναπαριστούσαν γεγονότα από τη ζωή των θεών, καθώς και με ιερές συμβολικές πράξεις. Ο θεός, του οποίου η λατρεία ταυτίστηκε με τις απαρχές του δράματος και θεωρήθηκε ότι από τις τελετές προς τιμήν του γεννήθηκε το αριστουργηματικό αυτό γραμματειακό είδος, είναι ο Διόνυσος, ο προστάτης του κρασιού, της βλάστησης και των παραγωγικών δυνάμεων της φύσης. Οι θιασώτες – οπαδοί του τον λάτρευαν σε κατάσταση ιερής μανίας («έκστασης»), μεταμφιεσμένοι με δέρματα ζώων, βαμμένοι στο πρόσωπο με το κατακάθι του μούστου (τρυγία) και φορώντας στεφάνι κισσού, ιερού φυτού του θεού. Από αυτού του είδους τις τελετές προήλθε το δράμα.
Ο Διόνυσος όμως είχε και το δικό του χορικό ύμνο, που κατά κύριο λόγο αναφερόταν στη ζωή και τα παθήματά του. Ο ύμνος αυτός ονομαζόταν διθύραμβος και ήταν αυτοσχέδιος. Υπήρχε ένας κορυφαίος στο Χορό που τον εκτελούσε. Αυτός αναλάμβανε την απόδοση της αφήγησης και ο Χορός τραγουδούσε κάποιες συμβατικές επωδούς. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι το δράμα προέρχεται από τους αυτοσχεδιασμούς των πρωτοτραγουδιστών, «τῶν ἐξαρχόντων», του διθυράμβου.

II. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Το δράμα διακρίνεται σε τρία είδη: α) την τραγωδία, β) την κωμωδία και γ) το σατυρικό δράμα.
Ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του διθυράμβου, που θεωρείται και το πρωταρχικό στάδιο εξέλιξης της τραγωδίας, ήταν ο Αρίων ο Μηθυμναίος. Από τη Λέσβο, τον τόπο καταγωγής του δηλαδή, ο ποιητής βρέθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στην αυλή του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου. Εκεί ασκούσε Χορούς 50 ατόμων, οι οποίοι τραγουδούσαν το διθύραμβο, ενώ ήταν μεταμφιεσμένοι ως σάτυροι, δηλαδή με χαρακτηριστικά τράγων (τραγικός χορός). Αυτού του είδους η εκτέλεση του διθυράμβου ήταν ξεχωριστή και έτσι ο Αρίων θεωρήθηκε ως «ὁ εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου».
Εκείνος όμως που έμεινε στην ιστορία ως ο θεμελιωτής του δράματος είναι ο Θέσπης που καταγόταν από τον αγροτικό δήμο της Ικαρίας στην Αττική (το σημερινό Διόνυσο). Ήταν ο πρώτος που αποσπάστηκε από το Χορό του οποίου ηγούνταν, στάθηκε απέναντί του και διαλέχτηκε μαζί του υποδυόμενος ένα ρόλο. Από το τραγούδι δηλαδή πέρασε στην αφήγηση και την παράσταση μιας ιστορίας. Έγινε μ’ αυτόν τον τρόπο ο πρώτος υποκριτής. Κάπως έτσι γεννήθηκε το δράμα και μέσω του νεωτερισμού του Θέσπη δημιουργήθηκε το επικό και το λυρικό στοιχείο της τραγωδίας.
Στην αρχή τα διαλογικά μέρη (επικό στοιχείο) ήταν εξαιρετικά περιορισμένα σε σχέση με τα άσματα του Χορού (λυρικό στοιχείο). Αργότερα, που η πλοκή του μύθου έγινε πιο σύνθετη, οι φορείς του επικού στοιχείου, δηλαδή ο Πρόλογος, τα Επεισόδια και η Έξοδος, αύξησαν την έκτασή τους, ενώ το λυρικό μέρος (πάροδος, στάσιμα, κομμοί, μονωδίες, διωδίες) έφτασε να είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα στα διαλογικά μέρη.
Ο Πρόλογος είναι το τμήμα που προηγείται της εισόδου του Χορού στην ορχήστρα και εισάγει το θεατή στην υπόθεση του έργου (στις παλαιότερες τραγωδίες δεν υπήρχε).
Τα Επεισόδια είναι τα τμήματα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα άσματα που ψάλλει ο Χορός και αντιστοιχούν στις πράξεις του σύγχρονου θεάτρου.
Η Έξοδος είναι το τελευταίο διαλογικό μέρος, το οποίο κλείνει και την τραγωδία. Ακολουθεί το τελευταίο άσμα του Χορού.
Πάροδος είναι το άσμα που τραγουδά ο Χορός κατά την είσοδό του στην ορχήστρα.
Τα Στάσιμα είναι τα άσματα που ψάλλει μετά τα επεισόδια ο Χορός και εμπνέονται ως προς το περιεχόμενο συνήθως από αυτά.
Στο λυρικό μέρος ανήκουν και οι Κομμοί, οι Μονωδίες και οι Διωδίες. Πρόκειται για τραγούδια που ψάλλουν οι ηθοποιοί μόνοι τους ή με τη συνοδεία του Χορού.
Οι μύθοι, που αποτελούσαν θέματα του διθυράμβου και δραματοποίησε η τραγωδία, αρχικά αντλούσαν το περιεχόμενό τους αποκλειστικά από τη διονυσιακή παράδοση. Αργότερα, άρχισαν να επεκτείνονται και σε άλλους μυθικούς κύκλους. Ο Αργοναυτικός, ο Θηβαϊκός και ο Τρωικός ήταν οι κύκλοι από τους οποίους η τραγωδία έπαιρνε τα θέματά της. Η υπόθεση στρεφόταν συνήθως γύρω από την πράξη ενός σπουδαίου προσώπου της ελληνικής παράδοσης, που αποτελούσε τον τραγικό ήρωα, ένα πρόσωπο που βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο αντίθετες ηθικές αρχές και πρέπει να επιλέξει τη σπουδαιότερη. Οι μύθοι των τραγωδιών γίνονταν αντικείμενα προβληματισμού, ενώ είχαν πολλές φορές αντανάκλαση στην επικαιρότητα, την πολιτική, πολεμική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής που παρουσιάζονταν.
Βασικό γνώρισμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ήταν ο θρησκευτικός της χαρακτήρας. Άλλωστε τραγωδίες παρουσιάζονταν μόνο στο πλαίσιο διονυσιακών γιορτών και αποτελούσαν τμήμα της λατρείας του θεού Διονύσου. Οι παραστάσεις γίνονταν στον ιερό χώρο του Ελευθερέως Διονύσου στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, και την πιο τιμητική θέση στην πρώτη σειρά των επισήμων κατείχε ο ιερέας του θεού. Με το πέρασμα των χρόνων η θρησκευτικότητα εισχώρησε και στο ίδιο το έργο. Έννοιες όπως η ύβρη, η νέμεση και η τίση απασχολούν συνεχώς το νοηματικό και ιδεολογικό υπόβαθρο όλων των τραγωδιών.
Ο Αριστοτέλης επιχείρησε να δώσει στην «Ποιητική» του έναν επιγραμματικό ορισμό της τραγωδίας, προσπαθώντας να τονίσει τα βασικά της χαρακτηριστικά. Αναφέρει λοιπόν τα εξής: " Ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἔχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν " (Αριστοτέλης, Ποιητική 1449b 23 – 28). Η τραγωδία για τον Αριστοτέλη είναι μίμηση πράξεως που έχει ρυθμό, αρμονία και μελωδία. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, για ένα δρώμενο το οποίο περνά το θεατή μέσα από τον ἔλεο (ευσπλαχνία) και το φόβο, ώσπου να τον οδηγήσει στη λύτρωση (κάθαρση). Κάνοντας μια μεταφραστική απόπειρα του παραπάνω ορισμού θα λέγαμε: «Είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης, έχει μέγεθος συγκεκριμένο, λόγο φροντισμένο (ρυθμικό), χωρίς όμως αυτά τα στοιχεία να είναι διασκορπισμένα με το ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα, με δράση κι όχι με απαγγελία, περνώντας μέσα από τη συμπάθεια και το φόβο οδηγεί το θεατή στην κάθαρση (λύτρωση) από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών».
Για το περιεχόμενο του όρου κάθαρση έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η επικρατέστερη εκδοχή δίνει στην κάθαρση ηθικό, ψυχολογικό και αισθητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα είδος λύτρωσης που αισθάνονται οι θεατές στο τέλος κάθε τραγωδίας. Έχοντας ζήσει την ένταση και την αγωνία της πλοκής του μύθου, ο θεατής αναζητά απεγνωσμένα τη λύση στο πρόβλημα που θέτει το έργο. Τα συναισθήματά του βρίσκονται στο κατακόρυφο, ώσπου η ίδια η εξέλιξη της υπόθεσης τον κάνει να ανακουφίζεται και να ηρεμεί. Η λύση στο δράμα έχει δοθεί. Ο θεατής συμπληρώνει την εμπειρία του, διευρύνει τον κόσμο των βιωμάτων του και αισθάνεται μια ολοκλήρωση πνευματική. Αυτός είναι και ο παιδευτικός ρόλος της τραγωδίας. Ένας ρόλος αναντικατάστατος, που ποτέ και κανένα άλλο δημόσιο θέαμα δεν μπόρεσε επάξια να υποκαταστήσει.
Η τραγωδία απέκτησε το μεγαλείο και τη σοβαρότητα που αναφέρει ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο της δημοκρατίας του Κλεισθένη και γνώρισε τη μεγάλη ακμή της στην εποχή του Περικλή. Συνεπώς το δράμα είναι το κατεξοχήν παιδί της δημοκρατίας. Η εξέλιξή του μάλιστα συμβαδίζει με την ακμή της. Η δημοκρατία στηρίζεται στο διάλογο που τον μεταπλάθει αργότερα σε ρητορικό λόγο, αλλά και στην τραγωδία «διαλέγονται» μπροστά στο κοινό το έπος και η λυρική ποίηση, οι άνθρωποι και οι θεοί, η μουσική και ο ρυθμός, ο λόγος και η εικόνα, η λογική και τα πάθη.
Η τραγική ποίηση σφράγισε με το μεγαλείο και τη μοναδικότητά της ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στη διαδρομή των αιώνων η αρχαιοελληνική δραματουργία απέκτησε διαρκή επικαιρότητα και παγκοσμιότητα. Τα πανανθρώπινα προβλήματα που θέτουν στα έργα τους οι τραγικοί ποιητές, καθώς και η υψηλή αισθητική απόλαυση που προσφέρουν οι συνθέσεις τους, συγκινούν ακόμη και σήμερα το κοινό. Αν και η εποχή μας έχει ξεφύγει στο πλαίσιο του τεχνολογικού θριάμβου, οι προαιώνιες αξίες και ιδέες της τραγωδίας παραμένουν επίκαιρες, αναλλοίωτες και εξαιρετικά αξιοποιήσιμες.

III. Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:

Κατά την περίοδο της ακμής του το θέατρο έχει συγκεκριμένη μορφή και διακρίνεται σε τρία βασικά μέρη:

α) το κυρίως θέατρο ή κοῖλον.

β) την ορχήστρα.

γ) τη σκηνή.

α) το κυρίως θέατρο ή κοῖλον:
Το κυρίως θέατρο ήταν ένα αμφιθεατρικά διαμορφωμένο οικοδόμημα, όπου καθόταν και παρακολουθούσαν το έργο οι θεατές. Ήταν γεμάτο με καθίσματα (τα εδώλια) και χωρισμένο με έναν ή δύο οριζόντιους επάλληλους διαδρόμους, τα λεγόμενα διαζώματα. Οι θεατές μετακινούνταν στις ψηλότερες θέσεις από σκάλες (κλίμακες), που ήταν κατασκευασμένες ανάμεσα στα καθίσματα, κάθετα προς την ορχήστρα. Τα μέρη ανάμεσα στις σκάλες ονομάζονταν κερκίδες.
Τα θέατρα ήταν κατά κανόνα κατασκευασμένα από ξύλο. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον τον 5ο αιώνα π.Χ. Αργότερα, δημιουργήθηκε το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο στην Αθήνα (4ος αιώνας π.Χ.).

β) η ορχήστρα:
Το κέντρο του θεατρικού χώρου, μία επίπεδη κυκλική έκταση δηλαδή, όπου «ὠρχεῖτο» (=χόρευε) ο Χορός, ονομαζόταν ορχήστρα. Στο κέντρο της υπήρχε ο βωμός του Διονύσου (θυμέλη).

γ) η σκηνή:
Η σκηνή ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο οικοδόμημα, τοποθετημένο στη μια πλευρά της ορχήστρας. Χρησιμοποιούνταν από τους ηθοποιούς για τις μεταμφιέσεις τους και ως αποθήκη του θεατρικού υλικού.
Μπροστά ακριβώς από τη σκηνή και ανάμεσα σ’ αυτήν και την ορχήστρα ο χώρος ήταν υπερυψωμένος. Πρόκειται για το λεγόμενο λογείο, όπου πάνω κινούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης οι ηθοποιοί. Υπήρχε και το θεολογείο, μια υπερυψωμένη εξέδρα στη στέγη της σκηνής, η οποία στο μεταξύ έγινε διώροφη. Εκεί εμφανίζονταν οι θεοί, για να δώσουν λύση στα αδιέξοδα που δημιουργούσε πολλές φορές η πλοκή του μύθου. Το τέχνασμα αυτό (τοῦ θεοῦ ἀπὸ μηχανῆς) το χρησιμοποιούσε συνεχώς ο Ευριπίδης.
Η πρόσοψη της σκηνής απεικόνιζε ανάκτορο ή ναό με μία ή τρεις πόρτες, απ’ όπου εισέρχονταν στο λογείο οι ηθοποιοί.
Στις δύο πλευρές της ορχήστρας και ανάμεσα στο κυρίως θέατρο και στη σκηνή υπήρχαν δύο διάδρομοι (αριστερά και δεξιά). Ήταν οι λεγόμενοι πάροδοι. Από εκεί έμπαινε ο Χορός στην ορχήστρα, καθώς και οι ηθοποιοί που έρχονταν απ’ έξω κι όχι από το κτίσμα που απεικόνιζε η σκηνή. Σύμφωνα με τη θεατρική σύμβαση, την αριστερή πάροδο χρησιμοποιούσαν πρόσωπα που έρχονταν από τους αγρούς ή μία ξένη χώρα, ενώ τη δεξιά από την πόλη ή το λιμάνι.
Για τις ανάγκες της παράστασης οι αρχαίοι είχαν επινοήσει και ορισμένα απλά μηχανήματα. Τα βασικότερα ήταν:
α) το εκκύκλημα: ένα τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσίαζαν ομοιώματα νεκρών, αφού το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό συναίσθημα απαγόρευε την παρουσίαση βίαιων θανάτων.
β) οι περίακτοι: ξύλινοι, πρισματικοί δοκοί, τοποθετημένοι αριστερά και δεξιά της σκηνής. Εξυπηρετούσαν τη σκηνογραφία, αφού είχαν πάνω τους στερεωμένους ζωγραφικούς πίνακες.
γ) μηχανή ή αιώρημα: είδος γερανού με τη βοήθεια του οποίου εμφανίζονταν οι θεοί (ἀπὸ μηχανῆς θεός).

Ο ποιητής ήταν ο πιο βασικός συντελεστής της παράστασης στο αρχαίο θέατρο. Είχε πολλαπλούς ρόλους. Ήταν δημιουργός του δράματος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χοροδιδάσκαλος και στα πρώτα δράματα ακόμη και υποκριτής. Επιπλέον, μοίραζε τους ρόλους στους ηθοποιούς και τους ασκούσε στην απαγγελία και την υποκριτική.
Η τραγωδία ξεκίνησε με έναν ηθοποιό – υποκριτή. Ο Αισχύλος αργότερα πρόσθεσε και δεύτερο και ο Σοφοκλής και τρίτο, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της πλοκής του μύθου. Όλους τους ρόλους τους υποδύονταν άνδρες, ακόμη και τους γυναικείους. Μόνο για τους ρόλους των παιδιών χρησιμοποιούσαν παιδιά, αλλά ήταν πάντα βουβοί, μιμικοί ρόλοι. Οι υποκριτές και όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν σε δραματικές παραστάσεις οργανώθηκαν από τον 3ο αιώνα π.Χ. σε συντεχνία (κοινὸν τῶν περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτῶν).
Πολύ προσεγμένη και ανάλογη με το χαρακτήρα του έργου ήταν και η σκευή (ενδυμασία) των υποκριτών και του Χορού. Οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκες (προσωπεία) από λινό ή άλλο εύκαμπτο υλικό, ενισχυμένες με γύψο και βαμμένες και ήταν ντυμένοι με μακρύ χιτώνα (ποδήρη) και από πάνω φορούσαν ένα βαρύτερο ιμάτιο. Χρησιμοποιούσαν επίσης υποδήματα με υπερυψωμένα πέλματα, ώστε να φαίνονται επιβλητικοί. Ήταν οι λεγόμενοι κόθορνοι. Σταδιακά τα ενδύματα άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο μεγαλόπρεπα, πάντα όμως βρίσκονταν σε αντιστοιχία με το πρόσωπο που υποδυόταν ο ηθοποιός.
Ο Χορός ήταν απλούστερα ντυμένος. Έμπαινε στην ορχήστρα συνήθως από τη δεξιά πάροδο, σε ένα παραλληλόγραμμο σχηματισμό (5x3 ή 3x5), έχοντας μπροστά τον αυλητή, που με τους ήχους συνόδευε την όρχηση. Τα 50 μέλη του Χορού του διθυράμβου έγιναν 12 και από το Σοφοκλή 15. Υπήρχε ένα πρόσωπο, ο κορυφαίος, ο οποίος διαλεγόταν με τους ηθοποιούς, ενώ όλος ο Χορός τραγουδούσε το λυρικό μέρος του δράματος.

IV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ:

Το δράμα ήταν στενά δεμένο με τις δύο σημαντικότερες διονυσιακές γιορτές, τα ἐν ἄστει ή Μεγάλα Διονύσια και τα Λήναια. Κατά τη διάρκεια των εορτών αυτών τελούνταν οι λεγόμενοι δραματικοί αγώνες.
Υπεύθυνοι της οργάνωσης των αγώνων ήταν για τα Μεγάλα Διονύσια ὁ ἐπώνυμος ἄρχων και για τα Λήναια ὁ ἄρχων βασιλεύς. Οι άρχοντες επέλεγαν κάθε φορά τρεις ποιητές, τα έργα των οποίων θα παρουσιάζονταν μέσα στο πρόγραμμα των γιορτών. Κατόπιν εξασφάλιζαν τους χορηγούς των έργων. Τρεις πλούσιους ιδιώτες δηλαδή, οι οποίοι θα αναλάμβαναν τη δαπάνη για τη διδασκαλία του Χορού. Επρόκειτο για τον πολύ γνωστό, ιδιαίτερα δαπανηρό, αλλά τιμητικό θεσμό της χορηγίας στην Αθήνα.
Πριν από τον κυρίως αγώνα γινόταν μια τελετή στο Ωδείο που είχε κτίσει ο Περικλής. Η τελετή λεγόταν προάγωνας. Οι ποιητές που είχαν προκριθεί μαζί με το Χορό, τους υποκριτές και το χορηγό ανέβαιναν με σειρά σε μια υπερυψωμένη εξέδρα και παρουσιάζονταν στο κοινό, δίνοντας ταυτόχρονα πληροφορίες για το περιεχόμενο των έργων τους.
Το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας ήταν η επιλογή των κριτών. Η διαδικασία ήταν πολύπλοκη, ώστε να αποφεύγονται δωροδοκίες. Καθεμιά από τις 10 φυλές της Αθήνας εξέλεγε 50 υποψηφίους. Οι κάλπες με τα ονόματά τους σφραγίζονταν και φυλάσσονταν στον Παρθενώνα. Την ημέρα της γιορτής κληρωνόταν ένα όνομα από κάθε κάλπη. Έτσι καταρτιζόταν δεκαμελής κριτική επιτροπή η οποία έπαιρνε τιμητική θέση στο θέατρο, αφού ορκιζόταν ότι θα ψηφίσει κατά συνείδηση.
Από τις έξι (6) μέρες των γιορτών οι τρεις (3) τελευταίες ήταν αφιερωμένες στους δραματικούς αγώνες. Η παράσταση άρχιζε πολύ πρωί και κάθε ποιητής συμμετείχε με μια τετραλογία – τρεις τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράμα.
Τις παραστάσεις μπορούσε να τις παρακολουθήσει και ο πιο φτωχός Αθηναίος, χάρη στο νόμο των θεωρικών, που ψήφισε ο Περικλής. Επρόκειτο για αποζημίωση δύο οβολών ως αντίτιμο εισιτηρίου, την οποία κατέβαλε το ίδιο το κράτος, ώστε να πληρώνεται το λεγόμενο σύμβολον (εισιτήριο) του θεάτρου, ακόμη κι από τους πιο φτωχούς Αθηναίους πολίτες. Το σκεπτικό ήταν να μη στερηθεί κανείς την απόλαυση του δράματος, το οποίο λογιζόταν ως θέαμα υψηλής παιδευτικής σημασίας, που προσφέρει ιδιαίτερη απόλαυση στο θεατή.
Το εισιτήριο πληρωνόταν στον οργανωτή του θεάματος, το θεατρώνη. Υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης στο θέατρο ήταν ειδικοί υπάλληλοι με το όνομα «ραβδοῦχοι».
Αφού τελείωναν οι αγώνες, οι δέκα κριτές έγραφαν τα ονόματα των ποιητών με σειρά προτίμησης σε πινακίδα και την έριχναν σε μια κάλπη. Για την έκδοση του τελικού αποτελέσματος κληρώνονταν από τις δέκα (10) πινακίδες οι πέντε (5). Οι αποφάσεις των κριτών αφορούσαν την τετραλογία ως σύνολο και ήταν σεβαστές.
Οι νικητές, ο ποιητής και ο χορηγός κέρδιζαν ως έπαθλο ένα διονυσιακό στεφάνι κισσού κι έναν τρίποδα, με το δικαίωμα να τον στήσουν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης, από όπου περνούσε η περίφημη «ὁδὸς τῶν τριπόδων».
Τα ονόματα των ποιητών, χορηγών, πρωταγωνιστών, οι τίτλοι των έργων και το αποτέλεσμα της κρίσης χαράζονταν σε πλάκες (διδασκαλίες), οι οποίες φυλάσσονταν στο δημόσιο αρχείο.

V. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ:

Τρεις είναι οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.

α) Ο Αισχύλος:
Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Γεννήθηκε το 525/4 π.Χ. στην Ελευσίνα. Καταγόταν από διακεκριμένη γενιά. Έλαβε μέρος στους Περσικούς πολέμους και συγκεκριμένα στη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Έζησε τη γέννηση της δημοκρατίας στην Αθήνα με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Έγινε λοιπόν κοινωνός του ανανεωτικού κλίματος που άρχισε να επικρατεί στην Αθήνα από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και μέχρι την ολοκλήρωση της δημοκρατίας με τον μεγάλο Περικλή. Όλα αυτά τον έστρεψαν προς την τραγική ποίηση, που έγινε ο φορέας και το κατεξοχήν τέκνο της δημοκρατίας.
Η συμβολή του στην ολοκλήρωση της τραγωδίας είναι τεράστια. Παρουσίασε τη διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας, δηλαδή τριών τραγωδιών με κοινό μύθο. Αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο. Περιόρισε τη σημασία του Χορού, μειώνοντας τα μέλη του από 50 σε 12 και δίνοντας προτεραιότητα στο διάλογο. Βελτίωσε, τέλος, τη χορογραφία και τη σκευή.
Η γλώσσα του είναι μεγαλόπρεπη, επίσημη και σεμνή, ανάλογη με τις σοβαρές ιδέες που εκφράζει. Στα διαλογικά του μέρη παρουσιάζεται απλός και λιτός, ενώ στα λυρικά αποκτά μεγαλοπρέπεια ανάλογη με τους χαρακτήρες του.
Παρουσιάζει τους ήρωές του υπερφυσικούς, σχεδόν τέλειους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στα έργα του εμφανίζονται υπεράνθρωποι. Πάντως, ακόμη κι αυτοί οι ήρωες υποτάσσονται στη θεία βούληση, χωρίς να είναι παίγνια στα χέρια των θεών.
Το σχήμα που ερμηνεύει τα περισσότερα έργα του Αισχύλου είναι αυτό της ύβρης και της άτης. Οι πρωταγωνιστές υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια με τα λόγια, τις πράξεις ή το φρόνημά τους και διαπράττουν ύβρη. Αυτή ακολουθεί μια νοητική ή ηθική τύφλωση (άτη), που είναι αποτέλεσμα της θείας παρέμβασης και οδηγεί σε κάποια ανόητη πράξη. Η ανατροπή της κοινωνικής και ηθικής ισορροπίας που επέρχεται, επιφέρει την οριστική τιμωρία και πτώση του δυνατού.
Ο Χορός του Αισχύλου ποτέ δεν αποξενώνεται τελείως από το θρησκευτικό του χαρακτήρα. Έτσι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον αρχέγονο Χορό. Επιχειρεί να δημιουργήσει θρησκευτική συγκίνηση στους θεατές και να τους επιβάλει μια ευγενέστερη θρησκεία. Δικαιολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο την παρατήρηση, ότι τον Αισχύλο, αν τον χαρακτήριζε ένα πράγμα ιδιαίτερα, αυτό ήταν η έντονη θρησκευτικότητά του.
Ο μεγάλος τραγικός πέρασε τα τελευταία του χρόνια στη Σικελία. Πέθανε το 456/5 π.Χ. στη Γέλα. Οι αρχαίες πηγές μιλούν για 90 τίτλους έργων του ποιητή, η χειρόγραφη όμως παράδοση διέσωσε μόνο επτά (7): Πέρσαι, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Ἱκέτιδες, Ἀγαμέμνων, Χοηφόροι, Εὐμενίδες (τα τρία τελευταία έργα αποτελούν την τριλογία "Ὀρέστεια") και Προμηθεὺς Δεσμώτης.

β) Ο Σοφοκλής:
Γεννήθηκε το 497/6 π.Χ. στον αττικό δήμο του Κολωνού. Έλαβε αριστοκρατική αγωγή και παιδεία. Ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Περικλής, ο Ηρόδοτος, ο Σωκράτης και ο Αισχύλος. Επηρεάστηκε πολύ απ’ αυτές και αξιοποίησε όσο το δυνατόν καλύτερα τις ευκαιρίες που του έδωσε ο στενός κύκλος της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής.
Ο Σοφοκλής ήταν «φιλαθήναιος», αγαπούσε δηλαδή υπερβολικά την Αθήνα. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά μόνο για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπως ο Σωκράτης. Υπηρέτησε την πατρίδα του από πολύ υψηλές δημόσιες θέσεις: υπήρξε Ελληνοταμίας, υπηρέτησε ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαμιακού πολέμου (440 π.Χ.) και χρημάτισε επίσημος απεσταλμένος της Αθήνας πολλές φορές.
Σαν τραγικός ποιητής εμφανίζεται το 468 π.Χ., χρονολογία κατά την οποία κερδίζει την πρώτη του νίκη με αντίπαλο μάλιστα τον ήδη παλαίμαχο Αισχύλο. Από τότε η παράδοση του καταλογίζει τουλάχιστον 20 πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια.
Η συμβολή του στην εξέλιξη της τραγωδίας υπήρξε καταλυτική. Εγκατέλειψε τη συνεχόμενη τριλογία και επέφερε σημαντικές αλλαγές στη δομή της τραγωδίας, αύξησε τον αριθμό των μελών του Χορού από 12 σε 15, εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή και καθιέρωσε τα έγχρωμα σκηνικά.
Στα αρχαιότερα δράματά του η γλώσσα του περιέχει χαρακτηριστικά της έκφρασης του Αισχύλου και δάνεια από τον Όμηρο και τη λυρική ποίηση. Στα έργα όμως της ωριμότητάς του αυτή γίνεται πιο απλή και αποκτά πιο γρήγορο ρυθμό. Τα χορικά του είναι κομψά, περίτεχνα, γεμάτα μεγαλοπρέπεια και χάρη. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως το στόμα του «μέλιτι κεχρισμένον ἦν».
Κατά το Σοφοκλή ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στη θεία βούληση, έχοντας συναίσθηση της προσωρινότητας και της αδυναμίας του. Ενώ στον Αισχύλο το τραγικό πραγματώνεται με την απέλπιδα πάλη του ανθρώπου εναντίον της παντοδύναμης μοίρας, στο Σοφοκλή η μοίρα κατευθύνει ως ένα σημείο τον άνθρωπο, αλλά δε δεσμεύει απόλυτα την εσωτερική του ελευθερία και δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη της επιλογής.
Η τραγική πορεία των ηρώων του Σοφοκλή αρχίζει τις περισσότερες φορές με την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης δύναμης, κλιμακώνεται με την αντιμετώπιση ενός διλήμματος και κορυφώνεται με την πλήρη απομόνωση που καταλήγει στην καταστροφή.
Ο Σοφοκλής δεν πλάθει τους ήρωές του υπερφυσικούς, όπως ο Αισχύλος, ούτε καθημερινούς, όπως ο Ευριπίδης, αλλά ιδανικούς, όπως πρέπει να είναι, ακολουθώντας το μέτρο.
Χρησιμοποιεί το Χορό με το δικό του τρόπο. Από «προφητικός», όπως προβάλλει στα έργα του Αισχύλου, μετατρέπεται στο Σοφοκλή σε ανθρώπινο δραματικό πρόσωπο, που αφομοιώνει το δραματικό γεγονός και του δίνει καθολικό χαρακτήρα.
Ο Σοφοκλής θεωρήθηκε ως ο τελειότερος των τραγικών ποιητών. Ο Ξενοφών για τις αρετές του τον χαρακτηρίζει ακριβώς έτσι: «τελειότατον τῶν τραγικῶν», ενώ ο Αριστοτέλης από αυτόν έλαβε τις αρχές και τους κανόνες της τραγικής τέχνης, που διατύπωσε στην «Ποιητική» του.
Η παράδοση αναφέρει 123 δράματα του Σοφοκλή, από τα οποία σώζονται μόνο επτά (7) και αποσπάσματα από το σατυρικό του δράμα «Ἰχνευταί». Είναι τα εξής: Αἴας, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ.
Πέθανε το 406/5 π.Χ. και θάφτηκε σε οικογενειακό τάφο στο δρόμο προς τη Δεκέλεια.

γ) Ο Ευριπίδης:
Γεννήθηκε το 485 π.Χ. στη Σαλαμίνα. Η καλή κοινωνική και οικονομική του κατάσταση συνέβαλαν στην πνευματική του καλλιέργεια και ανάπτυξη. Υπήρξε ο καινοτόμος και αναμορφωτής της τραγικής ποίησης. Δεν έμεινε προσκολημμένος στην παράδοση και στο δρόμο που είχαν χαράξει ήδη οι προκάτοχοί του Αισχύλος και Σοφοκλής, αλλά έθεσε την προσωπική του σφραγίδα στην εξέλιξη του δράματος, ανεξίτηλη και μοναδική.
Ο Ευριπίδης εμφανίστηκε στο κοινό για πρώτη φορά το 455 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο το 441 π.Χ. Πέρασε πολλά χρόνια στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας το 406 π.Χ.
Στην εξέλιξη της δραματικής ποίησης συνέβαλε με ποικίλους τρόπους: μονιμοποίησε τον αφηγηματικό πρόλογο, εισήγαγε τον «από μηχανής θεό» για τη λύση του δράματος, καινοτόμησε με την τόλμη στη χρήση των μύθων και χρησιμοποίησε τον αφηγηματικό επίλογο. Ακόμη μείωσε δραστικά την έκταση των χορικών και υποβάθμισε την παρουσία του Χορού ως δραματικού οργάνου. Ο Ευριπίδης δεν κάνει το Χορό ηθικό ή θρησκευτικό δάσκαλο, όπως ο Αισχύλος, ούτε τον μετατρέπει σε ιδανικό θεατή, όπως ο Σοφοκλής, αλλά τον φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο.
Σύγχρονος των σοφιστών ο Ευριπίδης έζησε το συναρπαστικό και προοδευτικό κίνημά τους. Το αντιμετώπισε όμως με τρόπο παραγωγικό. Σε καμιά περίπτωση δεν έγινε κήρυκας των ιδεών του, αλλά δημιουργικός δέκτης τους. Γι’ αυτό θεωρήθηκε «ποιητής του ελληνικού διαφωτισμού» και ονομάστηκε «από σκηνής φιλόσοφος».
Στα έργα του Ευριπίδη η δράση καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι απόλυτα κύριος του εαυτού του και της μοίρας του (όπως π.χ. συμβαίνει με την «Ελένη» στο ομώνυμο έργο). Σε σύγκριση με τους δύο άλλους τραγικούς ποιητές, ο Ευριπίδης έδωσε στους ήρωες των έργων του νέα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τους παρουσιάζει με τρόπο ρεαλιστικό, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, όπως ήταν αυτοί στην πραγματικότητα.
Ο Ευριπίδης χειρίστηκε τους μύθους με μεγάλη ελευθερία. Καθώς ήταν ανήσυχο πνεύμα από τη φύση του δεν έπαψε ούτε στιγμή να προβληματίζεται και να ασκεί κριτική στις καθιερωμένες αξίες. Ενδιαφέρθηκε για τη γυναίκα περισσότερο από τους άλλους δύο μεγάλους τραγικούς ποιητές και την αντιμετώπισε με το πνεύμα ενός προοδευτικού διανοητή.
Η ποιητική παραγωγή είναι πλουσιότατη. Έγραψε 92 δράματα από τα οποία σώζονται δεκαοκτώ (18) τραγωδίες του (με το αμφισβητούμενο δράμα «Ῥῆσος») και το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ». Τα έργα του που σώζονται είναι τα εξής: Ἄλκιστις, Μήδεια, Ἱππόλυτος, Ἡρακλεῖδαι, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἀνδρομάχη, Ἠλέκτρα, Ἑλένη, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι και Βάκχαι.

Ακολουθεί αναλυτικός πίνακας με τους προδρόμους και τους τρεις μεγάλους αρχαίους τραγικούς ποιητές.

ΟΝΟΜΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ
Θέσπης
(ο Ικάριος) Δεν σώζονται 1. Εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή.
2. Χρησιμοποίησε ως αμφίεση πέρα από το κατακάθι του κρασιού (τρυγία), το ψιμμύθιο (πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο).
Χοιρίλος
(ο Αθηναίος) Δεν σώζονται Εισήγαγε ίσως καινοτομίες:
α) στα προσωπεία.
β) στις ενδυμασίες των υποκριτών.
Φρύνιχος 1. Μιλήτου άλωσις 494 π.Χ.

2. Φοίνισσαι 476 π.Χ. 1. Εισήγαγε γυναικεία προσωπεία.

2. Σκηνοθέτησε τραγωδίες με ιστορικό θέμα.
Πρατίνας
(ο Φλειούσιος) Δεν σώζονται Θεωρείται ευρετής (κατ' άλλους αναμορφωτής) του σατυρικού δράματος.
Αισχύλος
(ο Ελευσίνιος) 1. Πέρσαι

2. Επτά επί Θήβας

3. Ικέτιδες

4. Αγαμέμνων

5. Χοηφόροι

6. Ευμενίδες

7. Προμηθεύς Δεσμὠτης 1. Διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας, δηλαδή τριών τραγωδιών με κοινό μύθο.

2. Αύξησε τον αριθμό τον υποκριτών από έναν σε δύο.

3. Μείωσε τα μέλη του Χορού από 50 σε 12 και έδωσε προτεραιότητα στο διάλογο.

4. Βελτίωσε τη χορογραφία και τη σκευή.
Σοφοκλής
(ο Κολώνιος) 1. Αίας

2. Αντιγόνη

3. Τραχίνιαι

4. Οιδίπους Τύραννος

5. Ηλέκτρα

6. Φιλοκτήτης

7. Οιδίπους επί Κολωνώ

8. Αποσπάσματα από το σατυρικό του δράμα "Ιχνευταί". 1. Αύξησε τον αριθμό τον χορευτών από 12 σε 15.

2. Μείωσε την έκταση των χορικών, ενώ αύξησε τα διαλογικά μέρη, που περιέχουν πολύ πιο σύνθετες εικόνες στα έργα του.

3. Πρόσθεσε και τρίτο υποκριτή.

4. Διέσπασε τη διδασκαλία μιας συνεχόμενης τριλογίας με κοινή υπόθεση, διδάσκαντας τρεις χωριστές τραγωδίες με διαφορετικό περιεχόμενο η καθεμιά.

5. Εισήγαγε την έγχρωμη σκηνογραφία, με τη χρήση των περίακτων.
ΟΝΟΜΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ
Ευριπίδης
(ο Σαλαμίνιος) 1. Άλκιστις
2. Μήδεια
3. Ιππόλυτος
4. Ηρακλείδαι
5. Εκάβη
6. Ικέτιδες
7. Ηρακλής
8. Τρωάδες
9. Ανδρομάχη
10. Ηλέκτρα
11. Ελένη
12. Ιφιγένεια η εν Ταύροις
13. Ίων
14. Φοίνισσαι
15. Ορέστης
16. Ιφιγένεια η εν Αυλίδι
17. Βάκχαι
18. (Ρήσος) - αμφισβητείται η πατρότητά του.
19. Κύκλωψ (σατυρικό δράμα)

1. Μονιμοποίησε τον αφηγηματικό πρόλογο.

2. Εισήγαγε τον "από μηχανής θεό" για τη λύση του δράματος.

3. Καινοτόμησε με τόλμη στη χρήση των μύθων.

4. Χρησιμοποίησε τον αφηγηματικό επίλογο.

5. Μείωσε δραστικά την έκταση των χορικών και υποβάθμισε την παρουσία του Χορού ως δραματικού οργάνου.


VI. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΛΕΝΗ:

1. Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ:
Η Ελένη σαν ηρωίδα, στη διαδρομή της αρχαιοελληνικής παράδοσης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Θεωρείται σίγουρα η ενσάρκωση της ιδανικής ομορφιάς και του ερωτικού πάθους, αλλά και θεϊκή κατάρα που ήρθε στη γη για τον αφανισμό και την καταστροφή των ανθρώπων.
Ο Όμηρος την παρουσιάζει ως πλάσμα με θεϊκή καταγωγή και αποφεύγει την κατάκριση και την καταδίκη της για τα δεινά που προξένησε. Οι λυρικοί ποιητές λησμονούν τη θεϊκή της προέλευση και της δίνουν καθαρά ανθρώπινη διάσταση. Τη συνδέουν με την απιστία, την προδοσία και τη θεωρούν αποκλειστική υπαίτια για τον αφανισμό χιλιάδων Ελλήνων και Τρώων. Ως θνητή γυναίκα, με ροπή προς το κακό, παρουσιάζει την Ελένη ο Αισχύλος.
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Ελένη» εκφράζει μια διαφορετική θέση σχετικά με την προσωπικότητα της Ελένης και παίρνει καθαρά θετική στάση απέναντί της.
2. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ:
Η τραγωδία «Ελένη» πρέπει να γράφτηκε το 412 π.Χ. Το έργο φαίνεται πως σχετίζεται με την εκστρατεία των Αθηναίων το 459 π.Χ. στην Αίγυπτο, για να χτυπήσουν εκεί τους Πέρσες. Η εκστρατεία αυτή δεν κατέληξε σε περήφανη νίκη ή ολοκληρωτική καταστροφή.
Σίγουρα ο Ευριπίδης θέλησε μέσω της «Ελένης» να καταδικάσει απερίφραστα τον πόλεμο και τις συνέπειές του. Ας μην ξεχνούμε ότι είμαστε στο μέσο ενός καταστροφικού πολέμου (του Πελοποννησιακού), λίγο μετά το τέλος της Σικελικής εκστρατείας. Οι Αθηναίοι βρίσκονται σε απόγνωση. Το εγχείρημά τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία οδήγησε σε πανωλεθρία. Οι Σπαρτιάτες είχαν τον έλεγχο όλης της Αττικής, ενώ και η ίδια η αθηναϊκή δημοκρατία άρχισε να κλονίζεται, υπό το βάρος των δυσμενών εξελίξεων.
Μέσα στα πολιτικά αυτά πλαίσια ο Ευριπίδης γράφει την «Ελένη», με την οποία καταδικάζει τον πόλεμο ως πρόξενο όλων των κακών. Εκείνη την εποχή ο Αριστοφάνης γράφει τη «Λυσιστράτη», μια κωμωδία με θέμα τις γυναίκες που εναντιώνονται στον πόλεμο, και ο Σοφοκλής το «Φιλοκτήτη», όπου θίγει τις φρικτές καταστάσεις που δημιούργησε ο Τρωικός πόλεμος.

3. ΕΛΕΝΗ: ΤΡΑΓΩΔΙΑ ή ΚΩΜΩΔΙΑ;
Ένα πρόβλημα που απασχόλησε τους μελετητές του έργου είναι αν και κατά πόσο η «Ελένη» είναι τραγωδία ή κωμωδία. Οι απόψεις είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Καθεμιά πλευρά έχει τα δικά της επιχειρήματα. Κάποιοι κατατάσσουν το έργο στις κωμωδίες και πιστεύουν ότι άνοιξε το δρόμο προς την κωμωδία του Μενάνδρου. Άλλοι θεωρούν την «Ελένη» τραγωδία με την αριστοτελική έννοια.
Σε κάθε περίπτωση η «Ελένη» δεν είναι μια τραγωδία κλασικού τύπου, αποτυπώνει όμως τις αλλαγές που συμβαίνουν στην εποχή της, στο πνευματικό και στο πολιτικό επίπεδο (αμφισβήτηση, σκεπτικισμός, ανατροπές), στην πόλη της Αθήνας και σφραγίζει ως δράμα τη μεταγενέστερη δραματουργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου