28.7.09

Τα «αγώγια» της τέχνης

Tης Ολγας Σελλα

Eχουν γραφτεί δεκάδες σελίδες, έχουν πληκτρολογηθεί χιλιάδες χαρακτήρες στα κομπιούτερ για τις μοντέρνες και τις μεταμοντέρνες παραστάσεις, για τα όρια ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο, για τα «πρέπει» του θεάτρου και τα «μπορώ» των σκηνοθετών.

Την καλύτερη τοποθέτηση για όλη αυτή τη συζήτηση, που εξακολουθεί να συνεχίζεται με αυξομειούμενη ένταση, την άκουσα την περασμένη Παρασκευή στην Επίδαυρο από επαγγελματία της περιοχής. Εναν οδηγό ΤΑΧΙ, γύρω στα 40, που κάνει συχνά τη διαδρομή Επίδαυρο-Αθήνα. Εναν άνθρωπο χωρίς ίχνος από εκείνα τα φρικτά χαρακτηριστικά των «Ελληναράδων», αντιθέτως: ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να συζητάει, δηλαδή ν’ ακούει και να υπερασπίζεται ήρεμα την άποψή του. Η οποία για το συγκεκριμένο θέμα ήταν η εξής: «Πριν από δέκα χρόνια λέγαμε ότι τίποτα δεν αλλάζει στο αρχαίο θέατρο. Οτι έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια. Τώρα που βλέπουμε και διαφορετικά πράγματα, πάλι γκρινιάζουμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Εγώ γεννήθηκα στο Λυγουριό κι έχω δει όλες τις παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου. Είδα και τη Μίρεν φέτος, είχα δει και την παράσταση του Βασίλιεφ πέρσι και διαφωνούσα με τις φωνές και τα γιούχα. Καλό είναι να βλέπουμε όλες τις απόψεις των καλλιτεχνών. Αλλες μας αρέσουν, άλλες όχι. Δεν χρειάζονται φωνές και γιούχα».

Ετσι απλά και ήρεμα τα διατύπωσε όλα αυτά. Και σκεφτόμουν ότι είχα μπροστά μου την καλύτερη απόδειξη ότι η εκπαίδευση και η συστηματική καλλιέργεια των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να έχει αποτελέσματα. Αυτή ήταν η αισιόδοξη όψη, μιας μάλλον ουτοπικής κατάστασης. Μιας κατάστασης που ευτυχώς υπάρχει, αλλά δεν αποτελεί πλειοψηφία. Μόνο αναζήτηση. Γιατί η απαισιόδοξη είναι διαρκώς μπροστά μας: στους διαλόγους των πολιτικών, στην ποιότητα και στο ύφος της δημόσιας ζωής, στην ποιότητα των επιχειρημάτων που ακούγονται από επίσημα χείλη, στη διαρκώς εντεινόμενη επιθετικότητα από όλους προς όλους.

Από την άλλη, πόσοι είναι οι πολιτικοί που επισκέπτονται εκθέσεις ζωγραφικής, θέατρο, κινηματογράφο; Πόσοι διαβάζουν βιβλία πέραν της λίστας των μπεστ σέλερ ή εκείνων που πρέπει να παρουσιάσουν; Ελαχιστότατοι.

Οσοι τελικά καταφέρνουν από τους κοινούς θνητούς να προσεγγίσουν τους δρόμους και τη σκέψη της τέχνης το κάνουν -όπως σχεδόν όλα σ’ αυτή τη χώρα- έτσι από μόνοι τους. Ακαθοδήγητοι. Χωρίς παράδειγμα δηλαδή. Χωρίς στάση ζωής. Μόνο και μόνο γιατί κάτι διέκριναν, κάτι τους άγγιξε, κάτι διαφορετικό αισθάνονται παρακολουθώντας τις μορφές της τέχνης.

Ο ταξιτζής από την Επίδαυρο είχε «πάρει» από τις ώρες που αφιέρωσε στις κερκίδες της Επιδαύρου. Το κέρδος του δεν ήταν η άποψή του για την τέχνη. Το κέρδος του ήταν ότι αυτή η διαδικασία τον είχε συμφιλιώσει με τη δουλειά του, με τον εαυτό του, με τους άλλους. Και ήταν και δικό μας κέρδος αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου