21.2.09

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ


ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

Διαφυλικές διαφοροποιήσεις στη γλωσσική

επικοινωνία των δύο φύλων


ΦΛΩΡΙΝΑ 2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. 3

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.. 5

Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ.. 6

Α.1. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ 12

Α.2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ 14

Β. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ 16

Β.1. ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ.. 19

Γ. ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ 23

Γ.1. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ 27

Γ.2. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ 28

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.. 32

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 34

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το φύλο καταλαμβάνει, από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, κεντρική θέση στη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής μας ταυτότητας. Επιπλέον, σε συνάρτηση με την κοινωνικοοικονομική τάξη, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και την καταγωγή, το φύλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της κοινωνιογλωσσικής μας συμπεριφοράς. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνδρες και οι γυναίκες σε λεκτικό και σε μη λεκτικό επίπεδο, εκφράζει όχι μόνο τις σκέψεις, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα τους.

Η σημασία της επικοινωνίας είναι εξίσου σημαντική και στο πεδίο της επικοινωνίας των φύλων. Σύμφωνα με τη Laurie Arliss[1] η επικοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε να είμαστε άνδρες ή γυναίκες και η συμπεριφορά μας να είναι αποδεκτή αναλόγως με το φύλο μας.

Από πολύ νωρίς άνδρες και γυναίκες διδάσκονται διαφορετικές γλωσσικές συμπεριφορές. Συμπεριφορές αποδεκτές από τα αγόρια, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθούν τελείως ακατάλληλες για τα κορίτσια. Ωστόσο η γλώσσα των γυναικών παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκονται οι ίδιες να μιλούν αλλά και τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι ίδιες τη γλώσσα. Έτσι οι γυναίκες ανταποκρίνονται στο ρόλο τους στην κοινωνία με το να υιοθετούν γλωσσικές πρακτικές κατάλληλες με την εικόνα της κοινωνίας για τις ίδιες. Γι αυτό το λόγο οι γυναίκες παραδοσιακά προσδιορίζονται σε σχέση με τους άνδρες και γνωρίζουμε επαγγελματικούς τίτλους άλλοι να είναι «για άνδρες» και άλλοι «για γυναίκες».

Οι επικοινωνιακές πρακτικές όχι μόνο αντανακλούν ιδέες σχετικά με τα φύλα αλλά επίσης δημιουργούν παραδοσιακές στάσεις απέναντι σε κάθε γένος. Αυτές ενισχύονται και από πορίσματα μυθικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών πηγών, που ανάμεσα στα άλλα μας διδάσκουν τις αξίες της κοινωνίας και κανόνες που σχετίζονται με το κάθε γένος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι μύθοι επικεντρώνονται στο δραστήριο αρσενικό και στο υποστηρικτικό θηλυκό, ότι ο Πλάτωνας θεώρησε τις γυναίκες ως κατώτερο είδος και ο Αριστοτέλης περιέγραψε τη γυναίκα σαν μια παραφθορά, μια παραποίηση του άνδρα ή ότι οι κρανιολόγοι του 19ου αιώνα συμφώνησαν στο γεγονός ότι το μικρότερο κρανίο της γυναίκας δικαιολογεί την υποδεέστερη θέση της μέσα στην κοινωνία. Επίσης και θρησκευτικοί για την ανωτερότητα του άνδρα μύθοι νομιμοποιούνται αποτελεσματικά, γιατί συσχετίζουν τις δομές προηγούμενων κοινωνιών με την κυρίως πραγματικότητα.

Επιπρόσθετα, τα ΜΜΕ προσφέρουν τις πιο ισχυρές, τεχνολογικές και πρακτικές στρατηγικές σχηματοποιώντας την κοινωνική πραγματικότητα. Η ομορφιά, η δίαιτα και οι διαφημιστικές εταιρίες είναι τα πιο φανερά παραδείγματα τα οποία κατασκευάζουν κοινωνικές ιδέες σχετικά με τα φύλα.

Οι άνδρες και οι γυναίκες στην επικοινωνία σχετίζονται ανάλογα με τον τρόπο που τα δυο φύλα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα. Δεν αποτελεί καθόλου σύμπτωση το γεγονός ότι οι γυναίκες μιλούν με την έννοια της συντροφικότητας ενώ οι άνδρες χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να πάρουν τον έλεγχο, να προωθήσουν την ανεξαρτησία τους και να επικυρώσουν την εξουσία τους. Οι διαφορετικοί τρόποι αντιπροσώπευσης των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στα δυο φύλα είναι αντίστοιχοι με τις διαφορές των φύλων στον τρόπο θέασης της πραγματικότητας.

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα γλώσσας και φύλου, όσον αφορά τον τρόπο επικοινωνίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και τον τρόπο με τον οποίο δομείται η μεταξύ τους σχέση, αλλά και ο ρόλος του κάθε φύλου χωριστά στη σημερινή κοινωνία.

Η παρουσίαση δομείται γύρω από τα εξής κεφάλαια:

Αρχικά σκιαγραφείται η σχέση γλώσσας και φύλου μέσα από τις θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος στο πλαίσιο του 20ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Προσδιορίζονται με αυτόν τον τρόπο οι παράγοντες γλωσσικής διαφοροποίησης μεταξύ των δύο φύλων και κατ επέκταση η συμπεριφορά τους, όπως γίνεται αποδεκτή μέσα στον κοινωνικό τους περίγυρο.

Σε δεύτερο επίπεδο αναλύονται τα χαρακτηριστικά του γλωσσικού κώδικα ανδρών και γυναικών, καθώς και οι στερεοτυπικές συμπεριφορές που απορρέουν από αυτήν τη διαφοροποίηση.

Τέλος, κρίθηκε σκόπιμο, να παρουσιαστεί η γλωσσική αλληλεπίδραση αγοριών και κοριτσιών κατά τη διάρκεια του σχολικού μαθήματος, καθώς και στη διάρκεια του διαλείμματος. Επιχειρείται έτσι μια προσέγγιση στο τρόπο που τα νέα μέλη της κοινωνίας προσεγγίσουν και καθορίζουν την ταυτότητά τους σε σχέση με τη μορφή της γλώσσας και τον τρόπο που τη χρησιμοποιούν.

Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ

Η σχέση της γλώσσας με το φύλο είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους κοινωνιογλωσσολόγους από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ακόμη (Sapir 1915, Jespersen 1922)[2]. Σημαντική ώθηση στη μελέτη αυτού του θέματος δόθηκε όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος στις Η.Π.Α. στην αρχή και λίγο αργότερα σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που είχε ως άμεση συνέπεια την εδραίωση των Γυναικείων Σπουδών στον ακαδημαϊκό χώρο. Η κυρίαρχη αντίληψη ωστόσο που επικρατούσε εκείνη την εποχή δεχόταν ότι η έννοια του φύλου παραπέμπει στη βιολογική διαφορά και σ’ αυτή οφείλεται η γλωσσική διαφοροποίηση.

Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 εμφανίσθηκαν οι πρώτες φεμινίστριες γλωσσολόγοι και πρώτη ανάμεσά τους η Robin Lakoff (1973), ασχολήθηκε με το πρόβλημα του γλωσσικού σεξισμού, των διακρίσεων δηλαδή σε βάρος των γυναικών μέσω της γλώσσας. Το άρθρο της αρχικά (1973) και λίγο αργότερα (1975) το βιβλίο της Language and Womans Place (Η γλώσσα και η θέση της γυναίκας) έθεσε μια σειρά από ζητήματα σε σχέση με την άνιση αναπαράσταση των φύλων μέσω της γλώσσας. Με τις έρευνές της η Lakoff εντόπισε τους τρόπους με τους οποίους η γλώσσα λειτουργεί εναντίον των γυναικών όπως επίσης και χαρακτηριστικά της γυναικείας γλωσσικής συμπεριφοράς που τυποποιούν τις γυναίκες ως «ανίσχυρες» ομιλήτριες. Τα χαρακτηριστικά που απέδωσε η Lakoff στη γυναικεία γλώσσα είναι τα εξής 3:

α. Οι γυναίκες γνωρίζουν και χρησιμοποιούν λεπτές χρωματικές διαβαθμίσεις.

β. Χρησιμοποιούν «ανούσια/κενά» επίθετα (empty adjectives) για να εκφράσουν τα θετικά τους συναισθήματα (επιδοκιμασία, θαυμασμό).

γ. Αποφεύγουν τις υβριστικές εκφράσεις και τη χρήση έντονων επιφωνημάτων αποδοκιμασίας.

δ. Προσθέτουν επιτατικά έννοιας που δίνουν την εντύπωση ότι οι γυναίκες μιλούν μόνιμα/σταθερά με έμφαση.

ε. Χρησιμοποιούν ερωτήσεις-ηχώ (tag-questions) και ερωτηματικό επιτονισμό σε καταφατικές προτάσεις.

στ. Επιμηκύνουν τις παρακλήσεις τους προσθέτοντας εκφράσεις ευγένειας όπως «σε παρακαλώ», «μπορείς;», «είναι εύκολο;».

ζ. Χρησιμοποιούν επισχετικούς συνομιλιακούς δείκτες (hedges) που υποδηλώνουν αβεβαιότητα.

η. Χρησιμοποιούν περισσότερους τύπους της πρότυπης γλωσσικής ποικιλίας από τους άντρες.

Η Lakoff ερμηνεύει τη γλωσσική συμπεριφορά των γυναικών με αναφορά στις σχέσεις εξουσίας που επικρατούν στην αμερικανική κοινωνία, όπου οι άντρες κυριαρχούν ενώ οι γυναίκες είναι υποτελείς. Οι γυναίκες από πολύ μικρή ηλικία ακόμη κοινωνικοποιούνται σε μια γλώσσα επιμελημένη και ευγενική η οποία θεωρείται κατάλληλη γι’ αυτές. Η γυναικεία γλώσσα ωστόσο εκλαμβάνεται ως παρέκκλιση από την αντρική γλώσσα, τη νόρμα, και η γυναίκα αντιμετωπίζει μια αντιφατική κατάσταση. Από τη μια μεριά είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί τη γλώσσα που θεωρείται κατάλληλη για το φύλο της για να προσληφθεί ως κανονική γυναίκα αλλά όχι ως άτομο ισότιμο προς τους άντρες. Από την άλλη αν δεν τη χρησιμοποιεί τότε δε θεωρείται «κανονική» γυναίκα. Έτσι η γυναίκα οδηγείται σε κατάσταση «γλωσσικού εγκλωβισμού»[3].

Η Lakoff επιπρόσθετα και με αναφορά στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ αντρών και γυναικών, επιχείρησε να ερμηνεύσει διαπιστώσεις που είχαν γίνει από συναδέλφους της πρωτύτερα, όπως ότι οι γυναίκες μιλούν πιο ευγενικά από τους άνδρες και στο λόγο τους παρουσιάζεται συχνότερα το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης απ’ ότι στο λόγο των αντρών. Η Lakoff για να ερμηνεύσει τις προηγούμενες διαπιστώσεις, υποστήριξε ότι επειδή οι γυναίκες εκπαιδεύονται στη χρήση «ανίσχυρης» γλώσσας και «προορίζονται για προκαθορισμένες υποδεέστερες λειτουργίες: ως αντικείμενα ηδονής ή υπηρέτριες». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγούνται σε κοινωνικό αδιέξοδο και να αποκλείονται από θέσεις ισχύος. Ο εν λόγω αποκλεισμός των γυναικών εκλαμβάνεται από τις ίδιες ως άμεση συνέπεια της μορφωτικής και πνευματικής τους υστέρησης. Έτσι στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν γόητρο και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση κάνουν χρήση μιας γλώσσας ευγενικής και «καλλιεργημένης».

Οι θέσεις της Lakoff δέχθηκαν σφοδρή κριτική. Οι επικρίτριες της Lakoff που άσκησαν κριτική στην προσέγγισή της, την κατηγόρησαν για «αντί-επιστημονικότητα λόγω της μη ορθόδοξα κοινωνιογλωσσολογικής μεθοδολογίας της»[4], αμφισβήτησαν τη λίστα με τα χαρακτηριστικά που απέδωσε η Lakoff στη γυναικεία γλώσσα και ισχυρίστηκαν ότι οι ερωτήσεις-ηχώ (tag-questions) δεν εκφράζουν απαραίτητα την αβεβαιότητα της ομιλήτριας αλλά «μπορεί να χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν τη συμμετοχή κάποιου/ας στη συνομιλιακή διεπίδραση ή για να σηματοδοτήσουν την κοινωνική αλληλεγγύη στους άλλους συνομιλητές/τριες»[5].

Η Holmes (1982) αντλώντας στοιχεία από καθημερινά συμβάντα έδειξε ότι «πολλές χρήσεις των ερωτήσεων-ηχώ μπορούν να εξηγηθούν καλύτερα μ’ αυτόν τον τρόπο και επίσης ότι οι άνδρες είναι πιθανότερο να τις χρησιμοποιούν περισσότερο από τις γυναίκες για να εκφράσουν αβεβαιότητα». Οι έρευνες που ακολούθησαν μπορούν να ταξινομηθούν σε δυο βασικές κατηγορίες κατά την Παυλίδου[6]:

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι έρευνες εκείνες οι οποίες αντιλαμβάνονται τη γλώσσα ως κάτοπτρο της κοινωνίας και εξετάζουν πώς η κοινωνική πραγματικότητα αποτυπώνεται στη γλώσσα. Η γλώσσα αναπαριστάνει πιστά τις κοινωνικές ιεραρχήσεις, αξιολογήσεις και διακρίσεις και στις ανδροκρατικές κοινωνίες αποκαλύπτει σε τελική ανάλυση τις διάφορες μορφές ανισότητας που στρέφονται ενάντια στις γυναίκες. Οι έρευνες αυτής της κατηγορίας ανέδειξαν το γλωσσικό σεξισμό που ενυπάρχει σε πολλές γλώσσες, στις οποίες η γυναικεία ταυτότητα καθορίζεται με όρους συγγένειας και ως συνάρτηση της αντρικής, η γυναίκα περιγράφεται από την αντρική οπτική γωνία και οι γυναικείες δραστηριότητες αξιολογούνται και αναπαριστάνονται γλωσσικά ως κατώτερες από τις αντρικές. Η προσέγγιση αυτή έχει πολλά κοινά σημεία με την αντίστοιχη της Lakoff.

Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι έρευνες που εξετάζουν τη γλωσσική διαφοροποίηση των φύλων. Οι έρευνες αυτές δεν ολοκληρώνονται όταν εντοπίσουν μια διαφορά στη γλωσσική συμπεριφορά αντρών και γυναικών αλλά διερευνούν στη συνέχεια τις αιτίες που την προκαλούν και τη σχέση της με την κοινωνική ανισότητα. Όλες οι έρευνες αυτής της κατηγορίας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η άνιση κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα αποτυπώνεται και στο επίπεδο της γλώσσας και αντανακλάται στη συνομιλιακή διεπίδραση είτε ως επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας των αντρών στη συνομιλία είτε μέσα από τον καθορισμό των κοινωνικών ρόλων[7]: οι κανόνες που ρυθμίζουν τη γλωσσική συμπεριφορά αντρών και γυναικών έχουν οργανωθεί έτσι ώστε να διασφαλίζεται η συνομιλιακή ισχύς και ο έλεγχος της διεπίδρασης από την πλευρά των αντρών.

Οι Maltz & Borker (1982) έκαναν λόγο για διαφορετικές «κοινωνιογλωσσικές υπο-κουλτούρες» στις οποίες ανήκουν τα δύο φύλα με αποτέλεσμα να ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο το ίδιο ακριβώς στοιχείο επικοινωνιακής συμπεριφοράς. Έτσι μια αντίδραση, όπως «χμχμ» με κατερχόμενο επιτονισμό, είναι δυνατό να ερμηνευθεί διαφορετικά από τους άντρες και διαφορετικά από τις γυναίκες, αφού οι άντρες μπορούν να το θεωρήσουν ως ένδειξη συμφωνίας, ενώ οι γυναίκες ως ένδειξη αμέριστης προσοχής προς το/τη συνομιλητή/τρια [8].

Αυτή η διαφορετική αντίληψη για τους κανόνες που διέπουν τη συνομιλία, εξηγείται από το γεγονός ότι η κατάκτηση της χρήσης των γλωσσικών μηχανισμών και των κανόνων της συνομιλίας από τα δύο φύλα συντελείται σε κοινωνικά περιβάλλοντα με διαφορετική οργάνωση και ως εκ τούτου και με διαφορετική αντίληψη για τους μηχανισμούς και τους κανόνες της συνομιλίας.

Η Janet Holmes[9] (1993), επιχείρησε διατυπώνοντας μια σειρά από γενικεύσεις να προσδιορίσει τα καθολικά κοινωνιογλωσσικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων και να ξεχωρίσει τις στερεότυπες αντιλήψεις που επικρατούν στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες από την επιστημονική αλήθεια. Η Holmes για να διατυπώσει τις γενικεύσεις της βασίστηκε σε τέσσερις αναλυτικές κατηγορίες:

α. Λειτουργία: Τα ευρήματα που συσσωρεύτηκαν από τις πολυάριθμες έρευνες καταδεικνύουν ότι οι γυναίκες τείνουν να επικεντρώνονται στις διαπροσωπικές λειτουργίες της διεπίδρασης συχνότερα από τους άντρες.

β. Αλληλεγγύη/θετική ευγένεια: Οι έρευνες φανερώνουν ότι οι γυναίκες τείνουν να χρησιμοποιούν συχνότερα από τους άντρες γλωσσικά στοιχεία που ενισχύουν την αλληλεγγύη.

γ. Δύναμη: Οι γυναίκες, σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών, λειτουργούν έτσι ώστε να συνεισφέρουν στη διατήρηση και την αύξηση της αλληλεγγύης, ενώ οι άντρες αντίθετα συμπεριφέρονται έτσι ώστε να επιτύχουν τη διατήρηση και την αύξηση της δύναμης και του κύρους τους.

δ. Κοινωνική θέση: Από τις έρευνες της κλασικής κοινωνιογλωσσολογίας προκύπτει ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να χρησιμοποιούν περισσότερους πρότυπους τύπους σε σχέση με τους άντρες της ίδιας κοινωνικής ομάδας κάτω από τις ίδιες συνθήκες.

Ωστόσο από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα, οι μελέτες παύουν να εστιάζουν στις γυναίκες ή στους άντρες και στρέφονται στις σχέσεις των φύλων. Η Elinor Ochs (1992) υποστηρίζει[10]: «η σχέση γλώσσας και φύλου δεν είναι ζήτημα απλής αντιστοίχισης ή συσχέτισης γλωσσικών στοιχείων και κοινωνικής σημασίας του φύλου. Αντίθετα η σχέση της γλώσσας προς το φύλο συγκροτείται και διαμεσολαβείται από τη σχέση της γλώσσας με στάσεις/ θέσεις, κοινωνικές πράξεις, κοινωνικές δραστηριότητες και άλλες κοινωνικές κατασκευές».

Η Ochs διαπιστώνει ακόμη στην ίδια εργασία ότι «πολύ λίγα γλωσσικά χαρακτηριστικά σηματοδοτούν άμεσα και αποκλειστικά το φύλο» και επομένως δεν μπορούμε να αντιστοιχίσουμε το φύλο μονοσήμαντα με συγκεκριμένα γλωσσικά στοιχεία. «Τα γλωσσικά στοιχεία σηματοδοτούν άμεσα κοινωνικές πράξεις ή κοινωνικές δραστηριότητες, όπως είναι η προστακτική έγκλιση που συνδέεται με την πράξη της προσταγής και οι συγκεκριμένες πράξεις και δραστηριότητες μπορεί με τη σειρά τους να συνδέονται με την ομιλία του υποκειμένου σαν άντρα ή γυναίκας. Επίσης η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετική συχνότητα μεταξύ των δύο κοινωνικών κατηγοριών»[11].

Έτσι όταν το άτομο επιθυμεί να μιλά όπως ταιριάζει στο φύλο του, θα επιδείξει την κατάλληλη αρσενική ή θηλυκή συμπεριφορά ενώ σε διαφορετική περίπτωση επιδεικνύει την ακριβώς αντίθετη συμπεριφορά. «Μέσω της δεικτικότητας (indexicality), η οποία περιγράφεται ως ιδιότητα του λόγου, συγκροτείται το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, όπως οι κοινωνικές ταυτότητες (π.χ. φύλο) και οι κοινωνικές δραστηριότητες (π.χ. κουτσομπολιό) μέσα από συγκεκριμένες στάσεις /θέσεις και πράξεις» (1992: 335).

Σύμφωνα με την πρότασή των Eckert & McConnell-Ginet[12] (1992 χρειάζεται να εφαρμόσουμε «πρακτική σκέψη και επιτόπου θεώρηση (think practically and look locally)», δηλαδή απαιτείται να ερευνήσουμε σε βάθος τη συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας όπως διαμορφώνεται κάθε φορά και στην οποία περίσταση διεπιδρούν συγκεκριμένα υποκείμενα, στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινότητας ενώ το φύλο διαπλέκεται με συγκεκριμένες διαστάσεις και σχέσεις ισχύος. Η προσέγγιση αυτή μάς εισάγει στην έννοια της κοινότητας πρακτικής (community of practice) με την οποία δηλώνουμε ένα σύνολο ατόμων που ενώνουν τις δυνάμεις τους και συνεργάζονται για να επιτύχουν έναν κοινό σκοπό, να παράγουν αξίες, γλωσσικές και μη γλωσσικές δράσεις, σχέσεις ισχύος, ιδεολογίες, δηλαδή πρακτικές. Οι άνθρωποι συμμετέχουν σε πολλαπλές κοινότητες πρακτικής – με εξέχουσες την οικογένεια, την παρέα και τη γειτονιά – και «μέσω των διαφοροποιημένων μορφών συμμετοχής σε διαφορετικές κοινότητες πρακτικής, παράγεται και αναπαράγεται το φύλο που δεν είναι μια στατική και προϋπάρχουσα κατηγορία», Το φύλο διεπιδρά επιπλέον με άλλες πλευρές της ταυτότητας του ατόμου, είναι το αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε κοινότητες πρακτικής και σε καμιά περίπτωση δε λειτουργεί αθροιστικά με άλλες κοινωνικές μεταβλητές.

Ολοκληρώνοντας την εξέταση της σχέσης γλώσσας και φύλου θα καταλήξουμε με τη διαπίστωση του Bergvall,[13] ότι για την ανάπτυξη μιας συνεκτικής θεωρίας που επιζητείται σήμερα σχετικά με τη γλώσσα των φύλων, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι τρεις βασικές συνιστώσες του κοινωνικού φύλου: «(α) το έμφυτο (the innate), (β) το επιτευχθέν (the achieved) και (γ) το αποδιδόμενο (the ascribed

Α.1. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ

Η γλωσσική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα αρχίζει πριν ακόμη γεννηθεί το μωρό. Πριν το παιδί γεννηθεί, αρχίζει να λαμβάνει ερεθίσματα από ένα κόσμο που δε γνωρίζει, θα συνεχίσει μετά τη γέννηση με την επικοινωνία, που θα έχει με το υποκείμενο που το προσέχει και συνήθως είναι η μητέρα. Η κοινωνική συμπεριφορά και η απάντηση σε όλα τα ερεθίσματα, θα έχει ολοκληρωθεί πριν το μωρό συμπληρώσει ένα χρόνο. Στα πρώτα χρόνια, εναρμονίζεται με το βιολογικό του ρυθμό, αλλά και το ρυθμό ζωής. Στη συνέχεια, τα μικρά απαντούν στα εξωτερικά ερεθίσματα με μονοσύλλαβες λεξούλες και με εκφράσεις του προσώπου.

Έχει παρατηρηθεί, ότι οι ενήλικοι μιλούν με διαφορετικό τρόπο προς τα αγόρια και τα κορίτσια. Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση εσωτερικεύεται από τα παιδιά. Την εσωτερίκευση αυτή, μπορεί να τη δει κανείς στα παιχνίδια των παιδιών, παρατηρώντας και το γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποιούν. Στις περιόδους αυτές, εδραιώνονται καλά μέσα στα παιδιά και οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλων, όπως και η σχετική συμπεριφορά. Μέχρι τα παιδιά να μπουν στο σχολείο, έχουν αφομοιώσει πλήρως τα μοντέλα των δύο φύλων. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση, ότι τα αγόρια κυρίως τα καταφέρνουν στα μαθηματικά και στη γεωμετρία, ενώ τα κορίτσια στη φιλολογία. Τη γλωσσική ικανότητα και την ικανότητα επικοινωνίας, την αποκτάμε βρέφη, μέσα από τη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας.

Η γλωσσική συμπεριφορά των ανθρώπων συνδέεται με διάφορες προδιαγραφές, σύμφωνα με τον κοινωνικό ρόλο, που καλούνται να αναλάβουν. Στη γλωσσική συμπεριφορά των γυναικών, βλέπουμε να πραγματώνεται ήδη από πολύ νωρίς το πρότυπο του «ωραίου» και «ασθενούς φύλου». Η φράση «σαν αγοροκόριτσο η μιλιά σου», είναι μία προειδοποίηση για τα κορίτσια, έστω κι αν ακούγεται μέσα από το γνωστό τραγούδι. Άνδρες και γυναίκες, είναι κοινωνικά άνισοι και η κοινωνία οριοθετεί για αυτούς διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους, αλλά περιμένει και διαφορετική συμπεριφορά. Η γλώσσα, απλά αντικατοπτρίζει αυτή την κοινωνική διαφορά. Οι γυναίκες πρέπει να είναι πιο «σωστές», έστω και γλωσσικά.

Επίσης η συμπεριφορά του παιδιού διαμορφώνεται από τη συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα των γονέων. Αυτή η συμπεριφορά περιλαμβάνει τις διαφορές φύλου στη συμπεριφορά και τις στάσεις. Οι γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα ενισχύουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και αποθαρρύνουν ή αποδοκιμάζουν άλλες. Επιπλέον, τα παιδιά μιμούνται παρατηρώντας τη συμπεριφορά άλλων.

Οι γονείς ενισχύουν δραστηριότητες και επιλογές παιχνιδιού που αρμόζουν στο φύλο του παιδιού. Από πολύ νωρίς οι γονείς δίνουν στα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, διαφορετικά παιχνίδια. Κούκλες και οικιακά παιχνίδια για τα κορίτσια, αυτοκίνητα και αθλητικά παιχνίδια για τα αγόρια.

H προκαθορισμένη αυτή συμπεριφορά ενδυναμώνεται, ακόμη περισσότερο, κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής, όπου, άμεσα ή έμμεσα, δίνονται διαφορετικά μέσα και προσβάσεις στα αγόρια και τα κορίτσια. Τα αγόρια, που συνήθως είναι ζωηρότερα, απαιτούν και κερδίζουν περισσότερη προσοχή από τον/τη δάσκαλο/α, με συνέπεια τα κορίτσια να καταλαμβάνουν ευκολότερα μια παθητική θέση στα δρώμενα της τάξης. Επίσης, τα θέματα που προτιμούνται από τα αγόρια καταλαμβάνουν καλύτερη συχνά θέση στο αναλυτικό πρόγραμμα ή θεωρούνται σημαντικότερα, όπως οι θετικές επιστήμες και η πληροφορική.

Τα taboo επίσης μιας κοινωνίας, είναι οι φόβοι και οι συγκρούσεις της, που η κοινωνία δύσκολα αντιμετωπίζει. Η σύνδεση μεταξύ της γλώσσας των γυναικών και των taboo, είναι από όλους παραδεκτή. Αλλά τα taboo συνδέονται και με τη γλώσσα των ανδρών. Οι απαγορεύσεις των taboo και οι έλεγχοι που ασκούν, έχουν να κάνουν με την κοινωνική δομή και το πολιτιστικό περιβάλλον. Τα taboo, μπορούν να έχουν παντοδύναμη επιρροή στην ανάπτυξη των διαφοροποιημένων λεξιλογίων των δύο φύλων. Στους Zulu για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι μία γυναίκα δεν επιτρέπεται να αναφέρει το όνομα του πεθερού της ή των αδερφών της κι αν παραβεί το taboo, η ποινή είναι θάνατος.

Οι ιδέες της κοινωνίας σχετικά με το φύλο πορεύονται συν τω χρόνω. Σε μια γυναίκα, για παράδειγμα, είναι πρέπον να οδηγά ποδήλατο παρά μηχανάκι. Επίσης σε περιπτώσεις που μια γυναίκα μπορεί να οδηγήσει μηχανή, όταν θα βρίσκεται με το φίλο της συχνά θα προτιμήσει να κάτσει πίσω, παρά στη θέση του οδηγού. Τέτοια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα του ρόλου των φύλων και των σχέσεων μεταξύ τους.

Α.2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ

Οι γυναίκες δεν κατέχουν την ίδια κοινωνική θέση όπως οι άντρες, παρά τους νόμους που έχουν δημιουργηθεί για να προστατεύσουν μία σεξιστική διάκριση. Οι άντρες φαίνεται να έχουν περισσότερη κοινωνική δύναμη από τις γυναίκες, δύναμη που πιστεύεται ότι αντλείται από φυσικές προσωπικές και ενδοπροσωπικές πηγές. Το να είναι κάποιος άντρας μαλακός, συγκαταβατικός και γλυκομίλητος, είναι απορριπτέο και εμπνέει εχθρότητα. Ο άνδρας ονομάζεται παρηκμασμένος ή θηλυπρεπής, όταν μιμείται τις επιδράσεις του παρουσιαστικού του από τις γυναίκες, γιατί έχει εγκαταλείψει τα πλεονεκτήματα που ταυτίζονται με το ανδρικό.

Ο άνδρας παρουσιάζεται συνήθως αρρενωπός. Ντύνεται με δερμάτινα, δεν κλαίει, περιφρονεί τα καλλιτεχνικά έργα, κυνηγάει τα δύσκολα αθλήματα, ενώ φροντίζει σε κάθε όνομα, να προσθέτει κι ένα πρόστυχο επίθετο. Όταν συζητάει ο άνδρας, οργανώνει την κουβέντα του κάνοντάς την επιβλητική, δυναμική αλλά και γνωστική, σαγηνευτική, με απρόοπτα που τραβούν την προσοχή του συνομιλητή του, ιδιαίτερα όταν αυτός είναι γυναίκα. Οι αρσενικές αξίες είναι ακόμη δυστυχώς βασικοί μοχλοί των διαδικασιών της πολιτικής. Έτσι, η μηχανή της πολιτικής γίνεται μάστιγα. Ο άνδρας, έχει μάθει να εφαρμόζει την κυριαρχία σαν αυτοσκοπό και χωρίς ντροπή. Συνθλίβεται ο αυθορμητισμός.

Αντίθετα, τα γυναικεία χαρακτηριστικά είναι η αδυναμία, η παθητικότητα, οι συναισθηματισμοί, η δειλία, η ευαισθησία, η τρυφερότητα και η ευγένεια, που πρέπει να φαίνονται και στη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες, ενώ σήμερα η θηλυκότητα έχει αρχίσει να παίρνει ένα διαφορετικό νόημα. Οι διαφορές των δύο φύλων, είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών κοινωνικών συμπεριφορών, από τις οποίες προκύπτει η γλώσσα ως κοινωνικό σύμβολο. Η χρήση της γλωσσικής ποικιλίας της γυναίκας, σημαίνει την αναγνώριση κάποιου ως θηλυκό του αντίστοιχου ρόλου, ενώ συμβαίνει και το αντίθετο. Η υιοθέτηση του γυναικείου ρόλου στην κοινωνία, προϋποθέτει και την υιοθέτηση του γλωσσικού κώδικα. Όπως για παράδειγμα, είναι το να φοράει κανείς γυναικεία ρούχα.

Η πιο βασική λειτουργία της φυλετικής υποκουλτούρας[14] είναι να σιγουρεύει το ότι οι άνθρωποι είναι εξοπλισμένοι με συλλήψεις της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, που τους επιτρέπουν να ξεχωρίζουν μεταξύ ανδρών και γυναικών. Για να βοηθάει σε αυτό, υπάρχουν κάποια κλειδιά, όπως για παράδειγμα το μέγεθος και το σχήμα του σώματος, χαρακτηριστικά της φωνής, τα οποία είμαστε λιγότερο ή περισσότερο ικανοί να χρησιμοποιήσουμε, ανάλογα με το βαθμό ένταξής μας στο πλαίσιο, που έχει θέσει η κοινωνία μας. Φυσικά, η δουλειά μας αυτή διευκολύνεται με άλλα μη-λεκτικά κλειδιά, όπως τα καλλυντικά και τα ρούχα, καθώς και τα ονόματα, που κι αυτά χαράσσουν τα σύνορα των δύο κατηγοριών.

Β. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ

Πολλοί ερευνητές προσεγγίζουν τα θέματα φύλου στο μικρο-επίπεδο της καθημερινής συμπεριφοράς[15]. Δίνουν μεγάλη έμφαση στη μελέτη της γλώσσας, που περιλαμβάνει όλες τις μορφές λεκτικής και μη-λεκτικής επικοινωνίας. Με την τελευταία, που αποκαλείται και “γλώσσα του σώματος”, οι άνθρωποι επικοινωνούν ανταλλάσσοντας πληροφορίες και μηνύματα με εκφράσεις του προσώπου, χειρονομίες και κινήσεις του σώματος. Έτσι, μια σειρά μελετών καταδεικνύουν ότι το 96% των διακοπών σε συζητήσεις ανδρών-γυναικών πραγματοποιούνται από άνδρες.

Άλλες μελέτες αποκαλύπτουν ότι οι άνδρες αλλάζουν θέμα συζήτησης πολύ συχνότερα απ’ ό,τι οι γυναίκες και ότι έχουν έντονη τάση να μην προσέχουν κατά τη διάρκεια συζητήσεων όταν το θέμα το έχει επιλέξει άτομο του αντίθετου φύλου (ακόμη κι όταν το άτομο αυτό κατέχει υψηλή κοινωνική θέση, π.χ. είναι γιατρός). Τα πορίσματα αυτά αντικατοπτρίζουν την κυριαρχία των αρρένων στις συζητήσεις –κι εξηγούν εν μέρει την υπερ-εκπροσώπηση των ανδρών στον πολιτικό στίβο. Επίσης, οι έρευνες αυτές μαρτυρούν ότι η κυριαρχία των ανδρών στις συζητήσεις έχει ευρύτερες επιπτώσεις στις συναναστροφές των δύο φύλων, π.χ. σε σχέσεις προϊσταμένου – υποψήφιας για μια θέση, καθηγητή – μαθήτριας ή φοιτήτριας, ή και στις σχέσεις των δύο συζύγων.

Οι διαφορές των δύο φύλων στη χρήση της γλώσσας αφενός παρεμποδίζουν την αποτελεσματική επικοινωνία ανάμεσα στα δύο φύλα και αφετέρου καλλιεργούν και προάγουν σχέσεις κυριαρχίας και ελέγχου υπέρ των ανδρών. Σύμφωνα με την Coates[16], η χρήση π.χ. υποστηρικτικών εκφράσεων (ναι, μάλιστα, μμ) από τις γυναίκες παρερμηνεύεται συχνά ως συμφωνία με τα λεγόμενα του συνομιλητή, ενώ η έλλειψη αυτών από τον λόγο των αντρών εκλαμβάνεται ως έλλειψη προσοχής για τις συνομιλήτριές τους. Η συχνή χρήση ερωτήσεων από τις γυναίκες ερμηνεύεται από τους συνομιλητές τους μόνο ως επιθυμία για περισσότερες πληροφορίες, ενώ στόχος των γυναικών μπορεί να είναι η εγκαθίδρυση ενός δίαυλου επικοινωνίας. Επίσης, οι γυναίκες συχνά μιλάνε ταυτόχρονα με τον συνομιλητή τους, για να δείξουν τη συμμετοχή και το ενδιαφέρον τους για το θέμα της συζήτησης, κάτι που οι άντρες θεωρούν διακοπή και αγένεια. Η μετάβαση από ένα θέμα συζήτησης προς ένα άλλο γίνεται από τις γυναίκες βαθμιαία και βάσει των προηγούμενων λεγομένων των συνομιλητριών τους, αφού έχει προηγηθεί αρκετός χρόνος συζήτησης για το κάθε θέμα.

Οι άντρες, από την άλλη μεριά, δεν αφιερώνουν παρά λίγο χρόνο στο κάθε θέμα και αλλάζουν θέματα γρήγορα, με συνέπεια οι συνομιλήτριές τους να νιώθουν ότι δεν ενδιαφέρονται αρκετά. Οι γυναίκες συζητούν ανοιχτά προσωπικές τους εμπειρίες και θέματα με σκοπό να τις μοιραστούν και να αποσπάσουν κάποια διαβεβαίωση ή παρηγοριά, σε αντίθεση με τους άντρες που συχνά θεωρούν τις προσωπικές συζητήσεις επικίνδυνες ή περιττές και όταν συμμετέχουν σε αυτές αναλαμβάνουν συμβουλευτικό κυρίως ρόλο. Οι γυναίκες ως ακροάτριες σε μια συνομιλία υιοθετούν ενεργό ρόλο με τη χρήση υποστηρικτικών εκφράσεων, όπως είπαμε παραπάνω, την ενθάρρυνση των άλλων συνομιλητών και συνομιλητριών τους να πάρουν μέρος στη συζήτηση και με το να έχουν διαρκή οπτική επαφή με το άτομο που έχει τον λόγο.

Σε συζητήσεις όπου συμμετέχουν και τα δυο φύλα, συνεπάγεται ότι οι άντρες κυριαρχούν στη συζήτηση διακόπτοντας τις γυναίκες, ελέγχοντας τη θεματολογία της συζήτησης και σιωπώντας[17]. Οι γυναίκες κάνουν εκτενέστερη χρήση των ελάχιστων αντιδράσεων, προκειμένου να στηρίξουν τον ομιλητή. Επίσης φαίνεται πως οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερα επισχετικά (δεν ξέρω, νομίζω, δεν είμαι βέβαιη...) και επιτατικά (ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ!), ενώ οι άντρες μιλούν περισσότερο, βρίζουν περισσότερο και χρησιμοποιούν τύπους προστακτικής για να πετύχουν τον στόχο τους. Οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερους τύπους που σχετίζονται με την ευγένεια. Αυτά τα πλέγματα γλωσσικών χαρακτηριστικών μερικές φορές αποκαλούνται "ανδρικό ύφος" και "γυναικείο ύφος".

Κοινωνιογλωσσικές έρευνες[18] έχουν δείξει ότι οι στερεοτυπικές απόψεις που έχουμε για την επικοινωνιακή ικανότητα των φύλων, όπως το ότι οι γυναίκες μιλούν περισσότερο από τους άνδρες, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Διαφορές στην επικοινωνία ανάμεσα στα δυο φύλα, μπορούν να δημιουργήσουν παρεξηγήσεις και αποτυχημένες συνομιλίες. Στοιχεία από ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες, αποτελούν γενικεύσεις που αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα με σχετικό και όχι απόλυτο τρόπο. Παρατηρήθηκε οτι:

Ø Οι άνδρες φαίνεται να διακόπτουν τους συνομιλητές τους περισσότερο από ότι οι γυναίκες.

Ø Στις μικτές συνομιλίες ανδρών και γυναικών οι δεύτερες προτείνουν λιγότερα θέματα προς συζήτηση, μιλούν λιγότερο χρόνο και συχνά τα θέματα που επιλέγουν θεωρούνται ασήμαντα(προσωπικά θάματα, μητρότητα), σε αντίθεση με τα θέματα των ανδρών όπως η πολιτική, τα αυτοκίνητα, τα αθλητικά.

Ø Οι γυναίκες στην ομιλία τους εκφράζουν περισσότερη υποστήριξη, με τη χρήση λέξεων και επιφωνημάτων (που δηλώνουν ότι παρακολουθούμε το συνομιλητή ή και συνομιλήτριά μας). Συχνά οι άντρες μένουν τελείως σιωπηλοί ως ακροατές και δεν κοιτάζουν το συνομιλητή ή τη συνομιλήτριά τους.

Ø Οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερες εκφράσει δισταγμού ή έμμεσης αντιμετώπισης των θεμάτων, όπως το ίσως ή ερωτηματικές προτάσεις για να κάνουν προτάσεις ή δηλώσεις.

Ø Οι άνδρες κάνουν μεγαλύτερη χρήση καταφάσεων ή των προσταγών για τις δικές τους τοποθετήσεις ή επιθυμίες.

Ø Οι άνδρες χρησιμοποιούν περισσότερες βωμολοχίες και τολμηρή γλώσσα για να εκφράσουν τις διαθέσεις τους, ενώ οι γυναίκες ακολουθούν πιστότερα τους γραμματικούς κανόνες.

Ø Στις προσωπικές τους διαπραγματεύσεις (κυρίως με τη σύντροφό τους) οι άνδρες συχνά χρησιμοποιούν τη μέθοδο της σιωπής και αποφεύγουν να εκφράσουν τον τρόπο που νιώθουν κι σκέφτονται.

Β.1. ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

« Όπως ο ρατσισμός, έτσι και ο σεξισμός, σημαίνει πάντα εύνοια προς ένα γκρουπ σε βάρος ενός άλλου, είναι συχνά περίπλοκος στις εκδηλώσεις του, είναι διεισδυτικός μέσα στις πολλές συμπεριφορές ανθρώπων, που παραδίνονται, και είναι πολύ δύσκολος να αναγνωριστεί, να ουδετεροποιηθεί και να αλλάξει»[19].

H γλωσσική συμπεριφορά των ανθρώπων, συνδέεται με διάφορες προδιαγραφές σύμφωνα με τον κοινωνικό ρόλο, που καλούνται να αναλάβουν. Στη γλωσσική συμπεριφορά των γυναικών, βλέπουμε να πραγματώνεται, ήδη από πολύ νωρίς, το πρότυπο του ‘ωραίου’ και ‘ασθενούς’ φύλου. Μια γυναίκα δεν είναι σωστό να χυδαιολογεί, αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερα να σώπαινε τελείως. Ακόμη και με το γάμο, δηλώνονταν η εξάρτηση της γυναίκας, πρώτα από τον πατέρα της κι έπειτα συνέχιζε η νέα εξάρτησή της, από το σύζυγο.


Η γλώσσα μας προδίδει, όταν επιχειρούμε να μιλήσουμε για καινούργιες εμπειρίες, όπως για παράδειγμα στη σεξουαλικότητα. Πέρα από το γεγονός, ότι η σεξουαλικότητα είναι ταμπού στην ελληνική κοινωνία, για τις γυναίκες κάθε ουσιαστικό, κάθε περιγραφή, κάθε έκφραση, που αναφέρεται στη σεξουαλικότητα, είναι φορτισμένα με τις εμπειρίες της ως αντικείμενο σεξουαλικό.

Μία από τις πιο τεκμηριωμένες διαφορές ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, αφορά τη φωνητική πραγμάτωση της γλώσσας. Oι γυναίκες προτιμούν συχνότερα από τους άντρες εκείνη τη φωνητική μορφή, που θεωρείται πρότυπη, δηλαδή «σωστότερη», πιο «καθώς πρέπει». Η ομιλία των γυναικών, φαίνεται να χαρακτηρίζεται από σχήματα επιτόνισης, που οι άντρες δε χρησιμοποιούν, όπως επιτονίσεις, που υποδηλώνουν μη ολοκλήρωση του εκφωνήματος ή θεωρούνται πιο ευγενικές. Επίσης, ενώ οι άντρες έχουν πλουσιότερο λεξιλόγιο σε σχέση με το επάγγελμά τους, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη ποικιλία σε λεξιλόγιο, που αφορά την καθημερινή φροντίδα των παιδιών και το νοικοκυριό.

Η Deporah Cameron[20] αναφέρει ότι «οι διαφορές των φύλων θεωρούνται δεδομένες. Έχουμε προγραμματιστεί κατά κάποιον τρόπο να τις βλέπουμε και όταν τις βρίσκουμε να φερόμαστε στις γυναίκες, ως το φύλο το οποίο είναι διαφορετικό. Η εστίαση σε φυσικές διαφορές και η αποτυχία να δούμε την κοινωνική διαφορά, προκαλεί την εξέταση των ανδρών και στερεότυπα εις βάρος των γυναικών».

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να εστιάζουμε σε φυσικές διαφορές συχνά αποτελεί σεξισμό, με την έννοια της διάκρισης πρακτικά και θεωρητικά, εναντίον ενός φύλου, λόγω ακριβώς του ίδιου του φύλου που το χαρακτηρίζει. Επομένως όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι «οι γυναίκες είναι καλές στο Χ και οι άνδρες καλοί στο Ψ», όχι μόνο περιορίζει τις ικανότητες των δύο φύλων, αλλά επιπλέον αρνείται και τις πιθανότητες αλλαγής του ατόμου αυτού προς το καλύτερο.

Ένα γενικό νόημα του σεξισμού είναι η διάκριση εναντίον των γυναικών από τους άνδρες ενταγμένη στο πλαίσιο της πατριαρχίας[21]. Η πατριαρχία είναι το ολικό σύστημα της εξουσίας του αρσενικού, το οποίο καταπιέζει άμεσα και έμμεσα τη γυναίκα σε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εκφάνσεις της ζωής της. Αυτού του είδους ο σεξισμός εμφανίζεται εναντίον των γυναικών, αλλά διατηρείται και ανανεώνεται από τις γυναίκες προς τις γυναίκες.

Ο σεξισμός ενυπάρχει σε ατομικά, οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά ή σεξουαλικά ενδιαφέροντα. Οι περισσότερες οικιακές εργασίες γίνονται από τη γυναίκα και μια γυναίκα που η δουλειά της στο σπίτι περιέχει τη φροντίδα του συντρόφου της, είναι βολικό και απαλλάσσει τον ίδιο από κάθε ανάγκη να το κάνει αυτός. Ακόμα στο σπίτι, το να απαιτήσει ένας άνδρας τα δικαιώματά του, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια διάσταση της δύναμης ενός οικονομικά ισχυρού άνδρα, όπως και σε έναν λιγότερο ισχυρό. Εξαιτίας του ότι οι γυναίκες αναλαμβάνουν τις περισσότερες δουλειές του σπιτιού και οι άνδρες εμφανίζονται επιρρεπής περισσότερο σε σεξουαλικά ζητήματα, κάτι τέτοιο παρουσιάζεται φυσικό και κανονικό. Ωστόσο ο σεξισμός συχνά περνά απαρατήρητος.

Τα άτομα και η κοινωνία στις μέρες μας γνωρίζουν το σεξισμό και τις διακρίσεις τις οποίες περιέχει καθώς και ότι η νομοθεσία για «ίσες ευκαιρίες» επηρεάζει μια γκάμα συμπεριφορών. Συχνά ωστόσο η γλώσσα από μόνη της δημιουργεί σεξιστικές διακρίσεις. Σε πολλές περιπτώσεις άνδρες και γυναίκες δεν αντιλαμβάνονται ότι πολλά από αυτά που λένε μπορεί να θεωρηθούν σεξιστικά.

Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν στη χρήση της γλώσσας που περιέχει σεξιστικές συμπεριφορές εξαρτάται από το περιεχόμενο της ζωής του καθενός. Το παρακάτω παράδειγμα διαλόγου μιας γυναίκας γραμματέως και ενός οδηγού μιας εταιρείας αντικατοπτρίζει ακριβώς τα παραπάνω:

Γραμματέας: -Συγγνώμη, υπάρχει κάποιος υπεύθυνος με τον οποίο θα μπορούσα να μιλήσω;

Οδηγός: -Ναι.

Γραμματέας: -Θα μπορούσα να του μιλήσω;

Ο υπεύθυνος της εταιρείας πράγματι ήταν άνδρας. Η χρήση όμως της αντωνυμίας «του» από τη γραμματέα, ίσως θα αναστάτωνε ή θα ενοχλούσε, αν τη θέση του υπεύθυνου κατείχε γυναίκα. Ωστόσο στο περιεχόμενο της ζωής της γραμματέως, όλοι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για κάτι είναι άνδρες. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι ομιλητές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Αν η γραμματέας δούλευε σε μια εταιρεία που υπεύθυνοι μπορεί να ήταν και άνδρας και γυναίκα, τότε ίσως να σκεφτόταν και δεύτερη φορά σχετικά με το γένος της αντωνυμίας που θα χρησιμοποιούσε.

Η σημασία της γραμματικής ως πηγή νοήματος και όχι απλώς ως δομημένη χρήση της γλώσσας είναι κάτι το οποίο δε γνωρίζει ένας μεγάλος αριθμός ατόμων. Είναι συνηθισμένο ένας ομιλητής να αντιμετωπίζει δυσκολία όχι τόσο στο να μιλά γραμματικά ορθά, αλλά κυρίως στο να μπορέσει να επικοινωνήσει με τις πληροφορίες που κατέχει.

Γλωσσικά νοήματα καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας στον πραγματικό κόσμο. Φανερώνουν πολλές φορές με ξεκάθαρους και άλλοτε με συγκαλυμμένους τρόπους, τις ουσιαστικές έννοιες παρά τις περιφερειακές, τη συμπεριφορά μας απέναντι στο πρόσωπο με το οποίο διαλεγόμαστε, το πώς αισθανόμαστε με την έκφραση του κάθε μηνύματός μας, το πώς τοποθετούμε τον εαυτό μας στα γεγονότα που αφηγούμαστε και πολλά άλλα πράγματα, τα οποία κάνουν τα μηνύματά μας όχι απλώς να αποδίδουν τα γεγονότα, αλλά και να εκφράζουν την πραγματική κοσμοθεωρία μας απέναντι σε άτομα και καταστάσεις

Αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα τη γραμματική, τότε θα ήταν ίσως αλήθεια αν λέγαμε ότι από μόνη της η γραμματική περιέχει στοιχεία σεξιστικών μηνυμάτων. Ακριβέστερο θα ήταν ωστόσο να πούμε ότι η γραμματική είναι μια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα χρησιμοποιείται στη διάρκεια του χρόνου. Κάτω από αυτή τη σκοπιά, αποδεχόμενοι το μύθο ότι το αρσενικό άρθρο προηγείται του θηλυκού, παρουσιάζουμε την παραδοσιακή χρήση της γλώσσας, η οποία αντικατοπτρίζει παραδοσιακές συμπεριφορές σχετικά με το ρόλο των δύο φύλων μέσα στην κοινωνία.

Η ελληνική γλώσσα διαθέτει, όπως και πολλές άλλες γραμματικό γένος. Ο προσδιορισμός «γραμματικό» χρησιμοποιείται επειδή κατά κανόνα δεν υπάρχει σύμπτωση γραμματικού και φυσικού γένους. Σε περιπτώσεις φυσικής και αναμενόμενης γραμματικής, συνύπαρξης αρσενικών και θηλυκών οντοτήτων, το αρσενικό γραμματικό γένος υπερισχύει. Για παράδειγμα η φράση «όλοι οι καθηγητές και οι μαθητές», μπορεί να αναφέρεται μόνο σε καθηγητές και μαθητές αρσενικού γένους, αλλά ταυτόχρονα και σε μαθήτριες και σε καθηγήτριες. Η παραδοσιακή χρήση του αρσενικού γένους για να εκφράσει και τα δυο γένη, εκτός από το γεγονός ότι επικαλύπτει το θηλυκό γένος, δημιουργεί και αμφισημία, μια και μπορεί να σημαίνει μια ομάδα ανδρών ή μια ομάδα ανδρών και γυναικών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περισσότερες καθιερωμένες φράσεις όπου εμφανίζονται και τα δυο φύλα το αρσενικό προηγείται:

Ο Αδάμ και η Εύα

Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα

Ο κύριος και κυρία Παπαδοπούλου

Οι περιπτώσεις στις οποίες προηγείται ο θηλυκός τύπος είναι στερεότυπες. Η έκφραση λ.χ. «Κυρίες και κύριοι» εκφράζει την αβρότητα προς το λεγόμενο «αδύναμο» φύλο.

Γ. ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Η κοινωνικοποίηση του ρόλου των φύλων αρχίζει μέσα στην οικογένεια και συνεχίζεται μέσα στο σχολείο. Το σχολείο είναι ένας από τους πρώτους φορείς κοινωνικοποίησης των δύο φύλων. Μέσα από την οργάνωση και το περιεχόμενο του προγράμματός του καθώς και των σχέσεων δασκάλου-μαθητών διδάσκει στάσεις και προσδοκίες τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια.

Η σχολική τάξη αποτελεί μια αντανάκλαση της κοινωνίας από πολλές απόψεις. Τα στερεότυπα του ρόλου των φύλων είναι παρόντα και μέσα στην σχολική αίθουσα. Εκπαιδευτικοί και μαθητές μεταφέρουν μέσα στην τάξη ένα πλέγμα από πεποιθήσεις, αντιλήψεις, αξίες, στάσεις και συμπεριφορές, ορισμένες από τις οποίες στηρίζονται σε στερεότυπες απόψεις σχετικά με τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών στη κοινωνία μας.

Η συνομιλιακή διεπίδραση είναι μια διαδικασία στην οποία εμπλέκονται καθημερινά οι δάσκαλοι/λες και οι μαθητές/τριες κατά την εργασία τους στην τάξη. Σύμφωνα με τους Einarsson & Granström[22], η διεπίδραση αυτή μπορεί να θεωρηθεί «αφ’ ενός ως μια κατηγορηματικά δυναμική διαδικασία κατά την οποία ο/η δάσκαλος /λα εκπαιδεύει, διδάσκει και παρέχει εφόδια για τις ανάγκες των μαθητών/τριών και αφ’ ετέρου ως μια αντιπαράθεση όπου ο/η δάσκαλος/λα προτίθεται να αποσπάσει την προσοχή των μαθητών/τριών, ενώ οι μαθητές/τριες προσπαθούν να αποκτήσουν τον κατάλληλο χώρο για τις δικές τους ανάγκες και προτιμήσεις».

Η Clarricoates επισημαίνει[23] ότι «η συνομιλιακή διεπίδραση στην τάξη κατακλύζεται από το φύλο με την έννοια ότι οι δάσκαλοι/λες κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στ’ αγόρια και στα κορίτσια. Επίσης οι Swann & Graddol διαπιστώνουν σχετικά ότι «ορισμένες μορφές συμπεριφοράς (όπως η ομιλία χωρίς την άδεια του/της δασκάλου/λας) γίνονται αποδεκτές όταν προέρχονται από τ’ αγόρια αλλά όχι όταν προέρχονται από τα κορίτσια και θέματα που αντανακλούν τα ενδιαφέροντα των αγοριών επιλέγονται όλο και συχνότερα για συζήτηση»[24]. Οι Swann & Graddol με την παρατήρησή τους αυτή καταδεικνύουν την άνιση μεταχείριση που επιτελείται στα πλαίσια της συνομιλιακής διεπίδρασης στην τάξη προς όφελος των αγοριών.

Η συνομιλία στην τάξη χαρακτηρίζεται από ιδιομορφία η οποία μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά στην κοινωνική της φύση και στους επιδιωκόμενους στόχους της: οι δάσκαλοι/λες καταλαμβάνουν, σύμφωνα με τον Fairclough[25] θέση υποκειμένου (subject position) στη συνομιλιακή διεπίδραση στην τάξη που τους παρέχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να μεταδώσουν τη γνώση, ενώ οι μαθητές/τριες έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να δεχθούν την προσφερόμενη γνώση. Έτσι οι δάσκαλοι/λες καθώς επιφορτίζονται με το καθήκον της μετάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων, ιδεών, έξεων, στάσεων και ηθικών αξιών στα παιδιά, αποκτούν παράλληλα τον απόλυτο έλεγχο και την εξουσία να οργανώσουν κατάλληλα και μεθοδευμένα τις διδακτικές και παιδαγωγικές τους ενέργειες για την πλήρη επιτυχία του εγχειρήματός τους.

Σύμφωνα με τους δύο κανόνες που ισχύουν για την κατανομή των συνεισφορών σε μια συζήτηση, μια συνομιλία διεξάγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην εμφανίζονται κενά και επικαλύψεις. Πρακτικά όμως στις συνομιλίες εμφανίζονται συχνά ταυτόχρονες εκφορές, γεγονός που επισημάνθηκε από τους Sacks, Schegloff & Jefferson οι οποίοι κάνουν λόγο για επικαλύψεις (overlaps) σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μιλούν ταυτόχρονα δύο ή περισσότεροι/ες ομιλητές/τριες[26].

Σύμφωνα με τους Zimmerman & West (1975, 1983) θα πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε επικαλύψεις (overlaps) και διακοπές (interruptions). Οι επικαλύψεις ορίστηκαν ως «οι ταυτόχρονες εκφορές που εμφανίζονται στο πλαίσιο της πρώτης ή τελευταίας συλλαβής μιας γλωσσικής μονάδας»[27]. Οι διακοπές ορίστηκαν ως «οι παρεμβάσεις στο εκφώνημα του/της τρέχοντος/ουσας ομιλητή/τριας που ξεκινούν τουλάχιστον δύο συλλαβές μετά την αρχή ή πριν από το τέλος μιας γλωσσικής μονάδας».

Μια πρόσθετη επισήμανση των Zimmerman & West ήταν ότι οι διακοπές διεισδύουν βαθύτερα από τις επικαλύψεις στην εσωτερική δομή του εκφωνήματος του/της τρέχοντος/ουσας ομιλητή/τριας και παραβιάζουν τους κανόνες που διέπουν τη συνομιλία γιατί δεν πραγματοποιούνται κοντά σε κατάλληλη θέση μετάβασης.

Με τις μελέτες τους οι Zimmerman & West στόχευαν να διερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία ανάμεσα στα δύο φύλα στη συνομιλία[28]. Το ερώτημα που έθεταν στις έρευνές τους ήταν αν η κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα στο πλαίσιο της συνομιλίας είναι πανομοιότυπη με την κατανομή στους υπόλοιπους κοινωνικούς θεσμούς. Η πρώτη τους έρευνα (1975) διεξήχθη με άτομα διαφορετικού αλλά και ίδιου φύλου σε «φυσικές» συνθήκες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις 48 διακοπές που μετρήθηκαν οι 46 προέρχονταν από άντρες. Η μεταγενέστερη έρευνά τους (1983) διεξήχθη σε εργαστηριακές συνθήκες και επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά το συμπέρασμα της πρώτης τους έρευνας αφού από τις 28 διακοπές που σημειώθηκαν, οι 21 προέρχονταν από άντρες.

Οι Zimmerman & West θεώρησαν τις διακοπές των αντρών ως δραστηριότητα με την οποία αποσκοπούν να περιορίσουν τα επικοινωνιακά δικαιώματα των γυναικών και κατά συνέπεια να κυριαρχήσουν στη συνομιλία. Οι διακοπές έγραψαν παραστατικά είναι μέσο «επιτέλεσης της εξουσίας στη διαπροσωπική αλληλεπί-δραση».

Ανάλογες έρευνες, επιβεβαίωσαν τα ευρήματά τους και επεσήμαναν εκτός από το φύλο τη συνεπίδραση της μόρφωσης και της κοινωνικής θέσης κι άλλες κατέληξαν σε διαφορετικά πορίσματα αφού διαπίστωσαν ότι «η διακοπή είναι μέρος του επικοινωνιακού ρεπερτορίου των γυναικών της μεσαίας τάξης στη βόρεια Αμερική»[29] .

Η Tannen[30] αναλύοντας και η ίδια το φαινόμενο της διακοπής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διακοπή δε φανερώνει απαραίτητα την πρόθεση ενός/μιας συνομιλητή/τριας να κυριαρχήσει στη συνομιλία, αλλά είναι δυνατό να έχει συνεργασιακό (cooperative) χαρακτήρα και το άτομο που τη χρησιμοποιεί να επιδιώκει να εκφράσει μ’ αυτή ενδιαφέρον και συμμετοχή στη συνομιλία. Η Tannen εξετάζοντας επιπλέον την κατά φύλα διαφοροποίηση της διακοπής, διαπιστώνει ότι οι διακοπές λειτουργούν άλλοτε κυριαρχικά κι άλλοτε συνεργασιακά ανάλογα με τους στόχους που το κάθε φύλο θέτει και επιδιώκει να εξυπηρετήσει μέσα από τη συνομιλία.

Γενικά στο επικοινωνιακό πλαίσιο της τάξης είναι έκδηλη η τάση των μαθητών να κυριαρχήσουν στη συνομιλία και να επιβάλλουν τους συνομιλιακούς όρους που επέλεξαν οι ίδιοι. Το πόρισμα αυτό επιβεβαιώνεται κι από την έρευνα καθώς η Holmes αναφέρει ότι «σε μια ευρεία ποικιλία περιστάσεων, ιδιαίτερα δημόσιων, όπου η ομιλία μπορεί να επαυξήσει το κύρος του ατόμου, οι άνδρες κυριαρχούν στην ομιλία σε χρονική διάρκεια», ενώ θεωρεί την «αποτελεσματική δημόσια ομιλία ως μια στρατηγική απόκτησης κύρους σε μια ομάδα»[31] .

Έρευνα σε γυμνάσιο αστικής περιοχής με παιδιά της ελληνικής εργατικής τάξης διαπίστωσε ότι τ’ αγόρια «κυριαρχούν γενικά στα μαθήματα συμμετέχοντας περισσότερο σ’ όλα σχεδόν τα θέματα ή προσελκύοντας την προσοχή των δασκάλων/ισσών με την άσχημη συμπεριφορά τους»[32] ενώ «αποσπούν περισσότερο την προσοχή των δασκάλων/ισσών και κυριαρχούν στις τάξεις απαντώντας περισσότερες ερωτήσεις και εκτελώντας περισσότερα καθήκοντα από τα κορίτσια, δεχόμενα προσφωνήσεις με το μικρό τους όνομα συχνότερα από τα κορίτσια και λαμβάνοντας αρνητικά σχόλια είτε για τη συμπεριφορά τους είτε για την εργασία τους». Οι Grima & Smith (1993) κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα αφού βρήκαν ότι «οι δάσκαλοι απεύθυναν περισσότερες ερωτήσεις στ’ αγόρια, επέλεξαν περισσότερα αγόρια απ’ ότι κορίτσια ν’ απαντήσουν σε ερωτήσεις και κάλεσαν περισσότερους μαθητές να μιλήσουν»[33], ενώ οι Einarsson & Granström με έρευνα σε σχολεία της Σουηδίας κατέδειξαν επίσης πως «οι παρατηρήσεις αποκάλυψαν ότι τ’ αγόρια τυγχάνουν γενικά περισσότερης προσοχής από τα κορίτσια»[34] .

Γ.1. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ

Έρευνα σε μαθητές/τριες Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης σε σχολεία της Μυτιλήνης[35] κατέδειξε ότι οι μαθήτριες αποφεύγουν συστηματικά τη χρήση έντονων επιφωνημάτων αποδοκιμασίας και αγενών εκφράσεων, ενώ χρησιμοποιούν πολύ συχνά εκφράσεις που φανερώνουν ευγένεια όπως «παρακαλώ», «συγγνώμη, κύριε/α», «ευχαριστώ πολύ», «θα μπορούσα;», «μήπως είναι εύκολο;». Κοινωνικοποιούνται δηλαδή, από πολύ μικρή ηλικία σε μια γλώσσα «προσεγμένη και ευγενική, χωρίς γραμματικοσυντακτικές παρατυπίες και κοινωνικές χοντράδες»[36] η οποία θεωρείται ότι ταιριάζει στο φύλο τους και την οποία είναι υποχρεωμένες να υιοθετήσουν για να προσληφθούν μελλοντικά ως κανονικές γυναίκες. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν τα κορίτσια επηρεάζεται επιπλέον σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που προβάλλουν «πρότυπα θηλυκότητας» και τη γλώσσα που θεωρείται κατάλληλη γι’ αυτά.

Οι μαθητές, αντίθετα, κάνουν συχνή χρήση έντονων επιφωνημάτων αποδοκιμασίας και υβριστικών εκφράσεων, ενώ χρησιμοποιούν πολύ σπάνια εκφράσεις ευγένειας όπως οι προαναφερόμενες. Υιοθετούν δηλαδή, μια γλώσσα «σκληρή», μη «επιμελημένη», που θεωρείται ότι ταιριάζει στους άντρες και στον κοινωνικό ρόλο του φύλου τους. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν τ’ αγόρια επηρεάζεται και διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που προβάλλουν «πρότυπα ανδρισμού» και την κατάλληλη γλώσσα γι’ αυτά.

Οι μαθήτριες επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε, λαμβάνουν το λόγο στις περισσότερες περιπτώσεις όταν επιλεγούν από το/τη δάσκαλό/λα τους για να συνεισφέρουν στην εξέλιξη της συνομιλίας σε αντίθεση με τους μαθητές που αρκετά συχνά επιδιώκουν τη λεκτική εκφορά με αυθαίρετο τρόπο χωρίς να έχουν επιλεγεί από το/τη δάσκαλό/λα τους (αυτοεπιλογή) και οι οποίοι δε συμμορφώνονται προς τους άγραφους κανόνες που ισχύουν στη σχολική τάξη. Το γεγονός αυτό έχει ως άμεση συνέπεια να δέχονται οι μαθητές επιπλήξεις γι’ αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά τους και σε περιπτώσεις συχνής επανάληψης να απειλούνται με ποινές ή να τιμωρούνται.

Προς επιβεβαίωση των παραπάνω, ένας μαθητής ο οποίος μιλούσε πάντα ευγενικά, σε ήρεμο τόνο και απέφευγε τη χρήση έντονων επιφωνημάτων αποδοκιμασίας, γινόταν συχνά στόχος χλευασμού, ειρωνικών σχολίων και λεκτικών επιθέσεων τόσο από τους συμμαθητές του όσο κι από τις συμμαθήτριές του μερικές φορές. Σύμφωνα με τη[37] …. Ατό εξηγείται από το ότι «όλες και όλοι μετριόμαστε με το στερεότυπο, την επιταγή της επιθυμητής και προσδοκώμενης γυναικοπρεπούς/ανδροπρεπούς συμπεριφοράς» και επομένως η γλωσσική μας συμπεριφορά πρέπει να ευθυγραμμίζεται μ’ αυτό το στερεότυπο.

Γ.2. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

‘Ένα γεγονός που έχει πιστοποιηθεί από την έρευνα σε διεθνές επίπεδο αναφέρεται στο ότι τα δυο φύλα παίζουν ως επί το πλείστον χωριστά στο χώρο της αυλής του σχολείου κατά την ώρα του διαλείμματος. Συγκεκριμένα οι εθνολόγοι Whiting και Edwards (1988) που παρατήρησαν την καθημερινή ζωή παιδιών 6-11 ετών σε διάφορες χώρες (Φιλιππίνες, Ιαπωνία, Ινδία, Μεξικό, Η.Π.Α.) συμπέραναν ότι «οι ομόφυλες συγκεντρώσεις στο παιχνίδι είναι φαινόμενο ‘οικουμενικό’ και ‘ανθεκτικό’, το οποίο εντοπίζεται ιδιαίτερα σε συνομηλίκους και λιγότερο σε παιδιά διαφορετικών ηλικιών»[38] .

Σε αντίθεση προς το χώρο της αίθουσας διδασκαλίας όπου η συμπεριφορά των παιδιών είναι ελεγχόμενη, υπόκειται σε κανόνες και επικρατεί η τάξη, η πειθαρχία και η οργάνωση, στο χώρο της αυλής του σχολείου κυριαρχεί η αταξία, η απειθαρχία και η χαλαρότητα. Τα παιδιά κατά την ώρα του διαλείμματος παίζουν απελευθερωμένα πρόσκαιρα από τους κανόνες που τους επιβάλλει το σχολικό σύστημα και μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα μακριά από την αυστηρή επίβλεψη και την καθοδήγηση των ενηλίκων.

Η γλώσσα των αγοριών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως λιτή, «σκληρή», μη επιμελημένη έχει σχέση με τα ενδιαφέροντά τους για τον αθλητισμό, τις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές ταινίες δράσης και βίας, την προηγμένη τεχνολογία και με τα αντρικά πρότυπα που προβάλλονται από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Έτσι στις καθημερινές συνομιλίες στο διάλειμμα ακούστηκαν από τα αγόρια τακτικά εκφράσεις όπως: «Είμαι Νικοπολίδης, Γιαννακόπουλος, Ρονάλντο, Σουμάχερ, Σπάιντερμαν, Μπρους Λη, Χάρι Πότερ», «Πετάω γρήγορα σαν F-16», «Οδηγώ μια Πόρσε, Λότους», «Τραγουδώ σαν το Ρουβά, τον Τσαλίκη, το Νίνο», «Σκέφτομαι και λογαριάζω γρήγορα σαν (υπολογιστής) Pentium 4».

Γενικά η ομιλία και η κίνηση των αγοριών φανερώνει ότι επιδιώκουν να προβάλλουν την ατομικότητά τους ακόμα και στα πλαίσια της συμμετοχής τους σε ομάδες. Στις ενέργειές τους διαφαίνεται η διαρκής τάση για υπεροχή, διάκριση και κυριαρχία και προσπαθούν συνεχώς να ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις που τους υπαγορεύει η «εν δυνάμει» αρρενωπότητά τους καταφεύγοντας σε στερεότυπα. Έτσι τα αγόρια έχουν συνδέσει το ποδόσφαιρο με τον ανδρισμό καθώς «το ποδόσφαιρο παίζει κεντρικό ρόλο στην παραγωγή των (ετεροφυλόφιλων) ανδρισμών και η ανάδειξη κάποιου ως καλού ποδοσφαιριστή συμβάλλει πολύ και στην ανάδειξή του ως ‘γνήσιου’ αγοριού»[39]. Άλλοι πόροι και στρατηγικές που χρησιμοποιούν τ’ αγόρια για τη δόμηση του ανδρισμού στα πλαίσια του σχολείου είναι η ενασχόληση με τον αθλητισμό και η επίτευξη καλών επιδόσεων, η σκληρή/επίπονη δράση, η χρήση χιούμορ και οξύνοιας (περιλαμβανομένων βλασφημιών), η ένδυση με μοντέρνα ρούχα και αθλητικά παπούτσια και η κατοχή πολιτισμικά επικροτούμενης γνώσης.

Ο γλωσσικός κώδικας που είναι σε καθημερινή χρήση από τ’ αγόρια διαφοροποιείται ανάλογα με τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται. Η διαπίστωση αυτή που ήταν αναμενόμενη, εξηγείται με αναφορά στους παράγοντες γλωσσικής ποικιλότητας και την επικοινωνιακή ικανότητα των αγοριών. Καταρχήν η γλωσσική διαφοροποίηση που παρατηρείται μπορεί να αποδοθεί σε τέσσερις παράγοντες: «το γεωγραφικό χώρο, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών/τριών, την επικοινωνιακή περίσταση και την επαφή/συνύπαρξη γλωσσών».

Έτσι τ’ αγόρια εκφράζονται διαφοροποιημένα σε διαφορετικές κοινωνικο-πολιτισμικές περιστάσεις. Η επικοινωνιακή ικανότητα αναφέρεται στην ικανότητα των ομιλητών «όχι μόνο να παράγουν και να κατανοούν γραμματικά ορθό προϊόν, αλλά και να γνωρίζουν τις κοινωνικές συνθήκες χρήσης του οι οποίες προσδιορίζονται από παράγοντες όπως: ποιος μιλάει, σε ποιον, πού, με ποιο σκοπό, για ποιο θέμα και μέσω ποιου διαύλου».

Έτσι όταν τ’ αγόρια απευθύνονται στους συμπαίκτες τους χρησιμοποιούν ένα ιδιόμορφο λεξιλόγιο με πλήθος επαίνων και φιλοφρονήσεων («Είσαι και ο πρώτος, μεγάλε», «Έσκισες, ρε θηρίο», «Πάνω τους, δικέ μου», «Φάγε τους, γίγαντα», «Όρμα τους, λιοντάρι») που προσδίδει στον αποδέκτη του θετικούς χαρακτηρισμούς οι οποίοι τον τοποθετούν σε εξέχουσα θέση. Αντίθετα όταν απευθύνονται σε αντίπαλες ομάδες αγοριών το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν περιέχει απαξιωτικούς όρους και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς που αποσκοπούν στη λεκτική εξουθένωση των αντιπάλων. Όταν απευθύνονται στα κορίτσια, οι χαρακτηρισμοί που εκστομίζουν είναι σαφέστατα αρνητικοί, σεξιστικοί και συχνά με εμφανή την πρόθεση υποτίμησής τους («Χάσου από εδώ, Barbie», «Όλο φρου-φρου και αρώματα είστε», «Μόνο λόγια είστε», «Η μπάλα είναι για τ’ αγόρια», «Τι πέρασες το γήπεδο, πασαρέλα;»).

Η γλώσσα των κοριτσιών από την άλλη πλευρά είναι λεξιλογικά «πλούσια», επιμελημένη και «ευγενική». Έχει σχέση με τα ενδιαφέροντά τους για τις αισθηματικές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές ταινίες, τη μόδα, τη μουσική, το τραγούδι, το χορό και με τα θηλυκά πρότυπα που προωθούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Από τις συνηθισμένες καθημερινές συνομιλίες των κοριτσιών στο διάλειμμα ξεχωρίσαμε εκφράσεις όπως: «Τραγουδώ σαν τη Βανδή, τη Ζήνα, την Καλομοίρα, την Κοκκίνου», «Χορεύω σαν μπαλαρίνα», «Είμαι κούκλα, φωτομοντέλο». Η ομιλία των κοριτσιών χαρακτηρίζεται από πλήθος στερεοτυπικών εκφράσεων οι οποίες αποτυπώνουν το κοινωνικό τους φύλο και επιβεβαιώνουν την προσπάθεια που καταβάλλουν από την πλευρά τους για να ανταποκριθούν στα στερεότυπα που υπαγορεύει η εκκολαπτόμενη θηλυκότητά τους.

Ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιούν τα κορίτσια σε καθημερινή βάση δεν παρουσιάζει, όπως προέκυψε έντονες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται όπως στην περίπτωση των αγοριών. Τα κορίτσια χρησιμοποιούν σε γενικές γραμμές την ίδια γλώσσα που περιγράψαμε και στο επικοινωνιακό πλαίσιο της τάξης. Η μοναδική περίπτωση που η γλώσσα αυτή διαφοροποιείται σημαντικά είναι όταν δέχονται γλωσσικές προκλήσεις από την πλευρά των αγοριών οπότε τα κορίτσια αντιδρούν έντονα και ανταποδίδουν τις προκλήσεις με ανάλογο τρόπο. Όπως διαπιστώνουν οι Φρειδερίκου και Φολερού[40], στην αυλή του σχολείου «κορίτσια και αγόρια χρησιμοποιούν στερεοτυπικές εκφράσεις που αποτυπώνουν το κοινωνικό τους φύλο και υποβάλλουν διαχωρισμούς φύλου, χώρου και δραστηριότητας».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η γλώσσα, είναι κάτι το ειδικά «ανθρώπινο». Πέρα από το γεγονός, ότι είναι αυτόνομη, είναι όμως και συνυφασμένη με τον πολιτισμό και την κοινωνική δομή. Η γλώσσα αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο, που δείχνει την προσωπική ταυτότητα του κάθε ατόμου. Δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό, αλλά και διαπροσωπικό, αμοιβαίο και προσδιοριστικό σύστημα σημείων. Μέσω της γλώσσας δημιουργείται κοινωνικά η πραγματικότητα. Κάθε κοινωνικό απόθεμα γνώσης, στηρίζεται στη γλώσσα ως διαθέσιμη δομή αυτονόητων στοιχείων. Ακόμη, θεωρείται ότι είναι το σημαντικότερο στοιχείο ανθρώπινων επικοινωνιακών συστημάτων. Διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη συνοχή των ομάδων και στη σύγκρουση μέσα στην ομάδα. Τέλος, η γλώσσα ως ιδανικό σύστημα, θεωρείται ως αποτέλεσμα διαπροσωπικής ανθρώπινης δραστηριοποίησης και ενσαρκώνεται σε ενέργειες.

Η επικοινωνία εξάλλου είναι το μέσο με το οποίο γνωρίζουμε πράγματα. Ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η αλήθεια είναι δομημένη κοινωνικά μέσω της γλώσσας και συμβολικών συστημάτων. Επίσης η επικοινωνία είναι αξιολογική. Κάθε χρήση της εμφανίζει και μια συμπεριφορά και κάθε συμπεριφορά προϋποθέτει μια δράση και όλες οι ανθρώπινες δράσεις έχουν ηθικές συνέπειες. Επιπλέον η επικοινωνία περιέχει και ηθική υπευθυνότητα.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι άντρες έχουν κατά μέσο όρο πιο ανεπτυγμένους μυς, μεγαλύτερο βάρος και δύναμη. Οι γυναίκες ωριμάζουν πιο γρήγορα και ζουν περισσότερο. Η γυναικεία φωνή είναι διαφορετική από τη φωνή του άνδρα και συχνά τα κορίτσια έχουν καλύτερη απόδοση στα γλωσσικά μαθήματα από ότι τα αγόρια. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι μερικές από αυτές τις διαφορές οφείλονται σε κοινωνικούς παράγοντες. Κατά μία άποψη οι γυναίκες ζουν περισσότερο από τους άντρες λόγω των διαφορετικών ρόλων που αναλαμβάνουν στην κοινωνία και των επαγγελμάτων που ασκούν. Κάποιες διαφορές στην ποιότητα φωνής ενδέχεται να είναι προσαρμοσμένες στην κοινωνική νόρμα η οποία καθορίζει το πως πρέπει να ηχεί η φωνή της γυναίκας. Μεγάλο μέρος των διαφορών στη γλώσσα οφείλεται στον τρόπο εκπαίδευσης. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα ανάγνωσης τα οποία εμφανίζονται συχνότερα στα αγόρια δεν οφείλονται σε γενετικούς, αλλά σε κοινωνικο-πολιτισμικούς παράγοντες.

Ο διαφορετικός τρόπος ομιλίας ανδρών και γυναικών, καταδεικνύει σαφώς στερεότυπα, νόρμες συμπεριφοράς και νοοτροπίας κατά των γυναικών, που ποικίλλουν σχετιζόμενα με τον τόπο, την καταγωγή, την κοινωνική τάξη και την μόρφωση. Οι γυναίκες βιώνουν καθημερινά το σεξισμό. Διάχυτος παντού, άλλοτε γίνεται ορατός κι αντιληπτός και άλλοτε όχι. Επιβιώνει και μέσω της γλώσσας.

Αν θέλουμε επομένως να πάψει να υπάρχει ο σεξισμός στην κοινωνία, πρέπει να περιοριστούν οι σεξιστικές φράσεις και να αναλυθεί η δυναμικότητα της γλώσσας από τη διαφορετική αντιμετώπισή της από τα δύο φύλα. Μόνο έτσι θα μπορούμε να ελέγχουμε τη σεξιστική σκέψη, για να μη μεταδίδεται πια μέσω των πράξεων, των διαφημίσεων, του λόγου και των βιβλίων. Σκέψη και λόγος πορεύονται μαζί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Αρχάκης, Α., 2002, «Το φαινόμενο της διακοπής στη διεπίδραση της τάξης και η κατά φύλα διαφοροποίησή του», Θεσσαλονίκη.

Βέλτσος Γιώργος, 1976, «Κοινωνία και Γλώσσα», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.

Δεληγιάννη, Β. & Σ. Ζιώγου (επιμ.), «Εκπαίδευση και φύλο: Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός», Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. (ανέκδοτο, 2003) «Η «γυναικεία» γλώσσα και η γλώσσα των γυναικών», Παρουσίαση στην ημερίδα για το ΠΜΣ «Γυναίκες και φύλα», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη.

Παυλίδου Θ.-Σ., 2002. «Γλώσσα- Γένος- Φύλο: Προβλήματα, αναζητήσεις και ελληνική γλώσσα», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

Τσαούση Ασπασία, 2006, «Διαφορετικές κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στην ανισότητα των δυο φύλων», Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μ.Ι.Θ.Ε., Κοινωνιολογία των Έμφυλων Σχέσεων.

Tσοκαλίδου, Ρ. 1999. «Η χρήση της γλώσσας και τα δύο φύλα». Ομιλία στο πλαίσιο του προγράμματος "Αφιέρωμα στις σχέσεις των δύο φύλων". Επιτροπή Κοινωνικής Πολιτιστικής Δραστηριότητας Βιολογικού, Α.Π.Θ. [Πύλη για την Ελληνική γλώσσα, www.greek-language.gr]

Φρειδερίκου, Α. & Φ. Φολερού, 2004 «Τα κορίτσια παίζουν: Αναπαραστάσεις του φύλου στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Χατζηαργυρίου Εμ. Τριανταφυλλου, 2005, «Οι έμφυλες σχέσεις στη σχολική τάξη μέσα από τη γλώσσα», Μυτιλήνη.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Becky Michele Mulvaney, “Gender differences in communication: an intercultural experience”, Florida, Atlantic University.

Bergvall, V. L. 1999, “Toward a comprehensive theory of language and gender”, Language in Society 28.2: 273-293.

Cameron, D. 1996. “The language-gender interface: challenging co-optation. In V. L. Bergvall et al. (eds.), Rethinking Language and Gender Research: Theory and Practice”, London: Longman..

Clarricoates, K. 1983, “Classroom interaction”, London: Harper and Row, pp. 46-61.

Coates, J. 1993. Women, Men and Language. Λονδίνο: Longman, σελ. 138-139.

Deporah Cameron , Problems of Sexist and Non-Sexist Language)

Edward G. Woods, “Grammar and gender”.

Einarsson, C. & K. Granström. 2002, “Gender-biased Interaction in the Classroom: the influence of gender and age in the relationship between teacher and pupil”, Scandinavian Journal of Educational Research, Vol. 46, No. 2: 117-127.

Holmes, J. 1993. “Women’s talk: the question of sociolinguistic universals”, Australian Journal of Communication 20.

Lakoff, R. 1975, “ Language and Woman’s Place”, New York: Harper & Row.

McConnell-Ginet, S. 2004. “Positioning Ideas and Gendered Subjects. “Women’s Language” Revisited”. In M. Bucholtz (ed.), Language and Woman’s Place: Text and commentaries (Revised and expanded edition) by R. T. Lakoff. Oxford: Oxford University Press.

Ochs, E. 1992, “Indexing gender”, Cambridge: Cambridge University Press, pp.335-358.

Swain, J. 2004, “The resources and strategies that 10-11-year-old boys use to construct masculinities in the school setting”, British Educational Research Journal, Vol. 30, No. 1: 167-185.

Swann, J. & D. Graddol. 1995, Feminising classroom talk?”, In S. Mills (ed.), Language and Gender: Interdisciplinary Perspectives. London: Longman, pp. 135-148.

Tannen, D. 1996, “The sex-class linked framing of talk at work”, In D. Tannen, Gender and discourse. Paperback edition. Oxford: Oxford University Press, pp.195-221.

Tsouroufli, M. 2002. “Gender and Teachers’ Classroom Practice in a Secondary School in Greece”, Gender and Education, Vol. 14, No. 2: 135-147.



[1] Becky Michele Mulvaney.

[2] Χατζηαργυρίου, 2005, σ. 11.

[3] Lakoff, R. 1975, σ. 61.

[4] Μακρή-Τσιλιπάκου, 2003, σ. 5.

[5] McConnell-Ginet, 2004, σ. 140.

[6] Παυλίδου, Θ.-Σ., 2002, σ. 23.

[7] Χατζυαργυρίου, 2005, σ. 15.

[8] Παυλίδου, 2002, σ. 28.

[9] Holmes, J. 1993, σ. 132.

[10] Ochs, E. 1992, σ. 336-337.

[11] Ochs, E. 1992, σ. 341.

[12] Παυλίδου 2002,σ. 35.

[13] Bergvall 1999, σ. 274.

[14] Βέλτσος Γ. 1976, σ. 72.

[15] Τσαούση Ασπ., 2006, σ. 112.

[16] Tσοκαλίδου, Ρ. 1999,

[17] Coates, J. 1993, σ. 138-139.

[18] Tσοκαλίδου, Ρ. 1999.

[19] Heatherington, E, 1980, σ. 179.

[20] Deporah Cameron

[21] Edward G. Woods.

[22] Einarsson, C. & K. Granström 2002, σ. 117.

[23] Clarricoates, K. 1983, σ. 46.

[24] Swann, J. & D. Graddol. 1995, σ. 135.

[25] Αρχάκης, Α. 2002, σ. 145.

[26] Χατζηαργυρίου, 2005, σ. 18.

[27] Αρχάκης 2002, σ. 148.

[28] Αρχάκης, 2002, σ. 105.

[29] Αρχάκης, 2002, σ. 150.

[30] Tannen D. , 1996, σ. 197.

[31] Δεληγιάννη, Β. & Σ. Ζιώγου, σ. 172.

[32] Tsouroufli, M. 2002, σ. 143.

[33] Tsouroufli, M. 2002, σ. 145.

[34] Einarsson, C. & K. Granström. 2002, σ. 125.

[35] Χατζυαργυρίου Τ. 2005, σ. 23.

[36] Μακρή - Τσιλιπάκου 2003, σ. 3.

[37] Μακρή - Τσιλιπάκου 2003, σ. 11.

[38] Φρειδερίκου & Φολερού 2004, σ. 37.

[39] Swain, J. 2004, σ. 174.

[40] Φρειδερίκου & Φολερού 2004, σ. 87.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου