2.5.12


Ν.Ε. ΓΛΩΣΣΑ Β' ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ


ΒΙΒΛΙΟ
(Σχεδιάγραμμα έννοιας)

Αποτέλεσμα εικόνας για βιβλίο

Εισαγωγή
Η λέξη είναι υποκοριστικό της λέξης βίβλος ή βύβλος που σημαίνει πάπυρος. Η επινόηση της γραφής αποτέλεσε μεγάλο σταθμό για την εξέλιξη του πολιτισμού. Τα πρώτα υλικά γραφής ήταν φλοιοί δένδρων, πήλινες επιφάνειες αλειμμένες με κερί, φύλλα από χαλκό, λινά υφάσματα, πάπυρος, περγαμηνή και τελευταία το χαρτί, κυρίως από το 12ο αι. μ.Χ. Η επινόηση της τυπογραφίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο το 1436 συντέλεσε στην αλματώδη διάδοση των βιβλίων. Το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε ήταν η Αγία Γραφή (1445). Το πρώτο ελληνικό βιβλίο τυπώθηκε στο Μιλάνο το 1476 και ήταν η «Γραμματική» του Λασκάρεως.
Προσφορά του βιβλίου

1. Πνευματικός τομέας
 Προάγει το πνεύμα, οξύνει την κρίση, αναπτύσσει τη φαντασία.
 Διδάσκει, ενημερώνει, καλλιεργεί την ελεύθερη σκέψη.
 Απαλλάσσει από τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
 Μαθαίνει το άτομο να κρίνει, να συγκρίνει και να επιλέγει. Με αυτό τον τρόπο δεν πέφτει θύμα προπαγάνδας.
 Ενεργοποιείται όλος ο πνευματικός μηχανισμός και η διανοητική λειτουργία, αφού το άτομο οδηγείται σε εμβάθυνση, λόγο και αντίλογο. Η ανάγνωση βιβλίων γεννά
προβληματισμούς, οδηγεί στη δημιουργία νέων σκέψεων και συνειρμών.
 Προάγονται οι Επιστήμες και οι Τέχνες.

2. Πολιτιστικός τομέας
 Μαθαίνει τις παραδόσεις και προωθεί την αισθητική καλλιέργεια.
 Διδάσκει τη γλώσσα και την αρμονία του λόγου. Η επαφή με τη γλώσσα μέσω των
βιβλίων είναι η άμυνα κατά της λεξιπενίας και της συρρίκνωσης του λόγου.

3. Κοινωνικός τομέας
 Κοινωνικοποιεί το άτομο. Υποδεικνύει τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς, προβάλλει πρότυπα συνεργασίας και προωθεί τους αναγκαίους όρους της κοινωνικής ζωής, όπως το διάλογο, την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη και την αναγνώριση της προσφοράς των άλλων.
 Ευαισθητοποιεί σε θέματα κοινωνικά και δημιουργεί κοινωνική συνείδηση. Καλλιεργεί την αντίληψη της προώθησης του κοινωνικού συμφέροντος έναντι του ατομικού.

4. Ηθικός τομέας
Αποτέλεσμα εικόνας για βιβλίο Συμβάλλει στην ηθικοποίηση του ατόμου. Μέσω της αυτοκριτικής και της αυτογνωσίας, αρετές που προωθούνται με τα βιβλία, το άτομο απαλλάσσεται από τα σκοτεινά πάθη, εξευγενίζεται και αποβάλλει τον εγωισμό, το φανατισμό και το δογματισμό…
 Προωθεί την αλήθεια, τη συνέπεια, τη δικαιοσύνη, την ανιδιοτέλεια και το σεβασμό στον άνθρωπο.

5. Ψυχολογικός τομέας
 Ενισχύει το άτομο ψυχολογικά, το οδηγεί στην αυτοπεποίθηση, το εφοδιάζει με αισιοδοξία, το απαλλάσσει από τα διάφορα συμπλέγματα και εμπλουτίζει το συναισθηματικό του κόσμο, γιατί του δίνει τη δυνατότητα να βιώνει ποικίλα συναισθήματα μέσα από τις αφηγήσεις του.
 Αποτελεί πολύτιμο σύντροφο τις ώρες της μοναξιάς, της πλήξης και της ανίας, γιατί
ενημερώνει, αλλά και ψυχαγωγεί. «Το βιβλίο είναι ένας φίλος, ένας σύντροφος της μοναξιάς που μένει.
 Ο ανθρώπινος χρόνος αποκτά το νόημά του από την ποιότητα των εμπειριών που ζούμε κατά τη διάρκειά του. Η καταγεγραμμένη στα βιβλία ιστορική μνήμη, σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, προσφέρει εμπειρίες που είναι σχεδόν αδύνατο να τις ζήσουμε στο σύντομο βίο μας. Το βιβλίο, με το πλήθος των εμπειριών που προσφέρει, «πλουτίζει» τη ζωή ενός ανθρώπου, την κάνει άξια να τη ζει κανείς.

6. Πολιτικός τομέας
 Προβάλλει τις συλλογικές διαδικασίες και προωθεί αντιλήψεις σχετικές με πολιτικά
συστήματα και θεσμούς.

7. Εθνικός τομέας
 Μας μαθαίνει την ιστορία του έθνους, διδάσκει την αποφυγή λαθών και ενημερώνει για τις συνέπειες του ακραίου εθνικισμού.

8. Πανανθρώπινος τομέας
 Συμβάλλει στην προσέγγιση των λαών, στην αποβολή του ρατσισμού, και στην ευκολότερη επίλυση των παγκόσμιων προβλημάτων.

9. Οικονομικός – επαγγελματικός τομέας
 Τα εξειδικευμένα βιβλία σε οικονομικά ή επαγγελματικά θέματα βοηθούν την επαγγελματική εξέλιξη και την οικονομική ανάπτυξη.

Γιατί αποφεύγουν το διάβασμα οι Νεοέλληνες και ιδίως οι νέοι;
Τα τελευταία χρόνια έρευνες κοινωνιολόγων απέδειξαν πως ένας μεγάλος αριθμός νεοελλήνων δεν διαβάζει, δεν μελετά και προτιμά άλλους τρόπους ψυχαγωγίας. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός πως ανάμεσα στα άτομα αυτά μεγάλο ποσοστό είναι νέοι, μαθητές, απόφοιτοι ανώτερων και ανώτατων σχολών. Οι νέοι, «η μαγιά για τη ζύμη του αύριο» είναι η ηλικία που έχει κατεξοχήν προβληματισμούς και ευαισθησίες και η επιλογή άλλων τρόπων ψυχαγωγίας εγκυμονεί κινδύνους σπατάλης (δυναμικού, χρόνου). Την κρίση του βιβλίου πιστοποιεί όχι μόνο ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός πωλήσεων των βιβλίων μα και ο αριθμός αναγνωστών των ημερήσιων εφημερίδων. Περίπου ένας στους ένδεκα νεοέλληνες ενδιαφέρεται για τις ειδήσεις και αγοράζει εφημερίδες. 

Σταχυολογώντας επισημαίνουμε τα κυριότερα αίτια:
Η οικογένεια. Δε δίνει πρότυπα για μίμηση. Οι γονείς, συνήθως, δε διαβάζουν και επομένως, δεν αποτελούν παράδειγμα για τα παιδιά τους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο χρησιμοθηρικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης, ο τρόπος μετάδοσης των γνώσεων, που είναι απομνημονευτικός και μηχανιστικός, ο περιττός φόρτος εργασιών στο σπίτι, η λανθασμένη διδασκαλία της λογοτεχνίας, δημιουργούν αποστροφή από το βιβλίο. Οι νέοι, εθισμένοι στην εκβιαστική αποστήθιση σχολικών βιβλίων, αδυνατούν να διαμορφώσουν φιλαναγνωστική συμπεριφορά. Ακόμα το εκπαιδευτικό βιβλίο είναι ανεπαρκές με αποτέλεσμα οι μαθητές να το αντιπαθούν.
Η τεχνολογία που μπήκε στη ζωή μας. Η τηλεόραση ανταγωνίζεται το βιβλίο και τελικά επικρατεί, γιατί συναρπάζει με τον ήχο και την εικόνα της, η διαφήμιση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Ο βιομηχανοποιημένος τρόπος ψυχαγωγίας, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί σε άσκοπη σπατάλη του ελεύθερου χρόνου του.
Η έλλειψη δανειστικών βιβλιοθηκών, ιδίως στην επαρχία, που θα μπορούσαν να κάνουν το διάβασμα περισσότερο προσιτό και να μειώσουν το κόστος του.
Δεν προβάλλονται τα βιβλία από τα ΜΜΕ. Η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, προωθούν παθητικοποιημένα και αποξενωτικά υποδείγματα ζωής, που εκμηδενίζουν την κριτική ικανότητα του θεατή.
Η φύση του Νεοέλληνα. Προτιμά να «έχει» και όχι να «είναι». Δέσμιος της καταναλωτικής του μανίας δεν έχει ελεύθερο χρόνο, αλλά ούτε και διάθεση για μελέτη. Ο μέσος Έλληνας αναγνώστης δεν αντέχει στον πνευματικό κόπο, που απαιτείται για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, έστω και αν αυτό είναι ειδησεογραφικό, πληροφοριακό, ενημερωτικό. Προτιμά την εικόνα, το σύνθημα, που ξεπερνάει την ανάγκη για ανάλυση και επιχειρηματολογία, τον ηχηρό τίτλο. Επίσης ο γρήγορος ρυθμός της ζωής αλλά και ο τρόπος διασκέδασης που κυρίως επιλέγουν οι Νεοέλληνες (τηλεθέαση και μαζική διασκέδαση) αφαιρούν πολύτιμο χρόνο από την ανάγνωση των βιβλίων.
Η έλλειψη πνευματικών ανησυχιών. Στην εποχή μας όλο και περισσότερο περιορίζονται και υποβαθμίζονται τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Προτεραιότητα έχει το όραμα της υλικής ευδαιμονίας.
Υπάρχει ακόμα η ευθύνη των διανοουμένων, που μιλάνε μεταξύ τους ακαταλαβίστικα, ανίκανοι να περάσουν απόψεις, προβληματισμούς και ενδιαφέροντα στο ευρύ κοινό.
Υπάρχει κενό στη λειτουργική παρουσία του γραπτού λόγου στην ελληνική παράδοση, που αναπληρωνόταν ασφαλώς σε σημαντικό βαθμό από ισχυρότατα στοιχεία ζωντανής και προφορικής κουλτούρας όσο η κοινωνία μας ήταν βασικά αγροτική, όχι όμως και σήμερα, που βρισκόμαστε μπροστά σε μια ολοκληρωτική σχεδόν καθίζηση της ζωής της υπαίθρου προς όφελος μιας καθολικής «αστικοποίησης».
Υπάρχει πληθώρα βιβλίων χαμηλού επιπέδου. Έτσι, οι αναγνώστες αδυνατούν να επιλέξουν το «καλό» βιβλίο και «περιθωριοποιούνται» σημαντικοί συγγραφείς.

Αποτέλεσμα εικόνας για βιβλίοΟι συνέπειες για την κουλτούρα του λαού 
και ιδιαίτερα των νέων.
 Αποδιοργάνωση σκέψης και κρίσης. Παθητικοποίηση, επιδερμική θεώρηση των πραγμάτων δίχως προβληματισμό. Η απομάκρυνση από την μελέτη οδηγεί στην ψυχική πλαδαρότητα, ενώ το χαμηλό πνευματικό επίπεδο στην χειραγώγηση της σκέψης και στην πολιτιστική καθυστέρηση.
 Γλωσσική ένδεια των νέων, εφόσον η γλώσσα προάγει και προάγεται από τη σκέψη.
Λεξιπενία, λεξιθηρία και κακοποίηση της γλώσσας αφού οι νέοι δεν την μαθαίνουν από τις πηγές της. Η σκέψη τους είναι ρηχή, αντανάκλαση της λιτής γλώσσας.

Τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος.
 Προβολή και ενίσχυση του βιβλίου από τα ΜΜΕ.
 Δανειστικές βιβλιοθήκες στα σχολεία.
 Σωστή διδασκαλία των νέων ελληνικών και της λογοτεχνίας. Η παιδεία να αποκτήσει χαρακτήρα ανθρωπιστικό και τόσο εξειδικευμένο.
 Προσεγμένες εκδόσεις, που δεν είναι αποκλειστικά εμπορικές.
 Ο πνευματικός άνθρωπος να δώσει έργο ποιότητας, ώστε να τονωθεί το ενδιαφέρον και η αγάπη προς αυτό.
 Οι γονείς να συνειδητοποιήσουν πως το καλύτερο δώρο είναι το βιβλίο.

Η τηλεόραση συμβάλλει στη διάδοση του βιβλίου 
ή αντίθετα οδηγεί στον παραγκωνισμό του;

Ανάπτυξη της πρώτης άποψης: 

Η τηλεόραση δεν ανταγωνίζεται το βιβλίο, αλλά, αντίθετα, το βοηθά να διαδοθεί. Η τηλεόραση είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Μας ανοίγει τα μάτια αλλά και το μυαλό για να δούμε και να γνωρίσουμε που δεν τα είχαμε καν υποψιαστεί. Δίνει ερεθίσματα που μπορεί να προβληματίσουν και να ωθήσουν τους πιο ανήσυχους και ευαίσθητους τηλεθεατές, για να αναζητήσουν σε βιβλία απαντήσεις και πληροφορίες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα θέματα που παρουσιάζει η τηλεόραση προσελκύουν τόσο το ενδιαφέρον του κοινού, ώστε να σπεύδει να προμηθευτεί τα ανάλογα σε περιεχόμενο βιβλία. Το παράδειγμα των λογοτεχνικών έργων που γίνονται τηλεοπτικές σειρές είναι χαρακτηριστικό. Οι πωλήσεις των βιβλίων για τα έργα αυτά ανεβαίνουν κατακόρυφα, κι αυτό είναι μία πειστική απόδειξη ότι η τηλεόραση δεν ανταγωνίζεται κατ’ ανάγκη αλλά διευκολύνει τη διάδοση του βιβλίου. Στη διάδοση του βιβλίου συμβάλλουν και οι εκπομπές βιβλιοπαρουσίασης και κριτικής νέων εκδόσεων.

Ανάπτυξη της δεύτερης άποψης: 

Η τηλεόραση έχει κυριαρχήσει τόσο, ώστε να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε, αν προσέξουμε τι συμβαίνει τα βράδια στα σπίτια όλων σχεδόν των ελληνικών οικογενειών. Οι τηλεοπτικοί δέκτες είναι ανοικτοί, και μικροί και μεγάλοι παίρνουν θέσεις για να παρακολουθήσουν. Και επειδή οι προτιμήσεις διαφέρουν, είναι πια κανόνας μια οικογένεια να διαθέτει δύο τουλάχιστον τηλεοράσεις. Ένα μεγάλο μέρος λοιπόν του ελεύθερου χρόνου αφιερώνεται στην τηλεόραση, που αιχμαλωτίζει με τον ήχο και την εικόνα της. Και είναι γνωστό ότι η παρακολούθησή της δε βοηθά τον άνθρωπο να αναπτύσσει την ενεργητικότητά του. Το βιβλίο, αντίθετα, απαιτεί ενεργητική στάση, χρειάζεται διάθεση για κινητοποίηση του μυαλού, κάτι που δεν ευνοεί η τηλεόραση. Όταν λοιπόν συνηθίζουμε να δεχόμαστε παθητικά τα τηλεοπτικά μηνύματα, τι διάθεση μπορεί να έχουμε για μια ενεργητική επικοινωνία, όπως αυτή του αναγνώστη με το βιβλίο; Η τηλεόραση λοιπόν καθηλώνει το κοινό στα προγράμματά της πετυχαίνοντας την άμβλυνση της κριτικής τους ικανότητας, προβάλλει υλικά πρότυπα και παρουσιάζει το διάβασμα και γενικά τις πνευματικές ενασχολήσεις ως κουραστικές και άσκοπες δραστηριότητες – ταυτίζει την πληροφορία με τη γνώση δημιουργώντας στο θεατή την αίσθηση ότι βλέποντας τηλεόραση κατακτά ακοπίαστα γνώσεις.



Ανάγνωση: η προσωπική τέχνη

Σταμάτης Αλέξης 15.02.2020 tovima.gr

Ανάγνωση: η προσωπική τέχνη | tovima.gr

«Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του εαυτού του».

Μαρσέλ Προυστ

Είναι, δίχως αμφισβήτηση, αλήθεια πως με τα ερεθίσματα για σκέψη και κρίση, σύγκριση και ταύτιση, πολλές φορές η ανάγνωση σφυρηλατεί τον χαρακτήρα και ανοίγει τον δρόμο στην αυτογνωσία. Κι αυτό γιατί το διάβασμα είναι μια εναλλακτική πηγή εμπειρίας. Αρχικά θα μου επιτρέψετε να γίνω λίγο προσωπικός: Οφείλω την αγάπη μου για την ανάγνωση σε δύο πρώτα ξαδέλφια που έφυγαν με διαφορά μιας βδομάδας. Στον πατέρα μου, αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη, έναν ευρυμαθή άνθρωπο που είχε μια εξαιρετικά ενημερωμένη βιβλιοθήκη και με ώθησε στο διάβασμα, ο οποίος έφυγε στις 28/1 σε ηλικία 93 ετών, και στη θεία μου Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τη μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου ελληνίδα ποιήτρια, που υπήρξε μύθος στην οικογένειά μας και όχι μόνο και έφυγε στις 20/1 σε ηλικία 81 ετών.

Τι μας κάνει να γράφουμε και στην περίπτωσή μας να διαβάζουμε ιστορίες; Νομίζω η απάντηση είναι απλή. Οι ιστορίες είναι αναγνωρίσιμες δομές και σε αυτές βρίσκουμε νόημα. Χρησιμοποιούμε τις ιστορίες για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να μοιραστούμε αυτήν την εμπειρία μας με τους άλλους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αφηγήσεις ήταν απαραίτητες στον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι τοιχογραφίες των προϊστορικών σπηλαίων που χρονολογούνται πριν 30.000 χρόνια, αναπαριστούν δραματικές σκηνές που πιθανότατα συνδυάζονταν με προφορική εξιστόρηση. Ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να τις αναζητά και να διδάσκεται από αυτές.

Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντιμετωπίζουν το διάβασμα ως το χόμπι ενός εσωστρεφούς χαρακτήρα. Μια σιωπηλή δραστηριότητα για ένα πρόσωπο που αρέσκεται στην ησυχία, αφαιρουμένων των φωνών με τις οποίες γεμίζει το κεφάλι του και οι οποίες προέρχονται από το κείμενο που αναγιγνώσκει. Αλλά στα 5.000 περίπου χρόνια που οι άνθρωποι γράφουν και διαβάζουν, όπως το αντιλαμβανόμαστε, η κοινωνική ατομική αυτή δραστηριότητα – ένας άνθρωπος με ένα βιβλίο – είναι μια σχετικά νέα μορφή διάθεσης ελεύθερου χρόνου.

Για αιώνες, οι Ευρωπαίοι που μπορούσαν να διαβάσουν, το έκαναν δυνατά. Οι αρχαίοι Ελληνες διάβαζαν τα κείμενά τους φωναχτά. Το ίδιο συνέβαινε και με τους μοναχούς της σκοτεινής εποχής της Ευρώπης. Αλλά μέχρι τον 17ο αιώνα, η κοινωνία της ανάγνωσης στην Ευρώπη είχε αλλάξει δραστικά. Οι τεχνολογίες κειμένου, όπως ο κινητός τύπος, και η άνοδος της λαϊκής γραφής βοήθησαν στην προώθηση της πρακτικής που αγαπάμε σήμερα: διαβάζουμε λέξεις, χωρίς να τις εκφέρουμε φωναχτά, επιτρέποντας σε αυτές να οικοδομήσουν σιωπηλά έναν διαφορετικό κόσμο στον νου μας.

Η ανάγνωση είναι ένας τρόπος να σκέφτεσαι μέσα από το μυαλό ενός άλλου ανθρώπου, με αποτέλεσμα να σε κάνει να αναπτύσσεις το δικό σου. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, εκείνο που γινόμαστε εξαρτάται από το τι διαβάσαμε, όταν οι δάσκαλοι τέλειωσαν με μας. Προσωπικά, κατάλαβα πολύ νωρίς ότι το διάβασμα ήταν μια εντελώς ατομική υπόθεση (όσο πιο νωρίς το αντιλαμβάνεσαι αυτό τόσο πιο καλά) και ρίχτηκα με τα μούτρα σε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου. Σχεδόν αποκλειστικά σε εξωσχολικά αναγνώσματα.

Κάθε άνθρωπος, όταν διαβάζει, μεγεθύνει τους τρόπους με τους οποίους υπάρχει στον κόσμο. Οι αναγνώστες θεωρούνται όλο και περισσότερο συν-συγγραφείς. Η χειρονομία, η κατάθεση του συγγραφέα ο οποίος επινοεί, δεν σημαίνει πλέον μόνο μια οριζόντια σχέση πομπού – δέκτη. Δημιουργείται και ένας χώρος που απλώνει, και σε κάθε συγγραφέα αντιστοιχούν πληθώρα μοναδικών αναγνωστών που «ξαναγράφουν», ερμηνεύουν το βιβλίο του.

Ο χρόνος για ανάγνωση είναι οπουδήποτε: δεν απαιτείται συσκευή, δεν υπάρχει χρόνος και χώρος. Είναι η μόνη «τέχνη» που μπορεί να ασκηθεί σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, όποτε έρχεται η κλίση, έρχεται και ο χρόνος, δηλαδή ο χρόνος για ανάγνωση. Διαβάζει κανείς σε χαρά ή θλίψη. Ειδικά σε θλίψη, ή σε ασθένεια, το βιβλίο για την υγεία ή την ασθένεια που διαβάζουμε δεν είναι αυτό που σκέφτεται για μας, αλλά αυτό που μας κάνει να σκεφτούμε. Πιστεύουμε ότι ο πόνος και η θλίψη μας είναι πρωτοφανείς στην ιστορία του κόσμου, αλλά στη συνέχεια διαβάζουμε: «Υπήρξαν βιβλία που με δίδαξαν ότι τα πράγματα που με βασάνιζαν ήταν τα ίδια εκείνα πράγματα που με έφερναν σε επαφή με όλους τους ανθρώπους που υπήρξαν ζωντανοί ή που δεν έζησαν ποτέ» είπε ο αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής James Baldwin.

Ωστόσο, δεν μπορεί να μη δυσθυμήσει ελαφρώς κανείς όταν δει τα βιβλία που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα σπουδών του Γυμνασίου Σμιθ, στο μακρινό Σεν Λιούις του Μιζούρι, εν έτει 1905, όταν αποφοιτούσε από τις τάξεις του ο Τ. Σ. Ελιοτ: «Αρχές Ρητορικής» του Χιλ, «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, Μίλτον, Μακόλεϊ, Αντισον, Μπερκ, Μπράουνινγκ, το τρίτο και το τέταρτο βιβλίο της «Αινειάδας» του Βιργιλίου, Οβίδιος, Κικέρωνας, η «Ιλιάδα» του Ομήρου, η «Ανδρομάχη» και ο «Οράτιος» του Ρακίνα, οι «Αθλιοι» του Ουγκό, ο «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, οι «Μύθοι» του Λαφοντέν…

Οι καλύτερες στιγμές στην ανάγνωση είναι όταν συναντάμε κάτι – μια σκέψη, ένα συναίσθημα, έναν τρόπο να κοιτάζουμε τα πράγματα – που σκεφτήκαμε πως είναι γραμμένο ειδικά για μας. Οταν το βρούμε, συνειδητοποιούμε πως έχει καταγραφεί από κάποιον άλλον, από ένα πρόσωπο που δεν γνωρίσαμε ποτέ, ένα πρόσωπο που μπορεί ναι να μην υπάρχει πια. Είναι σαν να έχει έρθει ένα χέρι και να έχει πάρει το δικό μας.

«Ένας αναγνώστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ένας μη αναγνώστης μόνο μία» λέει ο αμερικανός συγγραφέας George R.R. Martin. Η ανάγνωση πολλαπλασιάζει το εν δυνάμει μας, το μεγεθύνει, το οδηγεί σε θαυμαστά και άγνωστα πεδία, μέσα από πολυποίκιλες ατραπούς που δεν θα φανταζόμασταν ποτέ, για να μας παραδώσει μετά το τέλος της ανάγνωσης και πάλι τον εαυτό μας, αλλαγμένο. Τα βιβλία είναι φορητή μαγεία. Σε όποια μορφή πλέον, πάνε παντού, μας δίνουν τη δυνατότητα να μεταφέρουμε εύκολα σε μια βαλίτσα, σε ένα σακίδιο, σε μια σακούλα, σε ένα κινητό ή να τα εναποθέσουμε, με την απόλαυση της παρατατικότητας, στις βιβλιοθήκες μας.


Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.


Η αξία του λογοτεχνικού βιβλίου, 
του Παντελή Λιάκα, By Literature | May 9, 2015 

Για ποιο λόγο διαβάζουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο; Ποια είναι η χρησιμότητά του; Μπορεί η λογοτεχνία να αλλάξει τη ζωή και τον κόσμο που μας περιβάλλει;     

Η λογοτεχνία είναι μια απόδραση από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας. Είναι μια κατά μέτωπο επίθεση στην καθημερινότητα, όχι η άρνησή της. 

H λογοτεχνία μπορεί να δώσει αξία στα μικρά, ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητας. Μπορεί να τα χρωματίσει και να τα κάνει εμφανή. Να αποκαλύψει χιλιάδες αλήθειες που κρύβονται πίσω από αυτά. Η λογοτεχνία ωθεί τον αναγνώστη να δει, τον κόσμο και τα πράγματα που τον αποτελούν, από διαφορετικές οπτικές γωνίες. 

Η λογοτεχνία παρέχει μια πλατφόρμα στους συγγραφείς. Εκεί μπορούν  να ακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Η λογοτεχνία προκαλεί μια ποικιλία διαφορετικών συναισθημάτων. Μας κάνει να γελάμε περισσότερο. Να κλαίμε περισσότερο. Να ονειρευόμαστε περισσότερο. Να αγαπάμε περισσότερο. Να πεισμώνουμε περισσότερο. Να φωνάζουμε περισσότερο. Να διεκδικούμε περισσότερο. Είναι σαν να επιστρέφουμε στην παιδική μας ηλικία. 

Η λογοτεχνία είναι ένα απέραντο ταξίδι. Η απόλαυση έγκειται στο ταξίδι, όχι στον προορισμό. Όσο μεγάλο και αν είναι, πάντα μας γυρίζει σε ένα ασφαλές λιμάνι. Μόνο που το λιμάνι της επιστροφής, δεν είναι ποτέ πια το ίδιο. Η λογοτεχνία μοιάζει με ένα θεατρικό έργο. Ο αναγνώστης, έστω και για λίγο, γίνεται ο άρχοντας της ανάγνωσης. Είναι ο σκηνοθέτης της παράστασης που λέγεται ανάγνωση στο μεγάλο θέατρο της ζωής. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος. Προσαρμόζει το κοστούμι στα δικά του μέτρα. Δεν ταυτίζεται και δεν υποδύεται μηχανικά το ρόλο του. Αντίθετα αναπλάθει τις εικόνες με το δικό του υλικό, τις δικές του εμπειρίες και τις δικές του προσδοκίες. 

Η  λογοτεχνία οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ανεξερεύνητο κομμάτι του εαυτού του, και τον  μεταφέρει σε κόσμους που δεν θα μπορούσε ποτέ να επισκεφθεί.

Η λογοτεχνία είναι ο ισχυρότερος πολέμιος της πληκτικής και πεζής πραγματικότητας.  Ο λόγος που διαβάζει κάποιος λογοτεχνικά βιβλία, είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που μιλάει. Δηλαδή προσπαθεί να επικοινωνήσει. Να εκφραστεί. Να αποκομίσει πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες.Όταν ένας αναγνώστης ξαναδιαβάσει το ίδιο λογοτεχνικό βιβλίο, ενδέχεται να το ερμηνεύσει με νέο τρόπο. Το βιβλίο έχει διαχρονική εμβέλεια, και εκλαμβάνεται από τον καθένα διαφορετικά (ανάλογα την ηλικία, την χώρα, το περιβάλλον, τις προτιμήσεις, την ψυχολογική κατάσταση κτλ). Όπως έλεγε ο Ρενέ Ντεκάρτ: Η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν τη συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος. Η ιστορία που περικλείεται σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, δημιουργεί διόδους διεύρυνσης της φαντασίας. Με άλλα λόγια προσκαλεί τον αναγνώστη  να φανταστεί τον εαυτό του μέσα σε αυτή την ιστορία.

Η λογοτεχνία επιτρέπει στον αναγνώστη  να βάλει τον εαυτό του μέσα στα παπούτσια του χαρακτήρα της ιστορίας. Όταν συμβεί αυτό, τότε μπορεί να κατανοήσει το βαθύτερο συναισθηματικό και ψυχολογικό του κόσμο. 

Η λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται και συνυπάρχουν όλες οι επιστήμες. Είναι ένα μωσα’ι’κό ποικίλων χρωματισμών, που το καθένα ξεχωριστά, δίνει μια ιδιαίτερη πινελιά στο τελικό αποτέλεσμα.   Η μυρωδιά ενός φρεσκοκομμένου βιβλίου, μοιάζει με τη μυρωδιά ενός ψωμιού που βγήκε από το φούρνο. Ο αναγνώστης πέφτει με τα μούτρα και το ξεφυλλίζει, μυρίζοντας με βουλιμία τις σελίδες του. 

Η λογοτεχνία συλλαμβάνει τις καρδιές και το μυαλό των αναγνωστών και κατόπιν τα τοποθετεί στο μέρος όπου περικλείεται η ιστορία του βιβλίου.

Η λογοτεχνία δημιουργεί στον αναγνώστη το συναίσθημα, ότι βρίσκεται μέσα στη λογοτεχνία. Μετά από αυτό νιώθει τη ζωή του πλήρη και γεμάτη νόημα.   Η ανάγνωση της τελευταίας σελίδας ενός λογοτεχνικού βιβλίου, μοιάζει με μια φιλική συνομιλία που τελειώνει. Η παρέα του θα λείψει στον αναγνώστη, όμως δεν θα την ξεχάσει ποτέ. 

Η λογοτεχνία μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της πραγματικής και της φανταστικής ζωής. Όπως τα τρένα και τα αεροπλάνα, με τον ίδιο τρόπο τα βιβλία, δεν μας ταξιδεύουν μόνο σε χώρες, αλλά και σε κόσμους μακρινούς και φανταστικούς. Τα βιβλία δηλαδή, προσφέρουν στον αναγνώστη μια πραγματικότητα που δεν έχει ζήσει, αλλά θα ήθελε να το είχε κάνει. Η λογοτεχνία αντανακλά τα πιο κρυφά όνειρα. Αποκαλύπτει τη ζωή που θα ήθελε κάποιος να έχει. Είναι μια μεταφορά της ζωής του αναγνώστη στα μάτια κάποιου άλλου. Η λογοτεχνία αποσκοπεί να διεισδύσει στα πιο βαθιά μονοπάτια της ψυχοσύνθεσης του αναγνώστη. Καθρεπτίζει τα ανθρώπινα επιτεύγματα και τις δυνατότητες του ανθρώπου. 

Η λογοτεχνία γεμίζει τους αναγνώστες με εμπειρίες που θα αποδειχθούν πολύτιμες στο μέλλον. Ο αναγνώστης μπορεί να ανταπεξέλθει πολύ πιο εύκολα στις δύσκολες καταστάσεις που θα συναντήσει στην ζωή του. 

Η λογοτεχνία είναι ένα ανέξοδο ταξίδι σε άλλους τόπους. Ένα βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ή ένα ιστορικό μυθιστόρημα ταξιδεύει στο παρελθόν. Ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ταξιδεύει στο μέλλον. Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του άγχους και της μοναξιάς. Γενικότερα το διάβασμα, είναι πιο αποδοτικό από τη μουσική, την τηλεόραση, και τον κινηματογράφο. 

Η λογοτεχνία αυξάνει την ενσυναίσθηση του αναγνώστη. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να καταλάβει τα συναισθήματα των γύρω του πολύ πιο εύκολα. Οι αναγνώστες που παρασύρονται συναισθηματικά από ένα βιβλίο φαντασίας, έχουν αναπτύξει περισσότερο την ενσυναίσθησή τους, σε σύγκριση με άλλους, που δεν έχουν κάνει κάτι τέτοιο. Η λογοτεχνία είναι η πλήρη κατανόηση και όσμωση της της ζωής. 

Η λογοτεχνία μπορεί να αναπτύξει την εκτίμηση για τη διαφορετικότητα. Η λογοτεχνία είναι ένα μικρό λυχνάρι που φωτίζει το σπήλαιο του πνεύματός μας. Το φως του μένει μέσα μας, μας κάνει ευτυχείς και πιο σοφούς. Ακολούθως μπορούμε να το μεταλαμπαδεύσουμε στους γύρω μας. Η λογοτεχνία μπορεί να αναπτύξει την κριτική ικανότητα. Να διαμορφώσει τη προσωπική κοσμοθεωρία του εκάστοτε αναγνώστη. 

Η λογοτεχνία είναι ένας καλός φίλος. Είναι πάντα να ακολουθήσει τον αναγνώστη και να του κρατήσει συντροφιά σε κάθε περίσταση. Η λογοτεχνία κλείνει μέσα της όλες τις απαραίτητες γνώσεις και πληροφορίες για τους ανθρώπους και τους τόπους, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Μέσω της λογοτεχνίας μπορούμε να βρούμε εύκολα και γρήγορα τις απαντήσεις σε όλα όσα μας απασχολούν. 

Η λογοτεχνία υπενθυμίζει στους αναγνώστες ότι ο κόσμος είναι πλουραλιστικός και αποτελούμενος από διαφορετικά είδη ανθρώπων. Η λογοτεχνία είναι σύμμαχος του γραπτού λόγου. Το διάβασμα εμπλουτίζει το λεξιλόγιο. Βελτιώνει την έκφρασή. Όποιος διαβάζει, συνήθως γράφει και καλύτερα. 

Η  λογοτεχνία προκαλεί ένα σύνολο διαφορετικών συναισθημάτων όπως: την αίσθηση του δέους, της έκπληξης, της χαράς, του φόβου, της λύτρωσης, της σαγήνης. Η λογοτεχνία προσφέρει ένα χώρο ελεύθερης δημιουργικότητάς για τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία περικλείει μια ποικιλία συναισθημάτων και γεγονότων. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν ανέφικτο να τα νιώσει ο αναγνώστης.   Η λογοτεχνία προτρέπει τους αναγνώστες να φανταστούν τον κόσμο τους καλύτερο. Όσοι διαβάζουν βιβλία, συνήθως προσπαθούν να βελτιώσουν τον κόσμο που ζουν. Η λογοτεχνία προβληματίζει τους αναγνώστες. Αποτινάσει τη μοναξιά, και τα εγωιστικά ίχνη του εαυτού τους. Αποσκοπεί να ανοίξει τα μάτια τους, ώστε να ατενίσουν την αλήθεια.Η λογοτεχνία προετοιμάζει για την αποτυχία (ο φόβος της αποτυχίας βρίσκεται μέσα σε όλους). Μια ιστορία αποτελείται από συνεχή σκαμπανεβάσματα των χαρακτήρων του και βοηθά τον αναγνώστη να αποδεχτεί τις στιγμές στις οποίες έχει αποτύχει. Μέσω της λογοτεχνίας γίνεται κάποιος εξυπνότερος, δραστήριος, εργατικός. Αυξάνει τη νοητική λειτουργία του εγκεφάλου. Αποβάλει το στρες. Μειώνει τη κατάθλιψη. Προστατεύει από τη νόσο Αλτσχάιμερ.   

Η λογοτεχνία ωθεί τους αναγνώστες να πετύχουν τους στόχους της ζωής τους. Δημιουργεί ένα ιδιαίτερο συναίσθημα.  Ένα συναίσθημα που αγγίζει τη ψυχή του αναγνώστη. Τον ταρακουνά τόσο δυνατά, καταφέρνοντας να αφυπνίσει τη συνείδησή του. Μετά από αυτό βλέπει το κόσμο με άλλη ματιά.  

Η λογοτεχνία θυμίζει τα λόγια του Mark Twain: ” τα βιβλία είναι για τους ανθρώπους που επιθυμούν να είναι οπουδήποτε”. Εισχωρώντας στο μυαλό των χαρακτήρων, και κατανοώντας τα συναισθήματά τους, είναι σαν να ζει κανείς τη ζωή άλλων ανθρώπων. Νιώθει πράγματα που δεν ένιωσε ποτέ .Οι απόψεις για την λογοτεχνία, τις περισσότερες φορές δεν είναι αντικειμενικές. Κατά τον Μπλάκμπουρν ο εγκέφαλος είναι μια τεράστια μηχανή αναζήτησης που ψάχνει νοήματα και εικόνες, που ταιριάζουν σε μια λέξη-κλειδί.

 Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ένα βιβλίο δεν λέει ποτέ τα ίδια πράγματα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι εξηγείται λοιπόν όταν, ένα βιβλίο είναι αριστούργημα για κάποιον, ενώ για κάποιον άλλον παραμένει μισοτελειωμένο στο ράφι. Η λογοτεχνία γλυκαίνει το στόμα του αναγνώστη, όπως μια σοκολάτα. Όταν τελειώσει το βιβλίο, οι γλυκές αναμνήσεις του θα τον συντροφεύει για πολύ καιρό ακόμα.Η λογοτεχνία υπερχειλίζει το σώμα του αναγνώστη. Ο παλμός της καρδιάς του αρχίζει να καλπάζει, σαν ένα κοπάδι αλόγων που τρέχει σε μεγάλες εύφορες πεδιάδες.  Δημιουργεί την αίσθηση πληρότητας, όπως μια κάμπια που πετά στον αέρα και μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.




01.08.2017
Το να εμφυσήσεις την αγάπη για το βιβλίο στα παιδιά είναι δύσκολο εγχείρημα την εποχή του Ιντερνετ...


Η αγάπη των Ελλήνων για τα βιβλία είναι ένα ποτήρι άλλοτε μισοάδειο, άλλοτε μισογεμάτο. Η μόνη ελπίδα να το απογεμίσουμε με φρέσκο νεράκι είναι να κατορθώσουμε να εμφυσήσουμε στα μικρά παιδιά τη βιβλιοφιλία. Δύσκολο εγχείρημα ομολογουμένως στην εποχή των πολλαπλών και καταιγιστικών ερεθισμάτων, που την προσοχή των μικρών παιδιών διεκδικούν καθημερινά η τηλεόραση, ο υπολογιστής και το τάμπλετ, και ο ελεύθερος χρόνος τους μοιράζεται ανάμεσα σε χρονοβόρες μετακινήσεις και αναρίθμητες εξωσχολικές δραστηριότητες και μαθήματα. Μπορούμε και πώς να μάθουμε τα παιδιά να αγαπούν τα βιβλία;

Απευθύναμε την ερώτηση σε μερικούς από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς παιδικών αναγνωσμάτων. «Μπορούμε να τους διαβάζουμε βιβλία, να παίζουμε με βιβλία, να κυνηγάμε εκδηλώσεις βιβλίου, να σκορπάμε βιβλία στον χώρο όπου μεγαλώνουν και να περιμένουμε ώσπου η περιέργειά τους να τα κάνει να ξεφυλλίσουν μερικά από αυτά», ήταν η συμβουλή του Αντώνη Παπαθεοδούλου. Ο Φίλιππος Μανδηλαράς μάς πρότεινε «από μικρή ηλικία να παίρνουμε τα παιδιά μαζί μας στο βιβλιοπωλείο, να τους δείχνουμε αυτόν τον χώρο-τέμενος για τα βιβλία κι εκεί να τους μαθαίνουμε πώς διαλέγουμε ένα βιβλίο, ότι κοιτάμε την ιστορία, το οπισθόφυλλο κ.λπ. Το παιδί έτσι θα αγαπήσει σταδιακά το βιβλίο, θα επιλέγει μόνο του και κάπως έτσι θα αποκτήσει αναγνωστική συνείδηση».

Ολοι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο ρόλος του γονιού είναι καθοριστικός: «Να αφήνουμε τα παιδιά να διαλέγουν. Να διαβάζουμε συχνά μαζί, δυνατά», προτρέπει η Ελένη Ανδρεάδη, ενώ ο Ευγένιος Τριβιζάς παροτρύνει τους γονείς να επιλέγουν παιδικά βιβλία που και οι ίδιοι απολαμβάνουν και στέκεται επίσης στη συνύπαρξη παιδιού και γονιού πάνω από ένα βιβλίο: «Η έννοια της “συναπόλαυσης” είναι καθοριστική. Αν οι γονείς διαβάζουν στο παιδί μια ιστορία που αφήνει τους ίδιους αδιάφορους, εκείνο διαισθάνεται και αντιδρά ανάλογα. Αν όμως διασκεδάζουν οι ίδιοι με την όλη διαδικασία, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να μεταδώσουν στο παιδί την αγάπη για το διάβασμα». Φυσικά, πολύ σημαντικό είναι να αγαπούν οι ίδιοι οι γονείς τα βιβλία και να τους βλέπουν τα παιδιά να διαβάζουν και να αντλούν απόλαυση από αυτό.

Ποιος όμως είναι ο ρόλος του σχολείου σε όλη αυτή την προσπάθεια; Η Καλλιόπη Κύρδη είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας, υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων στην Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας: «Το σχολείο μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για ανάγνωση, όπως δραστηριότητες με μορφή παιχνιδιού που εμπλέκουν βιβλία, ώρα ανάγνωσης όπου δάσκαλος και παιδιά επιλέγουν και διαβάζουν βιβλία, αναπάντεχες γωνιές του σχολείου όπου μπορεί να γίνει μια ατμοσφαιρική ανάγνωση, προτάσεις για βιβλία που συνδέονται με τα ενδιαφέροντα κάθε παιδιού, υποστήριξη των επιλογών τους, χρόνος για να μιλήσουν για τα βιβλία που διαβάζουν».

Εμπιστοσύνη στη δουλειά που μπορεί να κάνει το σχολείο στη διαμόρφωση μικρών –και μεγάλων– βιβλιοφάγων δείχνει και η Αλκη Ζέη, που μας εξομολογήθηκε ότι «η πείρα μου από τις επισκέψεις στα σχολεία της Ελλάδας μού έδειξε ότι διαβάζουν εκείνα τα παιδιά που ο δάσκαλός τους έχει πάθος με τα βιβλία και βρίσκει χίλιους δύο τρόπους να τα κάνει να διαβάσουν. Αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο με υπέροχο τρόπο και ξαφνικά σταματά και λέει “η συνέχεια αύριο” ή τους προτείνει να “παίξουν” το βιβλίο, να υποδυθούν τους ήρωες. Εγώ θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό παιδί, έπαιζα με την αδερφή μου τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, για παράδειγμα τον “Τρελαντώνη”. Εγώ έκανα την Πουλουδιά και η αδερφή μου τον Τρελαντώνη». Αντίθετα, ο Ευγένιος Τριβιζάς πιστεύει ότι ο ρόλος του σχολείου είναι «καταστροφικός».

Και εξηγεί: «Μεγάλο μέρος των σχολικών βιβλίων είναι βαρετά, κουραστικά έως και απωθητικά. Ταλανίζουν τόσο τα παιδιά, ώστε μέσα από μια διαδικασία γενίκευσης εξηρτημένων αντανακλαστικών αισθάνονται στην υπόλοιπη ζωή τους απέχθεια για οποιοδήποτε έντυπο, με την εξαίρεση ίσως των καρνέ επιταγών».

Τι λένε οι συγγραφείς για το καλό παιδικό βιβλίο

Αλκη Ζέη: «Το παιδί ψάχνει να βρει τον εαυτό του στο βιβλίο. Αν ο ήρωας είναι πραγματικό παιδί, τον αγαπά και διαβάζει το βιβλίο. Προσπαθώ, όταν γράφω για ένα παιδί 10 χρονών, εκείνη την ώρα να γίνομαι αυτό το παιδί».

Φίλιππος Μανδηλαράς: «Είναι αυτό που κάνει το παιδί να ταξιδεύει σε έναν νέο κόσμο, είναι σαν να μπαίνει σε ένα καράβι και να ταξιδεύει στη θάλασσα».

Αντώνης Παπαθεοδούλου: «Ενα καλό παιδικό βιβλίο πρέπει να αφηγείται κάτι νέο και πρωτότυπο ή κάτι γνωστό και ειπωμένο, αλλά με έναν ολότελα νέο τρόπο. Πρέπει να τιμά τα παιδιά και να μην τα θεωρεί εύκολο κοινό. Να σέβεται το εύπλαστο της ηλικίας τους και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της. Να σέβεται το δικαίωμα των παιδιών για ένα αισιόδοξο τέλος όσο δύσκολο κι αν είναι το θέμα του. Και να “διδάσκει” περισσότερα στον πρωταγωνιστή μέσα από την ιστορία και λιγότερα απευθείας στον αναγνώστη».

Καλλιόπη Κύρδη: «Αν εμείς, ως έμπειροι αναγνώστες, χαρούμε με την ανάγνωση ενός βιβλίου για παιδιά, χαμογελάσουμε, νιώσουμε αγωνία, συμπάσχουμε με τους ήρωες, χαθούμε στην εικονογράφηση, δηλαδή αν το απολαύσουμε, τότε είναι ένα καλό παιδικό βιβλίο».

Ελένη Ανδρεάδη: «Θα δανειστώ από τον παιδικό συγγραφέα Ανταμ Γκίντγουιτς. Αν ένα παιδί διαβάσει όλο το βιβλίο, το κλείσει και το κρατήσει σφικτά στην αγκαλιά του λέγοντας “αγαπώ αυτό το βιβλίο”, τότε είναι ένα καλό βιβλίο».


Ευγένιος Τριβιζάς: «Να γοητεύει και να διασκεδάζει το παιδί, να διευρύνει τους δημιουργικούς του ορίζοντες και να καλλιεργεί τη φαντασία του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου