2.1.11

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
ΣΤΟ ΝΙΚΟ Ε……1949
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 όπου σπούδασε Ιατρική. Πέθανε το 2005,
καταβεβλημένος από χρόνια προβλήματα υγείας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής
συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά την διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού
Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε
έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948 ενώ το
1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την
γενική αμνηστία το έτος 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το
επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη ενώ το 1978
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενα του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και
αργότερα στο το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και
αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματα του, καθώς και και κριτικές δημοσιεύτηκαν
αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959 - 1961 εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ
υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και
του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος
διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου
έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματα του ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά,
τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του
Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς “Δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες
διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης,
για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία»
είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική.”.
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας
του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο
θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που
άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”.
Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι
μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η
πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων Με πένθιμο χρώμα […] …Νόμισα
πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο
θερμαστή Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου
είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε
τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] ( Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος
να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι στίχοι του
φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται ένα φως που
μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως. Η δύναμη
του ποιητικού του έργου, υπερβαίνοντα τις κομματικές ταμπέλες, κατάφερε να εκφράσει
την αβεβαιότητα, την αποξένωση, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης εποχής.
Το πιο γνωστό του ποίημα ήταν το «Μιλώ», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
ΜΙΛΩ...
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Χαρακτηριστικά:1) τραγική σοβαρότητα, έλλειψη ψευδαισθήσεων και οραματισμών,
ρομαντική τρυφερότητα, απαισιοδοξία και μελαγχολία, έντονη πολιτικοποίηση.
2)Οι ποιητές της περιόδου αυτής χωρίζονται σε τρεις ομάδες. Αυτή που έκανε την εμφάνισή
της το 1941, αυτή του 1950 και αυτή που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 60.
Η ποίηση αυτής της περιόδου μπορεί με βάση τα χαρακτηριστικά της να χωριστεί σε 3 τάσεις:
Α. την ποίηση με τους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους (εκπρόσωποι: Μανόλης
Αναγνωστάκης, Άρης Αλεξάνδρου)
Β. την ποίηση που έδινε έμφαση στο υπαρξιακό άγχος και την αγωνία που χαρακτηρίζει τον
σύγχρονο άνθρωπο (εκπρόσωποι: Μηνάς Δημάκης, Μίλτος Σαχτούρης)
Γ. την ποίηση που προσπαθεί να κάνει μια ριζική ανανέωση. (εκπρόσωποι: Νάνο Βαλαωρίτη,
Τ. Βαρβιτσιώτης)
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
«Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ»
Η οδυνηρή επίγνωση της δύσης μιας ολόκληρης εποχής και η αθλιότητα του Εμφυλίου που
ακολούθησε, η γενικευμένη παρακμή και η παρατεταμένη θλίψη, ο πόνος που δεν
απαλύνεται και η αισιοδοξία που μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται. Και μέσα σε όλα αυτά
ένα αδιαπραγμάτευτο προσωπικό χρέος: η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας.
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έρχεται να αποτυπώσει τη σύνθλιψη μιας γενιάς που έζησε τον
σπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου, μια ιστορική συγκυρία αδιανόητης σκληρότητας και ακραίας
απανθρωπιάς που πραγμάτωσε τον σουρεαλισμό στην πιο αδυσώπητη εκδοχή του. Εάν σε τέτοιες
συνθήκες ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να εκμηδενίσει τα πρόσωπα, τότε αυτό που πέτυχε ο ποιητής
είναι πραγματικά σπουδαίο: κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής
συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται.
ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ:
Η έντονα πολιτική ποίηση.
Ο εξομολογητικός χαρακτήρας.
Η ποιητική επεξεργασία της μνήμης και του βιώματος.
Ο απαισιόδοξος, αιχμηρός και διδακτικός τόνος.
Η κυριολεξία και ακριβολογία.
Η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ:
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Παρενθέσεις» που δημοσιεύθηκε το 1949.Γράφτηκε στη
φυλακή του Γιεντί Κουλέ, όπου ο 24χρονος τότε Αναγνωστάκης είχε οδηγηθεί για τις
αριστερές του πεποιθήσεις. Εκεί ζει την εφιαλτική εμπειρία του μελλοθάνατου και
απεγνωσμένα αναζητά τον ποιητικό λόγο, ο οποίος θα αισθητοποιήσει τις δραματικές
στιγμές που βιώνει.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ:
Αποτελεί απάντηση στο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου «Ποίηση 1948», τονίζοντας την
ευθύνη που έχει ο ποιητής απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα. Ο ίδιος ο τίτλος
δηλώνει ότι το ποίημα του Αναγνωστάκη έχει αποδέκτη τον Εγγονόπουλο, ενώ η
χρονολογία 1949 δηλώνει την ψυχική κατάσταση του ποιητή, που βρισκόταν
φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο για τα αριστερά του φρονήματα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ
ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ:
Η χρονολογία 1949 είναι ένα έτος μετά τη δημοσίευση του ποιήματος του Εγγονόπουλου.
Υπάρχει θεματική σχέση ανάμεσα στα δύο ποιήματα (ο εμφύλιος σπαραγμός)
Ο Αναγνωστάκης μιμείται σκόπιμα τη γραφή του Εγγονόπουλου.
Ο καταληκτικός στίχος που δίδεται μέσα σε παρένθεση και αποτελεί τη φωνή του ποιητή.
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: στίχοι 1-10
Ο ποιητής αναφέρεται στη συλλογική μοίρα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: στίχοι 11-14
Η επιθανάτια αγωνία του ποιητή για τη μοίρα του.
ΤΡΙΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: στίχος 15
Το χρέος του ποιητή.
Η δομή του ποιήματος αρθρώνεται γύρω από τέσσερα άναρθρα ουσιαστικά:
Φίλοι, φωνές, ερείπια, εφιάλτες
Ο ποιητής με δραματική εικονοποιία συγκεκριμενοποιεί τον εμφύλιο σπαραγμό, εμμένοντας όχι στο
φυσικό τοπίο, αλλά στα βάσανα και στα μαρτύρια των ανθρώπων.
ΣΤΙΧΟΙ 1-10:ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ο ποιητής με μια σειρά ρεαλιστικών εικόνων αποδίδει την τραγική πραγματικότητα: ένας-
ένας οι φίλοι και σύντροφοί του εκτελούνται, αποκαλύπτοντας τη μοίρα του πολιτικού
κρατουμένου. Η φωνή της τρελής μάνας που τριγυρνά μέσα στους δρόμους, αναζητώντας
και θρηνώντας για το παιδί της, δίνει το στίγμα της πραγματικότητας
Το κλάμα ενός παιδιού που δεν βρίσκει απάντηση αποκαλύπτει το μέγεθος της φρίκης.
Δυστυχία και μοναξιά. Εικόνες ερειπίων. Οι υλικές καταστροφές και τα συντρίμμια είναι το
σκηνικό μέσα στο οποίο κινούνται οι επιζώντες. Η σημαία, το σύμβολο του έθνους, έχει
σαπίσει. Το μίσος και ο διχασμός των Ελλήνων καταρρακώνουν κάθε ιδανικό, η
αδελφοκτονία οδηγεί στην έκπτωση του εθνικού ιδεώδους.
ΣΤΙΧΟΙ 11-14:ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Οι μελλοθάνατοι στα κελιά τους βιώνουν εφιαλτικές στιγμές, πριν την εκτέλεσή τους. Οι
συνθήκες κράτησης για τον ποιητή και τους συντρόφους του είναι πολύ σκληρές. Ο ύπνος
τους είναι δύσκολος και ταραγμένος πάνω στα σιδερένια κρεβάτια και οι εμπειρίες του
εμφυλίου μεταπλάθονται σε φρικιαστικούς εφιάλτες τα ξημερώματα, την ώρα που το φως της
ζωής τους λιγοστεύει, αφού το ξημέρωμα είναι η ώρα των εκτελέσεων
ΣΤΙΧΟΣ 15:ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Με τον τελευταίο στίχο τονίζεται το χρέος του ποιητή απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα.
Είναι εκείνος που καλείται να καταγράψει και να καταγγείλει όλα τα κακώς κείμενα, να δει
την ιστορία κατά μέτωπο και να αποτυπώσει την αλήθεια. Ο Αναγνωστάκης πιστεύει στη
ρεαλιστική άποψη της ποίησης ως καθρέφτη της ζωής και στον κοινωνικό ρόλο του
καλλιτέχνη, ο οποίος συνίσταται στην καταγραφή των γεγονότων του καιρού του.
Είναι πολύ περισσότερο αγωνιστικός από τον Εγγονόπουλο και απορρίπτει την άποψη
παραίτησής του, την οποία και θεωρεί λιποταξία. Η ποίηση κατά τον Αναγνωστάκη οφείλει
όχι να σιωπά στους χαλεπούς καιρούς, αλλά να διαμαρτύρεται και να καταγγέλλει, να
υψώνει το ηθικό της ανάστημα και να διεκδικεί ένα καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Μόνο
τότε θα επιτελέσει τον σκοπό της.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Η απάντηση στο ερώτημα της παρένθεσης του καταληκτικού στίχου είναι αυτονόητη: Ο
ποιητής θα μιλήσει για όλα αυτά. Η κατάληξη του ποιήματος αποκαλύπτει τη λαχτάρα του
Αναγνωστάκη να βρουν ποιητική έκφραση όλες οι οδυνηρές στιγμές που βιώνει. Παράλληλα
καλεί όλους τους ποιητές να αναλάβουν το χρέος τους και να καταγγείλουν τον
παραλογισμό του εμφυλίου.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΟΙΝΑ ΣΗΜΕΙΑ
Ο λιτός και τεμαχισμένος λόγος
Ο ελεύθερος στίχος.
Το οδυνηρό κλίμα του εμφυλίου.
Η αναφορά στον ρόλο της ποίησης και του ποιητή.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ-ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ:
ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Ο Αναγνωστάκης είναι μελλοθάνατος, ενώ ο Εγγονόπουλος παρατηρητής.
Ο Αναγνωστάκης προσδιορίζει την περίοδο μα συγκεκριμένες αναφορές, ενώ ο
Εγγονόπουλος καθορίζει υπαινικτικά το κλίμα( εποχή σπαραγμού, αγγελτήρια θανάτου)
Ο Αναγνωστάκης τονίζει το χρέος του ποιητή να καταγγείλει όσα συμβαίνουν, ενώ ο
Εγγονόπουλος τονίζει την αδυναμία της ποίησης να λειτουργήσει μέσα σε τόσο αντίξοες
συνθήκες.
ΓΛΩΣΣΑ-ΥΦΟΣ-ΣΤΙΧΟΣ
Το ποίημα είναι γραμμένο σε δημοτική γλώσσα και επιλέγονται εύστοχα λέξεις και
φράσεις, οι οποίες εκφράζουν το κλίμα της εποχής.
Το ύφος είναι λιτό και υπαινικτικό, ο λόγος αφαιρετικός και γυμνός, με ελάχιστη στίξη
και πολλά ουσιαστικά χωρίς άρθρο.
Ο στίχος είναι ελεύθερος και τεμαχισμένος, στην προσπάθεια μίμησης του
Εγγονόπουλου.
Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ:
" Πιστεύω, και δεν είναι η πρώτη φορά που το λέω, πως δεν έχει γραφτεί ή μάλλον δεν
έχει εικονογραφηθεί με κάθε εκφραστικόν μέσο η ιστορία της περιόδου 1946-1950 και
λίγο μετά. Δεν πρόκειται μόνο για τα γεγονότα που κι αυτά κηλιδώνονται,
ωραιοποιούνται ή ξαναπλάθονται με τα σημερινά μέτρα - όσο το κλίμα, η ατμόσφαιρα, η
καθημερινότητα που είναι πράγματα "άπιαστα" και για τον πιο ευσυνείδητο, αλλά
μεταγενέστερο μελετητή ή ιστορικό. Πιστεύω πως η περίοδος του εμφύλιου στην Ελλάδα
υπήρξε η πιο σκληρή, η πιο τραγική, η πιο άγρια, θα πρόσθετα και πολλά άλλα επίθετα
ακόμη, όπως ταπεινωτική ή ανέντιμη μέσα σ' όλη τη νεοελληνική ιστορία. Μ' όλη τη
δραματικότητά της η κατοχή ήταν και μια εποχή έξαρσης, ανάτασης, ελπίδας. Τα
ανθρωπάκια έγιναν ξαφνικά Άνθρωποι, ο μικρός κι ανώνυμος τεντώθηκε στα όρια του μεγαλείου. Στην περίοδο του εμφύλιου οι άνθρωποι εκβιάστηκαν να γίνουν ανθρωπάκια,
οι μεγάλοι να σκύψουν, να ταπεινωθούν, να τσακίσουν, να γίνουν ανώνυμος πολτός.
Αν στην κατοχή, εμείς οι τότε νέοι αποκτήσαμε συνείδηση της ανθρωπιάς, στα κατοπινά
χρόνια υποχρεωθήκαμε να πιούμε ως τον πάτο το δηλητήριο της απανθρωπιάς. Στην
κατοχή το χαμόγελο δεν έλειψε από τα χείλη, το ανέκδοτο έπαιρνε και έδινε, οι
αναμνήσεις μας σήμερα μπλέκονται με πικρές νοσταλγίες και ήχους από ακορντεόν.
Κανείς δεν αποπειράθηκε - γιατί δεν μπορεί - να μιλήσει με χιούμορ για τα χρόνια του
1946 - 1950. Η κατοχή είναι ένας πολύχρωμος πίνακας όπου το μαύρο δένει παράδοξα
αρμονικά με το κόκκινο, με το γαλάζιο, με όλα τα χρώματα της ίριδας. Το χρώμα του
εμφύλιου είναι το μαύρο, ένα απέραντο απ' άκρη σ' άκρη μαύρο κι η μνήμη δεν μπορεί
να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου