23.12.10

ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Ο όρος παιδεία, λόγω της πολυδιαστατικότητάς του, επιδέχεται πολλούς και διαφορετικούς
ορισμούς.
Οι διαφορές αφορούν κυρίως τις μεθόδους και το περιεχόμενο της παιδείας . Πέρα από
αυτό, όμως, μπορούμε να θεωρήσουμε ως αποδεκτούς τους παρακάτω ορισμούς:
1. Παιδεία είναι ένα σύστημα αγωγής, που έχει σαν σκοπό να διαμορφώσει
προσωπικότητες αυθύπαρκτες, ανεξάρτητες και ολοκληρωμένες, ικανές να
αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της συλλογικής ζωής. Δηλ. η παιδεία είναι
ανθρωποπλαστικό ιδεώδες, που απέχει από κάθε χρησιμοθηρία και ωφελιμισμό.
2. Η παιδεία είναι το κληροδοτούμενο από γενεά σε γενεά κεφάλαιο των πνευματικών
αγαθών, που σχηματίζεται μέσα στην ιστορία και από την ιστορία, με τον ατομικό και
συλλογικό μόχθο του ανθρώπου. ( Ε. Παπανούτσος)
3. Παιδεία είναι η πνευματική και ηθική αγωγή των νέων. Η διάπλαση των
διανοητικών δυνάμεων και του χαρακτήρα, ιδιαίτερα με την παροχή συστηματικής
μόρφωσης στα σχολεία και στα άλλα Εκπαιδευτικά ιδρύματα.
(Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών UNESCO)
4. Παιδεία είναι η διαδικασία μεταλαμπάδευσης των πνευματικών κατακτήσεων από τη
μια γενεά στην άλλη.
ΣΤΟΧΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ:
Διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητας :
Ο πρώτος και σημαντικότερος στόχος που θέτει η παιδεία είναι η διαμόρφωση της
προσωπικότητας του ατόμου. Αυτή αναλαμβάνει να του διαμορφώσει έτσι τις πεποιθήσεις,
τις στάσεις και τις αξίες του, ώστε να είναι οργανικά συνδεδεμένες μεταξύ τους και να του
διασφαλίζουν κάθε φορά δημιουργικές και θετικές προσαρμογές στις διαρκώς
μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος. Δηλαδή η παιδεία φροντίζει για το όλο
πρόγραμμα ζωής του ατόμου στη δόμηση και στην προαγωγική εφαρμογή του.
Συγκεκριμένα η παιδεία αναλαμβάνει αρχικά να διεγείρει , να αφυπνίσει και να
αξιοποιήσει τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου. Γι' αυτό και ο πρώτος ρόλος που
καλείται να παίξει είναι η πνευματική καλλιέργεια. Εξάλλου όντας, εξ ορισμού, η παιδεία,
σύνολο πνευματικών κατακτήσεων, έχει στενή και άμεση σχέση με τον πνευματικό κόσμο του
ανθρώπου.
Η πνευματική καλλιέργεια που παρέχει η παιδεία συνίσταται:
α) Στην κατάρτιση του ανθρώπου από άποψη γνώσεων:
Οι γνώσεις αποτελούν τα απαραίτητα και αναγκαία βάθρα στήριξης του προσωπικού
οικοδομήματος. Οι γνώσεις αυτές αφορούν από τη μία τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου
και από την άλλη τον χώρο που το περιβάλλει . Με τις πρώτες κατακτά την αυτογνωσία
και με τις δεύτερες αποκτά συνείδηση του περιβάλλοντος.
β) Στην καλλιέργεια της λογικής, της κριτικής ικανότητας και του προβληματισμού:
Αυτή η διαδικασία δεν αποσκοπεί πουθενά αλλού, παρά στη διαμόρφωση λογικών
ατομικών αξιολογικών κριτηρίων, που δίνουν τη δυνατότητα στο άτομο να λειτουργεί
σαν αυθύπαρκτη, αυτοδύναμη και ανεξάρτητη μονάδα, με δικά του προσωπικά βάθρα
στήριξης. Συγκεκριμένα το άτομο απομακρύνεται από το μύθο, την πλάνη και την αλήθεια και την αντικειμενικότητα. Έτσι αποφεύγει τον κίνδυνο να μείνει μια ύπαρξη
εξαρτώμενη, ετερόφωτη και ετερόνομη και μεταβάλλεται σε υπεύθυνη και
συνειδητοποιημένη παρουσία. Αποκτά άμεση αντίληψη των πραγμάτων και των
καταστάσεων, επεξεργάζεται τα προσωπικά και κοινωνικά δεδομένα, περνάει από
βασανιστικό έλεγχο τις αποφάσεις του, πετυχαίνει την εσωτερική απελευθέρωση.
γ) Στην ευαισθητοποίηση του ατόμου:
Πέρα από την παροχή γνώσεων και τη λογικοποίηση, η παιδεία οφείλει να ερεθίσει και
να καλλιεργήσει την ευαισθησία του ατόμου. Διαφορετικά αυτό θα κινδύνευε να
τυποποιηθεί και να μηχανοποιηθεί μέσα στην τεχνοκρατούμενη κοινωνία μας.
Η ευαισθητοποίηση είναι αυτή η διαδικασία που βοηθάει τον άνθρωπο στη σύλληψη και
της ομορφιάς της ζωής. Είναι η διαμόρφωση αισθητικών κριτηρίων και η προλείανση του
εδάφους για την επαφή του με τις αιώνιες αισθητικές αξίες του ωραίου, του μέτρου, της
ισορροπίας, του υψηλού και του ιδεώδους. Είναι ο εξωραϊσμός και εξανθρωπισμός του
εσωτερικού του κόσμου, που θα τον ανάγουν στις σφαίρες της εσωτερικής πληρότητας και
αρμονίας.
δ) Στην κοινωνικοποίηση του ατόμου:
Συγκεκριμένα η παιδεία, έχοντας ως δεδομένο την κοινωνική φύση του ανθρώπου,
φροντίζει να μεταλαμπαδεύει σ’ αυτόν όλα εκείνα τα στοιχεία της ομοιογένειας, που
θεωρούνται απαραίτητα τόσο για την ύπαρξη, τη λειτουργία, και τη διαιώνιση της
κοινωνίας, όσο και για την ομαλή ένταξή του μέσα στους κόλπους της και την ενεργό
συμμετοχή τους στις κοινωνικές διαδικασίες. Με άλλα λόγια, η παιδεία χρησιμεύει ως
παράγοντας κοινωνικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου.
ε) Στην ένταξη του ατόμου στις πολιτικές διαδικασίες:
Η πολιτικοποίηση - όχι βέβαια η κομματικοποίηση - αποτελεί μία εξίσου σημαντική με τις
προηγούμενες, προσφορά της παιδείας στο άτομο. Ειδικότερα η παιδεία είναι ο
κυριότερος παράγοντας δημιουργίας πολιτικής συνείδησης στο άτομο. Αυτή
αναλαμβάνει να διαμορφώσει σ' αυτό ξεκαθαρισμένα πολιτικά κριτήρια και ιδιαίτερη
προσωπική ιδεολογική συγκρότηση, ενημερώνοντάς το πλατιά και αντικειμενικά πάνω
στις πολιτικές δομές και διαδικασίες της κοινωνίας και μεταμορφώνοντάς το σε υπεύθυνο
και συνειδητοποιημένο πολίτη.
στ) Στην ένταξη του ατόμου στις πολιτιστικές διαδικασίες:
Με την πνευματική, αισθητική και ψυχική καλλιέργεια που παρέχει η παιδεία στο άτομο,
έμμεσα το εισάγει στις πολιτιστικές διαδικασίες της κοινωνίας. Το κάνει μέτοχο των
εξελίξεων στο χώρο των γραμμάτων, της επιστήμης και της τέχνης . Έτσι από δέκτης της
κουλτούρας, γίνεται δημιουργικός πομπός και ξεχωριστός φορέας.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ:
Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό
την επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και στη σωματική αγωγή
του ατόμου. Από τεχνικής πλευράς, με τη διαδικασία της εκπαίδευσης αποκτώνται
συγκεκριμένες γνώσεις, δεξιότητες, ικανότητες και αξίες.
Η εκπαίδευση γίνεται με βάση συγκεκριμένες μεθόδους (θεωρητική διδασκαλία,
επίδειξη, ανάθεση εργασιών, πρακτική εξάσκηση, κτλ), σε ένα ειδικά σχεδιασμένο
πρόγραμμα και είναι οριοθετημένη χρονικά. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό
ρήμα εκπαιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από παιδική ηλικία, μορφώνω, διαπαιδαγωγώ. 
Οι θεσμοθετημένες βαθμίδες εκπαίδευσης είναι:
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Νηπιαγωγείο και Δημοτικό).
Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο και Λύκειο).
Τριτοβάθμια (Ανώτερη και Ανώτατη) εκπαίδευση.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ:
1. Αδυναμία να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της εποχής, ανεπαρκής
υλικοτεχνική υποδομή, καθυστέρηση στην αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ελλιπής
επιμόρφωση και κατάρτιση πολλών εκπαιδευτικών, απουσία μακροπρόθεσμου
σχεδιασμού και οργάνωσης.
2. Εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας, χρησιμοθηρική αντιμετώπιση της γνώσης, καλλιέργεια
ανταγωνισμού και βαθμοθηρίας, μηχανική αποστήθιση έτοιμων γνώσεων, παραμέληση
κριτικής ικανότητας, μεταλλαγή του λυκείου σε προθάλαμο των ΑΕΙ και γενικότερα
μετατροπή του σχολείου σε διαρκές εξεταστικό κέντρο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να
ανταποκριθεί στους ευρύτερους παιδευτικούς του στόχους.
3. Αναντιστοιχία της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας,
έλλειψη οργανωμένου επαγγελματικού προσανατολισμού, μαζικός προσανατολισμός
των νέων στα ΑΕΙ με αποτέλεσμα το πλήθος των άνεργων πτυχιούχων, υποβάθμιση της
αξίας των πτυχίων και της λειτουργίας των πανεπιστημίων, όξυνση των κοινωνικών
προβλημάτων και διαιώνιση της χαμηλής παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία.
4. Η εκπαίδευση στην εποχή μας έχει αποκτήσει τεχνοκρατικό χαρακτήρα και
εγκαταλείπει τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Η προσωπικότητα των νέων βάλλεται
από τη μονομέρεια και τον πνευματικό ακρωτηριασμό, που καθίστανται τροχοπέδη
στην πορεία ολοκλήρωσής τους.
5. Κάποια σχολικά εγχειρίδια και προγράμματα σπουδών δεν ανταποκρίνονται στα
σύγχρονα επιτεύγματα και στις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, με αποτέλεσμα
την παροχή τυποποιημένων ή επιστημονικά ξεπερασμένων γνώσεων.
6. Δεν δίνεται έμφαση στην προώθηση του διαλόγου, στην ανάπτυξη όλων των δεξιοτήτων
των μαθητών, στην καλλιέργεια του αισθητικού τους κριτηρίου, στη διαμόρφωση
ηθικής στάσης, κοινωνικής-εθνικής και πολιτικής συνείδησης
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ
ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ:
1. Απαγκίστρωση του σχολείου από τη χρησιμοθηρική αντίληψη, αποσύνδεση από την
ωφελιμιστική αντιμετώπιση της γνώσης, τη στείρα απομνημόνευση και το αγχωτικό
πνεύμα των εξετάσεων. Ανάδειξη του σχολείου σε χώρο δημιουργικότητας και
ανάδειξης της προσωπικότητας.
2. Χρήση των νέων τεχνολογιών που παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες μάθησης,
εξοικείωση των μαθητών με τις νέες τεχνολογίες, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν
στις υψηλές απαιτήσεις της τεχνολογικής εποχής μας. Παράλληλα εκπαίδευση των
νέων στην αξιολόγηση, επιλογή και κατανόηση των πληροφοριών.
3. Αλλαγή του ρόλου του εκπαιδευτικού, ώστε από απλός μεταδότης γνώσεων να
μετατραπεί σε συντονιστή της μαθησιακής διαδικασίας.
4. Οργάνωση της διδασκαλίας με τρόπους που να ενθαρρύνεται η πρωτοβουλία του
μαθητή, έμφαση στη βιωματική μάθηση και όχι στην απομνημόνευση έτοιμων
γνώσεων.
5. Ενίσχυση του φορέα επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων με λεπτομερή
πληροφόρηση για τα κορεσμένα επαγγέλματα και τις επαγγελματικές προοπτικές,
παροχή δυνατοτήτων στους νέους, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σ ένα
ανταγωνιστικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον
6. Εισαγωγή νέων μαθημάτων με αναφορές σε σύγχρονα θέματα και προσαρμογή των
σχολικών βιβλίων στις απαιτήσεις που επιβάλλει η ευρωπαική ενοποίηση και η
πολυπολιτισμικότητα: προβολή της ευρωπαικής ταυτότητας και απαλοιφή των
στερεοτύπων με στόχο την αποδοχή της διαφορετικότητας.
7. Ανάδειξη της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας κάθε λαού, αλλά και των στοιχείων που
συνδέουν τους λαούς μεταξύ τους.
8. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας παιδείας
ευρύτερης και ανθρωπιστικής, που θα δημιουργεί πομπούς γνώσης, ήθους και ζωής
και προσωπικότητες κριτικά σκεπτόμενες, με αυτογνωσία και σεβασμό.
ΚΕΙΜΕΝΟ: «Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»
Η καλλιέργεια κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης μεταξύ των λαών της Γηραιάς Ηπείρου είναι η
σημαντικότερη προϋπόθεση για την ενσάρκωση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Χρήσιμες και
εποικοδομητικές μπορεί να είναι οι διάφορες πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές συμφωνίες
ανάμεσα στα κράτη - μέλη αλλά από μόνες τους δεν είναι ικανές να φέρουν ουσιαστικά πιο κοντά τους
ευρωπαϊκούς λαούς.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να εκφυλισθεί ταυτιζόμενη κυρίως με οικονομικές δοσοληψίες
και κυρίως στην πατρίδα μας με τις περίφημες κοινοτικές επιδοτήσεις ή ποσοστώσεις.
Το όραμα μιας πολυπολιτισμικής και πολυεθνικής Ευρώπης θα περιοριστεί στην επιδίωξη ενός
κοινού οικονομικού μοντέλου αν τα ευρωπαϊκά κράτη αδιαφορήσουν και εναποθέσουν τις ελπίδες τους
για την εκπλήρωσή του στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών που ολοένα και μεγαλώνει.
Γίνεται φανερό λοιπόν ότι χρειάζεται μια ενιαία ευρωπαϊκή παιδεία που θα στηρίξει την
οικοδόμηση του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Κατά καιρούς επισημαίνεται η ανάγκη αυτή από παράγοντες που συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για
την ευρωπαϊκή ενοποίηση και αναπτύσσονται πρωτοβουλίες χωρίς πάντοτε να υπάρχουν τα
προσδοκώμενα αποτελέσματα. Κάποια εκπαιδευτικά προγράμματα όπως το LΙΝGUA που προβλέπει
την διδασκαλία των ευρωπαϊκών γλωσσών σ' όλα τα κράτη- μέλη με στόχο την προσέγγιση των λαών,
αποτελούν αποσπασματικά μέτρα αφού απουσιάζει μια επεξεργασμένη κοινή, ευρωπαϊκή, εκπαιδευτική
πολιτική.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η πρωτοβουλία που ανέλαβε τελευταία μια ομάδα νέων
ευρωβουλευτών και αφορά τη διάδοση των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών στους ευρωπαϊκούς
λαούς με το σκεπτικό ότι αποτελούν κοινή πολιτιστική κληρονομιά τους και ότι η διδασκαλία της
γλώσσας, της φιλολογίας και της φιλοσοφίας των Αρχαίων Ελλήνων και των Λατίνων θα βοηθήσει να
ξεπεραστεί η σημερινή κρίση των αξιών.
Προτείνεται δε στα κράτη - μέλη να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων ώστε να καθιερωθεί η συστηματική
διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών σ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Οπωσδήποτε η πρόταση αυτή προσφέρει πολύτιμη αρωγή στην προώθηση μιας ευρωπαϊκής παιδείας.
Πόσο όμως είναι εφικτή μια τέτοια προοπτική και ποια θα είναι η μορφή αυτής της παιδείας;
Μήπως θα εγκαταλειφθεί η εθνική παιδεία με άμεσες επιπτώσεις στην εθνική ταυτότητα του
κάθε λαού; Με ποιο τρόπο θα ξεπεραστούν οι πολιτισμικές διαφορές των ευρωπαϊκών λαών και θα βρεθούν τα σημεία σύγκλισης; Ποιον τύπο πολίτη θέλουμε; τον
"εθνικό" ή τον "ευρωπαϊκό";
Όλα αυτά τα ερωτήματα και μια σειρά άλλων είναι ιδιαίτερα σοβαρά, χρειάζονται ανάλυση και
πλήρη κατανόηση. Ένας διαρκής διάλογος όλων των Ευρωπαίων θα εντόπιζε τα κοινά σημεία αναφοράς
και θα οδηγούσε σε κάποιες αποφάσεις. Αυτό προϋποθέτει βαθιά ιστορική γνώση και ισχυρή πολιτική
βούληση για να γίνουν τελικά πράξη οι επιθυμίες και οι οραματισμοί.
Ένα πρώτο επίπεδο σύγκλισης θα ήταν η συμφωνία για την προστασία βασικών ατομικών δικαιωμάτων
και για την ευλαβική τήρηση των αρχών της δημοκρατίας, της πλήρους Ισονομίας και ισοπολιτείας μέσα
στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θεωρητικά έχει δρομολογηθεί μια τέτοια προσπάθεια με τη Λευκή Βίβλο και
άλλα θεσμικά μέτρα που προβλέπουν την εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών με την κοινοτική.
Υπάρχουν όμως πολλά εμπόδια στην εφαρμογή των κανόνων που ξεκινούν από τα συμφέροντα
των ισχυρών κρατών και καταλήγουν στη διαφορετική νοοτροπία και συμπεριφορά των λαών. Αν όμως
είναι δύσκολο για τους Ευρωπαίους να παραιτηθούν από τα συμφέροντά τους για την πραγμάτωση μιας
ουτοπικής, άριστης κοινωνίας, η συνειδητοποίηση ότι πρέπει ν' αποκατασταθεί στη σημερινή
καταναλωτική κοινωνία η ισορροπία ανάμεσα στις υλικές και πνευματικές αξίες, είναι περισσότερο
εύκολη.
Το κρίσιμο ζήτημα που χρειάζεται να διευκρινισθεί και να ξεκαθαρισθεί είναι ο προσανατολισμός της
εκπαίδευσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο". Επιθυμούμε μια εκπαίδευση που θα δίνει περισσότερη
τεχνολογική κατάρτιση στους νέους ή περισσότερη ανθρωπιστική γνώση;
Ποιο πρότυπο ανθρώπου θέλουμε να δημιουργήσουμε; Έναν άριστα εξειδικευμένο επιστήμονα ή
έναν άνθρωπο με ενδιαφέροντα στη ζωή του και κριτική σκέψη; Έναν άνθρωπο ειδικά ή γενικά
μορφωμένους; Ο διάλογος μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών που θα διεξαχθεί πάνω σε τέτοια δεδομένα θα
έχει πρακτική αξία με την προϋπόθεση ότι θα καταλήξει σε κάποια αποτελέσματα τα οποία θα
εφαρμοσθούν στην εκπαίδευση των κρατών - μελών.
Έτσι θα χρειασθούν νέα βιβλία που το περιεχόμενό τους θα είναι προσανατολισμένο στην
ευρωπαϊκή ιδέα και θα τονίζει περισσότερο τα κοινά σημεία που ενώνουν τους Ευρωπαίους παρά τις
διαφορές που τους χωρίζουν. Κυρίως, όμως, θ' απαιτηθεί το ενεργό ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών για
να διδάξουν και να μεταδώσουν το ευρωπαϊκό πνεύμα με παράλληλη κατάρτιση.
Η άποψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπαιδευτικών είναι σαφής: "Για την οικοδόμηση της νέας
Ευρώπης απαιτείται η κατάρτιση ενός νέου τύπου δασκάλου, με άρτια επιστημονική και παιδαγωγική
συγκρότηση, με νοοτροπία ευρωπαϊκή, με πίστη στις θεμελιώδεις πνευματικές αξίες του ευρωπαϊκού
πολιτισμού και με συνείδηση της αποστολής της Ενωμένης Ευρώπης στο σύγχρονο κόσμο και στο
μέλλον της ανθρωπότητας".
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα προγράμματα ανταλλαγής εκπαιδευτικών και μαθητών που ήδη
υπάρχουν σε περιορισμένη έκταση και γενικότερα την αλληλογνωριμία μεταξύ των παραγόντων της
παιδείας, θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στην παγίωση τουλάχιστον της ειρήνης στην Ευρώπη. Γιατί
ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης υπάρχουν κοινές παραδόσεις, κοινά ήθη και έθιμα, γλωσσική
συγγένεια.
Ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται σε διαχρονικές ελληνικές και σε μικρότερο βαθμό,
ρωμαϊκές αξίες. Μια κοινή ευρωπαϊκή παιδεία - χωρίς την εξάλειψη των εθνικών ιδιαιτεροτήτων - θα
βοηθήσει στο να γίνει πραγματικότητα μια πολυπολιτισμική Ευρώπη με κοινούς στόχους για το μέλλον
και με σεβασμό στον άνθρωπο που έχει διαφορετική προσωπικότητα και εθνικότητα.

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΣ
Στην Ελλάδα, με βάση το Ν. 2916/2001, η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση χωρίζεται σε Ανώτατη
Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, η οποία παρέχεται στα Πανεπιστήμια, και σε Ανώτατη Τεχνολογική
Εκπαίδευση, η οποία παρέχεται στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι). Επιπλέον, από το
ακαδημαϊκό έτος 1997/98 θεσμοθετήθηκε το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.). Με διάταξη του
Συντάγματος, η επαγγελματική και η ειδική εκπαίδευση παρέχονται επίσης και στις σχολές της
Ανώτερης Βαθμίδας Εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, η δομή της Ελληνικής Τριτοβάθμιας
Εκπαίδευσης έχει ως εξής:
􀂄 Ανώτατη Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση:
Η Ανώτατη Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση έχει ως αποστολή την υψηλή θεωρητική και
σφαιρική κατάρτιση του μελλοντικού επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Στην Ανώτατη
Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση ανήκουν τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία, η Ανώτατη Σχολή
Καλών Τεχνών και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Στην Ελλάδα λειτουργούν 20
Πανεπιστήμια, σε διάφορες πόλεις της χώρας, τα οποία αποτελούνται από Σχολές, οι οποίες
με τη σειρά τους διαιρούνται σε Τμήματα και αυτά σε αντίστοιχους Τομείς.
􀂄 Ανώτατη Τεχνολογική Εκπαίδευση:
Η Ανώτατη Τεχνολογική Εκπαίδευση έχει ως ρόλο να συμβάλει στην αναπτυξιακή
διαδικασία της χώρας και στην πρόοδο της επιστήμης και της εφαρμοσμένης έρευνας. Η
εκπαίδευση είναι προσανατολισμένη στην αφομοίωση και μεταφορά των δεδομένων της
επιστήμης στην παραγωγή. Οι σπουδές στα Τ.Ε.Ι. σε σύγκριση με αυτές στα Πανεπιστήμια
έχουν περισσότερο εφαρμοσμένο χαρακτήρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν 14 Τ.Ε.Ι., τα οποία
αποτελούνται από δύο (2) τουλάχιστον Σχολές, που περιλαμβάνουν δύο ή περισσότερα
Τμήματα. Τα Τ.Ε.Ι. λειτουργούν σε διάφορες πόλεις της χώρας, ενώ μερικά έχουν και
ανεξάρτητα παραρτήματα, δηλαδή ανεξάρτητα Τμήματα σε άλλη πόλη. Στην Ανώτατη
Τεχνολογική Εκπαίδευση υπάγεται και η Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής Τεχνολογικής
Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ), η οποία αντικατέστησε πρόσφατα (Ν. 3027/2002) τη Σχολή
Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΣΕΛΕΤΕ). Στην ΑΣΠΑΙΤΕ
ανήκει το Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων (ΓΤΠΜ), το οποίο πήρε τη θέση της
Παιδαγωγικής Τεχνικής Σχολής (ΠΑΤΕΣ) και καλύπτει μεγάλο μέρος της παιδαγωγικής
επιμόρφωσης των υποψηφίων εκπαιδευτικών Τ.Ε.Ε.
􀂄 To Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο:
Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π) αποτελεί τη βάση της ανοικτής και εξ
αποστάσεως παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ο βασικός στόχος του Ε.Α.Π. είναι να προσφέρει
περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες σ' ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων και ηλικιακών
ομάδων με βάση την αντίληψη ότι η μόρφωση είναι δικαίωμα όλων σε όλη τη διάρκεια της
ζωής τους. Το Ε.Α.Π. λειτουργεί από το 1998 και εδρεύει στην Πάτρα.
􀂄 Ανώτερη Εκπαίδευση:
Στην Ανώτερη Βαθμίδα Εκπαίδευσης υπάγονται διάφορες σχολές που παρέχουν
επαγγελματική ειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς που αφορούν στη θρησκεία, στην τέχνη,
στον τουρισμό, στο ναυτικό, στο στρατό και στη δημόσια τάξη. Πιο συγκεκριμένα, στις
σχολές αυτές περιλαμβάνονται οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές, οι Ακαδημίες
Εμπορικού Ναυτικού, οι Ανώτερες Σχολές Χορού και Δραματικής Τέχνης, οι Ανώτερες
Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης, οι Ανώτερες Σχολές Υπαξιωματικών του Υπουργείου
Εθνικής Άμυνας και η Ανώτερη Σχολή Αστυφυλάκων.

ΑΠΟΨΗ
Πολιτικό το πρόβλημα της δημόσιας εκπαίδευσης
Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009
ΠΗΓΗ :ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΟ ΒΗΜΑ»
ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ζούμε ένα θέατρο του παραλόγου. Όλοι διαπιστώνουμε τα χάλια της
δημόσιας εκπαίδευσης. Όλοι συμφωνούμε για την ανάγκη τομών και μεταρρυθμίσεων. Όλα τα κόμματα
υπόσχονται αύξηση των δαπανών για την Παιδεία. Και γίνονται ακριβώς τα αντίθετα.
Οι δαπάνες μειώνονται αντί να αυξάνονται. Κορυφαία προεκλογική «δέσμευση» της σημερινής
κυβέρνησης ήταν η αύξησή τους στο 5% του ΑΕΠ. Έπειτα από πέντε χρόνια παραμονής της στην
εξουσία, οι δαπάνες μειώθηκαν στο 2,7% από 3,7% που ήταν όταν τις παρέλαβε. Η σημερινή
αντιπολίτευση πλειοδοτεί. Εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης «δεσμεύεται» να τις αυξήσει στο 7% (5%
για την Παιδεία και 2% για την έρευνα) όταν έρθει στην εξουσία.
Μεταρρυθμίσεις εξαγγέλλονται ή επιχειρούνται, για να αποσυρθούν, μαζί με τους εκάστοτε
υπουργούς, μόλις προκύψει ο λογαριασμός του πολιτικού κόστους. Ο διάδοχος υπουργός σπεύδει να
κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί του «εθνικού διαλόγου» ή του «διαλόγου από μηδενική βάση»
και πρόσφατα της «tabula rasa».
Τo πρόβλημα της Παιδείας είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτικό, όπως όλα τα μεγάλα προβλήματα που
ταλανίζουν τη χώρα: γραφειοκρατία, διαφθορά, ατιμωρησία, αναξιοκρατία, πελατειακές σχέσεις. Η
παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος, o φόβος πολιτικού κόστους kαι λαϊκισμός αποτυπώνεται
οδυνηρά στη δημόσια εκπαίδευση. Κόμματα και συντεχνίες βλάπτουν συνειδητά την Παιδεία.
Καταστρέφουν από κοινού αυτό υπέρ του οποίου δηλώνουν ότι αγωνίζονται: τη δημόσια εκπαίδευση.
Είναι ανάγκη να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να αποφασίσουμε επιτέλους αν θέλουμε μια
Παιδεία ικανή να υπηρετεί τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας ή μια Παιδεία
«Φιλιππινέζα» κομματικών και συντεχνιακών συμφερόντων.
Είναι πέντε, κατά τη γνώμη μου, οι sine qua non προϋποθέσεις για την υπέρβαση της χρόνιας κρίσης
που ταλανίζει τη δημόσια εκπαίδευση.
Πρώτον, ουσιαστική μεταρρύθμιση χωρίς αύξηση της χρηματοδότησης είναι αδύνατη. Και αντίστροφα,
αύξηση των δαπανών χωρίς μεταρρυθμίσεις είναι πεταμένα λεφτά.
Καρδιά της μεταρρύθμισης οφείλει να είναι ο εκπαιδευτικός. Ολες οι κρίσιμες παράμετροι του status των
εκπαιδευτικών, από την εκπαίδευση, τη μετεκπαίδευση, την αξιολόγηση και την εξέλιξή τους έως την
αμοιβή τους, πρέπει να αναθεωρηθούν και να τοποθετηθούν σε σύγχρονες βάσεις. Παιδεία με ποιότητα
είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς εκπαιδευτικούς με ποιότητα.
Κλειδί για μια συνολική μεταρρύθμιση είναι το εξεταστικό. Γιατί επηρεάζει καταλυτικά το εκπαιδευτικό
σύστημα και προς τα πάνω, τα πανεπιστήμια, και προς τα κάτω, τα λύκεια. Συνεπώς καμία αλλαγή στο
εξεταστικό δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς παράλληλη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η μεταρρύθμιση της Παιδείας δεν θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Γιατί δεν πρόκειται ποτέ να
συναινέσουν στις αναγκαίες τομές ούτε οι συντεχνίες που αγωνίζονται να μη θιγεί το status quo, ούτε οι
δυνάμεις που έχουν μετατρέψει την Παιδεία σε χώρο επαναστατικής ή κομματικής γυμναστικής. Η
μεταρρύθμιση δεν θα είναι, με τις δυνάμεις της άρνησης, συναινετική. Θα είναι συγκρουσιακή.
Σε στιγμές βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, το πολιτικό σύστημα καλείται να αποδείξει ότι
συναισθάνεται τις ευθύνες του για το μέλλον του τόπου.

ΑΡΘΡΟ: Η ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
1. Οι απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας στον 21ο αιώνα όσον αφορά την εκπαίδευση
Μια νέα εποχή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Η γνώση, η πληροφορία και η επικοινωνία,
θεωρούνται από τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτής της νέας εποχής, καθώς αποτελούν πλέον μαζί με
το κεφάλαιο και την εργασία, τους σύγχρονους συντελεστές της παραγωγής. Συγχρόνως, η επικράτηση
των νόμων της αγοράς και της ελεύθερης οικονομίας, μέσω της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και
των συναλλαγών, τείνει να διαμορφώσει νέα δυναμική στις σχέσεις κοινωνίας-οικονομίας. Περιορίζει
τον κρατικό χαρακτήρα βασικών αγαθών και υπηρεσιών και αναγορεύει την οικονομική
ανταγωνιστικότητα και την οικονομική βιωσιμότητα ως κυρίαρχες προτεραιότητες σε όλους τους τομείς
της σύγχρονης ζωής.
Η σύγχρονη πραγματικότητα αξιώνει πάνω από όλα οι πολίτες να ενθαρρύνονται διαρκώς και να
διευκολύνονται με κάθε τρόπο προκειμένου να κατακτούν τη γνώση και να είναι σε θέση να
παρακολουθήσουν τις εξελίξεις. Πρόκειται πλέον για μία ανάγκη που αφορά σε όλη την παραγωγική ζωή
του ανθρώπου και όχι μόνο στη νεότητά του. Η εκπαίδευση, λοιπόν, αποτελεί αναμφίβολα μια από τις
μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας, όχι μόνο στο εθνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο.
Η επένδυση στη γνώση αποτελεί το δίχως άλλο το πιο ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα σε ατομικό και
κοινωνικό επίπεδο για το σήμερα και το αύριο του τόπου και των πολιτών. Στη σύγχρονη
πραγματικότητα, η κατάκτηση της γνώσης ωστόσο δεν αποτελεί κυρίως προσωπική επιλογή.
Προϋποθέτει ένα σύγχρονο, υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό σύστημα που θα ανταποκρίνεται στις
απαιτητικές συνθήκες του διεθνούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και θα παρέχει σε όλες και όλους
ίσες δυνατότητες και ίσες ευκαιρίες. Διαφορετικά πολύ σύντομα θα οδηγηθούμε σε μια δύσκολα
αντιμετωπίσιμη κατάσταση ενός νέου, τεχνολογικού, αυτή τη φορά αναλφαβητισμού, που θα οδηγεί
στην περιθωριοποίηση μεγάλες ομάδες ανθρώπων, με προφανείς αποτρόπαιες κοινωνικές συνέπειες.
2.Τα ελληνικά πανεπιστήμια στη σύγχρονη εποχή.
Τα πανεπιστήμια σήμερα βρίσκονται μπροστά σε ένα ενδιαφέρον και σύνθετο δίλημμα: από τη
μία μεριά οι παραδοσιακές Ευρωπαϊκές ουμανιστικές αξίες που ανέδειξαν το «καθολικό» (university)
πανεπιστήμιο με τον κοινωνικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα, διαμορφώνουν ένα κλίμα που θέλει τα
πανεπιστήμια να παραμείνουν το τελευταίο οχυρό των δημόσιων αγαθών, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί
το κέρδος και όπου οι αξίες αποτιμώνται με ποσοτικούς δείκτες. Από την άλλη, το αίτημα της σύνδεσης
των πανεπιστημίων (ΑΕΙ και ΤΕΙ) με την παραγωγή και της εξυπηρέτησης των αναγκών της
οικονομίας, καθώς και η πραγματικότητα της οικονομικής βιωσιμότητας των πανεπιστημίων με
δεδομένο τον πολυδάπανο χαρακτήρα των ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών τους, μεταφέρει το
πανεπιστήμιο αναγκαστικά στο χώρο του οικονομικού ανταγωνισμού, ενώ συγχρόνως δημιουργεί
εύλογα ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα της διατήρησης της κρατικής ιδιοκτησίας. Από εδώ πηγάζουν
ερωτήματα για το αν τα πανεπιστήμια πρέπει ή όχι να παραμείνουν κρατικά ή αν πρέπει να
αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, αξιοποιώντας τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες της ελεύθερης
αγοράς και του οικονομικού ανταγωνισμού.
Τα πλεονεκτήματα των κρατικών πανεπιστημίων συνοψίζονται στην διασφάλιση των βασικών αρχών
που έχουν ιστορικά συνδεθεί με την έννοια του «καθολικού» πανεπιστημίου και αναφέρονται στον
κοινωνικό τους ρόλο και στον καθαρά ακαδημαϊκό τους χαρακτήρα. Επιπλέον, η ασφάλεια της κρατικής
χρηματοδότησης κρατά τα πανεπιστήμια μακριά από τον οικονομικό ανταγωνισμό, διασφαλίζοντας με
τον τρόπο αυτό την ανάδειξη καθαρά ακαδημαϊκών αξιών, που διαχωρίζουν ένα πνευματικό ίδρυμα από
μια εκπαιδευτική επιχείρηση. Είναι φανερό, ότι αν οι αρχές του οικονομικού ανταγωνισμού
εφαρμόζονταν στην απόλυτη μορφή τους και για τα πανεπιστήμια, τότε πολλές επιστημονικές
ειδικότητες δεν θα άντεχαν στην αποτίμησή τους με οικονομικούς όρους.
Από την άλλη πλευρά, τα μειονεκτήματα των κρατικών πανεπιστημίων συμπίπτουν με τα
αδύνατα σημεία και τις δυσλειτουργίες όλων των κρατικών υπηρεσιών. Γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα, συγκεντρωτική διοίκηση, έλλειψη κινήτρων για βελτίωση απόδοσης,
απομάκρυνση από την καθημερινή πραγματικότητα και τις σύγχρονες εξελίξεις, χαλαρή σχέση με τις
ανάγκες της οικονομίας και της παραγωγής, αλλά και συχνά αδυναμία υποστήριξης των συμφερόντων
του κοινωνικού συνόλου λόγω γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, συντεχνιακών σκοπιμοτήτων,
ανελαστικότητας και διοικητικών αδυναμιών. Με δύο λόγια ένα κρατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα
διασφαλίζει το πλαίσιο αρχών που πρέπει να διέπουν ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα, με ένα τρόπο όμως
ελάχιστα αποτελεσματικό και οικονομικά μη αποδοτικό.
Στη χώρα μας σήμερα λειτουργούν με το καθεστώς του κρατικού ιδρύματος 35 τριτοβάθμια ιδρύματα (19
ΑΕΙ και 16 ΤΕΙ). Επιπλέον 330 μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών παρέχουν στους αποφοίτους τους
μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης ή εμβάθυνσης σε μια μεγάλη έκταση επιστημονικών κάδων και
ειδικοτήτων. Σχεδόν κάθε περιφέρεια έχει πλέον το δικό της πανεπιστήμιο ή τεχνολογικό ίδρυμα. Το
κυρίως πρόβλημα λοιπόν σήμερα στη χώρα μας δεν είναι τόσο αυτό της ίδρυσης νέων ιδρυμάτων. Το
πρόβλημα εντοπίζεται στην υποχρηματοδότηση των κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η Ελλάδα
είναι η χώρα με τις χαμηλότερες δαπάνες για την παιδεία στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που
διαθέτουμε, η Ελλάδα δαπανά 4.280 ευρώ ετησίως ανά σπουδαστή, όταν ο μέσος όρος των χωρών του
ΟΟΣΑ βρίσκεται στα 10.052 ευρώ και όταν ακόμη και φτωχότερες χώρες όπως η Σλοβακία βρίσκονται
στα 5.285 ευρώ
3. Προτάσεις για το μέλλον των πανεπιστημίων
Το ζητούμενο είναι η βελτίωση της ποιότητας των εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών
των δημοσίων πανεπιστημίων. Η βελτίωση της ποιότητας συνδέεται (δεν ταυτίζεται) με την επίλυση
των οικονομικών προβλημάτων που τα περισσότερα από αυτά σήμερα αντιμετωπίζουν. Το γεγονός ότι
είμαστε η χώρα με τις χαμηλότερες δαπάνες για την παιδεία στην Ευρώπη, (3,3% έναντι 5,5%) που
είναι ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος), δίνει τις διαστάσεις του οικονομικού προβλήματος της ανώτατης
εκπαίδευσης, αλλά και την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει η αντιμετώπισή τους να κινηθεί.
Έτσι όπως διαμορφώνεται λοιπόν σήμερα η κατάσταση για τη χώρα μας, η μεγάλη πρόκληση για
την ανώτατη εκπαίδευση είναι η αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής των πανεπιστημίων, με τη
μεγιστοποίηση των θετικών και την ελαχιστοποίηση των αρνητικών στοιχείων και από τα δύο μοντέλα
(κρατικό-μη κρατικό). Ο διαχωρισμός της έννοιας του κρατικού ιδρύματος από εκείνο του δημοσίου
ελέγχου είναι κρίσιμος, όσο και χρήσιμος. Ένα ίδρυμα είναι δυνατόν να μην είναι κρατικό, με την έννοια
της αποδέσμευσής του από τον σφικτό κρατικό εναγκαλισμό, διατηρώντας όμως τον δημόσιο χαρακτήρα
του, μέσω μηχανισμών διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και αξιολόγησης των ακαδημαϊκών
υπηρεσιών του. Ο δημόσιος έλεγχος διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και τον κοινωνικό χαρακτήρα.
Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να υιοθετηθεί ένα τριμερές σύστημα χρηματοδότησης (κράτος,
επιχορηγήσεις μη κρατικών οργανισμών και ίδιοι πόροι) με πολύ καλά αποτελέσματα. Απέναντι δηλαδή
στη συγκεντρωτική διακίνηση και τη σημερινή αναποτελεσματικότητα των κρατικών ενιαία-
διοικούμενων πανεπιστημίων αντιπαρατίθεται ένα καθεστώς διοικητικής, οικονομικής και εν τέλει
ακαδημαϊκής αυτοτέλειας. Απαραίτητη προϋπόθεση για μια αντίστοιχη πορεία θα πρέπει να είναι η
διατήρηση του δημοσίου ελέγχου στις μη κρατικές διοικήσεις, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο κοινωνικός
ρόλος και ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας των πανεπιστημίων. Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση είναι η
ύπαρξη ενός σοβαρού, αντικειμενικού και αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης τριτοβάθμιων
εκπαιδευτικών μονάδων, ενιαίου για κρατικά και μη κρατικά πανεπιστήμια.
Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο αυτών των αρχών, η ανάγκη για αποτελεσματικότερη και
αποδοτικότερη λειτουργία των πανεπιστημίων και των τεχνολογικών ιδρυμάτων, μπορεί να οδηγήσει
στην περαιτέρω απεξάρτησή τους από το κράτος, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τοπικής
αυτοδιοίκησης και των λοιπών μη κρατικών επαγγελματικών και κοινωνικών φορέων της χώρας να
συγχρηματοδοτήσουν, δημιουργώντας νέες και ελκυστικές για την κοινωνία και την οικονομία
επιστημονικές ή τεχνολογικές ειδικότητες. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν θίγεται με τον τρόπο
αυτό ο μη κερδοσκοπικός και ακαδημαϊκός χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου