29.11.10

Κείμενο:   ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ, ( Μια ανάγνωση του διηγήματος από τον Γιάννη Τασιόπουλο σε μορφή .pdf )
Γ.Βιζυηνός, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γ’ Ενιαίου Λυκείου, ΟΕΔΒ 2001, σελ.125-153
ΘΕΜΑΤΑ:
1. Να σχολιάσετε την άποψη ότι ο Βιζυηνός «βρίσκεται πολύ μακριά από τους απλοϊκούς «ηθογράφους» της γενιάς του…» και πως του χρωστάμε «την πρώτη γενναία προσπάθεια να λυτρωθεί η πεζογραφική μας παράδοση από τη ρηχή ηθογραφία και τη ρομαντική αφήγηση».
2. Πώς αναδεικνύονται ως θέματα του διηγήματος η φύση της ενοχής και η ενοχοποιημένη αγάπη των δύο βασικών προσώπων του έργου (Μητέρας - Γιωργή);
3. Πώς λειτουργεί η κοινωνική κριτική απέναντι στη γυναίκα, όσον αφορά τη στάση της μητέρας κατά το θάνατο του άντρα της;
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ:
1. Στην περίπτωση του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, και συγκεκριμένα στο «Αμάρτημα της μητρός μου», η διαχείριση και αξιοποίηση του ηθογραφικού πλαισίου  είναι τέτοια που μας επιτρέπει πράγματι να μιλάμε για υπέρβαση της ρηχής ηθογραφίας και της ρομαντικής αφήγησης. Ο Βιζυηνός έρχεται να αποκαταστήσει στην ιστορία της πεζογραφικής κριτικής την έννοια του «ηθογραφικού», που όχι σπάνια είχε συνδεθεί με το «απλοϊκό».
Αν στην τυπική εκδοχή της η ηθογραφία περιγράφει τον πατριαρχικό, ασάλευτο και ειδυλλιακό τρόπο ζωής της ελληνικής υπαίθρου, δίνοντας συνήθως μια φωτογραφική και επίπεδη όψη του κόσμου, στο Βιζυηνό παρουσιάζει μια τρίτη διάσταση, το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, οι χαρακτήρες του είναι αληθινοί, πραγματικοί, με την έννοια του «υπαρκτοί». Δεν είναι από άλλα βιβλία, από σκέψη, από φαντασία. Είναι από ζωή. Γιατί δεν είναι απλά γραφικά ενεργούμενα μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό ντεκόρ. Είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν, δικαιώνονται και αγιάζουν μέσα στον σωματικό και ψυχικό πόνο.
  Ο Βιζυηνός μπορεί να διακρίνει το ιδιότυπο μέσα στο συνηθισμένο, οπλισμένος με μια σπάνια μόρφωση και ψυχογραφική ικανότητα. Έτσι, τα ηθογραφικά στοιχεία και οι ιστορίες του χωριού δε δίνονται ως μια καταγραφή δεδομένων και πληροφοριών, ως μια πραγματολογική διάσταση - ρεαλιστικής λειτουργίας - που υπηρετεί την αληθοφάνεια του έργου. Έχει την ικανότητα να αποσπά το δραματικό περιεχόμενο των σχετικών καταστάσεων και να διευρύνει το νοηματικό περιερχόμενό τους: η φύση της ενοχής και της ενοχοποιημένης αγάπης που καθορίζουν τη ζωή και τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, αλλά και τη ζωή όσων βρίσκονται στην ακτίνα εμβέλειας αυτής της συμπεριφοράς: Μητέρα - αγόρια.

Εξάλλου, ο Βιζυηνός μας «ξεναγεί» στο χώρο των λαϊκών αντιλήψεων και μ’ όλο το σεβασμό προς τη λαϊκή συνείδηση, εμφανίζει τον αφηγητή του -ως ώριμο- αποστασιοποιημένο και με μια διακριτική ειρωνεία απέναντι στο φάσμα των προλήψεων, των δεισιδαιμονιών και των κοινωνικών στερεοτύπων που λειτουργούν καταπιεστικά στην ελευθερία και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. 2. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» ο Βιζυηνός διερευνά το θέμα της φύσης της ενοχής και της ενοχοποιημένης αγάπης. Τον καθοριστικό ρόλο της ενοχής στην ψυχή και τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου.

Η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα, κυρίως, και ο γιος της ο Γιωργής, σε δεύτερο πλάνο, είναι φορείς αυτής της ενοχής, για διαφορετικούς  αλλά διαπλεκόμενους λόγους, στο διήγημα. Το συναίσθημα της ενοχής της μητέρας, για τον ακούσιο θάνατο της κόρης της, της υποβάλλει την ανάγκη για εξιλέωση. Ερμηνεύοντας τα πράγματα πάντα και μόνο με γνώμονα την «αμαρτία» που πληρώνει, επενδύει την εξιλέωσή της στην συντήρηση και ανάδειξη του θηλυκού, επιβαρύνοντας τον ψυχισμό των αγοριών.
Ο γιος της  Γιωργής, από την πλευρά του, επιζητά τη μητρική στοργή ή απλώς την επιβεβαίωσή της, καθώς τη στερείται ο ίδιος, ενοχοποιώντας τον εαυτό του, ίσως, γιατί απογοήτευσε τους γονείς του με το να γεννηθεί αγόρι αντί για κορίτσι (βλ. σελ. 150 «ο πατέρας σου σε ήθελε κορίτσι»), γιατί ζήλευε την άρρωστή αδελφή του και δεν την υποκατέστησε στο θάνατο, χωρίς να κατανοεί, παράλληλα, το πρόβλημα της μητέρας (σελ.132 «Η μήτηρ μου … ήρχισε να δεικνύει θλιβεράν αδιαφορίαν προς παν ό,τι δεν ήτο αυτή η ασθενής»- σελ.150 «και εζούλευες εσύ»).

Οι στόχοι των δύο βασικών προσώπων είναι διαφορετικοί, αλλά αναπτύσσονται παράλληλα και αλληλοπροσδιορίζονται: ο στόχος του γιου (μητρική στοργή) εξαρτάται από το στόχο της μητέρας (εξιλέωση από την αμαρτία της). Όσο η μητέρα δεν πετυχαίνει το στόχο της τόσο αποτυγχάνει κι ο γιος. Γι’ αυτό, ακόμη και στο τέλος, ο γιος -ως ώριμος- προσπαθεί να τη βοηθήσει στην εκπλήρωση του στόχου της με την εξομολόγηση στον Πατριάρχη, για να πραγματοποιήσει με τον τρόπο αυτόν - αναδρομικά - και το δικό του στόχο. Μα πάντα αποτυγχάνει! («όλα εις μάτην»). 3. - σελ.126 «Αφ’ ότου απέθανεν…πολύτεκνον μητέρα»: Ήδη από την αρχή του διηγήματος γίνεται σαφές ότι, στο πλαίσιο της μικρής επαρχιακής κοινωνίας της εποχής, οι ηθικές κοινωνικές αντιλήψεις λειτουργούν ετεροβαρώς κατά της γυναίκας. Σύμφωνα μ’αυτές τις αντιλήψεις, ο φυσικός θάνατος του άντρα σήμαινε το τέλος του «κοινωνικού» βίου των γυναικών. Και καθώς ένα μεγάλο πλέγμα σχέσεων της γυναίκας στηρίζεται στην έννοια της ντροπής (αιδούς), εξηγείται γιατί η μητέρα ντρέπεται να κάνει χρήση δικαιωμάτων, όπως αυτό για τις πολύτεκνες χήρες γυναίκες. Ο χαρακτήρας αυτής της ανοχής, από την πλευρά της κοινής γνώμης του χωριού, είχε προφανώς θεωρητικό χαρακτήρα, για να συγκαλύπτεται η σκληρότητα της κοινωνικής κριτικής. Στην πράξη, προφανώς, η χρήση τέτοιων δικαιωμάτων («παράθυρων» στον αυστηρό άγραφο κοινωνικό νόμο) θα επέσυρε την κοινωνική κατακραυγή. Γι’ αυτό, προφανώς, η μητέρα δεν έβγαινε από το σπίτι μετά το θάνατο του άντρα της. 
-σελ.138 «Πολλοί είχαν κατηγορήσει …σπαραξικαρδίους της θρήνους»: Η γυναίκα και εδώ βλέπουμε ότι καθορίζει τη συμπεριφορά της, όσον αφορά το θάνατο του άντρα της, ανάλογα με το τι ενέκρινε η κοινή γνώμη. Και πάλι, όμως, δεν απέφευγε την κοινωνική κατακραυγή. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι ισοπεδωτικός. Παρόλο που η μητέρα προκρίνει την κοινωνική εικόνα σε σχέση με τον προσωπικό πόνο, καταπιέζοντας τις πηγαίες συναισθηματικές εκδηλώσεις, είναι «καταδικασμένη» να παρεξηγηθεί: Αν κλάψει έντονα, ως νέα, δε θα γίνει πειστική («υποκρίνεται»!). Αν κλάψει συγκρατημένα (όπως και κάνει), κατηγορείται ότι δεν πονάει τον άντρα της.
Εύκολα επιβεβαιώνει, λοιπόν, κανείς ότι οι αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας ακολουθούν τις γνωστές προκαταλήψεις της εποχής, έτσι όπως καταπιέζουν και καταργούν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.Η κοινωνική κριτική - έλεγχος δεν διασφαλίζει τα όρια του ηθικού και του πρέποντος. Υπονομεύει την ανθρώπινη υπόσταση της γυναίκας. 
Γιάννης Τασιόπουλος
ένθετο «ο Υποψήφιος»
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 10.12.2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου