8.7.09

Του ΒΑΣΙΛΗ Θ. ΡΑΠΑΝΟΥ

Το κράτος πρόνοιας, όπως αναπτύχθηκε, κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρείται από πολλούς ως κεκτημένο, τουλάχιστον των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μέσα από φορολογία, επιδοτήσεις, ρυθμίσεις ή συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, το κάθε κράτος προσπαθεί να προστατεύσει τους πολίτες του από τους κινδύνους στην αγορά εργασίας, τις ασθένειες, τη φτώχεια και άλλες αβεβαιότητες. Σε μια εποχή όμως με μεγάλη κινητικότητα κεφαλαίων, απελευθέρωσης όλων σχεδόν των αγορών και έντονου φορολογικού ανταγωνισμού, η χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας γίνεται προβληματική. Το κράτος πρόνοιας, όπως το ξέρουμε, υποστηρίζεται, έχει μεγάλο κόστος και επιβαρύνει τα παραγόμενα προϊόντα ακριβά έτσι που να μην μπορούν να επιβιώσουν στο διεθνή ανταγωνισμό. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του κράτους πρόνοιας δεν αρνούνται το αυξημένο κόστος παραγωγής. Υποστηρίζουν όμως ότι αυτό αντισταθμίζεται από την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας και τα προϊόντα υψηλής ποιότητας που παράγονται, από το καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, τις καλές υποδομές, τα υπεύθυνα συνδικάτα και τις ειρηνικές εργασιακές σχέσεις που διαθέτουν οι χώρες με το ισχυρό κράτος πρόνοιας.

Είναι φανερό ότι το κράτος πρόνοιας είναι υπό πίεση. Το ερώτημα όμως που δεν απαντάται εύκολα είναι το γιατί οι χώρες που συνεχίζουν να έχουν μεγάλο κράτος πρόνοιας, όπως οι Βόρειες Χώρες, εξακολουθούν να είναι οι πιο ανταγωνιστικές σε όλες τις κλίμακες παγκόσμιας ταξινόμησης; Η απάντηση μπορεί να είναι απλή. Οι χώρες αυτές έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς αξιοποίησης των κρατικών δαπανών και προσαρμόζουν τις πολιτικές τους με τρόπο που να μη θίγεται η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών τους. Οι χώρες αυτές έχουν κατανοήσει το απλό μάθημα που αγνοείται από πολλούς, ότι δηλαδή οι επιδόσεις μιας οικονομίας δεν εξαρτώνται μόνο από τα οικονομικά κίνητρα, αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες μιας κοινωνίας. Η εμπειρία δείχνει επομένως ότι οι περισσότερες χώρες με υψηλή ανταγωνιστική θέση, ιδίως στην Ευρώπη, εξακολουθούν να έχουν ισχυρό κράτος πρόνοιας.

Παράλληλα, όμως, η φορολογική επιβάρυνση είναι υψηλή, αλλά και ο κρατικός τους μηχανισμός είναι πολύ αποτελεσματικός. Ισως το ζητούμενο δεν είναι λοιπόν ο περιορισμός του κράτους πρόνοιας, αλλά η αναδιάρθρωσή του. Ακόμη πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο καλύτερος τρόπος για τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας είναι η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές.

Ο κ. Β. Θ. Ράπανος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Του ΝΙΚΟΥ ΧΑΡΙΤΑΚΗ

Αν κάτι με βεβαιότητα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο διευρυμένο και διεθνοποιημένο περιβάλλον του 21ου αιώνα, αυτό είναι η απο-ιδεολογικοποίηση του «εμείς». Εχοντας ζήσει έναν 20ό αιώνα μέσα από έντονες αντιπαραθέσεις, με άξονες την έννοια του «εμείς», την προστασία του και την επικυριαρχία του σε ιδεολογικό και πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι, περάσαμε σ’ ένα περιβάλλον αναζήτησης του «εμείς».

Ο μέσος πολίτης καθημερινά αντιλαμβάνεται ότι η ατομική ευθύνη και όχι η κοινωνική βούληση προσδιορίζει πλέον το «εμείς». Αποτέλεσμα είναι οι φορείς του Δημοσίου και οι κυβερνήσεις, που άλλοτε ήταν ικανές να προτείνουν λύσεις παρέμβασης, να αδυνατούν να περιγράψουν ακόμη και αυτή την έννοια του παγκοσμιοποιημένου κοινωνικού κράτους. Αν λοιπόν παρασυρθούμε και ακολουθήσουμε την παραδοσιακή λογική που θέλει πρώτα να προσδιορίσουμε το «εμείς», στη συνέχεια να αποφανθούμε για το κοινωνικό κράτος που μας εκφράζει και τέλος να αποφασίσουμε για τις πολιτικές που θα το θεμελιώσουν, φοβάμαι ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Μία διαφορετική λογική αντιπρόταση είναι να δεχτούμε ότι οι κοινωνικές επιλογές προσδιορίζονται με βάση την αρχή της ατομικής επιλογής τού «εμείς». Ορισμένα παραδείγματα εξηγούν αυτή τη διαφοροποίηση. Είναι ατομική μας επιλογή να είμαστε συνεπείς με τη φορολογική μας δήλωση ως προς το εισόδημά μας.


Είμαστε ειλικρινείς γιατί ατομικά δεν θέλουμε και όχι γιατί δεν μπορούμε.

Είναι ατομική μας επιλογή το «εμείς» στη δημόσια Παιδεία ή Υγεία. Ανεξάρτητα αν μπορούμε ή δεν μπορούμε να επιλέξουμε καλύτερη Παιδεία για τα παιδιά μας, δεν δεχόμαστε ως πολίτες να έχουμε Παιδεία και Υγεία αυτού του επιπέδου. Σίγουρα τα ποσά δεν φτάνουν για να εξυπηρετήσουν τις προσδοκίες μας, αλλά και σίγουρα επειδή γνωρίζουμε ότι υπάρχουν φακελάκια δεχόμαστε κατ’ αρχήν υποτίμηση των απαιτήσεών μας ως προς το «εμείς» στην Παιδεία και την Υγεία. Αντίθετα, αν, για παράδειγμα, γνωρίζαμε ποια είναι τα καλά δημόσια σχολεία ή οι καλές νοσοκομειακές κλινικές και αφήναμε τις επιλογές μας να λειτουργήσουν, πιθανά το Δημόσιο να γνώριζε καλύτερα πού πρέπει να κατευθύνει τις επιπλέον παροχές.

Κάθε χρόνο ένα πλήθος φυσικών και νομικών προσώπων ασκεί με τις χορηγίες του κοινωνική πολιτική. Και δεν περιορίζουμε τις χορηγίες μόνο στις χρηματικές παροχές γιατί θα ξεχνούσαμε αδικαιολόγητα τις παροχές σε προσωπική εργασία που, αν υπολογιστούν, θα ξεπεράσουν τις χρηματικές. Ποτέ το «εμείς» μας δεν μας επέτρεψε να αναγνωρίζουμε την έκτασή της στη δημόσια παροχή. Αλλες κοινωνίες την υπολογίζουν και απαλλάσσουν κιόλας από τη φορολογία ως pro bono.

Δημιουργούμε στις γειτονιές κάδους για ανακύκλωση αλλά το «εμείς» μας το μεταφράζει σε κάδους σκουπιδιών. Προφανώς δεν το κάνουμε εμείς αλλά κάποιοι άλλοι ακατονόμαστοι που «δεν ντρέπονται». Καμιά φορά φταίει και ο δήμαρχος που δεν μας βοηθάει να κάνουμε ανακύκλωση. Σημεία των καιρών ή τέλος μιας άλλης εποχής;

Ο κ. Ν. Χαριτάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ

Τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη έχουν συνδεθεί με τη θεμελίωση του κράτους πρόνοιας, γι’ αυτό και έχουν την ευθύνη να το υπερασπιστούν, αλλά και να εγγυηθούν το μέλλον του. Αυτό τα φέρνει αντιμέτωπα με τη μεγάλη πρόκληση: να διασφαλίζουν μια ευημερούσα οικονομία η οποία θα χρηματοδοτεί το κράτος πρόνοιας, το οποίο με τη σειρά του διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για μια ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία. Αυτή η δυνατότητα των σοσιαλιστικών κομμάτων θα καθορίσει και το πολιτικό τους μέλλον.

Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση οδηγεί το κράτος πρόνοιας στο τέλος του. Εκτιμώ ότι όσοι σπεύδουν να προδικάσουν το τέλος του κράτους πρόνοιας, και συνακόλουθα το τέλος της σοσιαλδημοκρατίας, θα διαψευστούν για άλλη μια φορά. Υπενθυμίζω ότι ανάλογη συζήτηση ξεκίνησε και αμέσως μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις των δεκαετιών του 1970-1980. Τότε πολλοί υποστήριζαν ότι το δημοσιονομικό βάρος τoυ κράτους πρόνοιας παγίδευε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στο στασιμοπληθωρισμό.

Η συζήτηση ήταν ιδεολογικά φορτισμένη. Οι κεϋνσιανές πολιτικές είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη και εγκαταλείπονταν. Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα που διεκδικούσε μικρότερο κράτος, λιγότερους φόρους, κέρδιζε τη μάχη των εντυπώσεων. Οι προβλέψεις για το τέλος του κράτους πρόνοιας δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες προχώρησαν σε αναμόρφωση των κοινωνικών τους προγραμμάτων και πέτυχαν να θέσουν υπό έλεγχο τις δημόσιες δαπάνες και τον πληθωρισμό, συνδυάζοντας υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Στις αλλαγές αυτές συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία στο μεταξύ προχώρησαν σε σημαντικές προγραμματικές ανανεώσεις. Με την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης, οι προβλέψεις για το τέλος του κράτους πρόνοιας επανήλθαν. Κλείνουμε δύο περίπου δεκαετίες μετά την ενίσχυσή της και οι δαπάνες για κοινωνική προστασία στην Ευρώπη παραμένουν σταθερές στο 27% του ΑΕΠ. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τελικά οι πολιτικές ηγεσίες στις ευρωπαϊκές χώρες επιλέγουν να στηρίξουν το κράτος πρόνοιας.


Η σχέση αυτή επιβεβαιώνεται και από οικονομικές μελέτες, από τις οποίες προκύπτει ότι το κράτος πρόνοιας αναβαθμίζει το ανθρώπινο κεφάλαιο, που συνεισφέρει στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Επιπρόσθετα, τα κοινωνικά προγράμματα διασφαλίζουν την αναδιανομή του εισοδήματος και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Καθήκον των Σοσιαλιστών είναι να προσφέρουν λειτουργικές και σύγχρονες λύσεις για μια ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης είναι βουλευτής Λάρισας και γραμματέας του τομέα Ανάπτυξης του ΠΑΣΟΚ.

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΛΑΜΠΟΚΗ

Η έρπουσα οικονομική κρίση από τον Ιούλιο του 2007 έφερε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο τη
φαινομενική αντίθεση μεταξύ οικονομικής ανόδου και κοινωνικού κράτους. Η εύκολη απάντηση στην αύξηση της ανεργίας και της μερικής απασχόλησης, στη μείωση των κοινωνικών δαπανών για την Παιδεία και την Υγεία, στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος είναι ότι όλα αυτά οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση και τη «θεοποίηση» της αγοράς.

Αιχμή της παγκοσμιοποίησης υπήρξαν οι νέες τεχνολογίες. Η κορύφωση των τεχνολογικών αυτών εξελίξεων συνέπεσε με την επικράτηση της ιδεολογίας του μονεταρισμού και της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο οποίος στη φαντασία ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων των υπό ανάπτυξη χωρών φάνταζε σαν ο προστάτης των αδυνάτων.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην περίοδο αυτή που ονομάζουμε «περίοδο της παγκοσμιοποίησης»:
- Η διαμόρφωση των νέων συνθηκών στην τεχνολογία, στις παραγωγικές διαδικασίες, στην απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων συνέβαλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη χωρών, όπως η Κίνα, η Ινδία κ.ά., στις οποίες η φτώχεια ήταν το γενικευμένο χαρακτηριστικό τους.
- Η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού αποτέλεσε πολλές φορές άλλοθι για ορισμένα κοινωνικά στρώματα και κυβερνήσεις για την επιβολή μέτρων μείωσης των κοινωνικών δαπανών, στο όνομα της διατήρησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Ομως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η οικονομική ανάπτυξη και το κράτος πρόνοιας δεν είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Η παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί μοιραία στη μη ανταγωνιστική οικονομία, όταν οι δομές της οικονομίας αυτής είναι ορθολογικές και αποτελεσματικές. Τα παραδείγματα διεθνώς είναι πολλά και δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν.

Για να έρθουμε στην ελληνική πραγματικότητα, η ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου Οργανισμού δεν σημαίνει και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η αναγκαιότητα για εφαρμογή της μερικής απασχόλησης, επίσης, δεν σημαίνει ανασφάλιστη και φθηνή εργασία. Η διατήρηση δημόσιων υπηρεσιών μόνο για την εξυπηρέτηση εκλογικής πελατείας διαβρώνει τις κοινωνικές δομές και δημιουργεί συνθήκες εργασιακής απάθειας.

Ομως, οι κυβερνήσεις πρέπει να κατανοήσουν ότι ακριβώς λόγω της παγκοσμιοποίησης και της διαρκώς αυξανόμενης έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού, πρέπει να προχωρήσουν σε ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές. Το σφάλμα δεν είναι μόνο των εκάστοτε κυβερνήσεων, αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο μένει προσκολλημένο σε «δήθεν» κεκτημένα.

Το κυριότερο που πρέπει να γίνει άμεσα κατανοητό είναι ότι αυτό που κυρίως καθορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας είναι οι υποδομές της, το επίπεδο αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, τα συστήματα εκπαίδευσης και η συνεχής, διά βίου εκπαίδευση. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούν συνθήκες για σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και πόρους για ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας.

Ο κ. Χρήστος Καλαμπόκης είναι γενικός διευθυντής (CFO) της Attica Bank.

Στην αφετηρία μιας νέας σχολικής χρονιάς, ο ΕΤ και ο ΕΤ.Κ επιχειρούν να καταγράψουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός χώρος, όχι μόνον όσον αφορά στις σοβαρές ελλείψεις υποδομών που εθιμικά σχεδόν παρατηρούνται, αλλά και αυτά που ανακύπτουν στην καρδιά της μαθησιακής διαδικασίας. Στο τι γράμματα, δηλαδή, μαθαίνουν τα παιδιά μας…

Κοινό μυστικό αποτελεί, άλλωστε, ότι η Παιδεία στην Ελλάδα δεν έχει ανάγκη τις άγονες πολιτικές αντιπαραθέσεις που την αντιλαμβάνονται ως δοκιμαστήριο άσκοπων πολώσεων, αλλά πολιτικές που θα τη βάλουν σε ράγες σύγχρονες, ικανές να μεταφέρουν τα παιδιά μας στο σύγχρονο κόσμο, στις λεωφόρους της γνώσης και της δημιουργικότητας.

Οι «Τάσεις» αυτού του φύλλου, στο πλαίσιο του αφιερώματος που επί μία και πλέον εβδομάδα παρουσιάζουμε, δίνουν το λόγο σε τέσσερα πρόσωπα, επιφορτισμένα ως εκ της θέσεώς τους με τη φροντίδα να μεριμνούν για την άνοδο του επιπέδου των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων.

Ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ευριπίδης Στυλιανίδης, η υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ, Αννα Διαμαντοπούλου, ο αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ, Γρηγόρης Καλομοίρης, και ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ, Θάνος Βερέμης, καταθέτουν τις δικές τους διαπιστώσεις και προτάσεις.

Του ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ

Η φετινή σχολική χρονιά ξεκινά με νέα αυτοπεποίθηση και σύγχρονη νοοτροπία. Οι λειτουργοί του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι εκπαιδευτικοί, αλλά και τα διοικητικά στελέχη εργάστηκαν πυρετωδώς καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων 8 μηνών, προκειμένου να δημιουργηθούν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις έτσι ώστε η νέα σχολική χρονιά να ξεκινήσει χωρίς τα συνήθη προβλήματα, ώστε να βελτιωθεί σημαντικά η εκπαιδευτική καθημερινότητα.

Με ικανοποίηση διασφαλίσαμε τα βιβλία να είναι ήδη στα σχολεία πολύ πριν από την έναρξη των μαθημάτων και να περιμένουν τους μαθητές. Ολες οι διοικητικές πράξεις, διορισμοί, μεταθέσεις, αποσπάσεις, προσλήψεις αναπληρωτών και ωρομισθίων έχουν ολοκληρωθεί δυόμισι τουλάχιστον μήνες νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά. Η εισαγωγική επιμόρφωση 7.300 νεοδιόριστων καθηγητών, δασκάλων και νηπιαγωγών και 5.000 αναπληρωτών έχει ολοκληρωθεί πριν από τον αγιασμό ενώ συνήθως γινόταν στα μέσα της χρονιάς. Οι διαδικασίες για την πρόσθετη διδακτική στήριξη που θα χτυπήσει την παραπαιδεία και θα βοηθήσει τις οικογένειες με μεσαία και φτωχά εισοδήματα, εξασφαλίζοντας φροντιστήριο μέσα στο σχολείο, ξεκίνησαν από την αρχή της χρονιάς και όχι στη μέση, όταν δηλαδή τα ιδιωτικά φροντιστήρια θα έχουν απορροφήσει την πλειοψηφία των ενδιαφερομένων. Μάλιστα αυτή τη φορά η χρηματοδότηση της πρόσθετης διδακτικής στήριξης γίνεται από κρατικούς πόρους.

Παράλληλα, βρίσκεται σε διαδικασία υλοποίησης ένα σημαντικό πρόγραμμα δημιουργίας σύγχρονης σχολικής στέγης, το οποίο κατά την προηγούμενη τετραετία οδήγησε στην κατασκευή 580 νέων διδακτικών μονάδων και την ανάπλαση 350 παλαιοτέρων, ενώ μέχρι και το 2012 προβλέπεται ότι θα παραδοθούν 1.233 καινούργιες σχολικές μονάδες, πολλές απ’ τις οποίες είναι και νηπιαγωγεία.

Εχουν ληφθεί όλα τα απαιτούμενα μέτρα ώστε το ολοήμερο σχολείο και το υποχρεωτικό νηπιαγωγείο να λειτουργήσουν καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύπτοντας πλήρως τις ανάγκες των γονιών και του εκπαιδευτικού συστήματος. Από το υπουργείο Παιδείας γίνεται μία τιτάνια προσπάθεια ώστε καθημερινά να βελτιώνεται η ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών και να ανταποκρινόμαστε με πληρότητα στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των γονιών, αλλά και της ίδιας της νέας γενιάς.

Ολα αυτά συνιστούν ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο νομίζω ότι βάζει τις βάσεις για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό αύριο, γιατί ειλικρινά πιστεύουμε ότι «όλα είναι θέμα Παιδείας».

Ο κ. Ευρ. Στυλιανίδης είναι υπουργός Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων.

Της ΑΝΝΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στο «τους» περισπωμένη! Πώς να ξεχαστεί ένα έγκλημα που τιμωρείται με μία ώρα ορθοστασία στο ένα πόδι, με τα χέρια στην έκταση, μπροστά στη σόμπα, την πλάτη γυρισμένη στα 50 τόσα παιδιά της τάξης… Μέσα σε μια γενιά, στη γενιά μας δηλαδή, άλλαξαν πολλά προς τη θετική κατεύθυνση στο χώρο της Παιδείας.

Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι πλέον αυταρχικό, αλλά δεν είναι και δημοκρατικό, με την αξιοκρατία, τους κανόνες και τη συμμετοχή που προδιαθέτει η Δημοκρατία. Δεν υπάρχει πια τιμωρία, αλλά ο μαθητής βρίσκεται κάτω από μόνιμο καθεστώς πίεσης και ανταγωνισμού.
Η περισπωμένη μάς άφησε χρόνους, αλλά η εμμονή στην αποστήθιση εμποδίζει τη κριτική και δημιουργική σκέψη. Οι σόμπες είναι πια στα μουσεία, αλλά οι υπολογιστές δεν έχουν τη θέση που απαιτείται στην τάξη. Εγιναν πολλά αλλά σήμερα το υπάρχον σύστημα έκλεισε τον κύκλο του. Οι χαμηλές επιδόσεις στις διεθνείς αξιολογήσεις για όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος κάνουν επιτακτική την ανάγκη να προχωρήσουν σε μεγάλες ανατροπές με σχέδιο, με χρονοδιάγραμμα και με συναίνεση στην Παιδεία. Χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με στόχο ελεύθερους μαθητές που «μαθαίνουν να μαθαίνουν». Ενα σχολείο ανοιχτό, συμμετοχικό, με αξιολόγηση και λογοδοσία, ένα σχολείο που θα προσφέρει στην ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή και την ίδια στιγμή οι μαθητές θα το αγαπούν.

Και βέβαια μία ολοκληρωμένη πολιτική για την καρδιά του εκπαιδευτικού συστήματος -που είναι οι εκπαιδευτικοί- και συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο: υποχρεωτική και συνεχής επιμόρφωση, αντικειμενική και αξιοκρατική αξιολόγηση, ικανοποιητική αύξηση αμοιβής.

Θέλουμε ένα δημόσιο αυτοδιοίκητο και ανεξάρτητο πανεπιστήμιο με επαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, αξιολόγηση και λογοδοσία.

Με σημαντικές επιδόσεις στην έρευνα (η χρηματοδότησή της πρέπει να φτάσει το 1,6% του ΑΕΠ), με λειτουργική σύνδεση με την αγορά εργασίας. Αυτά σημαίνουν ένα νέο εισαγωγικό σύστημα εξετάσεων που θα εξασφαλίζει την αυτοδυναμία του λυκείου, τη σωστή προπαρασκευή των μαθητών που θέλουν να πάνε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα στο σχολείο, αντικειμενικές πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά και συμμετοχή των ίδιων των πανεπιστημίων στην εισαγωγή των φοιτητών, με επιλογή μαθημάτων και στάθμιση της βαθμολογίας. Οι παραπάνω αλλαγές πρέπει να συνοδεύονται από αντίστοιχες υποδομές και νέους θεσμούς. Το όραμά μας για την Παιδεία συμπυκνώνεται στις λέξεις: Δημόσια, δωρεάν Παιδεία, υψηλής ποιότητας, ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι υπεύθυνη Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ.

Του ΘΑΝΟΥ ΒΕΡΕΜΗ

Οταν πριν από μερικά χρόνια η αξιολόγηση των ευρωπαϊκών συστημάτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Πίζα κατέδειξε τις αδυναμίες των μαθητών μας έναντι άλλων Ευρωπαίων, οι εκπαιδευτικοί μας εκώφευσαν.

Ισχυρίστηκαν πολλοί, ίσως για να αποσείσουν και τη δικιά τους ευθύνη, ότι οι χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων στις θετικές επιστήμες, στα μαθηματικά, στην ερμηνεία αγνώστου κειμένου και, το χειρότερο, στην επίλυση καθημερινών πρακτικών προβλημάτων οφείλονταν στο ότι οι Ελληνόπαιδες διαγωνιζόμενοι δεν απέδωσαν σημασία στη διαδικασία αυτή.

Πιστεύω, αντίθετα από αυτούς, ότι η ετυμηγορία της Πίζας υπήρξε ξυπνητήρι που θα έπρεπε να μας αφυπνίσει. Η πείρα μου, τουλάχιστον από το υλικό που η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στέλνει κάθε χρόνο στα ΑΕΙ, είναι εξίσου αρνητική.

Τα παιδιά της δευτεροβάθμιας έχουν καταβάλει επίπονη προσπάθεια να καλύψουν μια απέραντη ύλη που υπάρχει ίσως για να δικαιολογεί θέσεις εργασίας στο γυμνάσιο και το λύκειο.

Καθώς η μέθοδος διδασκαλίας και εξέτασης βασίζεται στην αποστήθιση (ακόμα και των θεμάτων στην έκθεση ιδεών) η μεγάλη απώλεια είναι η δημιουργικότητα και η καλλιέργεια της πρωτοβουλίας.

Οι νέοι και οι νέες που εισέρχονται στα ΑΕΙ είναι βέβαια οι επιτυχόντες του συστήματος. Οι περισσότεροι είναι σκληραγωγημένοι από τις εισαγωγικές αλλά ελάχιστοι είναι σε θέση να κατανοήσουν τη σημασία μιας πανεπιστημιακής εργασίας που απαιτεί την κριτική αντιμετώπιση των κειμένων στα οποία θα ανατρέξουν για πληροφορίες και αναλύσεις. Με λίγες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι δεν θα αποβάλουν τον εθισμό στον παπαγαλισμό που έχουν ήδη αποκτήσει κατά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Χρειάζεται το γρηγορότερο να αξιολογηθεί σε βάθος η εκπαίδευση που προσφέρουν το γυμνάσιο και το λύκειο ώστε να εντοπισθούν οι ελλείψεις και οι λόγοι της δυσλειτουργίας της. Οι καθηγητές πρέπει να περάσουν από συστηματική μετεκπαίδευση ώστε να είναι συμβατοί με τους στόχους μιας εκσυγχρονισμένης εκπαίδευσης.

Το σημαντικότερο είναι να συγκροτηθεί ένα σώμα «σοφών» εκπαιδευτικών, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, που θα θέσουν τους στόχους της νέας εκπαιδευτικής μας κατεύθυνσης προς τη δημιουργικότητα και τη φαντασία. Ο κάθε χρόνος που χάνεται δεν αναπληρώνεται για όσους θα υφίστανται τις αρνητικές του συνέπειες.

Ο κ. Θ. Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗ

Η ανανέωση των σχολικών προγραμμάτων και βιβλίων, μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά μας, προβλήθηκε τα τελευταία χρόνια με διθυραμβικούς τόνους, αλλά αποδείχτηκε τελικά μια αμφισβητούμενη, επώδυνη και αγχωτική διαδικασία

Οι πιο σημαντικοί παράγοντες της αποτυχίας του όλου εγχειρήματος, όμως, πρέπει να αναζητηθούν πέρα από τα διαδικαστικά ζητήματα. Αφορούν την κατεύθυνση προς την οποία ωθούν την εκπαίδευση, τους σκοπούς που υπηρετούν, τις αξίες πάνω στις οποίες στηρίζονται.

Προσανατολισμένα προς τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της επιχειρηματικότητας και του ανταγωνισμού, δεν είναι δυνατό να υποστηρίξουν την απελευθερωτική Παιδεία που έχουν ανάγκη οι σύγχρονοι νέοι πολίτες.

Η λεγόμενη «διαθεματική προσέγγιση», πέρα από την ανεπαρκή παιδαγωγική θεμελίωσή της από τους αρχιτέκτονες των αλλαγών, εξαντλήθηκε κατά κανόνα στα νέα σχολικά βιβλία, σε επιφανειακές πολυθεματικές και πολυεπιστημονικές συσχετίσεις, ενώ ο εσφαλμένος τρόπος προώθησής της άφηνε ελάχιστα περιθώρια για μια ουσιαστική και αποτελεσματική διεπιστημονική προσέγγιση. Στα σχολικά βιβλία υπάρχει πληθώρα τυχάρπαστων παραδειγμάτων και ασκήσεων από πεδία διαφορετικών επιστημών, όπου οι αντίστοιχες έννοιες θεμελιώνονται με ύλη μεγαλύτερων σχολικών τάξεων και με διαφορετική μεθοδολογία. Σε ό,τι αφορά τη διδακτική/μαθησιακή διαδικασία, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να αξιοποιηθούν και νέες μέθοδοι διδασκαλίας, που βασίζονται περισσότερο στη δημιουργική δραστηριότητα και αυτενέργεια του μαθητή, στην εξοικείωσή του με τις ερευνητικές μεθόδους και τεχνικές και στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της αμφισβήτησης. Στο πλαίσιο της εφαρμογής τέτοιων μεθόδων, η καλά οργανωμένη και άρτια εμπλουτισμένη σχολική βιβλιοθήκη, που αξιοποιεί και τις σύγχρονες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση .

Η μείωση της έκτασης της διδακτέας ύλης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε το σχολείο να απελευθερωθεί από το άγχος της «κάλυψης της ύλης» και να προσανατολιστεί στην πραγματική μόρφωση. Με βάση πρόσφατη πανελλαδική έρευνα του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, η εικόνα που έχουν οι καθηγητές/-τριες για τα βιβλία συνολικά είναι πολύ αρνητική. Οι εκπαιδευτικοί έχουν την άποψη ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στο ότι τα βιβλία οξύνουν αντί να αμβλύνουν τις συνέπειες των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ύλη των βιβλίων δεν μπορεί να καλυφθεί, η κριτική σκέψη των μαθητών δεν προάγεται, η μορφή των βιβλίων δεν συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του μαθήματος.

Με βάση λοιπόν την εκτίμηση ότι τα ισχύοντα προγράμματα σπουδών και τα αντίστοιχα βιβλία δεν εξασφαλίζουν στη νέα γενιά μια πολυδιάστατη, αντικειμενική και επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση, είναι ανάγκη να αντικατασταθούν αυτά τα προγράμματα και βιβλία από άλλα, στηριγμένα στις σύγχρονες απαιτήσεις.

Και βέβαια σε αυτή τη διαδικασία καθοριστική πρέπει να είναι η συμβολή των φορέων των εκπαιδευτικών. Από αυτή την άποψη είμαι πολύ επιφυλακτικός όταν ακούω τον υπουργό Παιδείας να δηλώνει ότι θα συγκροτηθεί επιτροπή για να μελετήσει την εφαρμογή σύγχρονων αναλυτικών προγραμμάτων. Για να κάνει άραγε τι; Να επιβεβαιώσει την πρόσφατη εκτίμηση του προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ότι για ελάχιστα βιβλία υπάρχει πρόβλημα;

Ας τελειώνουμε πλέον με τις επιτροπές «σοφών», «ειδικών» και «επαϊόντων» και ας δώσουμε το λόγο στους μάχιμους εκπαιδευτικούς.

Ο κ. Γρ. Καλομοίρης είναι αντιπρόεδρος της ΟΛΜΕ.

Κάθε μέρα, σε κάθε σχολείο, καθορίζεται ένα κομμάτι του μέλλοντός μας. Εκεί διαμορφώνεται η συνείδηση των πολιτών που θα αποφασίζουν αύριο για τη δική τους ζωή και για το συλλογικό πεπρωμένο. Η φετινή χρονιά, όπως συνήθως συμβαίνει, ξεκίνησε εν μέσω ανταλλαγών βολών και δημόσιων αντιδικιών. Δεν προξενεί εντύπωση… Το ίδιο θα συμβαίνει όσο η Παιδεία δεν αντιμετωπίζεται ως εθνικό -άρα, υπερκομματικό- θέμα, όσο δεν προσαρμοζόμαστε στα επιτυχημένα πρότυπα ανεπτυγμένων χωρών, όσο ο εκπαιδευτικός χώρος εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως στίβος πολιτικών αντιπαραθέσεων και όχι ως εργαστήριο εφαρμογής ιδεών και προτάσεων για ένα καλύτερο μέλλον.

Ο ΕΤ.Κ, στο πλαίσιο του αφιερώματος «τι γράμματα μαθαίνουν τα παιδιά μας», δίνει για δεύτερη Κυριακή το λόγο σε πρόσωπα που μάχονται καθημερινά για ένα σχολείο που να αξίζει στους μαθητές του. Ο φιλόλογος Γιάννης Πατίλης, ο φυσικός Δημήτρης Γεωργιακώδης, ο συνδικαλιστής-καθηγητής Θανάσης Τσιριγώτης και ο πανεπιστημιακός Δ. Γαργαλιάνος καταθέτουν τις απόψεις τους για το αύριο της Παιδείας…

του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

Tα παιδιά μας δεν μαθαίνουν τα γράμματα που πρέπει να μαθαίνουν και, κυρίως, δεν μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν. Δεν έχουν όρεξη, πλην εξαιρέσεων, για γράμματα (για την ακρίβεια: για γνώση). Ωστόσο θα ήταν η υπέρτατη αδικία αν εστιάζαμε το πρόβλημα στα παιδιά. Ως κοινωνία έχουμε τεράστιες ευθύνες για τη σημερινή άθλια κατάσταση της Παιδείας μας. Ομως οι ευθύνες δεν είναι γενικές και αόριστες.

Εγώ ως δάσκαλος έχω ευθύνες διότι δεν διεύρυνα τις λιγοστές γνώσεις μου που ως φοιτητής πήρα στο στρεβλά πολιτικοποιημένο πανεπιστήμιο της δεκαετίας του ’70, διαβάζω ελάχιστα βιβλία, έχω μηδαμινό ενδιαφέρον για τις σύγχρονες τεχνολογίες, βλέπω στενά τη δουλειά μου ως βιοπορισμό, δεν διανοούμαι καν να φανταστώ ότι μπορεί και πρέπει να αξιολογηθεί η ποιότητα της εργασίας μου στο σχολείο.

Εσύ ως γονιός δεν έβαλες βιβλίο στο σπίτι σου, σε «ξεκουράζει» η τηλεόραση κι έχεις μαύρα μεσάνυχτα από το Διαδίκτυο, δεν πέρασες ποτέ από το σχολειό να ρωτήσεις για τα βλαστάρια σου, ψηφίζεις άθλιους πολιτικάντηδες που σου υπόσχονται κάθε τετραετία αύξηση των δαπανών για την Παιδεία στο 5% του ΑΕΠ και δεν τους έκατσες ποτέ στον τοίχο για τις κατάφωρες ψευδολογίες τους.

Εσύ, προοδευτικέ διανοούμενε, που υπερασπίζεσαι με νύχια και δόντια το δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου, έχεις κάνει ό,τι σου περνά από το χέρι για να τον απαξιώσεις στην πράξη: Πολέμησες για το «δημοκρατικό πέντε», «ενάντια στην εντατικοποίηση των σπουδών», ευλόγησες τους «ανυπότακτους» που χτίζουν τις πόρτες των συλλόγων των Ιδρυμάτων με τις αποφάσεις των οποίων διαφωνούν. Για κάποιον σκοτεινό λόγο, ενώ εσύ είσαι πολύγλωσσος, διαβασμένος, προσωπικός και διακεκριμένος (και όχι σπάνια πια «ματσωμένος»), μισείς την αξιοκρατία και τη διακριτική προσωποποίηση δικαιωμάτων και ευθυνών στη δημόσια εκπαίδευση. Είσαι ο Ελίτ που ονειρεύεται Μάζες.

Για σένα, πολιτικάντη, θα πω αυτό που είπε ο Μέγας Κωνσταντίνος για τον Μεγάλο Αντρέα: Εναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στη φυλακή, τον στέλνεις στο σπίτι του. Εκανες την αδυναμία της Δημοκρατίας (που θα την εορτάζουμε πλέον στα σχολεία κάθε15 Σεπτεμβρίου) την κυριότερη πηγή της δύναμής σου. Εκλεγμένος και (κατ’ επίφασιν) ελεγχόμενος, διεπλάκης ερωτικώς με όλους τους Ανεξέλεγκτους, Παπάδες και Συγκροτήματα. Ρεμάλια δημοσιογράφους και τζογαδόρους κομματάρχες. Το δρόμο σου τον έδειξε κατά λάθος ο Ζαχόπουλος, αλλά δεν τον ακολούθησες! Κορόιδο είσαι!... Σιγά τώρα εσύ ο Ιδιωτικοποιημένος μη νοιαστείς για το δημόσιο σχολείο. Ωραία το ’πε κι ο Κωνσταντίνος ο Μικρός: Εγώ δεν έχω λεφτά για τη μαύρη τρύπα της Παιδείας. Μολονότι ως δάσκαλος πάντα ζητούσα ευθύνες και από τα παιδιά, σ’ αυτές τις ενδημικές πια άθλιες μέρες της Παιδείας μας ξανασκέφτομαι τις συμβουλές του Ηράκλειτου προς τους Εφέσιους: Να πα’ να κρεμαστούνε όλοι και στα παιδιά ν’ αφήσουνε την πόλη! Ισως μας χρειαστούν, όχι ως εύκολη καταστροφολογική ρητορεία αλλά ως έναυσμα οδυνηρής αφύπνισης.

Ο κ. Γιάννης Πατίλης είναι φιλόλογος στο 6ο Εσπερινό ΓΕΛ Αθηνών.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΩΡΓΙΑΚΩΔΗ

Τ ι γράμματα μαθαίνουν τα παιδιά μας; Προφανώς αυτά που τους διδάσκουμε! Η αρχαία επιταγή «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» και η νεότερη διαπίστωση «Ανθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο», που εστίαζαν στη σημασία της Γνώσης και τη συμβολή της στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, έχουν μετεξελιχθεί στo σύγχρονο ερώτημα: «Τι μπορείς να κάνεις με αυτά που έχεις μάθει;», που εστιάζει κυρίως στο αποτέλεσμα της μάθησης. Οπως σε όλα, έτσι και εδώ, η χρυσή τομή είναι το ζητούμενο.

Τα παιδιά μας λοιπόν πρέπει να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις για να πετύχουν στο πανεπιστήμιο, να ομιλούν δύο τουλάχιστον ξένες γλώσσες, να χρησιμοποιούν τα βασικά προγράμματα των Η/Υ και να αποκτήσουν κάποιο μεταπτυχιακό δίπλωμα, που θα ενισχύσει τα «τυπικά» τους προσόντα στον αγώνα για εύρεση εργασίας. Η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της ικανότητας για συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, της διατύπωσης και αξιολόγησης συμπερασμάτων, καθώς και της εύρεσης καινοτόμων λύσεων περνά σε δεύτερη μοίρα. Στις τελευταίες τάξεις του λυκείου αλλά και του Διεθνούς Απολυτηρίου (ΙΒ) το φαινόμενο αυτό γίνεται εντονότερο, αν και καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες για την εξάλειψή του. Εδώ ισχύει το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η κοινωνία μας έχει την ικανότητα να αλλοιώνει τα θετικά στοιχεία του όποιου εκπαιδευτικού συστήματος και να το προσαρμόζει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ποιοι όμως μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά μας; Είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών ή και μεταπτυχιακών τίτλων, αρκετοί από τους οποίους έγιναν εκπαιδευτικοί όχι τόσο από όραμα όσο από έλλειψη άλλης επιλογής. Εκπαιδευτικοί που δεν επιμορφώνονται συστηματικά, που αμείβονται με ποσά δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τον όγκο εργασίας που απαιτεί το λειτούργημά τους.

Εκπαιδευτικοί που απαξιώνονται, πολλές φορές άδικα, από μερικούς γονείς αλλά και από συναδέλφους τους. Εκπαιδευτικοί που καλούνται να αγνοήσουν κάθε έννοια αξιολόγησης, ιδιαίτερα στη Γ’ λυκείου, και να βαθμολογήσουν τους μαθητές τους, όχι ανάλογα με τις ικανότητες και τις επιδόσεις τους, αλλά σύμφωνα με τις επιταγές του συστήματος εισαγωγής, με αποτέλεσμα να γελοιοποιούνται όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Εκπαιδευτικοί που, συναισθηματικά σκεπτόμενοι, δεν αφήνουν μαθητές τους στην ίδια τάξη, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται στις μεγαλύτερες τάξεις αδυναμίες που εμφανίστηκαν στις μικρότερες. Εκπαιδευτικοί σημαντικό ποσοστό των οποίων δεν επιδιώκει την αυτοαξιολόγηση και αρνείται την αξιολόγηση επειδή δεν εμπιστεύεται την όλη διαδικασία.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις καταδεικνύουν την ανάγκη ύπαρξης δημιουργικού διαλόγου, που θα καταλήξει στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Παιδείας, δημόσιας και ιδιωτικής. Γιατί και η ιδιωτική εκπαίδευση έχει τη δική της πονεμένη ιστορία, η αφήγηση της οποίας δεν είναι του παρόντος.

Τα γράμματα λοιπόν που μαθαίνουν τα παιδιά μας είναι αυτά που επιλέγονται από την Πολιτεία και διδάσκονται από εμάς τους εκπαιδευτικούς, που προσπαθούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στο καθήκον και τα νοσηρά συμπτώματα της κοινωνίας μας. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από γονέα του οποίου τα παιδιά φοιτούν σε επώνυμο ιδιωτικό σχολείο, «οτιδήποτε τους μαθαίνετε αναιρείται από τον κοινωνικό περίγυρο μόλις βγουν από την πόρτα του σχολείου».

Ο κ. Δημήτρης Γεωργιακώδης είναι διδάκτωρ Φυσικής Στερεάς Κατάστασης, καθηγητής

Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ

Ησυζήτηση για τα φλέγοντα ζητήματα της Εκπαίδευσης ανέδειξε, εκτός των άλλων, και το ακανθώδες ερώτημα «γιατί τα παιδιά δεν μαθαίνουν γράμματα;». Εχει, βέβαια, περάσει πολύς καιρός από το αντίστοιχο σκηνοθετικό πόνημα του Θόδωρου Μαραγκού, ωστόσο οι χιλιάδες σελίδες αποτυπωμένης ανησυχίας δεν έλυσαν το γόρδιο δεσμό.

Συνοψίζω κωδικοποιημένα ορισμένες σκέψεις και παρατηρήσεις:

• Το σχολείο απαξιώνεται! Οι σχολικές δομές και το απολυτήριο του Λυκείου αποτελούσαν για χρόνια έναν ασφαλή δρόμο για την κοινωνική ανέλιξη, την εργασιακή σιγουριά και ένα σταθερό αύριο. Ωστόσο, η γενίκευση της ανεργίας και η αποσύνδεση κάθε «τίτλου μόρφωσης» από την εργασία συρρικνώνουν το σχολείο.

• Το σχολείο περικυκλώνεται! Δίπλα στο σχολείο, το οποίο αποτελούσε έναν από τους πλέον σημαντικούς φορείς κοινωνικοποίησης, προστέθηκε και μια σειρά νεοπαγείς δομές, με κυρίαρχη αυτή των ΜΜΕ. Οταν το πρωί διδάσκεις τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Δ. Σολωμού και όλο τον υπόλοιπο χρόνο το εφηβικό μυαλό βομβαρδίζεται από τα σκουπίδια της υποκουλτούρας, τότε ο Σολωμός «έχει χάσει»!

• Κατακερματισμένη γνώση! Το παραδοσιακό σχολείο, το οποίο αντιστοιχούσε σε μια ανάλογη κοινωνία, είχε ως μέθοδο την αφήγηση, τους μεγάλους αφηγηματικούς κανόνες. Το σημερινό σχολείο με συστηματικό τρόπο θρυμμάτισε τη γνώση σε πληροφορία, σε χιλιάδες ασύνδετες πληροφορίες τύπου διαφήμισης, με αποτέλεσμα ο μαθητής να γίνεται δέκτης ενός τεράστιου όγκου ασύνδετων, και, εν τέλει, άχρηστων κωδικών.

• Η ευθύνη της Πολιτείας! Αντί η Πολιτεία να ρίξει βάρος στο ευρύχωρο, δημοκρατικό δημόσιο σχολείο, από το νηπιαγωγείο ως τα πανεπιστήμια ασχολείται με τις εξετάσεις, τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και τις δυνάμεις της αγοράς. Αντί να χρηματοδοτήσει γενναία την Παιδεία, να χτίσει σχολεία και υποδομές, να στηρίξει πολύπλευρα το έμψυχο δυναμικό της, καταδικάζει, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, το δημόσιο εκπαιδευτικό χώρο σε μαρασμό. Μια βόλτα στα δημόσια σχολεία της Αθήνας θα πείσει ότι περισσότερο μοιάζουν με φυλακές και υπνωτήρια ψυχών, παρά με ναούς γνώσης.

• Κοινωνικοί φραγμοί! Χιλιάδες μαθητές, αλλοδαποί, μετανάστες, με ειδικές ανάγκες, παιδιά φτωχών λαϊκών τάξεων, αντιμετωπίζουν καθημερινά συνεχή φράγματα με τη μορφή της απόρριψης, πολλές φορές νομιμοποιημένης. Χιλιάδες παιδιά βρίσκονται στην πρόωρη εργασία, και όχι μόνο.

• Απομνημόνευση (παπαγαλία)! Η γνώση είναι μια συναρπαστική περιπέτεια. Ωστόσο, το σχολείο συμπιέζεται από το λαβύρινθο των εξετάσεων, γίνεται προθάλαμος για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Χρήσιμο και ωφέλιμο είναι ότι βοηθά τα «τελικά» των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η μηχανική απομνημόνευση λαμβάνει μυθικές διαστάσεις.

Απέναντι στο στείρο ανταγωνισμό, στη βαθμοθηρία και το σχολείο-φυλακή, μπορούμε να χτίσουμε το σχολείο των αναγκών και των ονείρων μας. Ιδού η Ρόδος!

Ο κ. Θανάσης Τσιριγώτης είναι μέλος Δ.Σ. ΟΛΜΕ.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΥ

Η εκπαίδευση (με την ευρεία της έννοια) είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους της ανθρώπινης κοινωνίας και ένα πολυπαραμετρικό και πολύπλοκο φαινόμενο. Θα μπορούσα να εξαντλήσω τον αριθμό των λέξεων που μου ζητήθηκε να γράψω για το άρθρο αυτό παραθέτοντας παραμέτρους που είμαι σε θέση να σκεφτώ. Για την οικονομία του χώρου αναφέρω μόνο την ιστορία και τη φιλοσοφία της εκπαίδευσης, τους εκπαιδευόμενους, τους διδάσκοντες, τα μαθήματα που διδάσκονται, το πολιτικό σύστημα, την κυβερνητική οργάνωση στον τομέα, τους συνδικαλιστικούς φορείς, το νομοθετικό πλαίσιο, τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό, την τεχνολογία και την οικονομική υποστήριξη. Ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει και ορισμένες άλλες στο υπόλοιπο κείμενο.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η πολυπλοκότητα του φαινομένου, αρκεί να αναφερθεί πως οι γνώσεις που είχε δημιουργήσει ο άνθρωπος από την εποχή που ζούσε στα σπήλαια μέχρι το 1988 διπλασιάστηκαν μέχρι το 1998 (και συνεχίζουν να διπλασιάζονται κάθε δεκαετία). Ο πιο συνετός και ευδιαχείριστος χαρακτηρισμός που προσωπικά μπορώ να δώσω σε αυτήν την κατάσταση είναι αυτός της «πρόκλησης». Το ελληνικό σχολείο (όλων των βαθμίδων) καταβάλλει προσπάθειες να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση, αλλά θέλει ακόμα πολλή «μελέτη» για να γίνει καλό -με βάση τα κριτήρια που ορίζουν οι αρμόδιοι διεθνείς φορείς- και ακόμα περισσότερη για να γίνει άριστο.

Για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα η μελέτη αυτή χρειάζεται να γίνει βασιζόμενη σε μια απλή, αλλά δυστυχώς όχι δεδομένη για την ελληνική πραγματικότητα, προϋπόθεση: τον οργανωμένο δημοκρατικό διάλογο μεταξύ ειδικών από τους αρμόδιους και τους εμπλεκόμενους φορείς, μακριά από κομματικούς περιορισμούς, επιδιώξεις και σκοπιμότητες. Αντικειμενικός σκοπός του διαλόγου αυτού (πρέπει να) είναι ο προσδιορισμός: α) του οράματος της ελληνικής εκπαιδευτικής διαδικασίας (δηλαδή πού θέλουμε να φτάσουμε σε βάθος χρόνου, ας πούμε στα επόμενα 30-40 χρόνια), β) των σκοπών που πρέπει να επιτευχθούν μεσοπρόθεσμα (ας πούμε στα επόμενα 10-20 χρόνια) για να προσεγγίσουμε το όραμα και γ) των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν άμεσα (ας πούμε στα επόμενα 2-8 χρόνια), ώστε να διαπιστώνεται αν και σε ποιο βαθμό επιτυγχάνονται οι σκοποί, καθώς και ποιες διορθωτικές ενέργειες χρειάζεται να γίνουν. Προηγμένα στον τομέα της εκπαίδευσης κράτη εμπιστεύονται ένα μεγάλο μέρος της παραπάνω διαδικασίας σε στελέχη με ειδικές γνώσεις στην οργάνωση και τη διαχείριση της εκπαίδευσης (education management). Οσο δεν προσδιορίζεται και δεν συμφωνείται, με ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή, ένα όραμα αντάξιο των δυνατοτήτων και των προσδοκιών του ελληνικού λαού, καθώς και οι σκοποί και οι στόχοι που θα οδηγήσουν σε αυτό, τα Ελληνόπουλα (από το δημοτικό έως και το πανεπιστήμιο) θα συνεχίζουν να παπαγαλίζουν μονοδιάστατες, ανούσιες και περιορισμένες «γνώσεις» και θα δυσκολεύονται πολύ να γίνονται πολίτες με κρίση και άποψη. Από την άλλη μεριά, όμως, μπορεί αυτό να είναι το «όραμα» της ελληνικής κοινωνίας για την εκπαίδευση των παιδιών της και να μην το παραδέχεται.

Ο κ. Δ. Γαργαλιάνος είναι επίκουρος καθηγητής ΤΕΦΑΑ στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Από το «Ημερολόγιο των Αγώνων του 1896»

ΗΜΕΡΑ ΔΕΚΑΤΗ


3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ


Η στέψις των ολυμπιονικών

Εληξαν σήμερον αι αλησμόνητοι τελεταί των Ολυμπιακών αγώνων, διά της πανηγυρικής στέψεως των Ολυμπιονικών, προ πολλών χιλιάδων λαού. Διότι και σήμερον τελευταίαν ημέραν των Αγώνων το Στάδιον περιέλαβεν υπέρ τας 60.000 θεατών, παριστών το αυτό ωραίον, γραφικόν και μεγαλοπρεπές θέαμα οίον το απεθαυμάσαμεν κατά την ημέραν του αγωνίσματος του Μαραθωνίου δρόμου. Η ώρα της τελετής είχεν ορισθή την 10 και ½ π.μ. ώραν, αλλ’ από της 8ης είχεν αρχίσει η συρροή, ανυπομονούντων ιδία εκείνων όσοι διά πρώτην φοράν επεσκέπτοντο το Στάδιον, εξ ελλείψεως εισιτηρίων.

Την μεγαλοπρεπή και ενθουσιαστικήν τελετήν ηυνόει και ωραιότης του καιρού, διότι ευεργετικώτατος ήλιος έλουε την Αττικήν, ενθουσιάζων ιδία τους ξένους οίτινες θα έφευγον με το δίκαιον παράπονον ότι εν Ελλάδι μόνον ο ήλιος ήτο αφιλόξενος. Φωτογραφικαί μηχαναί έλαβον διά μίαν ακόμη φοράν το έκπαγλον θέαμα.

Προ των βασιλείων θώκων υψούτο κομψή εξέδρα διακεκοσμημένη διά των εθνικών χρωμάτων, επ’ αυτής δε έκειντο οι εκ κοτίνου στέφανοι οίτινες μετά μικρόν θα στέψωσι τα μέτωπα των ευτυχών ολυμπιονικών. Αι μουσικαί ανακρούουσι εμβατήρια.

Την 10ην και 1/2 ακριβώς προαγγέλλεται η εις το Στάδιον είσοδος της Βασιλικής Οικογενείας, ήτις βαίνει υπό τους ήχους του βασιλικού ύμνου. Η Α.Μ. η Βασίλισσα απήν, ένεκεν ελαφράς κακοδιαθεσίας. Την Βασιλικήν Οικογένειαν υποδέχεται ο λαός εν ζωηρωτάταις επευφημίαις. Εκ πασών των κερκίδων απ’ άκρου εις άκρον οι θεαταί παντός φύλου και πάσης ηλικίας εκρήγνυνται εις ζητωκραυγάς και χειροκροτήματα, τα οποία αντιλαλούσιν οι πέριξ λόφοι, γραφικώτατοι και πλήρεις κόσμου, συμπληρούντες την όλην μαγείαν του θεάματος. Η Βασιλική οικογένεια, υπό τας ατελευτήτους επευφημίας, προχωρεί και καταλήγει εις τους βασιλείους θώκους, μεθ’ ο άρχεται η συμφώνως τω προγράμματι τελετή της στέψεως και της απονομής των βραβείων. Εν τη βασιλική κερκίδι δίδεται θέσις και εις τον αδελφόν του Κεδίβου της Αιγύπτου, πρίγκηπα Μεχμέτ Αλή πασά Χαλήλ.

Οι Ολυμπιονίκαι παρατάσσονται εις δύο στίχους. Την εμφάνισιν ενός εκάστου το πλήθος υποδέχεται δι’ ενθουσιωδών επευφημιών, αίτινες βαθέως συγκινούσι και τους ξένους αθλητάς. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς προσφέρει το Δίπλωμα, τον εκ κοτίνου κλάδον, αποσταλέντα εξ Ολυμπίας, και το μετάλλιον, απευθύνων θερμάς συγχαρητηρίους λέξεις εις έκαστον των στεφομένων. Το πλήθος εξερράγη ακράτητον εις βροντώδεις επευφημίας όταν προσήλθεν προ της Α.Μ. του Βασιλέως, ανελθών την κλίμακα της σφενδόνης, ο δημοφιλής Ολυμπιονίκης του Μαραθωνίου δρόμου Σπυρίδων Λούης, υπό τα άπληστα βλέμματα των χιλιάδων θεατών. Ο ενθουσιασμός εξεδηλώθη και δι’ αναπετάσεως ελληνικών σημαιών και περιστερών, αίτινες διασχίζουσι το κενόν σύρουσαι κυανολεύκους ταινίας, υπό τα χειροκροτήματα του λαού. Πλην των ανωτέρω βραβείων, ο του Μαραθωνίου δρόμου νικητής έλαβε και το γνωστόν δώρον του κ. Μπρεάλ ωραίον κύπελλον, και το υπό του κ. Λάμπρου προαγγελθέν. Ο Λούης φαίνεται βαθύτατα συγκεκινημένος, όταν η Α.Μ. τείνει προς αυτόν την δεξιάν του συγχαίρων. Εις τον νικητήν της σφαιροβολίας κ. Garret η Α.Μ. η πριγκίπισσα Σοφία δωρεί πολύτιμον δώρον, εις τον νικητήν εν τη σκοποβολή κ. Καρασεβδάν ωραίον δίκαννον όπλον, εις τον κ. Gravellote τον εν τη ξιφασκία νικήσαντα, αλλ’ απόντα, ωραίον επίσης αγγείον αργυρούν, και κλάδοι δάφνης δίδονται εις τους αθλητάς εκείνους, οίτινες ήλθον δεύτεροι. Οι εξ Αμερικής αθληταί λαμβάνουσι και αργυρούν κύπελλον.

Μετά την στέψιν, ηγουμένου του αλυτάρχου, περιήλθον πάντες εν σώματι το στάδιον, βαίνοντες επί του ξυστού δρόμου και κρατούντες τους κλάδους του κοτίνου. Κατά την μεγαλοπρεπή ταύτην περιφοράν, αι μουσικαί ανακρούουσιν εναλλάξ τους εθνικούς ύμνους των μετασχόντων εις τους αγώνας εθνών. Το θέαμα είνε γραφικώτατον και ενθουσιάζει το πλήθος όπερ αύθις εκρήγνυται εις ατελευτήτους επευφημίας αντηχούσας επί ώραν πολλήν. Πάντες οι νικηταί ίστανται κατόπιν προ της Βασιλικής κερκίδος ότε ο κ. Gehbardt ο έφορος των γερμανών γυμναστών και αθλητών προσφέρει προς την Α.Υ. τον Διάδοχον, πρόεδρον των Ολυμπιακών αγώνων ωραίον εκ δάφνης Στέφανον μετά ταινιών, προσφωνεί δε Αυτόν, λέγων, ότι διά του στεφάνου τούτου οι μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος δεσμοί θα γείνωσιν αδιάρρηκτοι, και επαινών τας προόδους της χώρας και τας αρετάς του ελληνικού λαού. Εις την προσφώνησιν ταύτην η Α.Υ. ο Διάδοχος απαντά γερμανιστί εκφράζων τας ευχαριστίας

Του ότι εν τη προσεχεί νέα Ολυμπιάδι η Ελλάς πλείονας αθλητάς θα φιλοξενήση. Το πλήθος καλύπτει τας τελευταίας ταύτας λέξεις διά βροντωδών επευφημιών υπέρ της Α.Υ. ενώ αι ηνωμέναι μουσικαί ανακρούουσι τον Ολυμπιακόν ύμνον.

Ληξάσης της τελετής, η Α.Μ. ο Βασιλεύς, είπε διά φωνής ηχηράς και εν στάσει μεγαλοπρεπεί. Κηρύττω την λήξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών αγώνων. Στραφείς δε ασπάζεται την Α.Υ. τον Διάδοχον, λίαν συγκεκινημένον. Η στιγμή ήτο και διά τον λαόν συγκινητική, βροντώδεις δε ζητωκραυγαί υπέρ της Α.Μ. του Βασιλέως και της Α.Υ. του Διαδόχου εκρήγνυνται πανταχόθεν.

Μετά τούτο, ο λαός κατέλιπε το Στάδιον, ηγουμένης της Βασιλικής οικογενείας, ην το πλήθος συνώδευσε μέχρι των Ανακτόρων, εν επευφημίαις. Ηγούνται μουσικαί και σημαίαι. Η Α.Υ. ο Διάδοχος έστη επί της κλίμακος των προπυλαίων μετά των Α.Υ. των πριγκίπων Γεωργίου και Νικολάου, προβάς δε ο κ. Λ. Δεληγεώργης, μέλος του Δωδεκαμελούς Συμβουλίου των αγώνων προσεφώνησε την Α.Υ. προσενεγκών ωραίον στέφανον. Ο ομιλήσας εξέφρασε τας ευχαριστίας του λαού προς την Α.Υ. τον Διάδοχον, δι’ ην επέδειξε πατριωτικήν μέριμναν και επιμονήν υπέρ της επιτυχίας των αγώνων, Αυτός γενόμενος ο ιδρυτής αυτών εν Ελλάδι. Εξέφρασε δε και την ευχήν του ελληνικού λαού, όπως εξακολουθήσωσιν αι εργασίαι της Α.Υ. του Διαδόχου και των Α.Υ. πριγκίπων υπέρ της εδραιώσεως και ευδοκιμήσεως των Ολυμπιακών αγώνων επ’ αγαθώ του Εθνους.

Την νύκτα

Ζωηροτάτη η κίνησις την νύκτα. Πάσαι αι πλατείαι και αι οδοί πλήρεις λαού πάσης τάξεως υπό το άπλετον φως της φωταγωγήσεως της πόλεως. Το έξοχον δε θέαμα της φωταγωγήσεως των μνημείων της Ακροπόλεως είχε συγκεντρώσει εν τη πλατεία της Ομονοίας το πλείστον μέρος του κόσμου, καίτοι το ψύχος ήτο λίαν επαισθητόν.

H χρυσή ευκαιρία της Αθήνας

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΤΡΟΕΦ

H αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και η επιλογή της Αθήνας ως πρώτης διοργανώτριας πόλης έδωσαν την ευκαιρία στην ελληνική πρωτεύουσα να επιχειρήσει και αυτή μια αναβίωση του ρόλου της. Μόλις έγινε γνωστό ότι η Αθήνα θα φιλοξενούσε μια τόσο σημαντική διεθνή συνάντηση, ο Τύπος της εποχής έσπευσε να εκφράσει την έντονη ανησυχία του για την εικόνα που θα παρουσίαζε η πόλη. Οι ατέλειές της ήσαν πολλές κατά τους γράφοντες, ιδίως σε σύγκριση με τις καθαρότερες, καλοφωτισμένες και οργανωμένες μεγαλουπόλεις της Ευρώπης.

Περίπου εξήντα χρόνια μετά την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους, η Αθήνα είχε μεν την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα αστικά κέντρα της χώρας αλλά υστερούσε σε διεθνή εμβέλεια. Ακόμη και ομογενείς που ζούσαν στα εμπορικά κέντρα της Ανατολικής Mεσογείου θεωρούσαν την Αθήνα μάλλον επαρχιακή πόλη. Αλλά οι Αρχές και χιλιάδες πολίτες αντιλήφθηκαν πως η τέλεση των Ολυμπιακών στην Αθήνα έδινε στην πόλη μια χρυσή ευκαιρία να αναβαθμίσει το ρόλο της. Οι ενέργειες που ακολούθησαν είχαν τρεις αλληλένδετους σκοπούς. Ο πρώτος ήταν η προβολή των αρχαιοτήτων της πόλης και του χαρακτήρα της ως κληρονόμου της Αθήνας του Περικλή. Αυτό σήμαινε την επικύρωση της επιλογής της Αθήνας ως πρώτης οικοδέσποινας της αναβίωσης ενός αρχαιοελληνικού θεσμού. Και, επιπλέον, απηχούσε την πεμπτουσία του νεοελληνικού ιδεολογήματος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.

Ο δεύτερος σκοπός ήταν η δημιουργία μιας εικόνας της πόλης που πιστοποιούσε το δυτικό, εκσυγχρονισμένο της χαρακτήρα. Η Δύση άλλωστε ήταν ο κληρονόμος της αρχαίας παράδοσης και η Αθήνα δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο της κληρονόμου της αρχαιότητας εάν δεν μπορούσε να ξεπεράσει, ή τουλάχιστον να κρύψει, τα «υπανάπτυκτα» ανατολίτικα χαρακτηριστικά της οθωμανικής της κληρονομιάς.

Ο τρίτος άξονας του καλλωπισμού της Αθήνας αποσκοπούσε στην υπογράμμιση του χαρακτήρα της ως πρωτεύουσας του ευρύτερου Ελληνισμού. Ηταν η πρώτη φορά που η Αθήνα θα ασκούσε τέτοια μεγάλη έλξη ανάμεσα στον Ελληνισμό της ευρύτερης περιοχής. Οι Ολυμπιακοί τής έδιναν την ευκαιρία, επιτέλους, να γίνει το κεντρικό σημείο αναφοράς για τους ομογενείς. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για να δείξει η Αθήνα το καλύτερό της «ευρωπαϊκό» πρόσωπο πέτυχαν. Εγινε συλλογή χρημάτων με μεγάλη συμβολή των δήμων της χώρας, πολιτών και -το σημαντικότερο- εύπορων ομογενών. Κατασκευάστηκαν τρεις αθλητικές εγκαταστάσεις, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το ποδηλατοδρόμιο στο Φάληρο και το σκοπευτήριο στην Καλλιθέα. Τα μέτρα για τον ευπρεπισμό της πόλης περιελάμβαναν τον ποτισμό των κεντρικών δρόμων που δεν ήσαν ακόμη ασφαλτοστρωμένοι και την τοποθέτηση φωτισμού. Η Ακρόπολη και τα άλλα αρχαία μνημεία φωταγωγήθηκαν. Εγιναν συστάσεις στους εμπόρους και τους αμαξηλάτες για το θέμα της εξυπηρέτησης των ξένων και των ομογενών και ακόμη και η Αστυνομία προετοιμάστηκε να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες.
Τελικά, όμως, η επιτυχία των Αγώνων και η μεγάλη προβολή της Αθήνας ήσαν αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας όλων των Αθηναίων.

Ο κ. Αλέξανδρος Κιτροέφ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Haverford College του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια

Του ΜΑΡΤΟΝ ΣΙΜΙΤΣΕΚ

Παρακολουθώντας την προετοιμασία, αλλά και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι Αγώνες πρέπει κάθε τέσσερα χρόνια να βρίσκουν καινούργιο οικοδεσπότη. Και μάλιστα, εάν είναι δυνατόν, κάποια πόλη που μέχρι σήμερα δεν έχει οργανώσει Αγώνες. Ετσι, μέσω της τηλεόρασης κυρίως, ο κόσμος ολόκληρος θα μπορεί να ανακαλύπτει μια καινούργια κουλτούρα, καινούργια ήθη.


Στην Κίνα, η ευκαιρία έγινε πραγματικότητα. Επειτα από τόσους αιώνες εσωστρέφειας, οι Κινέζοι άνοιξαν τη χώρα τους στους ξένους και έδειξαν με τη διοργάνωση τις δυνατότητές τους.
Υστερα από μια σκληρή προετοιμασία με χιλιάδες προβλήματα, κυρίως οργανωτικά και όχι κατασκευαστικά, κατάφεραν να ξεπεράσουν αυτό που πιστεύαμε ακατόρθωτο, δηλαδή να διοικήσουν αυτόν τον πολύπλοκο και δαιδαλώδη οργανισμό, χωρίς οι επικεφαλής να έχουν άμεση εμπλοκή με τη διαδικασία. Ακούγεται τρελό, είναι όμως πραγματικότητα. Οι επικεφαλής ανήκαν όλοι στον κυβερνητικό μηχανισμό και είχαν τη θέση μόνο κατ’ όνομα.

Δίπλα τους πάντα υπήρχε ένα νέο άτομο, ο λεγόμενος γραμματέας, ο οποίος και έκανε τη δουλειά. Τώρα θα ρωτήσει κανείς: «Σε περίπτωση κρίσης, τι θα γινόταν;». Κατά τη διάρκεια των Αγώνων ήταν ένα ερωτηματικό πώς θα αντιμετωπιζόταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Οι γραμματείς, αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων και των εθελοντών, ήταν νέοι από είκοσι έως τριάντα ετών. Με μια κουβέντα, οι Αγώνες του Πεκίνου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ο θρίαμβος της νεολαίας».


Πάντως, η μεγάλη αγωνία των διοργανωτών ήταν πώς θα ξεπεράσουν την τελετή έναρξης της Αθήνας. Εμείς νομίζουμε λανθασμένα, διότι κάθε τελετή είναι καθρέφτης της χώρας και του πολιτισμού της, πράγματα τα οποία είναι διαφορετικά και, άρα, μη συγκρίσιμα.

Η τελετή του Πεκίνου ήταν μεγαλειώδης, αντιπροσωπευτική της χώρας και του μεγέθους. Αντίστοιχα και της Αθήνας.


Τα μόνο που άκουσα από πολλούς παρόντες στο στάδιο και στις δύο περιπτώσεις ήταν: «Καταπληκτική έναρξη στο Πεκίνο, αλλά τη συγκίνηση και το συναίσθημα που νιώσαμε στην Αθήνα δεν θα τα ξεχάσουμε ποτέ».


Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι θέαμα που ξεκίνησε στην Ελλάδα και εμείς οι Ελληνες είμαστε οι θεματοφύλακες του θεσμού. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να μας ευχαριστούν και να πετυχαίνουν και οι άλλες χώρες, ώστε το θέαμα να συνεχιστεί και στο μέλλον δυναμικά και να προσηλυτίζει όλο και περισσότερα άτομα στην υπέροχη αυτή ελληνική ιδέα.

Ο κ. Μάρτον Σίμιτσεκ ήταν σύμβουλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων 2004.

«Περί Ωραίου» ο λόγος αυτή την εβδομάδα, καθότι η διάθεση έχει ελαφρύνει λόγω θέρους και η ομορφιά αναδεικνύει το λαμπερό της πρόσωπο σε ηλιόλουστες δαντελωτές ακτές και βραδινές φεγγαρόλουστες βόλτες. «Ποια ομορφιά;» αναρωτιέται κανείς όταν καλείται να την ορίσει

και να την αναλύσει… Ας προσπαθήσουμε να την αντικρίσουμε κατάματα. Είναι αυτή που
φιλοσοφικά αναλύθηκε ανά τους αιώνες ως εκδήλωση του ωραίου ή μήπως αυτή που θεωρείται αγαθό προς κατανάλωση και ανακινεί την ισχυρότερη βιομηχανία παγκοσμίως;

Περιζήτητο αγαθό, επίκτητη ή από κούνια, η ομορφιά ανήκει «στο μάτι του παρατηρητή», όπως πολύ πετυχημένα είπε ανώνυμος λάτρης της. Πέρα όμως από την όποια εκτίμηση, η ομορφιά ή το αντίθετό της είναι πρωτίστως κοινωνικό κριτήριο. Την κουβαλάς σαν βιογραφικό σημείωμα που δεν ξέρεις πώς και από ποιον θα εκτιμηθεί. Αλλά και όταν αυτό συμβεί, καλείται, πολλές φορές, ο έχων να απολογηθεί και ο μη να ανακαλύψει αντίδοτα πνευματικά, χαρίσματα ψυχικά, για να αντισταθμίσει την έλλειψη. Ο ρατσισμός της ομορφιάς βασανίζει εξίσου το ωραίο και το αντίθετό του.
Ας δούμε πώς αντιλαμβάνονται αυτόν τον ιδιάζοντα ρατσισμό τέσσερις άνθρωποι που βάζουν την ομορφιά κάτω από το μεγεθυντικό φακό τους.

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ζάχος Χατζηφωτίου, ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος, η βουλευτής Ελενα Κουντουρά και η ηθοποιός Παναγιώτα Βλαντή.

Του ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ας ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά ή αν θέλουμε να μιλήσουμε με το υποκριτικό σαβουάρ βιβρ που μας επιβάλλει η πολιτική ορθότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, ηλίου φαεινότερον, θα μηρυκάσουμε κοινοτοπίες περί ίσων ευκαιριών και θα εκφράσουμε τον αποτροπιασμό μας -να και τα κροκοδείλια δάκρυα- για την καταπάτησή τους.

Στην πρώτη περίπτωση, δίχως να κομίζουμε γλαύκα ες Αθήνας, θα υπενθυμίσουμε μερικές ωμές αλήθειες. Δύσκολα θα αμφισβητήσουμε, λόγου χάριν, ότι οι ευειδείς σε αυτή την παλιοκοινωνία ξεκινούν με ένα μπόνους. Την επόμενη φορά που θα μπείτε σε ένα εστιατόριο, συγκρατήστε πόσες φάτσες προσπεράσατε ασυναίσθητα, σχεδόν μηχανικά, προτού σταθείτε στον όμορφο ή στην όμορφη της αίθουσας. Μπορεί αυτό το κουκλάκι να είναι και ο στόκος της αίθουσας, καμία αντίρρηση -μονάχα που εσείς, εγώ, όλοι μας είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε μιαν ακόμη ευκαιρία. Κι απεναντίας. Το τζίνι με τη σουβλερή μύτη, που τόσο άκαρδα παρακάμψαμε, πρέπει να ιδρώσει, να προσπαθήσει διπλά και τρίδιπλα για να τραβήξει την προσοχή μας. Δεν φταίμε εμείς. Φταίει η φύση μας.

Ο ρατσισμός της ομορφιάς όμως -όπως κάθε ρατσισμός- λειτουργεί και αντίστροφα. Ενίοτε οι όμορφοι καταβάλλουν υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μας αποσπάσουν από την ομορφιά τους. Χαζεύουμε τόσο πολύ μπροστά στην καλλονή, ώστε φτάνουμε στο σημείο να θεωρούμε άχρηστο ή και γελοίο αντιπερισπασμό κάθε σοβαρό επιχείρημα που βγαίνει από τα χείλη της. Επιχειρήστε, φέρ’ ειπείν, να συζητήσετε περί εξωτερικής πολιτικής με την Κάρλα Μπρούνι. Είμαι βέβαιος πως η Κάρλα θα αντεπεξέλθει στις ανάγκες της κουβέντας θαυμάσια -δεν είμαι ωστόσο καθόλου βέβαιος αν θα αντεπεξέλθετε κι εσείς. Είναι άδικο για την Κάρλα, δεν είναι; Είμαι εξίσου βέβαιος ότι οι περισσότεροι θα θέλαμε να υποστούμε ανάλογες αδικίες. Μην το λέτε. Κάθε αδικία -όποια αδικία- το άτομο τη βιώνει επώδυνα. Να μακαρίζουμε την τύχη μας που δεν μας έδωσε την εμφάνιση της Κάρλα ή την εμφάνιση του Κλούνεϊ. Μας προφύλαξε από ανείπωτα βάσανα. Και μην ακούσω αηδίες, για αλεπούδες και κρεμαστάρια.

Διδακτικό επιμύθιο; Δεν υπάρχει. Αν η φύση διψούσε και πεινούσε για δικαιοσύνη, μάλλον θα οδηγούσε σε λιγότερο τσαπατσούλικα αποτελέσματα.

Από την άλλη, ένα σύμπαν τίγκα στα μανούλια θα ήταν αβάσταχτα βαρετό εκ προοιμίου. Πανέμορφος, ξαπλωμένος στη σεζλόνγκ για τον αιώνα τον άπαντα; Ειλικρινά, προτιμώ να τσιτσιρίζω κακομούτσουνος στο διπλανό καζάνι.

Ο κ. Π. Τατσόπουλος είναι συγγραφέας.

Δαιμονοποίηση και ταμπού

Της ΕΛΕΝΑΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ

Eκφράστηκε στη γεμάτη θηλυκότητα σιλουέτα της Aφροδίτης της Mήλου. Λατρεύτηκε στη λιτή μεγαλοπρέπεια της Kαρυάτιδος και αποθεώθηκε στην επιβλητική αλλά τόσο σαγηνευτική φυσιογνωμία του αγάλματος της θεάς Aθηνάς. H ομορφιά, που κατά το μέγα ποιητή και στοχαστή Xαλίλ Γκιμπράν δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το Σύμπαν που κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, είναι η ύψιστη μορφή έκφρασης του κόσμου μας αλλά και του εαυτού μας. H αρμονία, η συμμετρία, το αρχαιοελληνικό κάλλος, η αισθητική έχουν υμνηθεί σε εξαιρετικά ποιήματα και πεζογραφήματα, έχουν αποτυπωθεί σε αριστουργήματα καλών τεχνών, αλλά παράλληλα έχουν προκαλέσει ατελείωτες συζητήσεις.

O Αλμπερτ Aϊνστάιν έλεγε πως «μόνο 3 πράγματα μπορούν να με κάνουν να σκεφτώ. H αλήθεια, η καλοσύνη και ειδικά η ομορφιά, που μέσα από την αρμονία της βρίσκω την ερμηνεία των αριθμών». O μεγάλος αρχιτέκτονας και μηχανικός Fuller όταν ρωτήθηκε για τη σημασία της ομορφιάς στη Μηχανική απάντησε: «Οταν έχω να λύσω ένα πρόβλημα δεν σκέφτομαι την αισθητική, σκέφτομαι μόνο τη λύση του προβλήματος. Ξέρω όμως πως αν η λύση που θα βρω δεν είναι και όμορφη, τότε σίγουρα είναι λάθος».

Kαι όμως, παρά το ότι η ομορφιά έχει την αποδοχή ανθρώπων του πνεύματος, των επιστημών, της τέχνης, εξακολουθεί και είναι... το πιο ένοχο ανθρώπινο χαρακτηριστικό.

Aντί να αγκαλιάζουμε την ομορφιά σε όλες της τις εκφάνσεις, τη δαιμονοποιούμε αντιμετωπίζοντάς την ακόμη και ως ταμπού, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οδηγούμαστε σε ακρότητες, στοχοποιώντας την και δημιουργώντας έναν ιδιότυπο ρατσισμό. Γιατί η ομορφιά είναι τέχνη στην ύψιστη μορφή της. Kαταδικάζοντας την ομορφιά στην αφάνεια, απορρίπτουμε την τέχνη ως στοιχείο της ίδιας μας της ζωής. Kαι ζωή χωρίς τέχνη, χωρίς ομορφιά, είναι ζωή μη δημιουργική.

Η κυρία Ε. Κουντουρά είναι βουλευτής Ν.Δ.

Του ΖΑΧΟΥ ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΟΥ

Ο τίτλος αυτός -ο οποίος δεν είναι δικός μου αλλά μου εδόθη- έχει δύο λέξεις. Η μία είναι σωστή. Ο ρατσισμός χρειάζεται σε πολλές περιπτώσεις όπως και στη συγκεκριμένη του τίτλου. Δηλαδή να ξέρεις αυτό που θέλεις και να το υποστηρίζεις με επιμονή. Στο δεύτερο συνθετικό του τίτλου όμως δεν πάμε καλά. Εκεί ομιλεί περί ομορφιάς.

Η ομορφιά σήμερα είναι κάτι το επίκτητο. Λίγες γεννιούνται όμορφες. Οι πολλές κατασκευάζονται καθ’ οδόν.

Με τα νέα μέσα, όπως βαψίματα, σοβαντίσματα, χτισίματα προσώπου και σώματος και βασικά με την πλαστική χειρουργική, τέρατα μεταβάλλονται σε καλλονές. Μη πλανάσθε με τις όμορφες γυναίκες. Ψάξτε τις. Οι ουλές δεν φεύγουν τελείως ποτέ, ούτε και με πλαστική επέμβαση. Ζητήστε φωτογραφίες της εν λόγω, της παιδικής και νεανικής ηλικίας και παραβάλετέ τες με το σημερινό κατασκεύασμα.

Γιατί νομίζετε πως οι εταιρίες καλλυντικών είναι οι πλέον εύρωστες και κερδοφόρες ανά τον κόσμο; Ποια είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική εταιρία στη Γαλλία; Η Loreal. Ισως και πιο κερδοφόρα και από την εταιρία Ντασό που κατασκευάζει τα αεροπλάνα Mirage.

Ενας μακρινός μου θείος κάποιας ηλικίας παντρεύτηκε μιαν κοπέλα κι όπως είναι ο νόμος της φύσεως το παιδί δεν βγήκε και πολύ κανονικό. Μετά τον τοκετό ο θείος είπε μεγαλοφώνως: «Εγεννήθη υμίν τέρας». Κοριτσάκι επτά μηνών καταρχήν με εμφανή κύφωσιν, σκυφτό με τάσεις να αποκτήσει καμπουρίτσα, οι πατούσες του έβλεπαν προς τα μέσα και το πρόσωπό του εθύμιζε τον άνθρωπο του Νεάντερταλ.

Και αμέσως έπεσαν τα μεγάλα μέσα. Γυμνάστριες το ανέλαβαν από έξι μηνών, ορθοπαιδικοί ιατροί, οι καλύτεροι μπαινόβγαιναν στο σπίτι και το βρέφος μεγάλωνε μπαινοβγαίνοντας στα ορθοπαιδικά ιατρεία. Στα δεκατέσσερά του το άλλοτε βρέφος- τέρας είχε αποκτήσει σώμα Εστερ Γουίλιαμς (Αμερικανίδα Ολυμπιονίκης κολυμβήσεως το 1936).

Πλήρης επιτυχημένη μεταμόρφωση. Τώρα απέμεινε να τακτοποιηθεί και το πρόσωπο. Εύκολα πράγματα με τρεις τέσσερις επεμβάσεις, από μαθητάς του δόκτορος Πιτάγκι, μετεμορφώθη σε μια νέα Σκλεναρίκοβα.

Και είπε ο θείος: «Τώρα πρέπει να βρούμε και έναν μαύρο ποδοσφαιριστή να την παντρέψουμε». Αντ’ αυτού έλαβε μέρος στα καλλιστεία Δυτικής Αττικής και εξελέγη Μις Αιγάλεω.
Γι’ αυτό όπως κι αν είστε, να μην απογοητεύεστε, η σημερινή αισθητική επιστήμη και η ανοησία των ανδρών κάνουν θαύματα.

Ο κ. Ζ. Χατζηφωτίου είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος.

Της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΒΛΑΝΤΗ

Πέρασε ο Αη-Γιώργης εκεί -θα περνούσε κάποτε- έγινε φως. Και τίποτα -τίποτα δεν είχανε φταίξει- τους αστραποκόψανε». Οι τελευταίες λέξεις του διηγήματος του Χατζή για τον Αϊ-Γιώργη ή αλλιώς για την ομορφιά. Αλήθεια, ό,τι πιο μαγικό έχει γραφτεί γι’ αυτή. Ο όμορφος Αϊ-Γιώργης, ο καβαλάρης που κρατά όμως το δόρυ. Η ομορφιά του σκοτώνει αυτούς που δεν μπορούν να τη δουν, να την αντέξουν, να την κατανοήσουν.

Εκεί ακριβώς γεννιέται η ασχήμια ή αλλιώς ο ρατσισμός. Ρατσισμός που επιβάλλει ο άνθρωπος προς τον άνθρωπο. Ο όμορφος άνθρωπος λογίζεται ως «μέσος», «χωρίς σοφία», «χωρίς «ταλέντα». Κανόνες που επιβάλλει η ασχήμια. Ποια ασχήμια όμως; Της ψυχής σίγουρα. Φαντάζομαι ότι όλο το «παιχνίδι» βρίσκεται εκεί.

Στερημένες στεγνές- μικρές ψυχές που βλέπουν την ομορφιά ως εχθρό. Αλλοθι της ασχήμιας για την αποτυχία της.

Πόνος γιατί το δόρυ του Αϊ-Γιώργη τσακίζει. Τσακίζει αυτούς που δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν την ομορφιά ως δώρο, αυτούς που τη δέχονται μόνο ως μέσο αναγνώρισης. Τι τραγικό όμως.

Τα κόμπλεξ να καθορίζουν την πορεία μας. Η ασχήμια να έχει δικαιώματα και η ομορφιά να είναι διακοσμητική και ανίκανη για πάλη στη ζωή.

Τους όμορφους κάποτε τους έλεγαν καταραμένους και ανήθικους. Τι είναι άραγε ανήθικο; Το να είσαι όμορφος ή άσχημος και να ευτελίζεις την ομορφιά του άλλου…

Σκεφτείτε έναν κόσμο που η ομορφιά να στεκόταν ρατσιστικά απέναντι στην ασχήμια. Τι θα λέγαμε τότε; Η ομορφιά από μόνη της επιβάλλεται έτσι κι αλλιώς.

Η ασχήμια καλλιεργείται και ριζώνει στις ψυχές. Καιρός λοιπόν να έρθει η απολύτρωση. Η απολύτρωση που στο διήγημα του Χατζή δεν ήρθε.

Η κυρία Π. Βλαντή είναι ηθοποιός.

Οι «Τάσεις» αυτής της Κυριακής επιχειρούν να διεισδύσουν στα κανάλια της μεγαλύτερης παρέας της υφηλίου: στα κανάλια του Διαδικτύου. Μπαίνουν στο θαυμαστό καινούργιο κόσμο των blogs και των forum, στη «φαντασιακή κοινότητα» του Internet ή, αν προτιμάτε, σ’ αυτό που χαρακτηρίσθηκε «Τρίτο Διάστημα». Οι ελπίδες που γέννησε η νέα αυτή «διάσταση» είναι πολλές. Ακόμα περισσότεροι είναι όμως οι φόβοι για όσα προοιωνίζεται μια άναρχη χρήση του Διαδικτύου, χωρίς κανόνες και πλαίσιο, με άλλα λόγια, χωρίς ευθύνη… Μπορεί όμως ένας χώρος εξ ορισμού χωρίς όρια να ενταχθεί σε φόρμες περιοριστικές; Μπορεί το «άπειρο» του Internet να «χωρέσει» στο στενό κουστούμι των νομικισμών; Ούτως ή άλλως το Διαδίκτυο είναι μια νέα αρένα προβληματισμού και σκεπτικισμού. Και η συζήτηση για τις δυνατότητες που παρέχει στην ενημέρωση, τη μόρφωση, την ψυχαγωγία είναι πάντα ανοιχτή. Ταυτόχρονα, όμως, ανοιχτός είναι και ο ασκός του ηλεκτρονικού Αιόλου, καθώς η ανεξέλεγκτη χρήση του επαναστατικού αυτού «υπερόπλου» εγείρει ζητήματα, που ήταν αδύνατον να έχουν προβλεφθεί ακόμα και προ ολίγων ετών. Ο ΕΤ.Κ θέτει το ζήτημα και φιλοξενεί τα σχόλια δύο ειδικών επιστημόνων, του Bart Cammaerts και του Μιχάλη Μπλέτσα, καθώς κι ενός συγγραφέα και blogger, του Νίκου Δήμου.


Του Bart Cammaert

Για πολλά χρόνια η επιστημονική φαντασία αμφιταλαντευόταν μεταξύ ενός ουτοπιστικά αισιόδοξου κόσμου –στον οποίο κατοικοέδρευαν οι σούπερ ήρωες, ο οποίος ανεφοδιαζόταν από το αμερικανικό διαστημικό παραλήρημα με κυριότερο υποστηρικτή το Star Trek, αλλά και από έναν κόσμο αντι-ουτοπικό (γνωστό ως dystopia σε αντιπαραβολή με την utopia)– που πολλές φορές άγγιζε τα όρια του απολύτως πραγματικού, απεικόνιση η οποία έχει ως τέτοια αποδοθεί στα έργο των G. Well (1898) «War of the Worlds», Aldous Huxley (1932) «Brave New World» και George Orwell (1948) «Nineteen Eight-Four».

Ενώ λοιπόν η ραγδαία ουτοπική επιστημονική «οπτασία» αντανακλά την τεχνολογία ως το σωτήρα του ανθρώπινου είδους και προβάλλει ως αγαθή διάσταση που στο τέλος αντιμάχεται το κακό, από την άλλη πλευρά η πεσιμιστική διάστασή της (dystopian) καταδεικνύει τους εγγενείς κινδύνους μιας κοινωνίας απολύτως τεχνολογικά καθοδηγούμενης και απεικονίζεται στο ημίφως ως μια απολύτως δυσοίωνη και καταδικαστική διάσταση του μέλλοντος του ανθρώπινου είδους, ως αποτέλεσμα της εισβολής εξωγήινων όντων, απόλυτης επικράτησης του μίσους ή ακόμα και της απώλειας ή υπερβολής της ευχαρίστησης.

Αυτό που είναι πάντως κοινό στις δύο, θετικές και αρνητικές, οπτικές για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική επιρροή της Κοινωνίας της Πληροφορίας είναι ότι και οι δύο αντιλαμβάνονται το Ιντερνετ και τη νέα πληροφόρηση σαν το νέο ηγεμονικό μοντέλο, όπου συγκεκριμένες αντιλήψεις και διανοήματα έχουν πάψει να αναπτύσσουν κριτική στάση. Η Κοινωνία της Πληροφορίας έχει de facto χαρακτηριστεί και εκτιμηθεί ως ιερή, δογματική, παραδεδομένη και αναμφισβήτητη. Oι «τεχνο-αισιόδοξες» οπτικές συμπεραίνουν ότι οι τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας (Information and Communication Technologies – ICT’s), όπως το Ιντερνετ, η κινητή τηλεφωνία, οι δορυφορικές τεχνολογίες, ωθούν ριζικές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές τροποποιήσεις οι οποίες είναι εγγενώς θετικές και πρωτοποριακές, οδηγώντας σε ένα καλύτερο για όλους μας μέλλον.

Υπέρμαχοι αυτών των «τεχνο-αισιόδοξων» οπτικών επίσης συμπεραίνουν ότι η τεχνολογία καταφέρνει μια κοινωνιολογική αλλαγή και ότι χάρη σε αυτήν έχουμε εισέλθει σε μια καινούργια περίοδο εξέλιξης της ανθρώπινης υπόστασης και κοινωνίας, η οποία, συν τοις άλλοις, «συντηρείται» από μια νέα μη φαντασιακή οικονομία και βασίζεται στη γνώση και την πληροφορία για όλους, παρά στη βιομηχανική παραγωγή και τη χειρωνακτική εργασία.

Από την αντίπερα όχθη των αισιόδοξων οπτικών βρίσκεται η απαισιόδοξη και σκεπτικιστική εκδοχή που αντιλαμβάνεται την είσοδο των ICT ως μια καθαρά εξελικτική διαδικασία και τονίζει την εγγενή υπερ-καπιταλιστική φύση της Κοινωνίας της Πληροφορίας σε παραβολή με θέματα αποξένωσης, δύναμης, επιτήρησης και ελέγχου. Πράγματι, η ιδεολογία της Κοινωνίας της Πληροφορίας βοηθά στην αύξηση των πωλήσεων υπολογιστών και αναλώσιμων. Εκτός αυτού, η μετατροπή της γνώσης, της πληροφορίας και του περιεχομένου είναι ιδιαιτέρως έκδηλη τώρα σε χώρους όπως η συνδρομητική διάθεση, η διαχείριση των ψηφιακών δικαιωμάτων, τα μοντέλα των νέων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν διαφήμιση, η εμπορική κατανομή όσων παράγουν το περιεχόμενο της πληροφορίας κ.λπ.

Η Κοινωνία της Πληροφορίας είναι η κοινωνία της συλλογής δεδομένων. Αυτό είναι ακριβώς που ανοίγει τη δυνατότητα της διαδεδομένης επιτήρησης. Σε ό,τι αφορά σε αυτή την οπτική κάποιοι κάνουν λόγο για την ανάδυση μιας «παν-φασματικής» συγκυρίας, όπου η πληροφορία συλλέγεται για καθετί που κάνει κανείς και κάθε στιγμή και κατά την οποία η κατάσταση των νέων επιχειρήσεων διαμορφώνεται με τη δυνατότητά της να παρακολουθεί όλη τη διάσταση της μέρας του καθενός και της παραγωγής του, αλλά και των επιμέρους ομάδων. Εξάλλου, γεωγραφικά τουλάχιστον μας εντοπίζουν παντού από τα κινητά μας.

Στην πραγματικότητα, και οι δύο αυτές δυνητικότητες της τεχνολογίας, με τις δεσμεύσεις και τους κινδύνους που παρουσιάζουν, είναι αυθεντικές. Υπάρχουν δομές που παρακωλύουν τη μυθική διάσταση του καλύτερου μέλλοντος και οι οποίες είναι οι «υποσχέσεις» των αισιόδοξων οπτικών.

Από την άλλη, ούτε και οι καπιταλιστικές δομές ή η τεχνολογία από μόνη της φαίνεται να φωτίζουν τι ακριβώς συμβαίνει. Ετσι, μια οπτική που αποκλείει τον τεχνολογικό ντετερμινισμό και υιοθετεί την ιδέα ότι η τεχνολογία ετερο-διαμορφώνεται από κυριαρχικούς «παίκτες» και χρήστες θα μπορούσε θα γεφυρώσει τη διχοτόμηση μεταξύ αισιόδοξων και απαισιόδοξων οπτικών (Boom and Doom Visions).

Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη ούτε είναι η καθοδηγητική δύναμη της κοινωνικής αλλαγής. Η παραγωγή και οι μέθοδοί της είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενες από την ανθρώπινη δράση, διαδραστικότητα και αλληλεπίδραση.

Από αυτή την άποψη, οφείλουμε να εξετάσουμε προσεκτικά τους συμμετέχοντες, τους συντελεστές και τα μέσα, αλλά και την αντίσταση και την ευλυγισία στη διαδικασία της τεχνολογικής αλλαγής και των επιρροών της στην κοινωνία. Δίνοντας έμφαση στην κοινωνική διαμόρφωση της τεχνολογίας, όπως αυτή εξετάστηκε και χαρακτηρίστηκε από τον καθηγητή του LSE Roger Silverstone, σε συνάρτηση με την κυριαρχία των ICT.

Ο Silverstone τονίζει ότι η διαδικασία μιας διαπραγματευτικής πρακτικής με τη σειρά της εμπεριέχει και πρακτικές αντίστασης των χρηστών, είτε με την απόρριψη της τεχνολογίας είτε με την αναδιαμόρφωση των καινοτόμων όρων υποδειγματικής χρήσης της τεχνολογίας που δεν προβλέφθηκαν από όσους ανήκουν στις ομάδες παραγωγής της.

Οσο το Ιντερνετ και η τεχνολογία είναι ενσωματωμένα σε μια λογική υπερ-καπιταλιστική, την ίδια στιγμή οι κινήσεις ανοιχτών πηγών, η δημιουργικότητα του «δήμου», το ανώνυμο λογισμικό, το Pirate Bay, η Wikipedia, οι online πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, τα ακαδημαϊκά αρχεία, τα σημεία ελεύθερης πρόσβασης (WiFi Points), ακόμα και τα Indymedia θα γίνονται αντιληπτά σαν προσπάθειες να διαταράξουν αυτή την υπερ-καπιταλιστική υπεροχή και το status quo. Αυτή είναι η διαλεκτική μεταξύ των καπιταλιστικών δομών, των παραγόντων - μέσων και των καίριων πρακτικών αντίστασης που διαμορφώνουν σήμερα την Κοινωνία της Πληροφορίας.

Ο κ. Bart Cammaerts είναι συγγραφέας και καθηγητής New Media and Politics στο τμήμα Μέσων και Επικοινωνίας του LSE.


Του Νικου Δημου

Λέμε πολλά για το Διαδίκτυο, αλλά το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι πως πρόκειται για ένα θαύμα. Του οποίου οι πραγματικές διαστάσεις και η σημασία είναι τόσο μεγάλες, που μας διαφεύγουν. Γι’ αυτόν το λόγο είναι άπειρο. Το πρώτο μου κείμενο για το Internet (τότε δεν είχε ακόμη επινοηθεί η έκφραση «Διαδίκτυο») το έγραψα το 1994. Τότε έμοιαζε ουτοπία και επιστημονική φαντασία. Τώρα φαίνεται αφελώς προφητικό.

Το 1996 άνοιξα το δικτυακό μου τόπο (www.ndimou.gr) με τις ιστοσελίδες μου. Ενα χρόνο αργότερα μου ζητήθηκε να προλογίσω το site του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου. Εγραψα τότε ένα κείμενο με τίτλο «Νέος Δικτυακός Λόγος». Ξεκινώντας από τη φράση του Mallarme ότι «ο κόσμος φτιάχτηκε για να καταλήξει σε ένα ωραίο βιβλίο», έγραφα ότι η ποιητική αυτή παρομοίωση είχε γίνει πραγματικότητα. Ο κόσμος έχει ήδη καταλήξει σε ένα βιβλίο, ένα βιβλίο απέραντο με ένα δισ. αναγνώστες. Ενα βιβλίο που περιέχει οτιδήποτε δημιούργησε και δημιουργεί η ανθρωπότητα: κείμενα, εικόνες, ήχους, θεωρίες - τα πάντα.



Φυσικά, σαν δεύτερο Σύμπαν, το Διαδίκτυο περιέχει -όπως και το πρώτο- άφθονα σκουπίδια. Δεν θα κριθεί από αυτά - όπως δεν κρίνεται η ποίηση από τους κακούς στιχουργούς. Ο επαρκής αναγνώστης μαθαίνει να δικτυοδρομεί και να αποφεύγει τη φλυαρία, τη ρυπαρογραφία, την προπαγάνδα.

Αλλά το πιο ένδοξο πράγμα στο Internet είναι πως όλοι μπορούν να γράψουν σε αυτό το βιβλίο. Εχει επέλθει μια νέα άνθηση του Λόγου, φυτρώνουν εκατοντάδες ατομικά έντυπα, εφημερίδες, blogs, βιβλία.

Δυστυχώς, η Παιδεία μας προσανατολισμένη στο παρελθόν δεν έχει ακόμη επωφεληθεί από την ψηφιακή επανάσταση. Οι Φινλανδοί, πρώτοι μαθητές στον κόσμο σε όλες τις αξιολογήσεις, είναι όλοι δικτυωμένοι - θρανίο και υπολογιστής εδώ και δέκα χρόνια. Ακόμη χειρότερα: ελάχιστοι από τους πνευματικούς μας ανθρώπους έχουν καταλάβει την κοσμοϊστορική αλλαγή που έχει επέλθει.

Ο φόβος του καινούργιου και του διαφορετικού είναι μία μόνιμη ιδιότητα του ανθρώπου, ιδιαίτερα του πνευματικού. Ετσι έχουμε γεμίσει Κασσάνδρες που νυχθημερόν αναθεματίζουν την τεχνολογία, τους υπολογιστές, τα δίκτυα και βλέπουν στο Internet το θάνατο του πνεύματος. Ενώ το Internet είναι το κατεξοχήν πνευματικό δημιούργημα της ανθρωπότητας - ίσως το μέγιστο μέχρι στιγμής.

Το άπειρο σύμπαν του Διαδικτύου έχει πολλαπλασιάσει τα όρια του δικού μας σύμπαντος. Εχει φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά. Εχει ανοίξει τους ορίζοντες της δημοκρατίας και της γνώσης. Πάνω απ’ όλα, έχει πραγματώσει το μόνο εντελώς ελεύθερο χώρο στην ιστορία του ανθρώπου.

Ο κ. Ν. Δήμου είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος.

Του Μιχαλη Μπλετσα

Παρ’ όλη την ηλικία του, το Διαδίκτυο δεν δείχνει ακόμη σημάδια ενηλικίωσης. Εκείνο που κάνει την ανάπτυξή του ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη είναι η πολυδιάστατη φύση της. Ο περισσότερος κόσμος κρίνει την ανάπτυξη του Διαδικτύου με βασικό γνώμονα τον αριθμό των ανθρώπων που «συνδέονται» τακτικά σε αυτό. Η γεωγραφική ανάπτυξη είναι σίγουρα ένας εύκολος τρόπος για να διαπιστώσει κανείς την εξάπλωση του Διαδικτύου και οι εικόνες που παίρνουμε από τα διαστημόπλοια δείχνουν το πόσο μακριά έχουμε σπρώξει τα ορατά όριά του.

Τα εισαγωγικά στο «συνδέονται» είναι απόρροια μίας από τις διαστάσεις ανάπτυξης: το Διαδίκτυο ξεκίνησε με τους χρήστες του αποκλειστικά πίσω από τερματικά (οθόνες και πληκτρολόγια). Με την έλευση των προσωπικών υπολογιστών στη δεκαετία του ’80, τα τερματικά άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αυτόνομα, να μικραίνουν, να χάνουν τα καλώδια που τα κρατούσαν σταθερά στο χώρο και να αρχίσουν να ακολουθούν τους χρήστες τους στις καθημερινές τους μετακινήσεις.

Παράλληλα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται ραγδαία έτσι ώστε σήμερα οι χρήστες του Διαδικτύου να αλληλεπιδρούν με πολλαπλές από αυτές τις συσκευές. Οι τρόποι αλληλεπίδρασης αυξάνονται συνεχώς και πολύ σύντομα οι «εγκεφαλικοί σύνδεσμοι» του «Matrix» δεν θα είναι απλά επιστημονική φαντασία.

Η αυτονόμηση αυτών των «τερματικών» συντελεί στη δημιουργία ενός Διαδικτύου αντικειμένων, που πλέον δεν χρειάζονται την άμεση ανθρώπινη αλληλεπίδραση για να λειτουργήσουν. Οι διαφόρων ειδών αισθητήρες (όπως οι διαβόητες κάμερες παρακολούθησης) αρχίζουν να συγκατοικούν με πολύ πιο περίπλοκους μηχανισμούς. Η συνδεσιμότητα αποτελεί μία ακόμα διάσταση ανάπτυξης: ο αριθμός και οι δυνατότητες των τηλεπικοινωνιακών συνδέσμων αυξάνονται εκθετικά. Εκθετικά, όμως, αυξάνεται και η ποσότητα της πληροφορίας, που γίνεται προσπελάσιμη μέσω των συνδέσμων αυτών. Ο συνδυασμός των παραπάνω μας δίνει νέες δυνατότητες παρατήρησης και εξαγωγής γνώσης, οι οποίες αυξάνουν εκθετικά τις δυνατότητες αντιμετώπισης των μεγάλων προκλήσεων και προβλημάτων.

Η στατικότητα της συνδεσιμότητας της βρεφικής ηλικίας του Διαδικτύου έχει συμπληρωθεί από μια γκάμα δυναμικών επικοινωνιακών μέσων. Τα «φύλλα» του Διαδικτύου μεγαλώνουν, μετακινούνται, πέφτουν συνεχώς.

Το μόνο όριο που βλέπω είναι αυτό της πολυπλοκότητας. Πολύ σύντομα, ως σύστημα, το Διαδίκτυο θα ξεπεράσει σε πολυπλοκότητα τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Σε συνδυασμό με την προσπάθεια για την κατανόηση της λειτουργίας του εγκεφάλου (μιας προσπάθειας που επιταχύνεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια – υποβοηθούμενη σημαντικά από το Διαδίκτυο) πιθανόν να φτάσουμε σε ένα όριο (αυτό της αναδυόμενης μέσα από την πολυπλοκότητα νοημοσύνης), καταρρίπτοντας παράλληλα ένα άλλο (αυτό της ίδιας της φύσης της ανθρώπινης νοημοσύνης).

Ο κ. Μιχ. Μπλέτσας είναι επιστήμονας Πληροφορικής, μέλος της ομάδας Νεγκροπόντε.

Το ερώτημα εάν «είναι ακόμα ζωντανοί οι διανοούμενοι στις μέρες μας» έθεταν οι «Τάσεις» της περασμένης Κυριακής, επιχειρώντας να καταγράψουν θέσεις και απόψεις για το ρόλο που διαδραματίζουν σήμερα οι άνθρωποι της διανόησης. Ο ΕΤ.Κ φιλοξένησε κείμενα του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, του κριτικού Αρη Μαραγκόπουλου, της πολιτικής αναλύτριας Ρένας Δούρου και του καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας Δημήτρη Δημητράκου.

Το άρθρο του κ. Δ. Δημητράκου, εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα οπτική που περιείχε για το ζήτημα της στράτευσης των διανοουμένων, υπενθύμιζε μία ιστορική συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά, η οποία δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στα «ΝΕΑ», τον Αύγουστο του 1978, ένα χρόνο, δηλαδή, πριν εκείνος δώσει τέλος στη ζωή του, υπό τον τίτλο «Διανοούμενε, ποιος είσαι;». Ο ΕΤ.Κ αναδημοσιεύει τα βασικά σημεία αυτού του σημαντικού κειμένου, καθώς και τα σχόλια δύο προσώπων που, από διαφορετικές πλευρές, προσεγγίζουν το θέμα του σύγχρονου ρόλου της διανόησης: του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο London School of Economics Νίκου Μουζέλη και της πρώην ευρωβουλευτού και καθηγήτριας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Μυρσίνης Ζορμπά.

Tου ΝΙΚΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ

Εάν αναχθούμε στο πρόσφατο ακόμα παρελθόν στον τόπο μας, διαπιστώνουμε τη μέχρι πρότινος λειτουργία δύο πατροπαράδοτων, θα έλεγα, τύπων διανοουμένων. Ο πρώτος τύπος, που αποκάλυπτε σε μεγάλο βαθμό, λόγω των ειδικών πολιτικών δομών στην Ελλάδα, την προοδευτική διανόηση, είναι ο τύπος του κομματικού διανοουμένου και αφορά συγκεκριμένα στη λειτουργία διανοουμένων ενταγμένων στο κομμουνιστικό κόμμα. Πρόκειται κυρίως για διανοουμένους των οποίων η επικοινωνία με το «κοινό» περνούσε κυρίαρχα από τους στενούς κομματικούς διαύλους (ή από πολιτιστικές οργανώσεις ελεγχόμενες από το κόμμα) και των οποίων η πνευματική δράση και δημιουργία υπόκεινται βασικά στην εκάστοτε κομματική γραμμή (…)

(…) Ο δεύτερος τύπος διανοουμένων στην Ελλάδα που, με σπάνιες φωτεινές εξαιρέσεις, επικάλυπτε μέχρι προ ολίγου ακόμα τη συντηρητική διανόηση, ήταν ο πανεπιστημιακός διανοούμενος. Πράγματι, λόγω του ειδικού βάρους των πανεπιστημιακών δομών στον τόπο μας σαν μαζικοί φορείς αναπαραγωγής της μικροαστικής τάξης από παιδιά λαϊκών τάξεων, τα Πανεπιστήμια είχαν επί καιρό ένα σημαντικό διανοητικό ρόλο. Πώς πραγματωνόταν ο ρόλος αυτός; Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δημιουργούσαν μέσα σε μια διαδικασία απλής νομιμοποίησής τους από το καθηγητικό κατεστημένο και εμάστιζαν το διανοητικό χώρο μέσα από μία πειθαναγκαστική αφομοίωση από τους φοιτητές των βιβλίων και της σκέψης τους (…)

(…) Νομίζω ότι, επί καιρό, αυτοί οι δύο τύποι διανοουμένων ήταν κυρίαρχοι στον ελληνικό χώρο, ενώ οι άλλες περιπτώσεις (Δελμούζος, Αλ. Παπαναστασίου στην αρχή) παρέμειναν μάλλον περιθωριακές. Επρόκειτο λοιπόν για δύο διανοητικούς χώρους ερμητικά κλεισμένους ο ένας απέναντι στον άλλο και που αναπαράγονταν, αμετάλλακτοι σχεδόν, μέσα από την ίδια την αντίθεσή τους. Με κίνδυνο να δημιουργήσω για άλλη μια φορά παρεξηγήσεις, θα πω ότι, χωρίς βέβαια να θέλω καθόλου να ταυτίσω τους δύο αυτούς τύπους διανοουμένων, κατέληξαν να παρουσιάζουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά.

Πρώτα, όσον αφορά στην αντίληψή τους για την αλήθεια και την επιστήμη. Εννοώ μ’ αυτό ότι και για τους δύο αυτούς τύπους διανοουμένων ελλοχεύει κάπου κρυμμένη μία αλήθεια-επιστήμη σαν τελειωτικό και ολοκληρωμένο σύστημα και ο βασικός τους ρόλος έγκειται στο να την αποκαλύψουν (να την ξεσκεπάσουν) και να τη διαδηλώσουν στο κοινό (…).

Δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό, μία ειδική σχέση υποταγής και εξάρτησης από την εξουσία, αν και δεν πρόκειται βέβαια ούτε για την ίδια επακριβώς σχέση ούτε και για την ίδια εξουσία. Οσον αφορά στους κομματικούς διανοουμένους, η εξάρτησή τους, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, από την εκάστοτε κομματική ηγεσία ήταν προφανής. (…)

(…) Από τη μεταπολίτευση και μετά, υπάρχουν αναμφισβήτητες αλλαγές, που εξάλλου χαρακτηρίζουν γενικότερα τις δυτικές κοινωνίες και στις οποίες αντιστοιχεί, από μέρους πολλών από εμάς τους διανοουμένους, μία διαφορετική κοινωνική πρακτική.

Πρώτα, όσον αφορά στο θέμα της κομματικής λειτουργίας. Εχω αναφερθεί επανειλημμένα στο ότι, κατ’ εμέ, αντίθετα αυτή τη φορά σε μια τελείως ποπουλιστική άποψη μιας άμεσης επαφής του διανοουμένου με τις μάζες, η κομματική ένταξη ενός διανοουμένου είναι απαραίτητη. Το πρόβλημα όμως έγκειται βασικά αλλού. Ξέρουμε πια, και η αντίληψη αυτή αρχίζει να χαράζει το δρόμο της μέχρι και στα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης (στον ευρωκομμουνισμό), ότι η επιστημονική αλήθεια, και συγκεκριμένα ο μαρξισμός σαν βασικό στοιχείο της αλήθειας αυτής, δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα που να εμπερικλείεται σαν πεμπτουσία σε μια αρχική πηγή-υποκείμενο, στο προλεταριάτο και στο κόμμα που το εκφράζει. Η επιστημονική αλήθεια και ο μαρξισμός σαν ένα βασικό στοιχείο της δεν αποτελούν ολοκληρωμένες συστηματικές «οντότητες», αλλά έγκεινται σε διαδικασίες συνεχούς παραγωγής της αλήθειας (μεταξύ άλλων και κυρίαρχα στη διαδικασία ταξικής πάλης), διαδικασίες συχνά τμηματικές και αποσπασματικές, στις οποίες ο διανοούμενος κατέχει έναν ειδικό ρόλο. Ενα ρόλο διαρκούς κριτικής της ιδεολογίας που ενδέχεται να τον φέρει συχνά αντιμέτωπο σε κάθε μορφής εξουσίας, ακόμη και στην κομματική ηγεσία. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση επιστήμης και ιδεολογίας: Η ιδεολογία ενυπάρχει συστατικά στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής της αλήθειας, και κάθε εξουσία, ακόμα και η σωστότερη δυνατή κομματική εξουσία, παράγει ιδεολογία. Δεν θέλω βέβαια να πω με αυτό ότι ένας διανοούμενος μπορεί ποτέ να παραμείνει αγνός από κάθε εξουσία: η ίδια η παραγωγή της αλήθειας είναι εξουσία. (…)

Δεύτερο, διαπιστώνουμε αλλαγές όσον αφορά στο ρόλο των πανεπιστημίων και τους προοδευτικούς διανοουμένους που είναι συγχρόνως ενταγμένοι στον πανεπιστημιακό χώρο (…).

Ενας πανεπιστημιακός δάσκαλος μπορεί να παίξει έναν ουσιαστικό διανοητικό ρόλο εάν, πέρα από την ειδική παιδαγωγική του λειτουργία μέσα στον πανεπιστημιακό θεσμό, παύσει να θεωρεί τον εαυτό του εκφραστή της απόλυτης, υπεράνω της πολιτικής, αλήθειας και αρχίσει να παρεμβαίνει αποφασιστικά στα δημόσια πράγματα έξω από τους στενούς πανεπιστημιακούς διαύλους (…)

Διαπιστώνουμε πια παντού τον κατά κράτος θρίαμβο των συντηρητικών δυνάμεων στο θεσμικό τομέα της διανόησης (…). Το τραγικό αποτέλεσμα της ήττας μας δεν είναι τόσο ο θρίαμβος της συντήρησης όσο οι διαλυτικές και διαβρωτικές επιπτώσεις στις ίδιες τις γραμμές μας

Ακόμα περισσότερο: το πνεύμα μικροπολιτικάντικης συμπαιγνίας που αρχίζει και πάλι να επικρατεί στον πνευματικο-πολιτιστικό χώρο στην Ελλάδα. Μικρός χώρος όπου πολλά γεγονότα, ακόμα και οι αντιθέσεις, φαίνονται συχνά σαν παιχνίδι σκιών βασισμένο σε μια σειρά σιωπηρών αλληλοσυμβιβασμών. Ξέρουμε ότι στην Ελλάδα αρχίζει πια και πάλι να μπορεί να λέει κανείς οτιδήποτε με το αζημίωτο. Ξέρουμε επίσης όλοι μας θαυμάσια ότι στην Ελλάδα συμβαίνει μία σειρά από πράγματα ηθικά (ναι: ηθικά) απαράδεκτα στον πνευματικό-πολιτιστικό τομέα. Πόσοι τολμούν, αν και θα το ήθελαν ενδόμυχα, να σηκωθούν και να καταγγείλουν επώνυμα τους απανταχού πνευματικούς απατεώνες; (…)

* Ο Νίκος Πουλαντζάς υπήρξε σημαντικός Ελληνας διανοούμενος της Αριστεράς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Γεννήθηκε το 1936 και έδωσε τέλος στη ζωή του το 1979, αφήνοντας πίσω του μεγάλο συγγραφικό έργο.

Του Νικου Μουζελη

Αντίθετα με τη δεκαετία του ’60 ο ρόλος των διανοουμένων σήμερα περιθωριοποιείται. Οι λόγοι είναι πολλοί. Λόγω έλλειψης χώρου θα ασχοληθώ μόνο με δύο. Με το απότομο άνοιγμα των αγορών και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση παρατηρούμε το πέρασμα από την οικονομία της αγοράς στην κοινωνία της αγοράς: οι αξίες της ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και η επιχειρηματική λογική τείνουν να κυριαρχήσουν όχι μόνο στο χώρο της οικονομίας αλλά και σε πολλούς άλλους χώρους. Το πανεπιστήμιο σαν χώρος ο οποίος δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του κριτικού λόγου - ενός λόγου που χαρακτηρίζει τον διανοούμενο - έχει χάσει ένα μέρος της αυτονομίας του.

Σε ό,τι αφορά στον πανεπιστημιακό δάσκαλο/ερευνητή, βλέπουμε τη σταδιακή έκλειψη του ευρυμαθούς στοχαστή-δασκάλου (αυτού που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν scholar) και την ανάδυση του καθηγητή-επιχειρηματία. Του ατόμου που έχει κυρίως επικοινωνιακές ικανότητες και που κατορθώνει να βρει πόρους για ερευνητικά προγράμματα που καθορίζονται περισσότερο από τις ανάγκες των επιχειρήσεων ή και της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και λιγότερο από τις απαιτήσεις της έρευνας και της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Βέβαια το πανεπιστήμιο δεν ήταν ποτέ απομονωμένο από την αγορά και της επιχειρήσεις. Στις πρώτες όμως μεταπολεμικές δεκαετίες υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ της λογικής της έρευνας/διδασκαλίας και αυτής της αγοράς. Σήμερα αυτή η ισορροπία τείνει να εξαφανιστεί. Ο καθορισμός των ερευνητικών στόχων και η μέτρηση της «παραγωγικότητας» των πανεπιστημιακών τμημάτων ακολουθούν την αγοραία λογική.

Μ’ αυτό τον τρόπο υποσκάπτονται οι αξίες του πανεπιστημιακού χώρου, που συνδέονται λιγότερο με τις ανάγκες της αγοράς και περισσότερο με το στόχο παραγωγής σημαντικής γνώσης - όπως αυτή καθορίζεται από τη λογική της κάθε επιμέρους πειθαρχίας. Επιπλέον η κούρσα για την ανεύρεση πόρων και η κυριαρχία του συνθήματος «publish or perish» (δημοσίευσε ή χάσου) οδηγούν στην παραγωγή δημοσιεύσεων σε ένα πλαίσιο όπου η ποσότητα μετράει πιο πολύ από την ποιότητα. Το παραπάνω κλίμα βέβαια δεν αφήνει χώρο για έναν κριτικό τρόπο σκέψης και ένα στοχαστικό τρόπο ζωής.

Η παραπάνω κατάσταση, που δεν βοηθάει τον κριτικό λόγο και τη συμμετοχή του πολίτη στο δημόσιο χώρο, συνδέεται άμεσα με το πέρασμα από μια «μοντέρνα» σε μια «μεταμοντέρνα» θεώρηση των πραγμάτων. Στο μεταμοντέρνο στοχασμό ο σκεπτικισμός και ο σχετικισμός υποσκάπτουν την πίστη στην «αντικειμενική ανάλυση» των κοινωνικών φαινομένων, στη δυνατότητα μιας θεωρίας να είναι πιο «σωστή», δηλαδή να είναι πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα από μια άλλη. Ολα είναι σχετικά σε ένα πλαίσιο όπου το ειρωνικό παραμερίζει το «σοβαρό», το παιχνίδι με τις λέξεις γίνεται πιο σημαντικό από την προσπάθεια ανάλυσης σε βάθος. Με βάση τα παραπάνω δεν είναι περίεργο πως η μεταμοντέρνα αντίδραση στις «μεγάλες αφηγήσεις» οδηγεί στην απόρριψη κάθε προσπάθειας ανάλυσης μιας κοινωνίας στο σύνολό της. Κάθε ολιστική μεθοδολογία (όπως αυτή της «ξεπερασμένης» πολιτικής οικονομίας), κάθε προσπάθεια εξήγησής του πως τα κοινωνικά σύνολα συγκροτούνται, αναπαράγονται και μετασχηματίζονται απορρίπτεται ως «ουσιοκρατική».

Δύο τελικές παρατηρήσεις. Η παραπάνω ανάλυση αναφέρεται σε τάσεις και όχι σε μη ανατρέψιμες καταστάσεις. Δεύτερον, πέρα από τις δύο διαστάσεις που ανέφερα πιο πάνω, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που εξηγούν την περιθωριοποίηση των διανοουμένων σήμερα - λόγοι που έχουν να κάνουν με τη δομή και λειτουργία των ΜΜΕ, την κυριαρχία μιας απολιτικής, καταναλωτικής κουλτούρας, την αντίδραση της νεολαίας στο συχνά ξύλινο αριστερό λόγο, τον κατακερματισμό της γνώσης, την υπερειδίκευση κ.τλ.

Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE.

Της ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΖΟΡΜΠΑ

Ο δημόσιος διάλογος είναι αυτός που αποδεικνύει την ύπαρξη των διανοουμένων και δίνει το στίγμα της κριτικής τους στάσης. Οι όροι κάτω από τους οποίους διεξάγεται αυτός ο διάλογος άλλαξαν τις τελευταίες δεκαετίες, μαζί και τα περιεχόμενά του. Η παγκόσμια κοινότητα μιλάει αγγλικά αλλά υπερασπίζεται με πάθος την τοπικότητα και τη διαφορετικότητα της κουλτούρας. Σε ποιο σημείο θα πρέπει να σταθούν οι διανοούμενοι αν υποθέσουμε ότι θέλουν να.. κινήσουν τη Γη;

Στην Ελλάδα, δεν έλειψαν οι πολιτισμικοί πόλεμοι που όπλισαν τις κριτικές θέσεις των διανοουμένων: η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, οι μετανάστες, το όνομα της Μακεδονίας, το σχολικό βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, η λογοκρισία των «άσεμνων» έργων, το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Ολα αυτά προκάλεσαν μικρότερες ή μεγαλύτερες συγκρούσεις, δίχασαν τους διανοουμένους και έδωσαν τη δυνατότητα αναστοχασμού, όχι πάνω στη διαχωριστική γραμμή του παλιού δίπολου συντηρητικοί-προοδευτικοί αλλά μέσα από νέες ενδιαφέρουσες προσμίξεις που μένει να ερμηνευθούν κι αυτές. Οι πολιτισμικοί πόλεμοι επαναπροσδιορίζουν κάθε φορά το ρόλο των διανοουμένων διότι καταλήγουν στην αναδιανομή του πολιτισμικού κεφαλαίου της κοινωνίας. Ο Αντόνιο Γκράμσι μάς δίδαξε πολλά για τις διαμάχες αυτές και το ρόλο των διανοουμένων, με πολύτιμη τη βασική παραδοχή του ότι καθένας μας, ως σκεπτόμενος άνθρωπος, είναι διανοούμενος.

Με λιγότερες προκαταλήψεις και περισσότερη ανταλλαγή, εξωστρέφεια, μίξη και αμφισβήτηση, οι διανοούμενοι μπορούν να κάνουν το δημόσιο διάλογο πιο ενδιαφέροντα και δημιουργικό, ανοίγοντάς τον σε όλους. Αντί να μεταφράζουμε κάθε πολιτισμικό ζήτημα σε τραύμα εθνικής ταυτότητας, κάθε δυσάρεστη εξέλιξη σε συνωμοσία εναντίον μας και κάθε εμπόδιο σε αδυναμία, μπορούμε να δώσουμε την ευκαιρία στους εαυτούς μας να ξανασκεφτούμε τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας καλύτερης κοινωνίας στην οποία θέλουμε να ζούμε. Αυτή η ζύμωση έχει ανάγκη από φρέσκες ιδέες και κριτική ματιά, που είναι προς απόδειξη από όσους θέλουν να έχουν ρόλο διανοουμένου.

H κ. Μυρσίνη Ζορμπά, πρώην ευρωβουλευτής, είναι καθηγήτρια στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Eίναι «ζωντανοί» ακόμα οι διανοούμενοι;*

Σε μια εποχή, όπως αυτή που διανύουμε, φτωχή σε σκέψη, αναζητήσεις και συζήτηση, το ερώτημα για το ρόλο των διανοουμένων είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Εχοντας διανύσει πολλές φορές το δρομολόγιο που χωρίζει την κριτική από τη διατεταγμένη σκέψη, ο διανοητής, ο επιστήμονας, ο αναλυτής των ημερών, δεν βρίσκεται πια στο απυρόβλητο. Κρίνεται και τακτικά επικρίνεται, καθώς η αυτονομία του αμφισβητείται και η ανεξαρτησία του ελέγχεται…

Είναι ζωντανή, λοιπόν, η κριτική σκέψη; Παραμένουν οι διανοούμενοι πνεύματα ανυπότακτα, διατεθειμένα να μπολιάσουν τον κοινό νου με το απόσταγμα του πνευματικού τους κόπου; Ή, μήπως, σε μέρες που όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται, η διανοητική συμβολή λειτουργεί ως άλλοθι προκειμένου να καλυφθεί η ιδεολογική παντοκρατορία του πραγματισμού;

Προφανώς, οι καιροί αλλάζουν… Οι διανοούμενοι δεν είναι -και δεν μπορεί
να είναι- πνευματικοί ερημίτες, πρόσωπα απομονωμένα και απομακρυσμένα από τις εξελίξεις, μύστες μιας θρησκείας που λατρεύεται έξω από την κοινωνία, μακριά απ’ τους πραγματικούς ανθρώπους. Οι διανοούμενοι είναι εδώ.

Δίπλα μας και μαζί μας. Αυτό που έχουν να αποδείξουν, ωστόσο, είναι πως παραμένουν ικανοί, όπως έλεγε ο Ελύτης για τον Εμπειρίκο, να δίνουν «υποσχέσεις και δωρεές στην ανθρωπότητα»…
Επιμέλεια: Αναστασία Καψάλη, εικονογράφηση: Mιχάλης Κουντούρης

Tου ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ

Η λέξη διανοούμενος (intelectuel) εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία στο τέλος κοντά του 19ου αιώνα, με αφορμή την «υπόθεση Ντρέιφους» και το συνακόλουθο «κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά. Νομίζω ότι ο Αδαμάντιος Κοραής τη χρησιμοποίησε μερικές δεκαετίες νωρίτερα αλλά λόγω της γλώσσας δεν πολιτικογραφήθηκε διεθνώς.

Ο «διά της νοήσεως πράττων», δηλ. ο διανοούμενος, είναι ως εκ της καταγωγής της λέξης αντίθετος με τον «πολιτικό», πράττων ως πολίτης «διά την πόλιν». Από την «πόλιν» (άστυ) προέκυψε εξάλλου εκτός από την πολιτική και ο πολιτισμός που κατέληξε στη Δύση ως police, στα καθ’ ημάς «αστυνομία». Ο διανοούμενος είναι εργάτης, αγρότης, υπάλληλος του Δημοσίου ή της ιδιωτείας, τεχνίτης του λόγου, της εικόνας κ.τ.λ. Η έννοια αρχικά είναι αντιθετική της όποιας εξουσίας. Διότι το «εξ» της τελευταίας μπορεί και να σημαίνει «εκτός ουσίας» ενώ το «διά» διαμεσολάβηση στη σκέψη, στον αναστοχασμό που πρέπει να προηγείται της «πράξης».

Ο Πλάτων ήταν «διανοούμενος». Ο Περικλής όχι. Ο Καστοριάδης ήταν διανοούμενος, ο Σαρκοζί δεν είναι. Ομως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και πιο πρόσφατα ο Φρανσουά Μιτεράν υπήρξαν και τα δύο. Οπότε;

Στον 20ό αιώνα ο Σαρτρ συμβόλισε στο ακέραιο το ρόλο του ακτιβιστή διανοουμένου, ενώ ο Μαλρό, επίσης πολύ σημαντικός συγγραφέας, αν όχι και σημαντικότερος και από τον Σαρτρ, μόλις ανέλαβε υπουργικό θώκο, με τον Ντε Γκολ, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αντίπαλό του, την εξουσία, και πρόδωσε τη διανόηση (όσο κι αν ως υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας προσέφερε τα μέγιστα στη χώρα του).

Το δίδυμο Τσόμσκι - Μπους νομίζω πως αποσαφηνίζει τα πράγματα. Είναι εντελώς σαφές ότι τα άκρα δεν συναντώνται. Αντίθετα, ο Μπερλιγκουέρ συνταίριαξε τα δύο. Τώρα στην Ιταλία υπάρχει το αντίπολο Ουμπέρτο Εκο - Μπερλουσκόνι.

Οσοι από τους διανοουμένους συνεργάζονται καμιά φορά με την εξουσία, το εννοούν κυρίως με αφετηρία τη θεωρία του Αντόνιο Γκράμσι για τον οργανικό διανοούμενο. Πλην όμως οι περισσότεροι, αν και από ανιδιοτελή κίνητρα ξεκινώντας, γρήγορα απογοητεύονται από τη «συναλλαγή» με την κάθε εξουσία (είτε είναι αριστεροί είτε είναι δεξιοί) και εγκαίρως, για να αποφύγουν τη μοιραία φθορά, αποχωρούν από αυτήν. Οι μόνοι διανοούμενοι που ξεφεύγουν αυτού του «δίπολου» είναι οι αστροφυσικοί, οι μαθηματικοί, οι βιοτεχνολόγοι, όπου θεωρία και πράξη συνυπάρχουν στις νέες τεχνολογίες, εκεί όπου το μήνυμα γίνεται το μέσο. Κι ευτυχώς. Γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε πρόοδος.

Ο κ. Β. Βασιλικός είναι συγγραφέας.

Tου ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ

Πολλοί θεωρούν ότι η ιδεολογική στράτευση του σύγχρονου διανοουμένου είναι ο αντίθετος πόλος του διανοούμενου-υπαλλήλου. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο στρατευμένος διανοούμενος, homo ideologicus της εποχής μας, δεν ανήκει στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων, διότι υπηρετεί μια ιδεολογία που συνδέεται με την «Αριστερά» και την «Πρόοδο», όποιο νόημα και αν δοθεί στις λέξεις αυτές.

Αυτή η ιδέα ενός –υποτιθέμενου- χρέους πολιτικής στράτευσης του διανοούμενου γεννήθηκε στη Γαλλία μετά την περίφημη υπόθεση Ντρέιφους στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο μεγάλος συγγραφέας Εμίλ Ζολά έπαιξε τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στη γαλλική πολιτική σκηνή ζητώντας την αναθεώρηση της δίκης του αδικημένου λοχαγού Alfred Dreyfus. Ο Ζολά, όμως, έμεινε πιστός στο πρωταρχικό καθήκον του διανοουμένου, που είναι όχι η πολιτική στράτευση, αλλά η αναζήτηση και διακρίβωση της αλήθειας.

Το αντίθετο πρότυπο αποτελεί ο Σαρτρ. Κατά τον Σαρτρ, ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να μετατρέψει τον εαυτό σε «λαϊκό αγωνιστή» και μάλιστα, αν χρειασθεί, εις βάρος της αποστολής του να λέει την πλήρη αλήθεια.

Αυτή ήταν η μεγάλη του διαφορά με τον πρώην συμμαθητή και φίλο του Raymond Aron, ο οποίος ποτέ δεν εγκατέλειψε την κριτική του ιδιότητα στο συγγραφικό του έργο.

Ο πρώτος που κατάγγειλε ως προδοσία την παραίτηση του διανοούμενου από την κριτική σκέψη ήταν ο Julien Benda το 1927. Ο Μπεντά έδειξε ότι η στράτευση είναι μορφή υποδούλωσης του πνεύματος και δεν ξεφεύγει ο διανοούμενος από τη δουλεία αν στη θέση της κρατικής ή άλλης υπαλληλίας ο σύγχρονος διανοούμενος τοποθετήσει ένα κόμμα ή μια πολιτική παράταξη.

Μια από τις τραγικότερες περιπτώσεις στρατευμένου διανοουμένου της Αριστεράς ήταν ο Νίκος Πουλαντζάς, που έδωσε τέλος στη ζωή του το 1979. Ενα χρόνο νωρίτερα είχε δημοσιεύσει ένα μεγάλο άρθρο στα «ΝΕΑ» με τίτλο «Διανοούμενε, ποιος είσαι;», όπου κατήγγειλε τη σχέση του διανοούμενου με την εξουσία: τόσο την κρατική όσο και την κομματική.

Αναρωτιέται κανείς τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Πουλαντζά -έναν άνθρωπο που δεν βρέθηκε ποτέ μέσα ούτε κοντά στους θαλάμους της εξουσίας- να ερευνήσει θεωρητικά τη σχέση του διανοουμένου με αυτήν. Ισως κατάλαβε ότι ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται και δεν μπορεί ο κριτικός διανοούμενος να ενεργήσει ως homo ideologicus.

Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται όποιος πνευματικός άνθρωπος επιμένει στο στρατευμένο του ρόλο είναι η αλλοίωση του ρόλου του ως δημόσιου διανοουμένου – και όχι μόνο η εγκατάλειψη της κριτικής θεώρησης των πραγμάτων υπέρ μιας αντίληψης περί αγωνιστικότητας. Διότι ως homo ideologicus λειτουργεί ως πρωθιερέας ενός ιδεολογικού εκκλησιάσματος, και όχι στο δημόσιο χώρο του πνεύματος, όπου καλείται να δράσει ο σύγχρονος διανοητής. Αξιοποιεί αυτό το χώρο, βέβαια. Μήπως, όμως, τον σφετερίζεται;

Ο κ. Δ. Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Tης ΡΕΝΑΣ ΔΟΥΡΟΥ

Κάποτε οι διανοούμενοι έλεγαν καινούργια, ρηξικέλευθα πράγματα, επί μεγάλων θεμάτων. Σήμερα, όλα τα «καινούρια» πράγματα έχουν ήδη παραχθεί, κομμάτι κομμάτι, μέσα στις ακαδημαϊκές αίθουσες, μέσα σε παχυλά προγράμματα. Με την κατάτμηση της γνώσης, υπονομεύθηκαν τα όντως μεγάλα θέματα. Επιπλέον, χάθηκε το στοιχείο της έκπληξης, εκείνη η ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργούσε η ακαριαία επαφή του συσσωρευμένου Λόγου με το κοινωνικό σώμα. Ολα άλλαξαν μετά τον Μάη του ‘68. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν βρίσκονταν εκτός πανεπιστημίων, ιδρυμάτων και προγραμμάτων μερικές χιλιάδες και, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες εξαιρετικά μορφωμένοι; Θα ταρακουνούσαν το σύμπαν. Το ίδιο θα συνέβαινε, αν σχεδόν όλοι σπούδαζαν όπως παλιά, δηλαδή 4-5 χρόνια. Σήμερα, με 10 χρόνια σπουδές, απορροφάται, ενσωματώνεται η δυναμική της ανήσυχης νεότητας, εκατομμυρίων νέων.

Υπήρξε κάποιο σχέδιο; Οχι, δεν νομίζω να συνωμότησε κανείς. Ηταν, απλά, μια προσπάθεια αυτοσυντήρησης του συστήματος. Θα πρέπει να την καταγγείλουμε; Οχι, βέβαια. Το γεγονός ότι η νεολαία μορφώνεται είναι θετικό. Το γεγονός πως οι εν δυνάμει διανοούμενοι είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια και αυτό είναι θετικό. Οπως θετικό ήταν και το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος που απομάκρυνε την πιθανότητα για απρόβλεπτες πολιτικές συμπεριφορές, δυτικά του Τείχους του Βερολίνου... Δεν χρειάζεται να είμαστε πεινασμένοι και αγράμματοι για να επαναστατήσουμε.

Ναι, αλλά έτσι χάσαμε τους διανοούμενους. Μας λείπουν, όμως; Αμφιβάλλω. Αν όντως μας λείπουν, ας τους ανακαλύψουμε. Υπάρχουν και είναι εκεί. Μέσα ή έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο. Τι κάνουν; Αντιστέκονται στη δυναστεία του αυτονόητου. Δεν είναι περιθωριακοί ή εναλλακτικοί, αποσυρμένοι σε κάποιο ησυχαστήριο. Υπάρχουν εδώ, είναι δίπλα μας. Μόνο που συνήθως είναι σιωπηλοί ή τουλάχιστον καθόλου θορυβώδεις. Γι΄ αυτό η ευθύνη είναι όλη δικιά μας, της κοινωνίας. Οταν όλα τα μεγάλα θέματα ισοπεδώνονται στις ειδήσεις των 8, τι μπορεί να σημαίνει ο λόγος ενός διανοούμενου; Να βγει να μιλήσει ανάμεσα σε έναν φόνο και μια διαφήμιση αυτοκινήτου; Θα αλλάξουμε κανάλι. Οταν διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε, τρώμε όλη τη σαβούρα αδιαμαρτύρητα, όταν τρέχουμε όλη μέρα χωρίς ανάσα, είναι δυνατόν να μπορέσουμε να σκεφτούμε, να αναζητήσουμε μια δεύτερη, μια άλλη σκέψη;

Ανέκαθεν, οι διανοούμενοι απαντούσαν σε αιτούμενα της κοινωνίας. Εβαζαν φωτιές σε δάση κοινωνικής ανησυχίας. Τι κοινωνία είναι αυτή που δεν έχει πια τέτοια «δάση», αλλά κολυμπά στη ραθυμία του αυτονόητου και δεν χρειάζεται διανοούμενους; Μην τους ζητάμε και τα ρέστα από πάνω.

Η κυρία Ρένα Δούρου είναι πολιτική αναλύτρια, μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ.

Tου ΑΡΗ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το ερώτημα για την κριτική σκέψη των διανοουμένων σήμερα φαντάζει εξωπραγματικό και, εν πολλοίς, χωρίς νόημα. Το σωστό ερώτημα είναι: Ποιος έχει ανάγκη τους διανοούμενους σήμερα; Ποιος μπορεί να ακούσει τους ποιητές σήμερα; Ποιος μπορεί να ακούσει τους δημιουργούς σήμερα; Ποια ελληνική κοινωνία είναι σε θέση να δώσει την όποια σημασία στους διανοούμενους;

Είδατε, ακούσατε ποτέ κανέναν πολιτικό να συζητάει σοβαρά με διανοουμένους εν όψει των οποιωνδήποτε αποφάσεών του; Προσέξατε μήπως κάποια μεταπολιτευτική κυβέρνηση να έκανε το παραμικρό για να έχουμε μια λειτουργική, σύγχρονη κ.λπ. εθνική βιβλιοθήκη; Αντιληφθήκατε μήπως να έχουν γίνει σοβαρές αλλαγές στα μουσεία της χώρας, καθώς τα περισσότερα βρίσκονται σε κατάσταση μεσαίωνα; Διαπιστώσατε μήπως να λειτουργούν οι σχολικές βιβλιοθήκες ενώ είναι γνωστό ότι οι περισσότερες αδρανούν δραματικά; Σας είναι άραγε γνωστή η κατάσταση του ενός σχολικού, γυμνασιακού, πανεπιστημιακού κ.λπ. εγχειριδίου; Γνωρίζετε καλά το επίπεδο της δημόσιας παιδείας; Σας λέει τίποτε η λέξη «παπαγαλία»;

Εχετε τουλάχιστον υπόψη, αγαπητέ αναγνώστη, ότι η τηλεόραση κάνει, ιδίως στην Ελλάδα, αυτό που κάνει παγκοσμίως; Διδάσκει δηλαδή με πειστικότερο τρόπο απ’ ό,τι το σχολείο συμπεριφορές, στάσεις ζωής, αξίες, δηλαδή «πολιτισμό», εξοβελίζοντας στην πράξη και, πέρα για πέρα, κάθε διαφορετική σκέψη και κρίση;

Κι αν, αν λέω, αγαπητέ αναγνώστη, δεν έχετε ιδέα από όλα αυτά, οπωσδήποτε γνωρίζετε ότι σήμερα όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται. Τα πάντα: οι αξίες (ακριβώς όπως και κάποια αξιώματα), οι θέσεις, οι ιδέες, τα πάντα. Μόνον το κόστος εξαγοράς διαφέρει κατά περίπτωση. Ζούμε σε έναν κόσμο που καταστρέφει τον αέρα και τη γη και όλους τους φυσικούς πόρους για το κέρδος. Ζούμε σε έναν κόσμο που μετατρέπει όλη τη ζωή σε θέαμα. Στο όνομα του κέρδους. Ζούμε σε έναν υποκριτικό κόσμο όπου η σκέψη, ο στοχασμός, η κρίση και η κριτική του βίου, ακόμα και η απλή ανάγνωση ενός βιβλίου, αποτελούν συμπεριφορές ακατανόητες στους πολλούς – εφόσον δεν αποφέρουν άμεσα κέρδη.

Οι διανοούμενοι υπάρχουν. Αλλά οι περισσότεροι έχουν αποδεχτεί τον κόσμο που περιγράφω, την ελληνική κοινωνία που περιγράφω. Ναι, έχουν δεχτεί το χρήμα, όσο λίγο κι αν είναι. Και τη θεσούλα. Οσο μικρή κι αν είναι. Λίγοι διανοούμενοι αντιστέκονται στο ρεύμα των καιρών υπερασπίζοντας την ιδέα τους. Λίγοι είναι κοινωνικά ευαίσθητοι. Πολλοί λίγοι. Εγώ ξέρω μόνον δυο τρεις. (Δεν περιλαμβάνω τον Λαζόπουλο σ’ αυτούς.)

Aλλά μη ζητάμε τα απίθανα από αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή είναι η χώρα. Οι διανοούμενοι αποτελούν πιστή της εικόνα. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Δύσκολα. Κι αφού λοιπόν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη χώρα, ίσως να πρέπει να αλλάξουμε θέμα. Υποβάλλοντας στον εαυτό μας τις ερωτήσεις που παρέθεσα σ’ αυτό το σημείωμα.

Ο κ. A. Μαραγκόπουλος είναι συγγραφέας, κριτικός.

Σταθερά εδώ και καιρό στην πρώτη γραμμή της πολιτικής δραστηριοποίησης, η οικολογία μοιάζει όλο και περισσότερο με ιδεολογία κοινής αποδοχής. Το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, άλλωστε, που ξεκίνησε από την εύπορη Δύση και από το δραστήριο μονίμως εργαστήριο ιδεών της Αμερικής, έγινε γρήγορα κτήμα ευρύτατων στρωμάτων σε όλο τον κόσμο, ακόμα και αυτών που αρνούνται, εκ πεποιθήσεως, τις αμερικανικές αναγνώσεις των πραγμάτων…

Η πράσινη εποχή είναι λοιπόν εδώ… Καθώς μάλιστα τα πρώτα βήματά της τα έκανε μέσα στο περιβάλλον της φυσικής, της μετεωρολογίας και της κλιματολογίας, οι πρώτοι που τη διεκδίκησαν ήταν οι επιστήμονες. Ακολούθησαν τα κινήματα των ακτιβιστών, που την εγκατέστησαν στα πρωτοσέλιδα και την έβαλαν στο prime time. Ωσπου κάποια στιγμή την αγκάλιασαν και οι πολιτικοί. Ακόμα και τα ελληνικά κόμματα, μετά το περσινό μαρτυρικό καλοκαίρι…

Τι είναι όμως τελικά η οικολογία; Επιστήμη (που είναι σίγουρα), ακτιβισμός ή πολιτική; Ή μήπως, για κάποιους, απλώς και μόνο… μόδα;


H ανάγκη της νέας σύζευξης

Του Μιχαλη Παπαγιαννακη

Η οικολογία και η πολιτική «συναντήθηκαν» σχετικά πρόσφατα, και βέβαια όχι κάτω από την πίεση ακαδημαϊκών (ερευνητικών, διδακτικών…) και μόνον αναγκών. Αλλά κυρίως από την ανάγκη να αναλυθούν και να λυθούν νέου τύπου προβλήματα της ανάπτυξης.

Τα προβλήματα αυτά απασχόλησαν και απασχολούν, όλο και περισσότερο, την οικολογία ως επιστήμη. Αναδείχθηκαν γρήγορα και σε πολιτικά, γιατί οι συνέπειές τους στην καθημερινή ζωή των πολιτών αλλά και στις μεγάλες αναπτυξιακές και κοινωνικές επιλογές των κυβερνήσεων είναι πια διακριτές και με μεγάλη επίδραση στη συνολική πολιτική τους: μεγάλα βιομηχανικά «ατυχήματα» σε κλάδους όπως η χημεία και η πυρηνική ενέργεια, «σκάνδαλα» στην αλυσίδα της διατροφής και γενικότερες απειλές για τη δημόσια υγεία, αρνητικότατες πιέσεις στη βιοποικιλότητα, απειλητική ρύπανση και μόλυνση των υδάτων και του αέρα, κλιματική αλλαγή κ.λπ.

Ολα αυτά, και άλλα ανάλογα και αναμενόμενα, κλονίζουν κοινωνικές ισορροπίες και προσδοκίες βελτιώσεων εισοδημάτων, απασχόλησης και ασφάλειας. Οδηγούν τελικά σε κρίση, όχι μόνο της οικονομίας αλλά και των ιδεών και των ιστορικών σχεδίων, εθνικής ή παγκόσμιας εμβέλειας, που τροφοδοτούν τα πολιτικά οράματα και προγράμματα, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, εννοώ μηδέ της Αριστεράς εξαιρουμένης.

Από αυτήν τη συνοπτικότατη προσέγγιση εξηγείται, νομίζω, σε σημαντικό βαθμό και η γενική διαπίστωση μιας απαξίωσης της πολιτικής, ιδιαίτερα της μεταρρυθμιστικής, ως χώρου και τρόπου για τη λύση των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.

Αν επιδιώκουμε υπέρβαση, σε εθνικό, σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δρόμος περνάει από την οργανική σύζευξη της οικολογίας με την πολιτική γενικώς και ιδιαίτερα με εκείνη που συγκροτείται από τις αρχές του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η οικολογία μάς έδωσε το σύνθημα «Σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά», την ανάδειξη του συγκεκριμένου, τον ακτιβισμό των πολιτών, την αναζήτηση νέων μορφών προσεγγίσεων και λύσεων στα ζητήματα της καθημερινότητας. Μια τέτοιου τύπου ανασυγκρότηση της πολιτικής θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το ποιες δυνάμεις θα ενστερνιστούν την ανάγκη της και το πώς θα μεθοδεύσουν τη σύγκλισή τους, εδώ, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Γιατί υπάρχουν βέβαια και άλλοι δρόμοι, της χωριστής πορείας και της ιδεολογικής «καθαρότητας», ακόμα και αντιπαράθεσης. Αλλά έτσι θα αφεθεί ανοιχτή η προοπτική και η «ελπίδα» σε άλλου τύπου «αξιοποίηση» της οικολογίας: απλή επιστημονική προσέγγιση, «πράσινη» επιχειρηματικότητα, εξειδίκευσή της σε ορισμένους «θεραπευτικούς» ρόλους, χρήση της ως στοιχείου «διόρθωσης» και εξωραϊσμού πολιτικών που εμμένουν στη συνέχιση της έως τώρα πορείας, που θα υποκρίνεται ότι «πρέπει να αλλάξουν όλα», αλλά «για να παραμείνουν τα ίδια», κατά την κυνική ρήση του Λαμπεντούσα… Το αισιόδοξο στοιχείο είναι, βέβαια, ότι δεν μπορούν πια να παραμείνουν τα ίδια!

Ο κ. Μ. Παπαγιαννάκης είναι βουλευτής Β΄ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου